Χάρτης 18 - ΙΟΥΝΙΟΣ 2020
https://dev.hartismag.gr/hartis-18/kinhmatografos/pandoxeio-gymnwn-podiwn-arxitektonikh-egkyklopaidikoy-myoistorhmatos
——————————————————
Όπου ο συγγραφέας του απόλυτου βιβλίου των γυμνών ποδιών αναζητά τις ξυπόλητες γυναίκες των κινηματογραφικών ταινιών και μυείται στα μυστικά τους.
——————————————————
Καθώς συνέχιζα την ατέρμονη περιπλάνηση στα ενδιαιτήματα των κινηματογραφημένων γυναικών τις βρήκα συχνά ξυπόλητες στα φιλμ που άγνωστοι ονοματοδότες βάφτισαν νουάρ. Εκεί, βρισκόμενες στα άδυτα των σκοτεινών τους επιθυμιών, τις είδα να αποπλανούν και να εκμεταλλεύονται άντρες, ενίοτε και να θανατώνουν όποιον εμποδίζει τα σχέδιά τους. Κι αν με προσκάλεσαν στις κρεβατοκάμαρες, τα μπουντουάρ ή τα όποια καταγώγια τους αλλά ποτέ δεν μου άνοιξαν παρά ελάχιστο χώρο στα υποστατικά τους σκεπτικά, γνωρίζω καλά πως, αυτές που τις αποκαλούσαν μοιραίες, ξεδιάντροπες, παλιογυναίκες, γυναίκες-αράχνες και τα συναφή, δεν ξεγύμνωναν παρά την ίδια την ανθρώπινη αδυναμία. Εκείνες απλά έπρατταν αυτό που εν δυνάμει είμαστε όλοι έτοιμοι να διαπράξουμε· κι όπως βλέπαμε τους άντρες-θύματα οικειοθελώς μαγνητισμένους να ρίχνονται στην άβυσσο, προλάβαμε στο ενδιάμεσο να τους ζηλέψουμε άγρια, προτού επιστρέψουμε στην ησυχία μας, ανακουφισμένοι κι ασφαλείς.
Η αρχαιότερη χρονολογικά απροκάλυπτη γυναίκα που αποτολμούσε να γίνει κυριολεκτικά μοιραία, εκείνη που έχρισα πρώτη νουαρέσσα της μνήμης μου, βέβαιος πως ο νεολογισμός μου της ταίριαζε ιδανικά, λεγόταν Kitty από το Katharine και την συνάντησα στην Scarlet Street, που έγινε και ο τίτλος της ταινίας της (ενώ σε κάποιο εγχώριο γραφείο μεσολαβητών του κινηματογράφου ένας άγνωστος νονός την βάφτισε Η Σκύλα). Ήμουν, λοιπόν, ο κύριος Κρις Κρος, ένας ευσυνείδητος μεσήλικας ταμίας που εργαζόταν επί είκοσι πέντε χρόνια στην ίδια τράπεζα και συμβίωνε χωρίς καμία ψυχική επαφή με την γυναίκα του, έχοντας ως μοναδική παρηγοριά την ζωγραφική. Μια βροχερή νύχτα στην οδό Σκάρλετ είδα μια γυναίκα, την Κίττυ, να απειλείται από κάποιον και τον χτύπησα με μια ομπρέλα για να την σώσω. Πού να ήξερα πως επρόκειτο για στημένη επίθεση από την ίδια και τον εραστή της! Σύντομα την ερωτεύτηκα και πείστηκα να αγοράσω ένα διαμέρισμα για να διατηρώ τους πίνακές μου και να της προσφέρω στέγη. Τα χρήματα τα πήρα με δόλιους τρόπους από την γυναίκα μου και από την τράπεζα. Εκείνη θεωρώντας ότι είμαι ένας σπουδαίος και πλούσιος ζωγράφος υποκρίθηκε την ερωτευμένη με σκοπό να με εκμεταλλευτεί – έφτασε στο σημείο να πουλάει εν αγνοία μου πίνακές μου με την δική της υπογραφή και να γνωρίζει επιτυχία.
Η γυναίκα μου ζούσε πάντα με την ανάμνηση του πρώτου της άντρα που σκοτώθηκε σε ώρα υπηρεσίας αλλά τελικά αποδείχτηκε πως ζούσε κρυμμένος για να αποφύγει τις συνέπειες των παρανομιών του. Όταν επανεμφανίστηκε, κατάλαβα πως οι μέρες χωρίς την τρυφερή αγάπη της τελείωσαν οριστικά. Έτρεξα στην Κίττυ για να της προτείνω να παντρευτούμε. Τους βρήκα αγκαλιασμένους αλλά και πάλι, της είπα να τον αφήσει και να ζήσει μαζί μου. Με είπε γέρο και άσχημο και γέλασε στα μούτρα μου. Έχασα κάθε έλεγχο και την χτύπησα θανάσιμα με κάτι αρκούντως αιχμηρό. Όμως η αστυνομία ενοχοποίησε τον σεσημασμένο εραστή της κι έμεινα ελεύθερος. Ήταν μια ελευθερία τραγική καθώς δεν σταμάτησα να περιπλανιέμαι στοιχειωμένος από τον φόνο της αγαπημένης μου, που, τι ειρωνεία, είχε πλέον μετά θάνατον θεωρηθεί μεγάλη καλλιτέχνης χάρη στα έργα μου. Δεν μπορούσα να τα αναγνωρίσω ως δικά μου και φτωχός και ανέστιος συνέχισα να περιφέρομαι, γνωρίζοντας πως οι δυο τους αγαπιούνταν πλέον αιώνια, ακούγοντας τις φωνές τους παντού στους δρόμους.
Το πιστεύετε ότι είχε χρησιμοποιήσει ακόμα και τα ίδια της τα πόδια για να με υποβιβάσει στην κατώτερη στάθμη της υποταγής; Όταν, ύστερα από μια φιλονικία και την άρνησή της να αφήσω την γυναίκα μου και να ζήσουμε μαζί, την ρώτησα με τρυφερότητα τι μπορώ να σου βάψω [paint], εκείνη χαμογέλασε ειρωνικά, άπλωσε δυο άκρα της (το ένα χέρι κρατώντας το βερνίκι και το γυμνό της πόδι) και αναφώνησε paint me, Chris, ενώ κυμάτιζε ελαφρά τα κάτω δάχτυλά της, ώστε να μην έχω την παραμικρή αμφιβολία τι εννοούσε. Ήμουν τόσο αποπλανημένος που δεν αντιλήφθηκα την πρόσκληση της ταπείνωσης και οριστικής υποτέλειας (που απαιτεί το σκύψιμο του άντρα στα χαμηλά και δη για μια «γυναικεία δουλειά») και χαμογέλασα, έτοιμος να ανταποκριθώ στο νέο μου καθήκον. Κι έτσι από ζωγράφος και κύριος της τέχνης μου έγινα υπηρέτης και βαφέας των ποδιών της. Υποχείριο και υποπόδιο μαζί.
Στον παλαιό κόσμο η κάθοδος του άντρα στα πόδια της γυναίκας δήλωνε ακριβώς την υποταγή. Από το φίλημα των ποδιών της βασίλισσας μέχρι την έμπρακτη συγνώμη, τα πόδια σημαίνουν την ομοίωση με το έδαφος, την ισοπέδωση, την πλήρη εκμηδένιση. Ακόμα και σήμερα μια ολόκληρη κοσμοθεωρία ερωτικής συμπεριφοράς χωρίζει τους εραστές σε αφέντρα και σκλάβο, ο οποίος γίνεται απόλυτο υποχείριό της και η εξυπηρέτηση κάθε επιθυμίας των ποδιών της θεωρείται (και πρέπει να γίνεται με) διαταγή. Πολύ περισσότερο τα ίδια τα πόδια καλούνται να του υπενθυμίσουν την κατωτερότητά του. Ολόκληρη σειρά εξαρτημάτων συμπληρώνουν την αιχμαλωσία του ενώ αμέτρητες εκδόσεις, ιδίως γιαπωνέζικων manga, ορίζουν ως μόνιμη κατοικία του τα πόδια των γυναικών. Όμως ο ήρωας του Πανδοχείου των Γυμνών Ποδιών, που πάντα αποδέχεται και συναρπάζεται με πάσης φύσεως συναινετική ερωτική επιθυμία, απορεί: πώς είναι δυνατόν το έξοχο αυτό σημείο να ταυτίζεται με κάτι τόσο αρνητικό, πώς μπορούν τα πόδια να ταυτιστούν με όργανο τιμωρίας και η λατρεία τους να αποτελέσει ποινή;
Αναζήτησα την Joan Bennett στα δελτία του Μεγάλου Ληξιαρχείου των Σταρεσσών και την εντόπισα στο επίκεντρο ενός τριγώνου εκτός σινεμά! Έξι χρόνια μετά την ταινία, ο τρίτος της σύζυγος πυροβόλησε και τραυμάτισε τον πράκτορά της, υποπτευόμενος πως είχαν σχέση, κάτι που η κυρία Μπένετ αρνήθηκε κατηγορηματικά. Ο σύζυγος δεν την πίστεψε κι έφυγε από το σπίτι ενώ εκείνη από την κρεβατοκάμαρά τους δήλωνε στις κάμερες πως ελπίζει να μην του καταλογιστεί αυστηρή ποινή. Ω, κινηματογράφε, που τα πάντα προβλέπεις και προλέγεις, που μαγνητοσκοπείς τα γεγονότα προτού μας συμβούν ενώ εμείς ξεχνάμε πως κάθε πραγματικό περιστατικό των πλατώ είναι ταυτόχρονα και ενδεχόμενο πραγμάτωσης σε μυριάδες ανά τον κόσμο ζωές! Ω, έρωτα τρίγωνε, που δεν σου φτάνουν οι δυο γωνίες των εραστών μόνο γεωμετρείς και τρίτη, να διατρυπήσει την ηρεμία που τόσο απεχθάνεσαι· έρωτα που δεν ικανοποιείσαι με τον χρόνο και την μονιμότητα, παρά ζητάς διαρκώς το άλλο, το ποικίλο, το άπρεπο!
Κι εσύ, Τζοάνα, που μόνη σου γνωρίζεις την αλήθεια, μας υπενθυμίζεις για καλό και για κακό πως δεν είμαστε άγγελοι, όπως τιτλοφορούνταν μια από τις τελευταίες σου ταινίες που σε προσκάλεσε ο Χάμφρεϋ Μπόγκαρντ, φίλος από την «δημοκρατική» πλευρά της πολιτικής· συμμετείχες άλλωστε στο The Hollywood Anti-Nazi League και σε κινήματα για τα κοινωνικά δικαιώματα, ένας ακόμα λόγος που ξεχώριζες από τις ήσυχες γυναίκες των νοικοκυριών. Εγώ πάντως δεν θα χρειαζόμουν καμία προσταγή να χρωματίσω τα νύχια σου. Πόσο μάλλον που σε αυτή την συστατική επιστολή γνωριμίας με την αρχική μήτρα της Κίτι, την Σκύλα του Ζαν Ρενουάρ, είχα την τύχη, όπως με πληροφόρησαν οι σινεμασκόποι, να είμαι ο πρώτος κινηματογραφικός ένοχος που δεν συνελήφθη, πολύ πριν την «ανεπίτρεπτη» τόλμη της Πατρίσια Χάισμιθ.
Από την μαύρη φιλμογραφία των σκοτεινών ενστίκτων αναδύεται και η μισή αγγελική – μισή διαβολική μορφή της Ginette Leclerc. Στην ταινία Το κοράκι μια μικρή επαρχιακή γαλλική πόλη αναστατώνεται από μια σειρά γραμμάτων που στέλνονται στην αστυνομία, υπογράφονται από «Το Κοράκι» και κατηγορούν διάφορους κατοίκους της. Κανείς δεν γνωρίζει αν τα αποκαλυφθέντα μυστικά είναι αληθινά ή ψεύτικα, αλλά η καχυποψία και ο φόβος καλύπτουν σιγά σιγά όλο τον τόπο. Ένας γιατρός κατηγορείται ότι πραγματοποιεί εκτρώσεις και ότι σχετίζεται με συγκεκριμένες γυναίκες, μια εκ των οποίων η όμορφη κουτσή Denise, κόρη του διευθυντή του σχολείου. Η Ντενίζ είναι μια από τους ύποπτους αποστολείς ιδίως όταν λιποθυμάει κατά την διάρκεια μιας γραφολογικής εξέτασης των κατοίκων, μετά την τυχαία εξεύρεση ενός άσταλτου γράμματος μέσα στην εκκλησία.
Ούτως ή άλλως η νεαρή γυναίκα έχει διεκδικήσει το δικό της μερίδιο προσοχής και είναι έτοιμη να μεταπλαστεί σε μοιραία γυναίκα. Και πράγματα διαπράττει διάφορες ελάσσονες αταξίες αλλά η εικόνα που την μνημειώνει είναι η εξής: με ύφος αλαζονικό και μισό τσιγάρο στο στόμα, ανακάθεται πάνω σ’ ένα ανταριασμένο κρεβάτι με το ένα πόδι πάνω στο άλλο και βάφει τα νύχια της. Μια τέτοια εικονογραφία, πέρα από την ξέχειλη φιλαρέσκεια, τι άλλο μπορεί να δηλώνει παρά μια γυναίκα που αρνείται να μείνει δεμένη στις φυλακές του φύλου της αλλά και του χτυπημένου της σώματος; Η Ντενίζ καλλωπίζει τα πόδια της με εμφανή αποφασιστικότητα να ερωτοτροπήσει με κάθε τρόπο και εκτός ηθών, ακόμα και να σκανδαλίσει, αν όχι να τιμωρήσει, την θλιβερή κοινωνία της.
Ίσως πάλι εκείνο το κόκκινο (;) βερνίκι απλά να περιγελούσε ή να περιφρονούσε έναν κόσμο όπου ο καθένας μπορούσε καλά κρυμμένος στο σκοτάδι να διασπείρει ειδήσεις και κατηγορίες για οποιονδήποτε επιθυμούσε. Όσο για την αγέρωχη έκφρασή της, ακόμα και με το ενδεχόμενο κάποιας αδίστακτης απόφασης, φαίνεται τόσο αθώα σήμερα, που η χειρόγραφη πρακτική του ανώνυμου δηλητηριασμού μοιάζει παρωχημένη μπροστά στις ακαριαίες συκοφαντίες που ποιούνται σήμερα με ταχύτητα πλήκτρων σε κλάσματα δευτερολέπτων. Ο σκηνοθέτης πάντως κατέστη ανεπιθύμητος επειδή, μεταξύ άλλων, σύμφωνα με την Γαλλική Αντίσταση δυσφημούσε τον γαλλικό πληθυσμό και ιδίως εν καιρώ πολέμου.
Πόδια καλλωπισμένα ή μη, αλλά έκθετα, έτοιμα να εκθέσουν ανεπανόρθωτα τα θύματα που προσελκύθηκαν όπως η πεταλούδα σε καυτό λαμπτήρα, ενοικούν σε δεκάδες άλλα πλάνα. Ακόμα και στις παλιές ελληνικές ταινίες οι ερωμένες των πρωταγωνιστών τηλεφωνούν από το κρεβάτι τους στον εραστή τους (έναν πάντα αδέξιο και ευκόλως προδιδόμενο σύζυγο), φορώντας σπιτικά ή νυχτερινά ενδύματα κι έχοντας τα πόδια τους γυμνά ή ημίγυμνα, μια υπενθύμιση πως ακριβώς αυτά που τα ελαφρά ή τα ανύπαρκτα ρούχα υπόσχονται είναι που κρατούν δέσμιο τον ετοιμόρροπο άντρα. Ποια η σχέση των γυμνών ποδιών με τον παράνομο, παράμερο, ενίοτε παρακρουστικό έρωτα; Η αποκάλυψη δια της απόλυτης φαμ φατάλ στο επόμενο τεύχος, εφόσον … συνεχίζεται, πάντα συνεχίζεται.
Οι ταινίες: Scarlet Street (Fritz Lang, 1945), Le corbeau (Henri-Georges Clouzot, 1943).
[ Συνεχίζεται. Πάντα συνεχίζεται ]