Χάρτης 18 - ΙΟΥΝΙΟΣ 2020
https://dev.hartismag.gr/hartis-18/afierwma/treis-istories-xronopoiwn
Σκέφου αυτό: όταν σου κάνουν δώρο ένα ρολόι, σου κάνουν δώρο μια ανθισμένη κόλαση, μια αλυσίδα από τριαντάφυλλα, ένα μπουντρούμι γεμάτο αέρα. Δεν σου δίνουν μόνο το ρολόι, «να ζήσεις ευτυχισμένος κι ελπίζουμε να βγει καλό γιατί είναι καλή μάρκα, ελβετικό, με άξονα από ρουμπίνια», δεν σου κάνουν δώρο μόνο αυτόν τον μικροσκοπικό λιθοξόο που θα δέσεις στον καρπό σου και θα περιφέρεις μαζί σου. Σου κάνουν δώρο – δεν το ξέρουν, το τρομερό είναι πως δεν το ξέρουν – σου κάνουν δώρο ένα καινούργιο, εύθραυστο και αβέβαιο κομμάτι του ίδιου σου του εαυτού, κάτι που δεν είναι δικό σου, αλλά δεν είναι το σώμα σου, κάτι που πρέπει να βάλεις στο σώμα σου με το λουράκι του σαν έναν απελπισμένο μικρό βραχίονα που κρέμεται από τον καρπό σου. Σου κάνουν δώρο την ανάγκη να το κουρδίζεις όλες τις μέρες, την υποχρέωση να το κουρδίζεις για να συνεχίσει να είναι ένα ρολόι, σου κάνουν δώρο την έμμονη ιδέα να παρακολουθείς την ακριβή ώρα στις βιτρίνες των κοσμηματοπωλείων, στην ανακοίνωση από το ραδιόφωνο, στην τηλεφωνική υπηρεσία. Σου κάνουν δώρο το φόβο μήπως το χάσεις, μήπως στο κλέψουν, μήπως σου πέσει στο πάτωμα και σπάσει. Σου κάνουν δώρο τη μάρκα και τη βεβαιότητα ότι είναι μια μάρκα καλύτερη απ’ τις άλλες, σου κάνουν δώρο την τάση να συγκρίνεις το ρολόι σου με τα άλλα ρολόγια. Δεν σου κάνουν δώρο ένα ρολόι, εσύ είσαι το δώρο, εσένα κάνουν δώρο στα γενέθλια του ρολογιού.
Κάποιος κύριος, αφού αγοράσει την εφημερίδα και την βάλει παραμάσχαλα, παίρνει το τραμ. Μισή ώρα αργότερα κατεβαίνει έχοντας ακόμα παραμάσχαλα την ίδια εφημερίδα.
Αλλά πια δεν είναι η ίδια εφημερίδα, τώρα είναι ένας σωρός από τυπωμένα χαρτιά που ο κύριος αφήνει σ’ ένα παγκάκι της πλατείας.
Μόλις ο σωρός απ’ τα τυπωμένα χαρτιά απομείνει μόνος στο παγκάκι, μετατρέπεται και πάλι σε εφημερίδα, μέχρι που ένας νεαρός τη βλέπει, τη διαβάζει και την αφήνει μεταλλαγμένη σ’ ένα σωρό από τυπωμένα χαρτιά.
Μόλις ο σωρός από τυπωμένα χαρτιά απομείνει μόνος στο παγκάκι, μετατρέπεται και πάλι σε εφημερίδα, μέχρι που τη βρίσκει μια ηλικιωμένη κυρία, τη διαβάζει και την αφήνει μεταλλαγμένη σ’ ένα σωρό από τυπωμένα χαρτιά. Ύστερα την παίρνει σπίτι της και στο δρόμο τη χρησιμοποιεί για να τυλίξει μισό κιλό ραδίκια. Σ’ αυτό ακριβώς χρησιμεύουν οι εφημερίδες μετά απ’ αυτές τις εκθαμβωτικές μεταμορφώσεις.
Αφήνοντας κατά μέρος τους λόγους, ας ασχοληθούμε με το ποιος είναι ο σωστός τρόπος για να κλάψετε, εννοώντας μ’ αυτό ένα κλάμα που δεν σκανδαλίζει, ούτε είναι υβριστικό για το χαμόγελο με την παράλληλη και αδέξια ομοιότητά του. Ένα μέσο ή κανονικό κλάμα χαρακτηρίζεται από ένα γενικό σφίξιμο στο πρόσωπο κι από έναν σπασμωδικό ήχο που συνοδεύεται από δάκρυα και μύξες, οι μύξες στο τέλος, μια και το κλάμα τελειώνει τη στιγμή που φυσάμε τη μύτη μας με θόρυβο.
Για να κλάψετε οδηγείστε τη φαντασία σας σε σας τον ίδιο, κι αν αυτό είναι αδύνατο, επειδή έχετε αποκτήσει τη συνήθεια να εμπιστεύεστε τον εξωτερικό κόσμο, σκεφτείτε μια πάπια γεμάτη μυρμήγκια ή τους κόλπους στο Στενό του Μαγγελάνου όπου δεν μπαίνει κανείς ποτέ.
Όταν αρχίσει το κλάμα, θα καλύψουμε με αξιοπρέπεια το πρόσωπο χρησιμοποιώντας και τα δυο χέρια με την παλάμη προς τα μέσα. Τα παιδιά θα κλάψουν σκουπίζοντας το πρόσωπο με το μανίκι της μπλούζας τους και, κατά προτίμηση, σε κάποια γωνία του δωματίου. Μέση διάρκεια του κλάματος, τρία λεπτά.
Είναι γεγονός ότι οι χελώνες αγαπούν υπερβολικά την ταχύτητα, πράγμα πολύ φυσικό.
Οι εσπεράνσα το ξέρουν αλλά δεν πολυνοιάζονται.
Οι φάμα το ξέρουν και τις κοροϊδεύουν.
Οι κρονόπιο το ξέρουν και, κάθε φορά που συναντούν μια χελώνα, βγάζουν το κουτί με τις χρωματιστές κιμωλίες και πάνω στον στρογγυλό πίνακα της χελώνας ζωγραφίζουν ένα χελιδόνι.
Οι φάμα για τη συντήρηση των αναμνήσεων τους χρησιμοποιούν την ταρίχευση με τον εξής τρόπο: Αφού εμβαπτίσουν την ανάμνηση – που την έχουν μη στάξει και μη βρέξει – στο υγρό, την τυλίγουν απ’ την κορφή μέχρι τα νύχια σ’ ένα μαύρο σεντόνι και τη στήνουν στον τοίχο του σαλονιού με μια καρτελίτσα που γράφει: «Εκδρομή στο Κίλμες» ή «Φρανκ Σινάτρα».
Αντίθετα, οι κρονόπιο, αυτά τα ακατάστατα και αμελή όντα, αφήνουν ελεύθερες τις αναμνήσεις μέσα στο σπίτι ανάμεσα σε χαρούμενες κραυγές, κι εκείνες τριγυρίζουν μέσα στα πόδια τους κι όταν καμιά περνάει τρέχοντας την αγκαλιάζουν τρυφερά και της λένε: «Σιγά, θα χτυπήσεις» ή «Πρόσεξε τις σκάλες». Γι’ αυτό τα σπίτια των φάμα είναι τακτοποιημένα και ήσυχα, ενώ στα σπίτια των κρονόπιο επικρατεί μεγάλη φασαρία κι οι πόρτες βροντάνε. Οι γείτονες πάντοτε παραπονιούνται για τους κρονόπιο, κι οι φάμα κουνάνε συγκαταβατικά το κεφάλι τους και πηγαίνουν να δούνε αν όλες οι ετικέτες είναι στη θέση τους.
[ Ιστορίες των κρονόπιο και των φάμα, 1962 ]
ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ Χούλιο Κορτάσαρ ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.