Χάρτης 18 - ΙΟΥΝΙΟΣ 2020
https://dev.hartismag.gr/hartis-18/pyxides/mikrh-klimaka-elenh-giannatoy-staohs-goyrgoyrhs-staohs-intzes-xristos-kyorewths
H στήλη
αυτή προτείνει κάθε μήνα σε τρεις-τέσσερις συγγραφείς μια
φράση που θα αποτελεί τον τίτλο ή θα εμπεριέχεται σε ένα
αδημοσίευτο πεζό κείμενό τους (έως 250 λέξεις). Ενίοτε θα
δίνεται και μη ρηματική ιδέα συγγραφής. Στόχος της στήλης
είναι αφενός να δημιουργηθεί μια δεξαμενή συλλογής
πρωτογενούς υλικού και αφετέρου μια εν προόδω χαρτογράφηση
της ελληνικής περίπτωσης στο τοπίο της σύγχρονης ελληνικής
μικρομυθοπλασίας.
————————————————————————
Στους τέσσερις συγγραφείς αυτού του τεύχους έχει δοθεί η φράση:
«την επόμενη θα σου δείξω το ροζ πιπέρι».
Αγαπητέ κύριε Μαίτερλινκ,
Κάποτε γνώρισα έναν χτίστη με ψυχή γλύπτη· μου εξομολογήθηκε ότι εξάντλησε όλο του τον έρωτα για μια γυναίκα σ’ ένα έργο των χεριών του παρά σ’ εκείνη. Χρειάστηκε τόνους ζάχαρης, για να στρώσει ένα λευκό χαλί από την αυλόπορτα μέχρι την εξώθυρα της αγαπημένης του και μια απρόβλεπτη βροχή, για να το συνειδητοποιήσει. Σ’ εκείνον πήρε μία νύχτα ό,τι σε άλλους μια ζωή. Ο χτίστης ήταν φτωχός και υπερβολικά περήφανος, η κοπέλα εύπορη και υπερευαίσθητη. «Θα αρκούσε λιγότερος εγωισμός κι ένα κολιέ από αυτές τις ροζ πέρλες για να την κάνω ευτυχισμένη», ψέλλισε μετανιωμένος και μου έδειξε τους καρπούς της ψευδοπιπεριάς που κρατούσε στη χούφτα του. Φυσικά, εάν ο χτίστης είχε τη στόφα σπουδαίου συγγραφέα, το ύφος του θα άλλαζε. Φαντάζομαι ότι μου επιτρέπετε να χρησιμοποιήσω μια δική σας φράση: «Η ψυχή της ζάχαρης δεν είναι ανώτερη από την ψυχή του πιπεριού. Την επόμενη θα σου δείξω το ροζ πιπέρι». Σε αυτή την περίπτωση θα γνώριζε πώς να βαδίζει στητός όπως εσείς όταν διασχίζετε αγέρωχος τη ζαχαρένια λεωφόρο της δόξας. Όμως προσέξτε! Αυτό που τρίζει κάτω από τη σόλα σας δεν είναι ζάχαρη αλλά τα κόκαλα του στήθους μου.
Αλήθεια, το γνωρίζατε ότι οι τερμίτες μπορούν να χτίσουν έναν επιβλητικό καθεδρικό ναό, και μάλιστα εντελώς απροσχεδίαστα; Η ψυχή του συγγραφέα, κύριε Μαίτερλινκ, δεν είναι ανώτερη από την ψυχή του χτίστη. Χαίρομαι που ένας ασήμαντος τερμίτης σαν και μένα συνέβαλε, δίχως να το γνωρίζει, στο χτίσιμο του πύργου σας.
Δικός σας,
Γιουτζήν Μαραί
Δεν υπήρξε επόμενη φορά. Ξύπνησε με ένα προαίσθημα ότι είχε βγει σε αδιέξοδο και πρέπει να κάνει πίσω ολοταχώς. Ήξερε ότι είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου, που ήταν θέμα, γιατί πώς διέκρινε; πώς ήξερε ό,τι ήξερε; Όταν κοιτούσε το ποτάμι από το παράθυρο θεωρούσε ότι ήταν πρωί. Ανθρώπους δεν έβλεπε. Φοβόταν να κλείσει τα μάτια γιατί πάλι θα έβλεπε το σκοτεινό γραφείο με τις επιταγές. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για χρέη –έτσι κι αλλιώς ο κάθε άνθρωπος χρωστάει– αλλά ούτε χρήματα έβλεπε, ούτε μέλλον. Ίσως τον τρόμαζε η επανάληψη – το σκοτεινό γραφείο ήταν ένα σημείο διάκρισης που του επέτρεπε να δει διαφορετικά το ποτάμι αλλά και το υπόλοιπο σπίτι. Στο διπλανό δωμάτιο την άκουσε να ξυπνάει. Πόσες μέρες είχαν περάσει; Όταν τη βρήκε στον δρόμο είχαν περάσει χρόνια και δεν θυμόταν καν. «Σου έχει μείνει καθόλου από εκείνη την Σοφία;» Άνοιξε το συρτάρι του γραφείου κι έβγαλε την παλιά κασετίνα με τα εργαλεία. Αποφάσισαν ότι θα σνιφάρουνε ταυτόχρονα για να φύγουνε μαζί. Σε εκείνο το σημείο γύρισε ο διακόπτης κι αφέθηκα στο σκοτάδι. Σαν να έβλεπα ταινία απ’ την ανάποδη. «Την επόμενη φορά θα σου δείξω το ροζ πιπέρι». Αναρωτήθηκα τι ακριβώς εννοούσε. Έτρεχε αίμα από την μύτη της καθώς έγειρε. Από το παράθυρο είδα τους νοσοκόμους με πλαστικές στολές και προμετωπίδες να την φορτώνουν αστραπιαία στο ασθενοφόρο.
Στην πραγματικότητα είχε κάποιου είδους νοητική υστέρηση. Δεν ξέραν από τέτοια στο χωριό. Είχε και ένα πρόβλημα με την όρασή της – τα μάτια της ήταν παραμορφωμένα και όσο μεγάλωνε, τα χαρακτηριστικά του προσώπου της αλλοιώνονταν. Φορούσε πάντα ένα μαντίλι στο κεφάλι της. Όταν ήταν παιδί –έτσι μου ᾽παν– την έστειλε η μάνα της να φέρει νερό από τη βρύση, να ζυμώσουν το ψωμί. Στη διαδρομή είδε τρεις όμορφες κοπέλες να την περιγελούν. Φορούσαν λευκά αέρινα φουστάνια και ψιθύριζαν άσχημα λόγια για κείνη. Το Χαρουκλό, αντί να τις αγνοήσει (όπως δασκάλευαν στα παιδιά σε περίπτωση που έρχονταν πρόσωπο με πρόσωπο με κάποιο στοιχειό ή νεράιδα) πλησίασε προς το μέρος τους και έκανε χειρονομίες. Οι κοπέλες συνέχισαν να χαχανίζουν. Τότε το Χαρουκλό ρίχτηκε πάνω τους και πριν εκείνες εξαφανιστούν, πρόλαβε να πάρει το μαντίλι της μίας εκ των τριών και να της φωνάξει: Αν σε ξαναδώ σ’ αυτά τα μέρη, την επόμενη θα σου δείξω το ροζ πιπέρι. Λένε, δεν τα πιστεύω εγώ αυτά, ότι κείνο το μαντίλι ήταν η αιτία για τις αρρώστιες που πέρασε.
Έκανε πάντα τις δουλειές με θόρυβο και σκούπιζε όταν ήμασταν σπίτι, σαν να ήθελε να επιβάλει την παρουσία της σκούπας στη ζωή όλων μας. Αν διαμαρτυρόμασταν, έλεγε θα είμαι πιο ήσυχη άλλη φορά, κύριε ή ξεχάσατε την ταμπελίτσα «Μην ενοχλείτε». Ύστερα κοπανούσε ντουλάπια, γέμιζε κουβάδες, σφουγγάριζε. Το πλυντήριο ήταν πάντα στο δυνατό, η τηλεόραση ανοιχτή, ο απορροφητήρας στο φουλ. Άπλωνε ρούχα, έριχνε χλωρίνη, σφουγγάριζε πατώματα. Με το φαγητό στον φούρνο, εκείνη έκανε παρκέ. Πότε θα φάμε; ρωτούσαμε. Μόλις τελειώσω το σπα μου έλεγε. Πριν τελειώσουμε απ’ το τραπέζι, ξεκινούσε τη λάντζα – το θορυβώδες είδος, που θυμίζει ξιφασκία. Αν δεν έκανε θόρυβο, δεν ήταν δουλειά. Ίσως γι’ αυτό μισούσε το σιδέρωμα – πολύ αθόρυβο. Αν και το εκπαιδευμένο αυτί μπορούσε να συλλάβει ακόμα και τις πιο βουβές αποχρώσεις οργής, αυτές που εκφράζονταν με ένα σίδερο που έτριζε υπόκωφα πάνω στη σχάρα της σιδερώστρας. Ήταν αργά το βράδυ, εμείς βλέπαμε τηλεόραση. Τα σιδερωμένα ρούχα στοιβάζονταν στην καρέκλα δίπλα της, σαν τις μέρες που περνούσαν ολόιδιες. Η δουλειά της δεν είχε τελειώσει, όλο και κάποιος θα ήθελε να τσιμπήσει κάτι. Η αδερφή μου ζητούσε συνήθως τηγανίτες, ο αδερφός μου κουάκερ, εγώ μια περίεργη συνταγή, ψωμί του τοστ με λάδι, αλάτι, λίγο τυρί και μυρωδικά. Μου άρεσε η ρίγανη. Πάλι τελείωσε, ρε μαμά; διαμαρτυρόμουν. Δεν είναι ευχαριστημένος ο κύριος; απαντούσε. Ρωτούσα τι άλλο είχαμε, κι εκείνη άνοιγε το ντουλάπι και μου απαριθμούσε τα μπουκαλάκια: δυόσμο, δεντρολίβανο, γαρίφαλο, κάπαρη. Τίποτα δεν με ενθουσίαζε. Την επόμενη θα σου δείξω το ροζ πιπέρι έλεγε.