Χάρτης 18 - ΙΟΥΝΙΟΣ 2020
https://dev.hartismag.gr/hartis-18/afierwma/xoylio-kortasar-h-poreia-pros-to-koytso
Ceux qui regardent souffrir le lion dans sa cage, pourrisent dans la mémoire du lion ———René Char
Πρέπει να επανεγκατασταθώ στο παρόν,[1] διαβάζουμε στο Κουτσό. «Η θέα ενός φακέλου ή το άρωμα επιστολόχαρτου με μεταφέρουν απότομα στο Μπουένος Άιρες. Δεν είμαι στεναχωρημένος που είμαι στο Παρίσι. Έτσι πρέπει και τώρα ξέρω ότι είναι ανάγκη να είμαι εδώ.» διαβάζουμε σε μια επιστολή του Χούλιου Κορτάσαρ προς τον Κάρλος Τζονκιέρ.[2]
Διαβάζοντας προσεκτικά την αλληλογραφία με τον Κάρλος Τζονκιέρ αφουγκραζόμαστε τη φωνή του Κορτάσαρ που κάποτε μοιάζει με εξομολόγηση και κάποτε υπερβαίνει το προσωπικό στοιχείο και προαναγγέλλει –ασυνείδητα– τις εμβληματικές φωνές του Κουτσού.
Είμαστε στα τέλη του 1951. Είναι η αρχή της μακρόχρονης διαμονής του Αργεντίνου συγγραφέα στο Παρίσι καθώς και η αρχή της αλληλογραφίας με τον φίλο στου Κάρλος Τζονκιέρ που έμενε στο Μπουένος Άιρες. Η ζωή του Κορτάσαρ βρίσκεται σε μια διελκυστίνδα μεταξύ δύο πόλεων η οποία αρχίζει να εκφράζεται σ’ αυτές τις επιστολές και φτάνει χρόνια αργότερα στην πρωτότυπη λογοτεχνική σύλληψη του Κουτσού.
Η αέναη περιπλάνηση αποτελεί τρόπο ζωής για τον Κορτάσαρ. Το περπάτημα είναι μια ενέργεια αντίληψης και ανα-δημιουργίας μιας περιοχής. Έτσι λοιπόν θα δημιουργήσει τον ψυχογεωγραφικό του χάρτη. «Κυρίως περπατάω και βλέπω. Πρέπει να μάθω να βλέπω. Ακόμα δεν τα έχω καταφέρει.»[3] Το Παρίσι γίνεται το υποβλητικό σκηνικό και καταλύτης συνάμα για τη γέννηση του μυθιστορήματος. «Το Παρίσι ακόμα με πονάει. Ο πόνος όμως είναι αναγκαίος.»[4] Στην πόλη του Φωτός η θλίψη γίνεται καλλιτεχνική δραστηριότητα.[5] Λέει χαρακτηριστικά σε μια επιστολή: «Μαθαίνω σιγά σιγά να βγάζω τη μελαγχολία μου και να την εναποθέτω στα τόσα όμορφα πράγματα που με περιβάλλουν».[6]
«Σκέπτομαι ότι πριν ακριβώς δυο χρόνια ήμουν στη Βενετία και προετοιμαζόμουνα να έρθω στο μυστηριώδες Παρίσι. Έχουν περάσει τέσσερις μήνες από τότε που ήρθα και, χθες το βράδυ, καθώς έκανα έναν απολογισμό αυτής της περιόδου, συνειδητοποίησα προς μεγάλη μου έκπληξη πόσο οικεία μου είναι πλέον η πόλη. Εδώ έγκειται ο μεγάλος κίνδυνος. Τώρα πρέπει να προσέχω τη ματιά μου, τη στάση μου απέναντι στα πράγματα που γνωρίζω όλο και καλύτερα. Τώρα πρέπει να εμποδίσω τις έννοιες να μου κλέψουν τα βιώματα. Θα τρόμαζα αν μια μέρα περάσω βιαστικός από την Νοτρ Νταμ και την κοιτάξω με την ίδια αδιαφορία που κοιτάζουμε μια τράπεζα ή ένα μεσιτικό γραφείο. Θέλω η πρώτη έκπληξη να είναι πάντα η ανταμοιβή της ματιάς μου.»[7] Η εσωτερική –και ακόμη ασυνείδητη– πορεία προς το Κουτσό έχει ως κινητήρια δύναμη την αναζήτηση –ή την αναζωπύρωση– μιας ιδιάζουσας ματιάς που θα καθορίσει όχι μόνο τη ζωή του συγγραφέα αλλά και το έργο του. Παράλληλα τίθεται εδώ ένα δεύτερο θέμα που απασχολεί ήδη τον Κορτάσαρ: η διαλεκτική σχέση μεταξύ γλώσσας και πραγματικότητας. Σε μια άλλη επιστολή ο ίδιος αναφέρεται στους προβληματισμούς που τον απασχολούν σχετικά με τη λογοτεχνική συγγραφή: «Στο Μπουένος Άιρες επινοούσα, ενώ εδώ αισθάνομαι (τόσο περίεργα αλλά με τόση δύναμη!) ότι το καθετί αληθινό δεν είναι προϊόν επινόησης. Το mot Πικάσο που λέει ότι πρέπει να βρίσκουμε και όχι να αναζητούμε είναι το μυστικό κάθε δημιουργίας που έχει νόημα.»[8] Διαβάζουμε αργότερα στο Κουτσό: «Ο βιασμός του ανθρώπου από το λόγο, η υπερφίαλη εκδίκηση του λόγου ενάντια στον γεννήτορά του, γέμιζαν με μια πικρή δυσπιστία κάθε συλλογισμό του Ολιβέιρα.»[9] […]
Στις αρχές Οκτωβρίου του 1952 ο Κορτάσαρ λέει σε μια μακροσκελή επιστολή ότι μετά από την ολοκλήρωση της πρωτότυπης βιογραφίας του Άγγλου ποιητή Τζον Κητς άρχισε να γράφει αλλόκοτες ιστορίες που θα γίνουν αργότερα οι Ιστορίες των Κρονόπιο και των Φάμα. Ύστερα διαβάζουμε την εξής αποκαλυπτική σκέψη: «Δεν ξέρω τι θα κάνω τώρα. Επιθυμίες, επιθυμίες… Αλλά ξέρω ότι δεν θα είναι δοκίμια. Απόλυτη ελευθερία, και μετά το μυαλό μου θα δώσει φόρμα, συνοχή και νόημα σε ό,τι remue sa symphonie dans les profondeurs».[10] Επιθυμία, Ελευθερία… Κιμπούτς του πόθου.
«Είδα κάποια έργα του Πικάσο (πίνακες και κεραμικά) της τελευταίας περιόδου που έχουν μια ουσιαστική ομορφιά. Αντιλαμβάνεσαι ότι όλα καταλήγουν εκεί, δηλαδή, στο κέντρο του κόσμου, στον Ομφαλό».[11] Η αναζήτηση ενός κέντρου εμφανίζεται από την αρχή της αλληλογραφίας. Ίσως εδώ έγκειται ο λόγος για τον οποίον ο Κορτάσαρ γράφει με τόσο ενθουσιασμό για την «ανακάλυψη» των ζωγράφων της Πρώιμης Αναγέννησης αλλά και των σύγχρονων Χουάν Γκρις, Μαξ Eρνστ, Μιρό κτλ. Ο ίδιος ο συγγραφέας γράφει με εξομολογητικό τόνο ότι «Η ζωγραφική εδώ με κρατάει με νύχια και με δόντια, αποκαθιστώντας μια ισορροπία που στο Μπουένος Άιρες, για λόγους που ο Τάινε εξηγεί πολύ καλά, έτεινε προς τη μουσική. Καταβροχθίζω με μανία πίνακες και μουσεία, χρειάζομαι να βλέπω και μαθαίνω να βλέπω. Μια μέρα θα μάθω να βλέπω...»[12] Κάμποσα χρόνια αργότερα θα διαβάσουμε στο Κουτσό «…χρειάζομαι να πλησιάσω πιο πολύ τον εαυτό μου, ν’ αφήσω να μου πέσουν όλα αυτά που με χωρίζουν απ’ το κέντρο. Πάντα στο τέλος έχω μιαν αναφορά στο κέντρο, χωρίς την παραμικρή εγγύηση ότι ξέρω τι λέω, πάντα πέφτω στην εύκολη παγίδα της γεωμετρίας με την οποία υποτίθεται ότι διευθετούμε τη ζωή μας εμείς οι δυτικοί: άξονας, κέντρο, λόγος ύπαρξης, Ομφαλός, λέξεις ινδοευρωπαϊκής νοσταλγίας: χώρια που αυτή η ζωή την οποία κάπου κάπου επιχειρώ να περιγράψω, αυτό το Παρίσι μέσα στο οποίο στροβιλίζομαι σαν ξερό φύλλο, δε θα ᾽ταν ορατά αν πίσω τους δεν έσφυζε η αξονική αγωνία, η επανασυνάντηση με τον πυρήνα».[13]
«Είχα ένα βαθύ αίσθημα ευγνωμοσύνης και ταυτόχρονα αισθάνθηκα ότι είχα γεράσει, ότι κάτι είχε τελειώσει, ότι ένας ολόκληρος κόσμος είναι πια παρελθόν.»[14] Είναι το τέλος μιας επιστολής που είχε αφήσει στη μέση για να πάει σε μια συναυλία του Στραβίνσκι. Αφού γύρισε σπίτι κάθισε μέχρι αργά για να διηγηθεί όλα όσα είδε και άκουσε στο θέατρο. Τα σκηνικά ήταν του Ζαν Κοκτώ. Ο Αργεντίνος συγγραφέας έρχεται αντιμέτωπος με το παρελθόν του. Θυμάται την ημέρα που βρήκε τυχαία το Όπιο του Κοκτώ σ’ ένα βιβλιοπωλείο του Μπουένος Άιρες. Θυμάται την αλλαγή που αυτό έφερε στην ζωή του. Βλέπει τον εαυτό του στον καθρέφτη μιας παριζιάνικης πανσιόν. Kάτι λείπει… Οι ωδίνες του πνευματικού τοκετού έχουν ήδη αρχίσει. Η δρόμος προς το Κουτσό είναι πλέον ανοιχτός. Στο κεφάλαιο 74 του Κουτσού διαβάζουμε τον κατά Μορέλι αντικομφορμιστή: «Κινείται στις πιο χαμηλές και στις πιο υψηλές συχνότητες, σκοπίμως περιφρονώντας τις μεσαίες, δηλαδή την πολυσύχναστη ζωή της πνευματικής ανθρώπινης μάζας.»[15]
ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ Χούλιο Κορτάσαρ ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.