Χάρτης 18 - ΙΟΥΝΙΟΣ 2020
https://dev.hartismag.gr/hartis-18/metafrash/synaxaria
Ο ποιητής και γλωσσολόγος Μπλάζε Κόνεσκι (Блаже Конески, 1921-1993) υπήρξε μια από τις κορυφαίες προσωπικότητες της πνευματικής ζωής της Βόρειας Μακεδονίας. Ο Κόνεσκι διετέλεσε πρώτος πρόεδρος της Ακαδημίας Επιστημών και Καλών Τεχνών της χώρας του και ήταν ένας από τους θεμελιωτές της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου των Σκοπίων, η οποία φέρει το όνομά του. Εξέδωσε δεκατρείς συλλογές, μεταξύ των οποίων οι Ποιήματα
(1953), Κεντήστρα (1955), Σημειώσεις (1974), Εκκλησία (1988), Σεισμογράφος (1989) κ.ά. Η ποίησή του, βαθιά επηρεασμένη από την προφορική παράδοση της πατρίδας του, είναι χαμηλόφωνη και αυστηρή, οργανωμένη ως επί το πλείστον σε ολιγόστιχα ποιήματα. Στα ποιήματά του πρωταγωνιστούν το φυσικό τοπίο και οι άνθρωποι του λαού, κατά κανόνα με φόντο την ύπαιθρο. Αρκετά ποιήματά του αντλούν από την ιστορία και τους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες της χώρας του, δίχως όμως ο τόνος του να εξοκέλλει σε ρηχό πατριωτισμό. Η πυκνότητα της έκφρασης, το κλίμα και η θεματογραφία του φέρνουν στον νου την ποίηση συγχρόνων του ευρωπαίων ποιητών, όπως ο Σάντρο Πένα ή ο Τσέσλαβ Μίλος.
Τα ποιήματα που φιλοξενούνται στον Χάρτη συνθέτουν μια ενότητα με τίτλο «Συναξάρια» και περιλαμβάνονται στη συλλογή Παλιά και νέα ποιήματα (1979). Ο Κόνεσκι, αντλώντας από το ύφος και τη λιτή αφήγηση των ορθόδοξων συναξαριών, ιστορεί τους βίους έξι «αγίων», έξι λαϊκών ανδρών και γυναικών, συγγενών και οικείων του. Ο εξομολογητικός τόνος και ο αφηγηματικός χαρακτήρας των ποιημάτων, πρωταγωνιστές των οποίων είναι καθημερινοί, αφανείς άνθρωποι της υπαίθρου, ανακαλούν στην αναγνωστική μνήμη την Ανθολογία του Σπουν Ρίβερ του Edgar Lee Masters (1915), ένα από τα σημαντικότερα έργα της αμερικανικής ποίησης του 20ού αιώνα.
Σημειώνεται ότι η μετάφραση έγινε από τα αγγλικά (από την έκδοση Blazhe Koneski: Poetry, μετάφραση: Andrew Harvey και Anne Pennington, επιμέλεια: Georgi Stardelov, Μακεδονικό Κέντρο P.E.N., Γιουγκοσλαβία, 1983). Ασφαλώς, η έμμεση μετάφραση –ιδίως ποίησης– είναι κάθε άλλο παρά προτιμητέα∙ εν προκειμένω, ωστόσο, δεδομένου ότι δεν γνωρίζουμε τη μακεδονική και προκειμένου να φτάσουν τα ποιήματα του Κόνεσκι στον Έλληνα αναγνώστη, προκρίθηκε αυτή η επιλογή παρά τους προφανείς περιορισμούς της. Αυτό ας καταγραφεί ως άλλη μια παραδοξότητα ανάμεσα στις πολλές που χαρακτηρίζουν τις σχέσεις Ελλάδας και Βόρειας Μακεδονίας. Διότι είναι αναμφίβολα παράδοξο να συναντάται κανείς με τη γλώσσα και τον πολιτισμό του γείτονά του, με τον οποίον τον συνδέει κοινή ιστορική πορεία αιώνων, μέσω μιας τρίτης, ηγεμονικής γλώσσας. Ας ελπίσουμε ότι σύντομα θα βρεθούν μεταφραστές που θα αναλάβουν να συστήσουν το έργο του Κόνεσκι στη χώρα μας απευθείας από το πρωτότυπο.
Φούρνιζε πέντε πέντε τις σπανακόπιτες
για να ταΐσει τη μεγάλη της φαμίλια
μην τύχει και κανείς τους πεινάσει
κι ασθενική όπως ήταν
άφησε πέντε ορφανά
οι άλλοι
οι δυνατοί
έτρεχαν στη σοδειά και στ’ αλώνι
στα καταναγκαστικά έργα
κι εκείνη
λύγιζε, όλο λύγιζε
σαν το κλαδί της λεμονιάς μ’ ένα καλάθι στην άκρη
σαν χορταράκι τσαλαπατημένο
σαν στάχυ στον άνεμο
ήταν ασθενική
άφησε πέντε ορφανά
δίχως να καταλάβει το παραμικρό
Θεέ μου
τι ασθενική που ήταν
και πόσο ακριβά το πλήρωσε
έδωσε τα νιάτα της
η μεγάλη αυτή αγία.
Γιατί δεν πιστεύω,
Κύριε,
γιατί δεν προσεύχομαι;
Μήπως, Κύριε,
δεν νήστεψα κατά τις εντολές Σου
χρόνους τριάντα
χειμώνα καλοκαίρι;
Όμως παιδιά δεν μου ’δωσες.
Η πίκρα μ’ ορφάνεψε
γι’ αυτό κι εγώ μ’ ένα ορφανό
γύρεψα να παρηγορηθώ
το κοίταξα, το φρόντισα
καλύτερα κι από μάνα
σαν να ’ταν
σπλάχνο μου.
Το μεγάλωσα
του βρήκα νύφη
κι είπα μέσα μου
«Τώρα κι εγώ πια θα χαρώ»
μα όχι μόνο δεν του ’δωσες παιδιά
–ούτε καν σ’ εκείνο–
αλλά μου το πήρες
πριν την ώρα του
μ’ έκαψες
με τσάκισες.
Πώς να πιστέψω,
Κύριε;
Για πες μου, πώς να ζήσω;
Την έστειλαν νύφη
τ’ αδέλφια της
τα τρία της τ΄ αδέλφια τ’ άξεστα
σε πλουσιόσπιτο.
Την έδωσαν σ’ έναν άχρηστο
της χάλασαν τη ζωή
αλύπητα
λες κι ήθελαν να την τιμωρήσουν
για τα κάλλη της.
Τα αδέλφια της ήταν ληστές
άρπαζαν γη απ’ τους αγάδες
άλλο δεν ήξεραν
μονάχα άπληστα ν’ αρπάζουν γη
τα χνάρια που έπαιρναν
τους έβγαζαν σε μονοπάτια παλιά
δυάρα δεν έδιναν
για την πίκρα της.
Λες και ντρέπονταν για τα κάλλη της
την πάντρεψαν
την έθαψαν
αλύπητα
την πέταξαν στα σκότη.
Σαν πλάκωνε όμως ο χαλασμός
αυτή το ’νιωθε
κι ας ζούσε μακριά
και νύχτα ακόμα έτρεχε μέσα απ’ το δάσος
να ’ρθει
ενώ τα σπίτια λαμπάδιαζαν
τα βόλια σφύριζαν
να ’ρθει στο πατρικό της
να σμίξει με τ’ αδέλφια της στην ώρα την κακιά
θάρρος να τους δώσει κι ελπίδα
να υπομείνει τη μοίρα, όποια κι αν ήταν
πλάι τους.
Και στην ειρήνη
με το πρόσωπό της το γλυκό
τη μέση την όμορφη
το λυγερό κορμί
γινόταν κύκνος
σκόρπιζε χαρά
ν’ αγάλλονται οι δικοί της.
Έτσι τη θυμούνταν τα παιδιά της.
Όταν τώρα, γριές και γέροι πια κι αυτά, μιλούν,
παράξενη και μακρινή στη μνήμη τους
αστράφτει η όψη
της λευκής θείας.
Ήταν όλων σκέπη
καλό από κανέναν δεν είδε
γι’ αυτό σαν εκείνη άλλος
δεν ξαναγεννήθηκε
στο σόι μας.
Όλη της τη ζωή
κρατούσε την ανάσα της
δόξαζε το φως και τον αέρα
πάσχιζε μην της ξεφύγει το παραμικρό
που θύμιζε αναστεναγμό, βλαστήμια και κραυγή
μην τύχει και κανείς πονέσει
χαμόγελο το ψωμί που ζύμωνε
θεωρούσε καθήκον της να ζήσει ως τα βαθιά γεράματα
για ν’ αποδιώχνει απ’ τη σκέψη μας τον θάνατο
τώρα κοιτώ απ’ το παράθυρο
και ξέρω πως δεν θα την ξαναδώ
ξέρω ότι πέθανε το πρωί
τίποτα έξω δεν σαλεύει
όλα ακινητούν
πρωί Φλεβάρη με λιακάδα
γυμνές μηλιές
εκτείνουν τα λιγνά κλαριά τους η μια κατά την άλλη
δίχως ν’ αγγίζονται
ακούω μονάχα
τη φρέσκια χλόη να βλασταίνει
κίνηση άλλη
δεν συλλαμβάνω
άλλοι παλεύουν μια ζωή
για τέτοια γαλήνη
γυρεύοντας ίχνος μη μείνει όταν σωθεί η ανάσα τους
κι όλα να ’ναι σαν να μην έζησαν ποτέ
κι ωστόσο νιώθω
πως πρέπει τώρα
καινούριο τρόπο να ’βρω
για να κολλήσω τα κομμάτια του κόσμου
του κόσμου που εκείνη
Κύριος οίδε πώς
μου τον διατηρούσε ακέραιο.
Παιδί όταν ήταν τον τσάκισαν
τον πελέκησαν
σαν νιόβγαλτο δέντρο
και η ψυχή του γέμισε
φόβο
έγινε δίνη
και τη ζωή την έβλεπε
στον ραγισμένο της καθρέφτη.
Μεγάλος πια
κύρτωσε, καμπούριασε
μες στο κουκούλι του
χωλός
στο βάδισμα
στο γέλιο
ύπνο δεν γνώρισε ήσυχο
ούτε ελπίδα για ώμο φιλικό
ποιος και γιατί παράπονο κι εξομολόγηση ν’ ακούσει
από φωνή έτσι άσχημη, από φωνή τραχιά.
Κι αν άντεξε τόσον καιρό
είν’ επειδή οι ρίζες του απλώνονταν βαθιά
σκιά που ρίχνει πουλί παράξενο
στο κρύο νερό του χειμώνα
καθώς ψηλά τινάζεται
προτού βουτήξει
στα παγωμένα βάθη τ’ άφωτα.
Ασάλευτο πια το κορμί του
μαρτυρά
πως άδικα δεν έζησε
στη λασπουριά της δίνης
μια ριγωτή σκιά
χαράζει τη μνήμη μας.
Από καλή οικογένεια
μάνα του η Ντόστα, πατέρας του ο Ίλια
αυτόν τον είπαν σκέτο «Σπύρο»
μικρός πλημμύριζε χαρά.
Ορφάνεψε νωρίς
νύφη δε βρήκε
σ’ όλα μετρημένος
έμεινε μακριά από γυναίκας κλίνη
πέρασε τη ζωή του
ανάμεσα σε θείους και θείες.
Και σαν μέστωσε πια ο καρπός του
δεν έχασε καιρό
πρόσφερε τον εαυτό του
κι όλο του το βιος
στη μονή του Αγίου Ιωάννη Μπιγκόρσκι
που είχε ηγούμενο τον Παρθένιο
τον παλιό αταμάνο
τον Ρώσο.
Για χρόνια έπειτα
όταν πλησίαζε ο θερισμός
έφευγε απ’ τη Δύση
πλανιόταν στην Ανατολή
κι εκεί, μόλις άρχιζε ο θέρος
και το καλαμπόκι γέμιζε τ’ αλώνι
γύρευαν τον παπα-Σπύρο
κι αυτός πήγαινε
μικρόσωμος σαν μυρμήγκι
ντυμένος το καλυμμαύχι του
κοντύτερος κι από θημωνιά.
Μέρα τη μέρα
αλώνι το αλώνι
διάβαζε τις προσευχές
και μάζευε μονάχα στάρι
για τον άγιο του
«κριθάρι και σίκαλη», έλεγε
«ο μύλος τ’ αϊ-Γιάννη δεν αλέθει».
Μα οι προσευχές του όλες
και οι ψαλμοί
ευλάβεια δεν κάρπισαν
οι χωριάτες τον περιγελούσαν
τα κορίτσια κρυφογέλαγαν
πίσω απ’ την πλάτη του.
Οι φαρμακόγλωσσες τον σάρκαζαν
και τα βαριά του λόγια για τα θηλυκά
ακόμα τα θυμούνται:
«Ζωντανές, ζωντανές να τις κάψουν
τις κλώσες».
Μα το απόβραδο στο καμαράκι του
μόλις
έγερνε στο ψάθινο χαλί
ο βραχύσωμος ιερέας
έβλεπε το σκοτάδι
αργά
να διαλύεται γύρω του
και μπρος στα μάτια της ψυχής του
παρουσιάζονταν
κτίσματα εξαίσια
υψώνονταν ως τα ουράνια
η πύλη του Αγίου Ιωάννη
ο περικαλλής ναός, το κωδωνοστάσιο
οι χρυσοποίκιλτες εικόνες του Ντίτσο Ζωγράφου
κι ανάμεσά τους λαμπρότερη απ’ όλες
η εικόνα της Παρθένου
έκθαμβος ατένιζε
ένιωθε σαν τα νερά του Ράντικα
να βούιζαν ορμητικά μέσα του
κανένας απ’ αυτούς τους Ανατολίτες
που μωρολογούσαν όταν τον κορόιδευαν
μα ζούσαν χωμένοι ως τον λαιμό στην προστυχιά
κανένας τους ποτέ
δεν είχε αντικρύσει τέτοιο κάλλος, τέτοιο θαύμα
κι αυτός ήξερε ότι
–αν και αμαρτωλός–
παράλογος δεν ήταν
ούτε μικρός
ούτε και μόνος
μα θεμέλιος λίθος της Εκκλησίας του Θεού.
Κάποιο φθινόπωρο φάνηκαν μουλάρια
η ράχη τους στιλπνή και απαλή
άδεια σακιά ζωσμένη
σταλμένα απ’ τον Παρθένιο που του μηνούσε
να γυρίσει
να εργαστεί και να νηστέψει έναν ολόκληρο χρόνο
ενόσω εκείνος θα ’λειπε για δουλειά
πέρασαν χρόνια
άστατα σαν γυναίκες
έζησε ως τις μέρες τις μαύρες.
Όταν έφυγε η φρουρά της μονής
έρημος
σα νυχτερίδα, σαν κουκουβάγια
μες στον τρόμο και στα πέτρινα τα χρόνια
στο σκοτάδι το πηχτό
μονάχα τα αδύναμα χέρια του έχοντας και τους ώμους
για να βαστάξει τον οίκο του Κυρίου
περίμενε και περίμενε
το ακριβό φορτίο να παραδώσει
σε εποχή νέα.
Ξανά και ξανά
σπιρούνιζε τον χρόνο να τρέξει
κύλησαν τα χρόνια
ώσπου κάποτε
η ψυχή του γκρεμίστηκε στο βαθύ πηγάδι
ο πατέρας Σπυρίδων είχε κλεισμένα πια τα ενενήντα
όταν εκοιμήθη.
Τιμώντας τον αγνό του βίο
τα έργα και τους λόγους του
τον έθαψαν
στο πιο περίοπτο σημείο
στον περίβολο του Αγίου Ιωάννη.
Δεν πέρασε καιρός
και φάνηκε στον ύπνο
μιας γραίας απ’ το Τρέσοντσε ή το Μόγκορτσε
χολωμένος και πικρός
μίλησε
παραπονέθηκε
κανένας, είπε, δεν του άναβε κερί
γι’ αυτό ο Θεός τον πρόσταξε
να ’ρθει στ’ όνειρό της.
Πρώτες λοιπόν οι γυναίκες της Ρέκα
κατάλαβαν
πως σαν σκαθάρι
σαν ένα τόσο δα ζουζούνι
άγιος βάδισε πλάι τους.
Κι έκτοτε η δόξα επλατύνθη
του Αγίου Σπυρίδωνος του Νέου
και θεία χάριτι
πιστούς θεραπεύει.
————————————————————
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Μονή του Αγίου Ιωάννη Μπιγκόρσκι: μονή στη δυτική Βόρεια Μακεδονία, στον δρόμο που συνδέει τις πόλεις Ντέμπαρ και Γκόστιβαρ. Σημειώνεται ότι ο Σπυρίδων, όπως όλοι οι βιογραφούμενοι στα ποιήματα της ενότητας, ήταν υπαρκτό πρόσωπο, μοναχός και κατόπιν ηγούμενος της μονής του Αγίου Ιωάννη Μπιγκόρσκι ως τον θάνατό του το 1947.
Αταμάνος: Κοζάκος αξιωματούχος, αρχηγός οικισμού ή περιφερειακός διοικητής.
Ντίτσο Ζωγράφος: Ντμίτρι Ντίτσοφ (1819-1872), περίφημος αγιογράφος, εκπρόσωπος της Σχολής της Δίβρης (σημερινό Ντέμπαρ). Γεννήθηκε στο χωριό Τρέσοντσε της Βόρειας Μακεδονίας. Έργα του κοσμούν ναούς της πατρίδας του, της Αλβανίας, της Σερβίας και της βόρειας Ελλάδας.
Ράντικα: ποταμός που διαρρέει τη δυτική Βόρεια Μακεδονία και το νότιο Κόσοβο, δεξιός παραπόταμος του Μαύρου Δρίνου.
Τρέσοντσε, Μόγκορτσε: ορεινά χωριά της Βόρειας Μακεδονίας στα σύνορα με την Αλβανία.
Ρέκα: περιοχή της δυτικής Βόρειας Μακεδονίας.