Χάρτης 17 - ΜΑΪΟΣ 2020
https://dev.hartismag.gr/hartis-17/poiisi-kai-pezografia/dyo-poihmata
Τι ανοησίες με αφήνεις να σκέφτομαι!
Χωρίς να έχει καν βραδιάσει.
Τα ηλιόλουστα απογεύματα,
τα τζάμια φαίνονται πιο βρώμικα από πριν·
συνέχεια κλειστά.
Τα λέρωσε η βροχή ή μήπως
η σκόνη της ακίνητης μέρας;
Μια τριανταφυλλιά σκαρφαλώνει στο καινούριο μας μπαλκόνι·
στην αρχή θέλαμε να την κόψουμε, τη φοβηθήκαμε
έτσι μεγάλη και καλπάζουσα αλλά
μας έπεισαν να την κρατήσουμε, επέμεναν πως
ανθίζοντας αραιά και πού, γεμίζει
ροδοκόκκινη ζωή την πρόσοψη.
Τα αγκάθια της όμως παραμένουν επιθετικά.
Είναι παντού και
κάθε φορά που την πλησιάζω, κάποιο
θα καταφέρει να μου αφήσει το σημάδι του·
σαν χάδι, υπενθύμιση ή ευχαριστώ, για όσα κλαδιά
επιτρέπουμε
να στηρίζονται στα κάγκελά μας.
Μέχρι προχθές, που απροειδοποίητα και κάπως λυρικά
τρύπωσε μια αγκίθα στον δεξί μου δείκτη.
Από τότε,
τα πέταλά της μοιάζουν να μαραίνονται κι εγώ
σταμάτησα να τρώω.
Όλο διψάω για δροσερό νερό και όταν βρέχει, βγαίνω
να κοιτάξω το θολωμένο τοπίο ή να νιώσω
με την όσφρηση και την αφή
το νωπό χώμα.
Σιγά σιγά τα πόδια μου μακραίνουν, περιπλέκονται,
βυθίζονται στο πάτωμα. Τα βρεγμένα ρούχα,
στο σώμα ή στα χέρια, γίνονται απαλά ποτισμένα φύλλα
(αυτή την ακατοίκητη άνοιξη της ησυχίας), ενώ
τα δάχτυλα, τα μάτια και τα μαλλιά
γεμίζουν μπουμπούκια από ακουαρέλα και τέμπερα.
Ο ήλιος
υπήρξε πολύ ενοχλητικός τις τελευταίες μέρες
και τώρα, που του γυρίσαμε
την πλάτη, έφυγε.
Που να είσαι κλεισμένη; Σε ονειρεύτηκα,
όσο τρελά κι αν είναι τα όνειρα και
σου εκμυστηρεύτηκα ό,τι φοβάμαι να πω αλλού.
Το σώμα σου με επανέφερε.
Επανέφερε ό,τι υπήρχε κάπου ξεχασμένο
άλλωστε αυτές τις μέρες
το σπίτι
έγινε τελικά σπίτι.
Προβάλλω στο όνειρό μου φόβους και ελλείψεις
ακούω απομακρυσμένες μελωδίες και μοιάζω να τραγουδάω, να χορεύω
να περπατάω σε τόπους ή πόλεις, γνωρίζοντας το παρελθόν τους.
Κρυώνει η πλάτη στον ανοιξιάτικο αέρα
φταίει το παράθυρο ή μήπως η μουσική;
Ξύσμα πορτοκαλιού στα χέρια μου
τη χρονιά αυτή που θα κρατήσει περισσότερο
χωρίς καλοκαίρι
με μια αλλεργική άνοιξη στοιβαγμένη στο μπαλκόνι.
Πάμε να ποτίσουμε μαζί, να πλύνουμε την κίτρινη σκόνη.
Τα σωματίδια απ’ την ψημένη ζύμη τρυπώνουν παντού.
Το ομολογώ, δεν γνωρίζω
ούτε ένα από τα μυστικά για το σωστό
ζύμωμα οποιασδήποτε ζύμης
έχω όμως προσπαθήσει αλλεπάλληλες φορές και δεν το βάζω κάτω.
Αντίθετα, τα μυστικά τού χώρου φαντάζουν πιο οικεία.
Ας πούμε, πως καταφέρνουν τα αντικείμενα
να ταιριάζουν με ακρίβεια σε ορισμένα παράδοξα σημεία και
πως τελικά βρίσκουν
την (προσωρινή πάντα) θέση τους μέχρι
την επόμενη μετακίνηση.
Οικογενειακή παράδοση να αλλάζουμε τις θέσεις στα αντικείμενα ειδικά
τις μέρες γιορτής
ενώ φούσκωναν στον φούρνο τσουρεκάκια
κατά τ΄ άλλα σκληρά και όχι τόσο νόστιμα
αλλά μύριζαν, μύριζαν, εξακολουθούν να μυρίζουν
ταξιδεύει ο αχνός τους στον χρόνο.
Μάλλον γι’ αυτό επιμένουμε να ζυμώνουμε.
Ας τα ξανακάναμε, αλλά μαζί.
Λες και ο χώρος μεταμορφωνόταν
εμφανίζονταν συνδυασμοί που δεν είχες προσέξει ποτέ πριν
αντάλλασσαν σχέσεις και οπτικές
αυτό δεν ισχύει γενικώς και ανεξαιρέτως.
Στα μεγάλα αντικείμενα όπως τα έπιπλα, κάτι τέτοιο είναι εμφανές
συμβαίνει όμως και με τα πιο μικρά·
την ισορροπία που χτίζεται, για παράδειγμα, στη φρουτιέρα του τραπεζιού
το κουτί με τα χρωματιστά χαρτιά που ταίριαξε με ακρίβεια κάτω απ’ τον καναπέ
το φωτεινό, κυριολεκτικά χάρτινο, φεγγάρι που κρεμάστηκε στο ξεχασμένο καρφί
το σημείωμά σου προστατευμένο στην τσέπη μου.
Κοιτάς τώρα με άλλο μάτι τον ελαφρώς αλλαγμένο χώρο σου
σα να αναπνέεις καλύτερα, ενώ
μια εσωτερική ικανοποίηση πλανάται, αλλά και περιέργεια
για τα υπόλοιπα σημεία που παραμένουν
προσωρινά κρυφά.
Κρυσταλλένια ζάχαρη αναποδογυρίζει στο βαθύ πιάτο.
Το πιάτο ζαλίζεται, από τη γλύκα ή την ποσότητα
κατρακυλάει.
Θα μείνει άγλυκο το ζυμαράκι σήμερα, θα το μετριάσει ένα
κατηγορηματικά κοινότοπο
αλλά υπαρκτό, χαμόγελο·
ν’ ακουμπήσω πάνω σου τα βρεγμένα μαλλιά μου και να νιώσω
μια πρέζα αλάτι στα μάτια.