Χάρτης 1 - ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2019
https://dev.hartismag.gr/hartis-1/poiisi-kai-pezografia/oa-soy-pw-mia-istoria
Ήταν τότε που συναντήσαμε τον κ. Κώστα στην προβλήτα.
Μας πήγε στην καλύτερη ψαροταβέρνα. Παράγγειλε σκάρο, ροφό, σφυρίδα, γόνο θράψαλο, χόρτα – και πριν απ’ όλα, τις γυαλιστερές και τις φούσκες. Τρώγαμε για ώρες.
Μιλούσε έντονα, χειρονομούσε όσο απολάμβανε το τοπίο, ρουφούσε με μαεστρία τις ψαροκεφαλές. Πρόλαβε και σκάρωσε ένα δίστιχο, σε μια μακριά στιγμή που ρουφούσε το τσιγάρο του. Πήγαινε έτσι: Δεν θα κοιμάσαι ποτέ σου μόνη / όσο κρατήσει το ποίημα αυτό.
Σηκωθήκαμε κάποια στιγμή, το ρολόι χειρός σου έλεγε δύο παρά. Ούτε κουβέντα να συμμετέχουμε στα του λογαριασμού, τράβηξα όπως σηκώθηκα, πολύ απότομα, δύο σούμες απανωτά, στην υγειά του, κατακόρυφα. Ο κ. Κώστας χάρηκε, με είχε για κιμπάρη. Του αφήσαμε τα στοιχεία του Airbnb, με την άνεση καθενός, τη δική μας, τη δική του, θα ερχόταν σε επαφή κάποια στιγμή τις επόμενες ημέρες.
Φορτώσαμε ζωσμένοι τα άρματα των σακιδίων. Ήταν τέλη Μάη και το νησί σχεδόν αδειανό. Είχαμε παρατήσει το αυτοκίνητο στον Πειραιά.
Ανεβήκαμε τη σκαλινάτα προς τη μέσα πλατεία, η ησυχία ήταν απέραντη, τα νύχια ενός μικρού σκύλου –κόκερ– στα πλακάκια πίσω μας μόνο, στα ρουθούνια του μια ηρεμία, σαν μοιρασμένη στα δύο η δική μας.
Μας έφτασε ώς την πόρτα, άφησες το μπάκπακ στο μάρμαρο, ξεκλείδωσες, έσκυψες μετά έως το ύψος της μουσούδας, το αγκάλιασες ολόκληρο. Σήκωσες το βλέμμα –τα μαλλιά σου, κομμένα καρέ, για να δεχτούν το μακρύ καλοκαίρι, σαν συνέχεια στις πλεξούδες του σπάνιελ, στα χρυσά του αυτιά– με κοίταξες πολύ βαθιά, «το ξέρεις ότι ο κύριος αυτός ήταν ο Βάρναλης ο ποιητής, ε;», μου είπες,
Ξαφνιάστηκα, μα πώς, αφού έχει πεθάνει, εξάλλου εσύ δεν ξέρεις από ποίηση και τέτοια, και μια στιγμή, εσύ είχες
Πάντα μακριά, χυτά, όμπρε μαλλιά ολοχρονίς, τέτοια είχες και την τελευταία φορά που σε είδα, κλείνει σχεδόν χρονιά, έντεκα και βάλε μήνες πριν από αυτό εδώ
Το ηλίθιο όνειρο.
Στη Σκανδιναβία το μόνο που συζητάμε στις παρέες είναι οι φόροι. Όποτε, μάλιστα, βρίσκομαι σε φιλικά περιβάλλοντα πίσω στην πατρίδα, προτείνω πάντα τη φορολογία ως θέμα συζήτησης: είναι κάτι που αφορά τους πάντες, και μας αφορά ισότιμα, ανάλογα βέβαια με τις δυνατότητές μας, ενώ πράγματι όλοι συμφωνούμε για το τι πρέπει να γίνει σχετικά. Μάλιστα, ο μετρήσιμος χαρακτήρας του ζητήματος δεν αφήνει περιθώρια παρεξηγήσεων: είναι –εξάλλου– ένα από τα μόνο δύο σίγουρα πράγματα στη ζωή.
Όταν το θέμα εξαντλείται, οι παρέες διαλύονται, μπαίνει ο καθένας στον ηλεκτρικό ή σε άλλο μέσο μαζικής μεταφοράς, και επιστρέφει στο σπίτι του, διασχίζοντας μια μισοχιονισμένη αλέα, κάτω απ’ το δημόσιο φως, κάθε μέρα πιο κοντά στη μόνη ανάπαυση από τη γενική και συνεχή φορολόγηση, πιο γνώριμοι στην τελική ατομική εφορία.
Βάζουμε στον αγαπημένο εαυτό μας ένα τελευταίο ποτό, στεκόμαστε δίπλα στο μεγάλο παράθυρο και σκεφτόμαστε «καλά που υπάρχει το κράτος τουλάχιστον», ή κάτι παρόμοιο. Έξω, η αλέα και το πλακόστρωτο μέχρι πέρα στα δέντρα αργογεμίζει πάλι με άσπρο, και στο ηλεκτρικό φως της πολιτείας φανταζόμαστε τις νιφάδες, τόσο ανόμοιες η μία με την άλλη, στην αργή πορεία τους προς το κράσπεδο.
Το οποίο, όλο αυτό, μου θύμισε μιαν άλλη ιστορία: τη στιγμή που διασταυρώνονταν τα ξίφη από καθαρή ενέργεια, προχώρησε το τέρας ένα βήμα μπρος και είπε: «Θα είμαι εγώ ο εθελοντής για απόψε». Μεμιάς οι φιλονικίες σταμάτησαν και η ομήγυρη πλησίασε, όλοι με απλωμένο το ένα χέρι, προς χειραψία, όπως οι δεξιοί πολιτικοί τη δεκαετία του 1990 στις αφίσες. Στο βάθος τα μεγάφωνα θα παίξουν πάλι
Τον ήλιο
Τον πράσινο
Τον ήλιο που ανατέλλει.
Από τα πρωινά νέα
Διαβάζω ώς και τις διαφημίσεις πίτσας.
Ύστερα έρχεται το έντυπο απόγευμα
(κατά τις 11: Στη Μακεδονία περί τη 1 παρά 20)
Και βυθίζομαι ώς το lunch break
Στην ευωχία των δεύτερων ειδήσεων.
Τα νέα έρχονται σε κύματα, με παλιρροϊκή επικαιρότητα.
Από το μεσημέρι κι εντεύθεν,
Αρχίζει ο ξένος Τύπος: BBC, DW, NCC, RT, Al Jazeera.
Τον διαβάζω –βέβαια– επί της οθόνης,
Έκλεισε γαρ το μαγαζί στην Αγίας Σοφίας με τα ξένα, απ’ όπου ξοδευόμουν και για Stampa.
Όμως τίποτα δεν πιάνει
Τη μαγεία της σελίδας:
Και τι δεν μπορεί να κάνεις σε μιαν εφημερίδα
– Βάψιμο, κάψιμο, γράψιμο.
Κι αυτό το ποίημα γράφτηκε –ας πούμε–
Σε διαφημιστικό χώρο της Burberry στη σελίδα 34 μιας Telegraph
Που βρήκα στο αεροπλάνο για Αθήνα.
Η ζωή είναι και γαμώ.
Δεν είναι δρόμος το Pinterest της μνήμης.
Πορεία δεν θά ’βρεις απ’ το Tumblr προς εκεί
που φαίνονται αδρές οι πινελιές της κνήμης,
αυτό που ίσως γόνατο, δάχτυλα ή στιγμή
χαμόγελου. Ίσα που θυμάσαι. Ίσως συνέβη
στην Κάσο, στο Λονδίνο ή στη Ρώμη.
Στη Λύδια, στον Γιώργο, ή (α! ναι...) την Εύη.
Δεν θα ’χει σημασία του Instagram η γνώμη.
Όλα τούτα θα τελειώσουν κάποτε, κι ας
ποζάρεις τώρα, για μια selfie, κι ας ζητάς
τα λάικ. Όλα είναι λήθη. Θα γραφτεί,
χωρίς φωτό, επιτάφια μόνο, μία γραμμή:
Δεν έχουν Facebook oι Μοίρες.
Μικρή γραμμή. Ούτε 140 χαρακτήρες.
Το μπαρ είναι υπόγειο, λίγα μέτρα κάτω από τη στάθμη του πεζοδρομίου. Η μπόχα στη μικρή σκάλα, κατεβαίνοντας, θυμίζει τηγανητό χαλασμένο συκώτι, αναμεμειγμένη με τη δυσωδία του καρπού ντουριάν, εκείνου που μοιάζει με τον καρπό του αρτόδεντρου. Στον χώρο, ενώ χειρονομώ με ένταση στον Γιάκομπ, εκτιμώντας πως είναι παράφρων ο κόσμος που ζούμε, μπαίνει μια παρέα Ιταλών, σαραντάρηδων. Η χειρότερη ηλικία του ανθρώπου.
Κάθονται, μια γυναίκα που είπε ’ello μπαίνοντας και τρεις άνδρες, ο ένας με λιγότερα μαλλιά από τον άλλον, στο τραπέζι το κολλητό στο μπαρ και παραγγέλνουν «cosmopolitan». Συζητούν για καταδύσεις με κλουβί στον Ινδικό, όπου πέρασαν μία εβδομάδα, πριν συνεχίσουν την εξερεύνηση εδώ. Η γυναίκα επισημαίνει πώς κοίταζε στα μάτια, ατρόμητη, μέσα από το κλουβί, ένα ζωντανό δείγμα από το πιο άγριο είδος καρχαρία, τον λευκό. Παράγγειλαν γρήγορα άλλο ένα, γιατί «η ζωή είναι μονάχα μία». Πρότειναν να μας κεράσουν, γιατί ακριβώς ««η ζωή είναι, κ.ο.κ.», αλλά «έπρεπε να φύγουμε».
Ανεβαίνουμε τη σκάλα προς τον βρόμικο, ακλιμάτιστο αέρα. Κόβουμε αμέσως δεξιά προς το μοτέλ, περπατώντας αργά, βουβοί, κοιτώντας προσεκτικά τα βήματά μας. Έξω, στη Jolan Yap Ah Lay, τον μεγάλο ημίφωτο δρόμο, μετρήσαμε με τον Γιάκομπ περίπου πενήντα άνδρες και γυναίκες, μεσήλικες, που κοιμόντουσαν στο πεζοδρόμιο. Ένας, νέος μάλλον αλλά ξερακιανός και με άτακτες τούφες μαλλιών στο κρανίο, μας απευθύνθηκε. Κοίταξα το απλωμένο χέρι του: είχε τατουάζ στο ύψος του μπράτσου έναν μικρό λευκό καρχαρία.
Ο μάγος ο Σαλβατόρε, από το Σαλέρνο, μας υποδέχτηκε στο αναχωρητήριό του. ‘‘La via della magia’’, για είκοσι χρόνια ακολουθούσα τον δρόμο της μαγγανείας, μας είπε: Λας Βέγκας, Μακάο, Σιγκαπούρη, Μονακό, Ντινοπετρόφσκ. Τώρα έχει οπισθοχωρήσει στα μετόπισθεν. Βάζει μπίρα και ποτά στους εργαζόμενους που κατεβαίνουν με θολά μάτια και μαύρους κύκλους από το Μιλάνο και το Μολίζε μέχρι εδώ, στις Ελβετικές Άλπεις του Τιτσίνο, όπου βρίσκεται το μπαρ «Magic Boys» και όπου εντοπίζεται και η ιστορία μας.
Ένας γερμανόφωνος με στρογγυλά χαρακτηριστικά και φουσκωμένο μέτωπο τραυλίζει στην άκρη της μπάρας και επιβάλλεται στους φίλους του. Επιμένει να μας αγοράσει άλλη μια γύρα μπίρες. Ο Σαλβατόρε βγάζει από το πέτο του τις κάρτες και, περνώντας ένα τόξο στον αέρα κάτω από το πιγούνι του γερμανόφωνου, προσπαθεί να του δείξει ότι –όπως είπε και πριν από 45 λεπτά– το μαγαζί έχει κλείσει.
Αυτά τα θυμάμαι γιατί μας είχε τραβήξει η δουλειά έως αργά εκείνη τη μέρα. Το θυμάμαι, ειδικότερα, γιατί χρειάστηκε να κοιτάξω το μαγικό ρολόι του τοίχου, ώστε να ξέρω τι ακριβώς θα διηγηθώ στην αστυνομία, όταν ο Σαλβατόρε έκανε το τρικ με το τσιγάρο στον γερμανόφωνο.