Χάρτης 19 - ΙΟΥΛΙΟΣ 2020
https://dev.hartismag.gr/hartis-19/biblia/apo-tis-eidhseis-twn-oxtw-mexri-ton-allon-aiwna
Η Νηστεία του Χρόνου είναι η πρώτη ολοκληρωμένη ποιητική κατάθεση του Φώτη Α. Σταθόπουλου, και σίγουρα μια κατάθεση ώριμη και συμπαγής. Αποτελείται από 19 ποιήματα, στην πλειοψηφία τους ολιγόστιχα, μικρόστιχα και ιδιοτύπως λυρικά. Ο αναγνώστης διακρίνει σ’ αυτά κάτι σαχτουρικό, που εντοπίζεται κυρίως στην επιλογή συγκεκριμένων συμβόλων και στην ονειρική –ενίοτε εφιαλτική- εικονοποιία. Παράλληλα με τον Σαχτούρη όμως, μέσα στα ποιήματα της συλλογής, εμφιλοχωρεί τόσο ο Ελύτης, με την αγάπη του για το μεσογειακό τοπίο, τη μεταφυσική του ορμή και την προσήλωσή του στη λαϊκή ζωή, όσο και ο Σεφέρης, με τη σκοτεινή του ματιά που βαθαίνει ως την ιστορική υπαρξιακή αναζήτηση. Όλοι αυτοί οι απόηχοι αφομοιώνονται και συνενώνονται αρμονικά μέσα στη φωνή του Σταθόπουλου, δημιουργώντας ένα ποιητικό σύνολο συνεκτικό και καλοχτισμένο.
Δομικός αρμός αυτού του συνόλου είναι ο Χρόνος: ο κυκλικός χρόνος (της ημέρας και των εποχών), ο γραμμικός χρόνος (της ζωής και της ιστορίας), ο εσωτερικός
χρόνος (του ονείρου και της ανθρώπινης ψυχής) και ο άχρονος χρόνος (του επέκεινα). Τέσσερις εκδοχές χρόνου δηλαδή: δύο προσδιορίσιμες και άλλες δύο εν μέρει ή εν όλω απροσδιόριστες. Στο παράθεμα που ανοίγει το βιβλίο, ο ποιητής -εκτοπισμένος μύστης ενός συμπαντικού μυστηρίου- αφού μεταλαμβάν[ει] την ακίνητη θλίψη των άστρων, επανατοποθετεί εαυτόν στη ροή του Χρόνου. Φροντίζει πάντως να διακρίνει αυστηρά τον συμβατικά ταξινομημένο χρόνο των άλλων ανθρώπων από τον δικό του προσωπικό χρόνο που παραμένει ασαφής και απροσδιόριστος: «εσείς θα επιστρέψετε στις Ειδήσεις των οχτώ/ κι εγώ στον άλλον αιώνα».
Στο πρώτο ποίημα του βιβλίου [«Απολογία»] ο ποιητής παρεμβαίνει ενεργά στον εγκόσμιο χρόνο, διευκολύνοντας την κίνηση της σελήνης: «όλη νύχτα πάλευα ν’ απελευθερώσω το φεγγάρι/ απ’ τα κλαδιά μιας λεμονιάς», γράφει. Τελικά τα καταφέρνει. Η σελήνη συνεχίζει προφανώς την ουράνια πορεία της, και το εγκόσμιο ρολόι ξανατίθεται σε λειτουργία. Το νόημα είναι σαφές: ο Χρόνος δεν κυλά ερήμην μας, αλλά με τη σύμπραξή μας. Εμείς τον διαμορφώνουμε, με τις πράξεις μας, και άρα φέρουμε ακέραια την ευθύνη για όσα συμβαίνουν μέσα στην επικράτειά του. Οι πράξεις, όμως, συνεπάγονται ευθύνη και πιθανώς ενοχή. Ο ποιητής –ως άνθρωπος και ως δημιουργός– αναλαμβάνει την ευθύνη και επωμίζεται την ενοχή: «Ένοχος» απάντησα, «για ό,τι συμβεί από ’δω και πέρα».
Σταματώ για λίγο στη λέξη «ένοχος». Λέξη με σαφές νομικό βάρος. Αλλά όχι μόνο. Η λέξη παραπέμπει ευθέως και σε ένα βίωμα τυπικά και ουσιαστικά χριστιανικό. Αυτό δεν πρέπει να το προσπεράσουμε. Στα ποιήματα της παρούσας συλλογής, άλλωστε, η χριστιανικότητα, και δη η ορθόδοξη χριστιανικότητα, έχει εξέχουσα θέση. Δεν είναι μόνο η παρουσία προσώπων και γεγονότων της χριστιανικής ιστορίας, οι συχνές αναφορές σε λειτουργικά και τελετουργικά σχήματα της ορθόδοξης πίστης, τα στοιχεία της χριστιανικής κοσμολογίας, η ανάδειξη της σχέσης ανάμεσα στη θρησκεία και στην καθημερινότητα των ανθρώπων, και τα πολλά θραύσματα της εκκλησιαστικής γλώσσας που ενσωματώνονται στον ποιητικό λόγο του Σταθόπουλου. Το πιο κύριο και το πιο καίριο είναι η χριστιανική κοσμοαντίληψη που διαπερνά σχεδόν τα πάντα.
Ξαναπιάνω το νήμα από ’κει που το είχα αφήσει. Στο ποίημα «Ο Εκατόνταρχος Αποκοιμήθηκε Ήσυχα Δίπλα Στο Μνήμα» το θέμα του Χρόνου επανέρχεται, αλλά με τρόπο ευδιάκριτα βιβλικό. Εδώ ο ποιητής ξεκινά την αφήγησή του από έναν ανώνυμο σταθμό του μετρό, και μπαίνοντας στο συρμό, βιώνει μια συμβολική (και αυστηρά εσωτερική) εμπειρία θανάτου: «Η πόρτα σφραγίστηκε μπροστά μου με θόρυβο κι έμεινα με το παράπονο ενός νεκρού, όταν τον σκεπάζουν τα χώματα», γράφει. Μια μικρή νέκυια διαμείβεται εκεί στον Κάτω Κόσμο του υπόγειου σιδηροδρόμου, όπου όλα είναι βυθισμένα σε άχρονο σκοτάδι, ώσπου κάποια στιγμή ο συρμός φτάνει στον επόμενο σταθμό και η πόρτα ανοίγει. Ο ποιητής μπορεί πια να βγει από τον μεταλλικό του τάφο στο φως. Λίγο πριν βγει όμως, απευθύνεται ως άλλος Ιησούς ή και Ιωνάς, στους συνεπιβάτες του, θέλοντας να χρησιμοποιήσει τη δική του Κάθοδο εις Άδην, για να νοηματοδοτήσει το δικό τους βίο, τον δικό τους επίγειο χρόνο: «Εμπρός, βγείτε έξω λοιπόν –φώναξα– ίσως είναι η τελευταία σας ευκαιρία!». Και τότε ο χώρος αποκτά όνομα, ακριβώς γιατί ο χρόνος απέκτησε νόημα: Η επιγραφή στο μάρμαρο έγραφε:/ «Συγγρού – Φιξ».
Ο Χρόνος μέσα στα ποιήματα του Σταθόπουλου –όπως ήδη αναφέρθηκε– ακολουθεί συχνά τη χριστιανική κοσμοαντίληψη. Σημειώνω εδώ ότι, σύμφωνα με το ιουδαϊκό και χριστιανικό δόγμα, ο Θεός της Βίβλου, μολονότι άχρονος ο ίδιος, εισβάλλει κατά καιρούς στο χρόνο της ανθρώπινης ιστορίας, δημιουργώντας κάθετες τομές. Στο ποίημα «Το Θείο Δράμα» γίνεται λόγος για δύο τέτοιες τομές (η μία σχετίζεται με τον Ισαάκ και η δεύτερη με τον Ιησού). Στην πρώτη τομή δοκιμάζεται ένας θνητός πατέρας (Αβραάμ) ενώ στη δεύτερη ο αθάνατος Πατήρ της Αγίας Τριάδας. Κομβικό όμως ρόλο, όσον αφορά αυτήν ακριβώς τη διαπλοκή του ενθάδε με το επέκεινα και του ανθρώπινου χρόνου με τον θεϊκό, διαδραματίζουν στην παρούσα συλλογή δύο άλλα ποιήματα: το ένα τιτλοφορείται «Προετοιμασία» και το άλλο «Αντί Επιλόγου». Οι τίτλοι προδιαθέτουν: η «Προετοιμασία», ένα από τα πρώτα ποιήματα της συλλογής παραπέμπει σε ένα ξεκίνημα, ενώ το «Αντί Επιλόγου», προτελευταίο ποίημα του βιβλίου, σε μια κατάληξη. Τα δύο αυτά ποιήματα πρέπει να διαβαστούν ως αρχή και τέλος της ίδιας πορείας. Στο πρώτο ποίημα (που εμπεριέχει σαφείς και εσκεμμένες αναφορές στον «Ελεγκτή» του Σαχτούρη) ο ποιητής, «κληρονόμος πουλιών» και «συνήγορος των άστρων», ξεκινά μια προσπάθεια να φτιάξει την Άνοιξη, ενώ στο άλλο ποίημα ομολογεί απογοητευμένος ότι απέτυχε: «η Άνοιξη χαμένη υπόθεση», γράφει. Η αποτυχία του αυτή μάλιστα συμπληρώνεται από εσχατολογικές εικόνες καταστροφής. Παρ’ όλα αυτά το ποίημα (και κατ’ ουσίαν το ίδιο το βιβλίο) τελειώνει λυτρωτικά: «Σ’ αυτή τη γη τη δύσκολη,/ απ’ τη σκισμένη στέρνα/ θα υψωθούν ένα πρωί/ νικητήρια τα χαμομήλια». Η Άνοιξη θα φτάσει τελικά, αλλά μάλλον χάρη σε κάποια θεία οικονομία, όπως ακριβώς φτάνει η Βασιλεία των Ουρανών στα χριστιανικά εσχατολογικά κείμενα. Και όλα αυτά τοποθετούνται σε ένα αόριστο μέλλον: τότε
το μικρό χαμομήλι θα υπερισχύσει ή (για να μιλήσουμε στη γλώσσα του Ευαγγελίου) οι έσχατοι έσονται πρώτοι. Σ’ αυτήν την ακαθόριστη μελλοντική εποχή ο ανθρώπινος χρόνος τελειώνει και τελειώνεται, έχουμε δηλαδή ένα Τέλος της Ιστορίας, σύμφωνο όχι προς τον Φουκουγιάμα αλλά προς το βιβλίο της Αποκαλύψεως. Μια ανώτερη δικαιοσύνη μοιάζει να εισβάλλει στον κοσμικό χωροχρόνο, για να τον αναδομήσει και να τον ολοκληρώσει. Η χριστιανική τελεολογία θριαμβεύει.
Ο Χρόνος εμπλέκεται και σε άλλα ποιήματα της συλλογής χωρίς να έχει πάντα μια ομοίως εξέχουσα θέση. Συχνά δεν λειτουργεί ως θεματικό κέντρο αλλά ως απλός άξονας πάνω στον οποίο ταξινομούνται θέματα και γεγονότα. Στο ποίημα «Προφάσεις», ας πούμε, ο νυχτερινός χρόνος περικλείει τη θαυματουργία ενώ η έλευση της μέρας την αποθαυματοποίηση. Στο ποίημα «Ανατροπή» ο Χρόνος -–με την απρόβλεπτη ροή του–- ανατρέπει προσδοκίες και ανθρώπινα σχέδια. Στην εξαιρετική «Ιστορία Ενός Ελαιώνα» διερευνάται κυρίως η σχέση τέχνης και κόσμου ή μάλλον τέχνης και ζωής: η τέχνη ζωντανεύει τμηματικά, και ο καλλιτέχνης γίνεται συν τω χρόνω καλλιτέχνημά. Υπάρχει τέλος και ένας κύκλος ποιημάτων που έχουν μια υποδόρια σχέση με το Χρόνο: τα ποιήματα αυτά καλύπτουν χωροταξικά όλο σχεδόν το δεύτερο ήμισυ της συλλογής, και είναι στην πλειοψηφία τους ποιήματα θανάτου: συχνά μάλιστα αναφέρονται και αφιερώνονται σε αγαπημένους νεκρούς (πρωτίστως στον εκλιπόντα πατέρα). Το αρτιότερο εξ αυτών είναι «Ο Κουρδιστής Του Πιάνου», όπου με τρόπο μαεστρικό ο Σταθόπουλος συμπλέκει το παρελθόν με το παρόν, το πραγματικό με το φανταστικό και το ενθάδε με το επέκεινα. Τα ποιήματα αυτά (επτά στον αριθμό) επικεντρώνονται σε πρόσωπα και γεγονότα του παρελθόντος, που στιγματίζουν όμως το παρόν του ποιητή, και γι’ αυτό μετουσιώνονται σε τέχνη και ξαναζωντανεύουν, ανοίγοντας τα πανιά τους προς ένα άγνωστο μέλλον.
Η συλλογή ολοκληρώνεται με ένα πεντάστιχο ποίημα που επιγράφεται «Εμφύλια Πάθη» και μοιάζει να μας επαναφέρει στον γραμμικό, ιστορικό χρόνο. (Θυμίζω ότι έχει προηγηθεί το εσχατολογικό «Αντί Επιλόγου»). Το παραθέτω:
Πόσοι πόλεμοι
και πόσο αίμα
για να διανύσουμε
απ’ άκρη σ’ άκρη
ένα τριαντάφυλλο.
Εδώ συμπυκνώνεται η ιστορική πορεία της Ελλάδας, η ιστορία του κόσμου, το μέλλον και των δύο. Ταυτόχρονα όμως υποκρύπτεται μια μυστικιστική αναφορά στο αιώνιο θήλυ, και κυρίως μια αλλόκοτη τελεολογία που βλέπει το ιστορικό γίγνεσθαι ως μια ακανθώδη πορεία προς τη λύτρωση ή –γιατί όχι;– ως πρώτη ύλη για την καλλιτεχνική δημιουργία.
Το βιβλίο ολοκληρώνεται εδώ, και επιστρέφω στον τίτλο του με διάθεση αναστοχαστική. Νηστεία του χρόνου: μια πολυσήμαντη λεκτική συμπύκνωση που υπαινίσσεται άραγε τι; Μήπως ότι ο Χρόνος, σε αντίθεση με το μυθολογικό του προσωπείο, τον τιτάνα Κρόνο, απέχει ευλαβικά από την τεκνοφαγία, αφήνοντας άκοπα και αδάγκωτα τα πρόσωπα και τα βιώματα μέσα στην ανθρώπινη (και ιδίως την ποιητική) μνήμη; Ή μήπως το ακριβώς αντίθετο: ότι ο Χρόνος δηλαδή τρέφεται με τη σάρκα μας ακόμη και όταν φαινομενικά συγκρατεί τις διαβρωτικές του ορμές; Δεν ξέρω. Στα δικά μου μάτια πάντως ο Χρόνος του Σταθόπουλου είναι ένας ιερός (επιτρέψτε μου το παράδοξο) χώρος, μέσα στον οποίο πρέπει να μπαίνουμε διακριτικά, μετρημένα, ευλαβικά, σεβαστικά και προπάντων συνειδητά και ενεργά, όπως μπαίνουμε (ή όπως πρέπει να μπαίνουμε) σε μια περίοδο αποχής και νηστείας.
ΒΡΕΙΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.
«Νηστεία του xρόνου» του Φώτη Α. Σταθόπουλου