Χάρτης 18 - ΙΟΥΝΙΟΣ 2020
https://dev.hartismag.gr/hartis-18/klimakes/skhnes-apo-thn-ellada-twn-allwn-i
Ξεκινάμε μια σειρά μεταφράσεων ποίησης που, με κάποιο τρόπο, ρητό ή υπόρρητο, διαμορφώνει ελληνικά σκηνικά και τοπία, που με την σειρά τους χρησιμεύουν στο κτίσιμο ενός κόσμου – άλλου, αλλά όχι ξένου. Μεταφέροντάς τα στην ελληνική γλώσσα αποδίδουμε σε αυτά τα ποιήματα, κάπως σαν δώρο, την γλώσσα χάριν της οποίας γράφτηκαν παρόλο που γράφτηκαν σε μια άλλη.
Το πρώτο δείγμα είναι δύο ποιήματα του κορυφαίου ποιητή της λεγόμενης αφρικανικής διασποράς, Derek Walcott, από την συλλογή του Ο Τυχερός Ταξιδιώτης (The Fortunate Traveller, 1980). Ο Ουόλκοτ γεννήθηκε (1930) και πέθανε (2017) στην St. Lucia, ένα νησί της Καραϊβικής που υπήρξε κατά σειρά αποικία Ισπανών, Γάλλων και Βρετανών. Όλη του η ποίηση βασίζεται σε αυτό ακριβώς το μείγμα πολιτισμών, μέσα βέβαια από το πρίσμα των απογόνων του γηγενούς πληθυσμού των Ινδιάνων και κυρίως των Αφρικανών σκλάβων που δούλευαν στις φυτείες ζαχαροκάλαμου και καφέ μέχρι πρόσφατα.
Πολυταξιδευμένος και κοσμοπολίτης, καθηγητής λογοτεχνίας σε διάφορα ελίτ πανεπιστήμια της Αγγλίας και της Αμερικής, ο Ουόλκοτ θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους λυρικούς ποιητές στην αγγλική γλώσσα, χαρίζοντάς της το κορυφαίο ποιητικό έπος του ύστερου 20ού αιώνα – το Όμηρος (1990). Ανάμεσα στα πολλαπλά και κορυφαία βραβεία του περιλαμβάνεται και το Νομπέλ Λογοτεχνίας (1992). Ως πρωτοποριακός θεατρικός συγγραφέας, πρώτα, και μετέπειτα ως ποιητής, ο Γουόλκοτ εξύμνησε την υβριδική κουλτούρα της Καραϊβικής όσο κανείς άλλος στην αγγλική γλώσσα –συγκρίνεται μόνο με τον Aimé Césaire, που έκανε το ίδιο στα γαλλικά– χρησιμοποιώντας ελληνικά στοιχεία με τρόπο ιδιαίτερα πειραματικό, κάτι που είχαμε να δούμε από την περίοδο του γερμανικού ρομαντισμού.
* Βλ. σχετική συζήτηση μου για το θέμα: https://read.dukeupress.edu/boundary-2/article/39/2/181/55999/Derealizations-of-the-Ideal-Walcott-Encounters
Από τόσο μακρυά
Ι
Τα λευκά αμύγδαλα ενός αγάλματος κοιτούν
τις αμυγδαλιές που παλεύουν να ξεφορτωθούν την σκιά τους
όπως το κορίτσι το φόρεμα της – κίνηση που σπανίως βλέπεις
στην αφηρημένη πέτρα.
Ένα ελληνικό τάνκερ γλιστρά
μέσα απ’ το δίχτυ των κλαριών
μέχρις εκεί που φρενάρουν τα τρακτέρ σ’ ένα νταμάρι –
στο αμπάρι του μεταφέρει φορτίο μαρμάρινων κεφαλών.
Από τον Ορφέα ως τον Ωνάση
στην θάλασσα μια μόνο σημαία κυματίζει:
άσπρα κύματα σε αναλλοίωτο θαλασσί.
Τρέμει το παράθυρο του ουρανού
απ’ τα γρανάζια που στην όπισθεν σκαλώνουν,
αλλά κανένα πέτρινο κεφάλι δεν κυλά στην ώχρινη σκόνη.
Στο χώμα των νησιών μας κανείς θεός δεν θάβεται.
Μας τους ξεφόρτωσαν, Σεφέρη,
νεκρούς κατά την άφιξη.
ΙΙ
Η χαραυγή σφαλίζει την ζώνη της στο κράνος
του ακτινοβόλου Αγαμέμνονα.
Ρίχνεται ένα δίχτυ στα ρηχά.
Το πέλαγος διαιρεί: μια μπρούτζινη πόρτα.
Στο ακρογιάλι, κορμοί πολεμιστών
κυλούν κι αποτραβιούνται.
Στίχοι τεράστιοι τους ξέβρασαν εδώ.
Με το που αναδύεται το δείλι ο θεάνθρωπος ματώνει
μπρούμυτα πάνω στις θαλάσσιες φλέβες.
Γαλάζια νύχτα βουεί από μελίσσια.
Κάθε ώρα που περνά μια τρύπα ανοίγει στην κυψέλη
του λαβύρινθου, στο τέρμα αδιέξοδο
η άσεμνη επιμιξία χαμηλώνει τα κέρατα με την λυρική καμπύλη,
και λόγω είτε των νεκρών μαρμάρων είτε του ακάνθινου θεού,
τρικλίζουμε μες την αρένα με μάτια που διαρρέουν.
Τα αμύγδαλα αποθησαυρίζουν τις σκιές τους
όπως εμείς σκιές των φίλων μας.
Μπρούτζινο φύλλο – στην κάθε λάμψη του ακούω ξανά
σκισμένο φωναχτό, σκισμένο ίσκιο,
τότε τα μάτια μου παγώνουν στο πέτρινο κεφάλι.
Τους βλέπω σε μια κιονοστοιχία
τσιμεντένιας αποβάθρας
όπου μόνο γλάροι βασιλεύουν.
Τους ακούω να βογγούν μαζί με τα τρακτέρ.
Γλείφοντας ένα παγωτό στον καύσωνα της παραλιακής
φορώντας γαλανόλευκο γιλέκο,
στην εύθραυστη σκιά παραθαλάσσιας πέργολας
με αναθυμιάσεις ιωδίου στα ρηχά,
χαζεύω το άδειο γαλανό λιμάνι
που αφρίζει ιστιοφόρα,
όταν από το φύλλωμα του τοίχου
ξεπετάγεται η σκιά του ταύρου και με αρπάζει.
Το φέριμποτ περνά,
ο γλάρος στριγγλίζει κάποιο μήνυμα
με τα φτερά του ανοιχτά σαν γράμμα,
η κραυγή του θύελλα κουρελιασμένων
κοράκων σε πέτρινο χωράφι.
ΙΙΙ
Είναι σε αυτήν την φάση, Σεφέρη,
που το κορίτσι ξεφορτώνεται το φόρεμά του
κι αναδιπλώνεται στο κύμα σαν δελφίνι,
που ο αφρός κρύβει το κλάμα γυναικών
και μες τον γδούπο των τρακτέρ
ακούω ξυλοπάπουτσα
πίσω από τους λόφους
μαζί με κυνηγόσκυλα που βήχουν με σπασμούς.
Πάνω από κάτι – κάποιο ψοφίμι σκυλοπνιγμένου βασιλιά στον ήλιο –
κυκλοφορούν κουρελιασμένα όρνεα,
βλέπω εκείνον με την άρπα και τα συννεφιασμένα μάτια
θυμάμαι εσένα με το βαρύ μαρμάρινο κεφάλι σου
βλέπω τον άλλον που προσκάλεσε βαρβάρους
στους ασβεστωμένους δρόμους.
Μένω με τους δικούς μου. Το χέρι μου λιμοκτονεί χωρίς ονόματα,
κανένας φαύνος καστανός δεν ήρθε στην παλάμη μου,
ποτέ δεν θα δω τον Πειραιά να αντηχεί το λευκό της όνομα στην θάλασσα,
αλλά είτε επειδή τα μάτια μου θα γίνουν λευκά κουκούτσια σε προτομή,
ή, μάλλον πιθανότερο, φρούτα αρμυρά για τα σκουλήκια,
θα παραμείνουν κούφιες κόγχες που καυχώνται
για αστραπές ζωής σφηνωμένες βαθειά
στο κεραυνοβολημένο κεφάλι.
Ελλάδα
Πέρα από τις χορικές χειρονομίες του λαδιού,
με ρόζους σαν θαλάσσια πικραμύγδαλα, πάνω από βράχους
στεγνούς σαν τους ασβεστώδεις τραπεζίτες του Κύκλωπα,
πέρα από το αφηνιασμένο άφρισμα ενός σπηλαίου,
σκαρφάλωσα, κουβαλώντας ένα κορμί στους ώμους.
Για λεπίδι με θωρακισμένη κόψη πανοπλίας, κρατούσα
μια πριονωτή αγαύη. Κάτω μου, κάπου στην άμμο,
βλέπω ριζωμένες φάλαγγες από καρύδες –
απ’ την Τροία; την Σπάρτη; – πηδάλια που θροΐζουν.
Γαντζωμένος με ένα ματωμένο χέρι
κι αγκομαχώντας στο κάθε τράβηγμα, έφτασα στο ύψος
που κάνουν κύκλους θαλάσσιοι κόρακες και ξεφορτώθηκα το βάρος
στο πέτρινο στρέμμα, στο ακρωτήρι.
Εδώ πάνω, επιτέλους, φάνηκε η αρχική ιστορία,
τίποτε άλλο δεν υπήρχε, μόνο φως και πέτρες.
Περπάτησα μέχρι την άκρη του γκρεμού για ένα ευρύτερο βλέμμα,
απολαμβάνοντας το απανταχού κενό, αέρινο, θαλασσινό.
Ο αέρας που μου γέμιζε το στόμα είπε την ίδια λέξη
«αέρας» – μόνο που εδώ ακούστηκε αλλιώς,
κάνοντας την θάλασσα κομμάτια στο χαρτί καθώς απέσχισε
θάλασσα, άνεμο, και λέξη από την διαβρωμένη ρίζα –
η μνήμη μου τρέφεται από σκουπίδια συμποσίων, σαν πουλί.
Το σώμα που πέταξα από πάνω μου
δεν ήταν σώμα αληθινό αλλά ένα γιγαντιαίο βιβλίο,
που σπαρταράει σαν χιτώνας σε μαρμάρινη μετόπη,
μέχρι να φτάσει ο άνεμος στο δέσιμο, στην ράχη των σελίδων,
σκορπώντας τις οργές του Αχιλλέα και του Έκτορα μαζί
σε ολοένα θρυμματιζόμενες νιφάδες, σαν γλάρους που ξεφεύγουν
από τις γκρίζες σφίγγες των ζαρωμένων νησιών.
Στα χέρια μου έσφιξα τον άγλωσσο αέρα.
Στο κεφάλι μου ξεπάστρεψα τα τέρατα των άλλων.
Μισό αιώνα μου πήρε να φτάσω ως εδώ.
Είχα κι εγώ αναλάβει να ακολουθήσω το χρυσό νήμα
που έδενε τις ράχες στα ράφια των βιβλίων
γύρω από μια κατακόμβη που στενεύει σαν χωνί
ώστε να κατεβαίνουν οι νεκροί, σειρά-σειρά δεμένοι
με χρυσό και πλίνθους στον μηρό, κι έφτασα να δω
τα ίχνη μου να λιώνουν πάνω στον Μινώταυρο
στο αδιέξοδο του όποιου λαβυρίνθου,
και με αυτή την λεπίδα της αγαύης, πετσόκοψα
τον γέρο ταύρο των Γραικών.
Κουλουριασμένος πια μπροστά στο άγραφο μνήμα
έγραψα τον ήχο «θάλασσα», σινιάλο για τον «ήλιο».
ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ Ντἐρεκ Γουώλκοτ ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.