Χάρτης 17 - ΜΑΪΟΣ 2020
https://dev.hartismag.gr/hartis-17/klimakes/xarths-oalasshs
Πράγματι, πρωί πρωί έφυγα από το Σαν Κάρλος δε Μπαριλότσε, όπου βρισκόμουν τις προάλλες, δηλαδή, τον Φεβρουάριο. Έντεκα ώρες θα έπαιρνε το ταξίδι με το λεωφορείο που θα διέσχιζε την Παταγονία της Αργεντινής κι έπειτα της Χιλής για να με πάει στο αρχιπέλαγος του Τσιλοέ, συγκεκριμένα, στο ομώνυμο νησί. Με το λεωφορείο σε νησί;, θα μου πείτε, και μάλιστα σε αρχιπέλαγος; Βεβαίως!, θα σας πω. Απλώς, χρειάστηκε να πάρουμε για λίγο το φεριμπότ, έχοντας απολαύσει από ψηλά, από τις χιλιανές Άνδεις, τη θέα όλου του αρχιπελάγους και την απεραντοσύνη του Ειρηνικού. Στο Τσιλοέ, λοιπόν, κατέβηκα στο Κάστρο, όχι γιατί ήταν το τέλος της διαδρομής ή γιατί είναι η πρωτεύουσα του νησιού, αλλά για να μείνω στα «παλαφίτο» του. Η παιδική ηλικία, βλέπετε, μας ακολουθεί παντού, ακόμα και στην άλλη άκρη του κόσμου. Τα «παλαφίτο» είναι σπίτια ψαράδων φτιαγμένα από τσίγκους και σανίδες και στηριγμένα σε πασσάλους μπηγμένους μέσα στο νερό. Ακριβώς όπως οι πελάδες στη λιμνοθάλασσα Μεσολογγίου κι ακόμα πιο ακριβώς όπως εκείνες που έβλεπα παιδάκι πριν από πενήντα τόσα χρόνια στο Αιτωλικό και στην Τουρλίδα. Γι’ αυτό άραξα εκεί και το πρωί παρακάλεσα τον Σέρχιο Μανσίγια Τόρρες, τον ποιητή που επρόκειτο να συναντήσω, να με επισκεφθεί εκείνος στην «πελάδα» μου. Βρισκόταν ακόμα στο νησί, καθότι κατακαλόκαιρο, σαν τον δικό μας Αύγουστο ο τοπικός Φεβρουάριος. Τον επόμενο μήνα θ’ άρχιζε το ακαδημαϊκό έτος και θα επέστρεφε στη Βαλδίβια για να διδάξει στο πανεπιστήμιό της. Ούτε μια ώρα δε χρειάστηκε για να έρθει από το Τσανγκουιτάδ, μα δεν απόρησα με την προθυμία του. Είχα προλάβει να βρω την απάντηση μέσα σε κείμενό του: «Η ποίηση κάνει αυτά τα θαύματα να συναντιόμαστε ενώ έξω βρέχει και γαβγίζουν από μακριά τα σκυλιά των γειτόνων. Μιλάμε, μιλάμε: σκλάβοι του λόγου όλοι, γνωρίζοντας πως οι στίχοι μας, τα βιβλία μας, είναι απλώς ίχνη -λίγες φορές ξεκάθαρα, σχεδόν πάντα θολά, άγαρμπα- αυτών των ουράνιων σωμάτων που είμαστε και που κουβαλάμε μες στον χρόνο που μας έχει δοθεί. Ίσως δε θ’ αναστηθούμε σαν τα τζιτζίκια στο ποίημα του Καρδενάλ (παρόλο που κι εμείς ζούμε δεκαεπτά χρόνια μέσα στη γη)∙ αλλά θα τραγουδάμε, ακόμα κι αν είναι όπως οι γρύλλοι, δίχως στόμα και λαιμό, τρίβοντας τα φτερά στο σώμα, κι αν δε μας μένουν φτερά, τρίβοντας το σώμα στο έδαφος, κι αν δε μας μένει σώμα, τρίβοντας το μαγικό λυχνάρι του μηδενός πάνω σε ό,τι υπάρχει». Στον χρόνο της χειραψίας τού ζήτησα συγγνώμη που τον είχα βγάλει από τη βολή του κι εκείνος μου απάντησε με στίχους του: «Όλα σε τούτο το νησί / μ’ ευχαριστούν∙ είναι η φυλακή που αναζητούσα. / Θα μείνω εδώ για πάντα / περιτριγυρισμένος απ’ αυτά τα τείχη / από αέρα και ατμό». Έπειτα μου πρόσφερε το κουτί με τα γλυκά που κρατούσε. «Είναι παραδοσιακά» μου είπε «της περιοχής». Τηγανίτες, λουκουμάδες και τουλούμπες σκέφτηκα μόλις τα είδα. Και πριν τα δοκιμάσω, του έκανα την κλασική ερώτηση: «Κύριε Μανσίγια, τι είναι για σας η ποίηση;». «Πιστεύω πως η ποίηση είναι μια πράξη αγάπης» μου απάντησε. «Γιατί το να γράφουμε καλή ποίηση και το να διαβάζουμε καλή ποίηση σημαίνει ότι αγαπάμε. Αλλά το αγαπώ σημαίνει και μισώ: μισώ αυτό που εμποδίζει την αγάπη να ανεγείρει τους καθεδρικούς της πάνω σε στέρεο βράχο». Στην επόμενη κλασική ερώτηση, πότε, δηλαδή, άρχισε να γράφει, μου απάντησε: «Τη γιορτάζω εκείνη τη μέρα του 1975 που έγραψα το πρώτο μου ποίημα κοιτάζοντας μια λεύκα δίπλα σ’ ένα ρυάκι. Τότε είχε λιακάδα∙ ήταν καλοκαίρι στο Τσανγκουιτάδ. Αλλά μισώ τις σκοτεινές μέρες της χώρας μου. 1973: τότε χύθηκε πολύ αθώο αίμα». «Φαντάζομαι τι μνήμες και τι φόβοι ξύπνησαν τον περασμένο Οκτώβριο, όταν είδατε τον στρατό ξανά στους δρόμους» είπα κι αμέσως ξαναγύρισα στην ποίηση. «Στα πρώτα βιβλία σας πολλά ποιήματα απευθύνονται ή έχουν ως θέμα ένα οικείο σας πρόσωπο, ενώ κάποια άλλα μοιάζουν με αυτοπροσωπογραφίες». «Όχι μόνο στα πρώτα, και στο τελευταίο, το Κερκούν, που στην τοπική διάλεκτο είναι συνώνυμο της μελαγχολίας» με διέκοψε με μια σχεδόν αυτοσαρκαστική διάθεση κι άρχισε ν’ απαγγέλει: «Απλώς ένας εσωτερικός μετανάστης είμαι, πατέρα, με αραιά / γκρίζα γένια, με παρουσιαστικό Ρώσου, λένε. / Όχι ένας βασανισμένος ή εξόριστος όπως τόσοι άλλοι. / Απλώς κάποιος που ως τώρα έχει ξεφύγει / από τη σφαγή και καμουφλάρεται στη χλόη / και στις πυκνές φυλλωσιές των βάλτων∙ / κάποιος που τα χαράματα ανακατεύει τ’ αποκαΐδια του / ψάχνοντας για υπολείμματα από τα παλιά θαύματα της ζωής, / που γελάει τρανταχτά μ’ εκείνους που πιστεύουν / πως ο Θεός τούς έχει στη λίστα του με τους αθάνατους. / Μόνο μια απλή ακίδα από ένα ξύλο / που κάποτε υπήρξε, ίσως, πυρακτωμένο ρόδο / κάποιου κομήτη χαμένου σήμερα / στις μικρότητες αυτού του κόσμου». «Κύριε Μανσίγια, πότε γεννηθήκατε;» τον ρώτησα, κι ας το ’ξερα, έτσι για να το ακούσω από τον ίδιο. «Τον Μάιο του 1958. Εσείς, αν μου επιτρέπετε;» με ρώτησε. «Τον Μάιο του 1958!» του απάντησα. Και τότε σταματήσαμε τον πληθυντικό και την κουβέντα για την ποίηση κι αρχίσαμε να μιλάμε για τις κλιματικές διαφορές, του τύπου «στην Ελλάδα ο Μάιος είναι ο τελευταίος μήνας της άνοιξης ενώ, στη Χιλή, ο τελευταίος του φθινοπώρου» και συνεχίσαμε με την παράθεση κι αντιπαράθεση του τρόπου ζωής στις δύο χώρες από το ’60 και εντεύθεν. Έτσι φτάσαμε στο μεσημέρι κι αφού γευτήκαμε τα τοπικά θαλασσινά, εκείνος πήρε τον δρόμο της επιστροφής στο Τσανγκουιτάδ κι εγώ μολύβι και χαρτί κι άρχισα να μεταφράζω με τη σειρά ποιήματα και ποιητικές πρόζες από τα βιβλία του Buque de arte (Πλοίο της Τέχνης) και Retratos y autoretratos deformes (Παραμορφωμένες προσωπογραφίες και αυτοπροσωπογραφίες) και κάθε τόσο να εκπλήσσομαι.
Η θάλασσα
Η θάλασσα με κατοικεί με υπέρλαμπρα όνειρα:
μαύρες βάρκες σε γαλάζια λιμνοθάλασσα,
άσπρα πανιά με φύκια και κοχύλια.
Πάνω στο κατάρτι, ένας ασπρόμαυρος γλάρος κάποιο μεσημέρι
φρεσκοπλυμένο από τα κύματα.
Είναι η μέρα με την ηλικία της θάλασσας στα μάτια:
αυτή η αφρώδης ανεμοθύελλα που τη συνθλίβουν τα δάχτυλα,
η άμμος στα πέλματα
ή οι κοφτερές πέτρες που πληγώνουν από μακριά
σαν θεοί οπλισμένοι με αόρατα βέλη.
Βρίσκομαι στον πυθμένα αυτών των θαλασσινών σπηλιών
όπου κοιμούνται οι λύκοι,
όπου βοσκάνε τ’ αλογάκια της θάλασσας
κι έχει οχιές που τρέχουν στο κορμί σου
όταν τα χέρια σου μακραίνουν
αναζητώντας μυστηριώδεις θησαυρούς νεκρών πειρατών.
Είναι η μέρα που ωριμάζουν οι λέξεις∙
σαν κεράσια γινωμένα
τις τσιμπάνε τα πουλιά,
και οι φουσκοθαλασσιές, σαν ξύλα που επιπλέουν
τις πετάνε να σπάσουν σε βραχώδεις ακτές.
Θρυμματίζεται το γυαλί της νεότητας
όταν ο Θεός περπατάει επί των υδάτων
κι η ομίχλη μόλις που σου επιτρέπει να διακρίνεις
το φως κάποιου φάρου που τον χτυπάει καταιγίδα.
Εδώ: παραμορφωμένοι ναυτικοί, πνιγμένοι
εξαιτίας των σωμάτων τους από πηλό και ήλιο,
κείτονται στον βυθό, ανάμεσα σε άλγες, σε καβούρια,
και κοιμούνται μ’ ένα χλωμό χαμόγελο
που φωτίζει φύκια χρυσωμένα από το φως.
Είναι η μέρα που μες στις κοχύλες της
αντηχεί ο Ειρηνικός∙ ο ήχος της με πληγώνει σαν
μια βαθιά νυχιά στο δέρμα κατά κει που
χαράζεται παντοτινά του ο χρόνος.*
*Στίχοι του Οδυσσέα Ελύτη (Σ.τ.Σ.). Στο ελληνικό πρωτότυπο είναι ένας στίχος. Βλ. Οδυσσέας Ελύτης, Προσανατολισμοί, «Ηλικία της γλαυκής θύμησης», Ίκαρος (Σ.τ.Μ.).
Η βροχή θα σβήσει το χωριό
Η βροχή θα σβήσει το χωριό έτσι όπως τα σύννεφα
σβήνουν τ’ αστέρια.
Όμως πίσω απ’ το νερό θα εξακολουθούν να είναι όλα ίδια
όπως εξακολουθούν να είναι ίδια και τ’ αστέρια
πίσω από τα μαύρα σύννεφα που τα καλύπτουν:
ο χοντρός και κουτσός κρεοπώλης δον Ουλίσες στο κρεοπωλείο του,
ο δον Λούτσο στο ταχυδρομείο, πάντα μ’ ένα μολύβι στ’ αυτί∙
η Κυρία Αλμπίνα, η μοδίστρα, με το τρανταχτό της γέλιο
θα εξακολουθεί να τρομάζει τα κακά φαντάσματα∙
ο τρελός ο Νάτσο περπατάει στην πλατεία
με μεγάλες δρασκελιές κάνοντας κύκλους.
Εξακολουθεί η οχλοβοή των μεθυσμένων
στην καντίνα του δον Μπαλδομέρο
και το μανιασμένο γάβγισμα των σκύλων του Μπάουτσε Ορτέγα
και το τρίξιμο ενός κάρου κάπου μακριά το χάραμα.
Κι εγώ εξακολουθώ να είμαι στο ίδιο δημοτικό σχολείο
με τη στέγη του να στάζει, με τα τζάμια του σπασμένα, με τις τουαλέτες βρόμικες,
κι ο δον Ισαΐας, ο βοηθός, με κομμένο το ’να χέρι, μου χαρίζει
κυδωνόπαστο και μπισκότα που στέλνει η κυβέρνηση.
Μου μένει στο στόμα η αηδία
από το γάλα της Συμμαχίας για την Πρόοδο.
Θα εξακολουθώ να είμαι ερωτευμένος σιωπηρά με την Ντόρις,
τη συμμαθήτριά μου.
Όταν μεγαλώσω δε θα γράψω ποιήματα ποτέ∙
θα είμαι ένας ναυτικός άπατρις, δίχως μνήμη.
Όταν πάψει η βροχή, το ουράνιο τόξο
τα φτερά του θ’ ανοίξει σαν έν’ ακίνητο πουλί της απουσίας.
Διαπασών μες στα κλαδιά
Διαπασών μες στα κλαδιά, και τα πουλιά τσουκάο
και οι νερόκοτες να ράβουν σταυροβελονιά
παλιές διηγήσεις: ιστορίες που μιλάνε για τις φλέβες του Παραΐσο
και για τους μυρωδάτους μίσχους του χαμομηλιού και της άγριας μέντας.
Μουσική για τα μάτια και τ’ αυτιά των ανθρώπων, τυφλοί και κουφοί
σχεδόν όλοι, καρδιές ξερές απ’ την ομίχλη χτυπημένες.
Αλλά εκεί ’ναι οι νεκροί μες σε βαθείς αιώνες,
γενιά από λέξεις και σκιές που μοιάζουν άνθρωποι,
που με φωνή μιλάνε αλατιού, ανέμου,
μοναχικών φλουδών ξεκολλημένων από τους κορμούς τους.
Μονάχα να κρατάν σιγή ακουμπισμένη στον φράχτη από πλεγμένη
λυγαριά∙
ν’ αφήνουν ήσυχες τις βάρκες, τα δίχτυα, να μην κουνάνε τα κουπιά
πάνω στο ήρεμο νερό, και ν’ ακούνε…
Έρχονται, φτάνουν όλα στο κατώφλι της γλώσσας∙
σπίθες μικρές από την κόψη μαχαιριών
που ακονίζονται∙
φτάνουν όλα σαν ήχοι κουδουνιστοί από κοχλάσματα
στη μαυρισμένη χύτρα απ’ την καπνιά της παιδικής ηλικίας.
Κι οι διηγήσεις ξεκινάνε μ’ έναν πρόλογο
γραμμένον από τη σιωπή της θάλασσας.
Ιθάκη
Κι όταν, στο τέλος, φτάνεις στην Ιθάκη δεν υπάρχει ούτε σκύλος ούτε σπίτι. Κανείς ποτέ δεν έχει ακούσει να μιλούν για κάποια Πηνελόπη∙ το όνομα Οδυσσέας ανήκει σε άγνωστη γλώσσα. Αυτό που υπάρχει είν’ ένα φαλακρό νησί. Κάποτε υπήρξε ανθισμένο, λένε∙ μα δεν το πιστεύω ούτε πρόκειται να το πιστέψω.
Το ταξίδι ήταν ρουτίνας, ούτε Σειρήνες ούτε Λωτοφάγοι∙ οι θεές κι οι νύμφες έλαμψαν διά της απουσίας τους. Δεν υπάρχει, λοιπόν, κίνητρο για να γράψω κάτι το αξιομνημόνευτο έπειτα από τόσα χρόνια περιπλάνησης σε μέρη που τα ονόματά τους δεν αξίζουν τον κόπο να τα θυμάμαι.
Στην Ιθάκη βρίσκεσαι. Περπατάς στο μονοπάτι που οδηγεί στο σπίτι που ’χες χτίσει νέος. Τα μάτια πάνε, ξαφνικά, στις λεύκες φυτεμένες στη σειρά δίπλα στο ρυάκι: παραμένουν σε αντίθετη κατεύθυνση από τη νύχτα και φυλάνε τη φωλιά των πλοίων στα φυλλώματά τους.
Αχ το σπίτι! Η στενή πόρτα ανοίγει στο σκοτάδι που ο ήλιος το ακυρώνει ίσα για μια στιγμή: το σπίτι σου, η σκάλα, η κουζίνα -πάντα η κουζίνα-, η σκόνη στις κορνίζες της οροφής∙ εκεί μιλούσες με τον Θεό όσο έβρεχε και σταματούσε να βρέχει κάθε τόσο.
Η Ιθάκη δεν είναι η παιδική σου ηλικία. Και ποτέ δεν ήσουν εκεί ούτε με τους ζωντανούς ούτε με τους πεθαμένους, και δεν μπορείς να θυμηθείς παρά μόνο εκείνη τη μόνη θολή μέρα που ο άνεμος πέρασε από τα κενά αέρος. Δεν έχτισες κανένα σπίτι. Ούτε η Ιθάκη είναι Ιθάκη. Και δεν ταξίδεψες σε κανένα νησί. Μόνο έγραψες κάτι που δεν έχει, ίσως, περισσότερο νόημα από το νερό που τρέχει προς τη θάλασσα.
Θάνατος του Έκτορα
Δεν έπρεπε να φυλάξεις τα δάκρυά σου, ω Πρίαμε,
γι’ άλλη περίσταση που μπορεί να μην έρθει:
βρισκόμαστε στον ακριβή χρόνο του θανάτου του Έκτορα,
του γενναιότερου θνητού της Τροίας.
Έπρεπε να τον αναγνωρίσεις ανάμεσα στα πτώματα
που θάβεις τις ασέληνες νύχτες
και να κλάψεις, να κλαις από οργή κόντρα στον άνεμο,
κόντρα στα βράχια, δίχως τέλος.
Έπρεπε να δεχτείς το αναπόφευκτο:
άσε τους εχθρικούς φρουρούς να σου ξυλοκοπούν την πλάτη,
μα φρόντισε το μέλλον, Πρίαμε:
οι θεοί τα προστατεύουν τα μεγάλα πνεύματα
ακόμα και στη συμφορά και στον θάνατο.
Πρέπει να την ξεχάσεις όλη αυτή τη σφαγή,
να τις πετάξεις μακριά αυτές τις πέτρες που αναβλύζουν αίμα.
Χύσε τα δάκρυά σου, ω Πρίαμε.
Μη συγκρατείς τον πόνο σου πάνω από αυτή την πυρά από σπίτια
που καίγονται στους δρόμους της Τροίας.
Ο άνθρωπος προχωράει στον κόσμο με το σπίτι του στον ώμο του
Σε αυτό το σπίτι έζησα. Εδώ
εξορίζονται τα προαισθήματα.
Τα παράθυρά του έχουν φως από μνήμες
διαλυμένες στο νερό.
Οι πόρτες του με οδηγούν
στον κόσμο.
Στις γωνίες του ανθίζουν οι νεκροί
κι η κουζίνα δε ριμάρει με γοργόνες.
Εδώ ο ήλιος μάς θαμπώνει
κι η νύχτα μάς κρύβει.
Η ζωή ανάμεσα στους τοίχους αυτού του σπιτιού
είναι γεμάτη από μικρούς πολέμους
που τους αγαπώ και τους μισώ ταυτόχρονα.
Όταν κοιμάμαι, το σπίτι
διαλύεται τη νύχτα μες στα όνειρα.
Στην κουζίνα, πάνω στο τραπέζι,
η νύχτα μάς αφήνει τ’ αστέρια της
σαν άσπρα ψωμιά της αιωνιότητας.
Κι ο χειμώνας μάς αφήνει
τις βροχές του σαν τσαμπιά σταφύλια
στη φρουτιέρα.
Και σ’ ένα ράφι, φευγαλέα
οι φίλοι μου άφησαν λίγα χαιρετίσματα,
που τούτες τις ανάλαφρες μέρες του φθινοπώρου
είναι απλά και υπέροχα.
Όταν ανοίγουν οι πόρτες
ή τα παράθυρα, θέλω
να ξεχειλίσει ο ουρανός σαν το νερό
σ’ ένα πολύ γεμάτο κύπελλο
και τα άστρα
να πάνε, σαν σκανταλιάρικα παιδιά,
να ρίξουν το κύπελλο στο πάτωμα
ή να το πετάξουν όλο παντού.
Με πονάει το σπίτι που δεν έχω
σαν ένα δάχτυλο πιασμένο σε πόρτα.
Από τούτο το σπίτι κάποιες φορές κατεβαίνει
ένα ποτάμι στο οποίο ταξιδεύουν πλήθη
νεκρών
από απίστευτες καταστολές.
Μόνο ο άνεμος ανοίγει τις πόρτες
και ισοπεδώνει για τελευταία φορά
τούτο το βασανισμένο σπίτι.
Τι γλώσσα πρέπει να μιλήσω,
τι λόγια πρέπει να πω
για να χτίσω το σπίτι που ονειρεύομαι
στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα;
Πού, πού να είναι αυτές οι λέξεις,
αυτή η αγαπημένη γλώσσα
που με προστατεύει από τον άνεμο, απ’ τη βροχή,
από το κρύο της ζωής κι από το ψύχος του θανάτου;
Μας πέθανε το πουλί Νερούδα στοιχειώδης στο Σαντιάγο της Χιλής
Στα παλιά ακρόπρωρα της Ίσλα Νέγρα
Όταν
ενώνεται το φορτηγό μετακόμισης
με το πρόγευμα, ή
όταν οι χιλιάδες ώρες που έχει ζήσει κανείς
είναι μία και μόνη αστρική στιγμή
για να κλείσει την εξώπορτα
και να φύγει για να διαλυθεί μες στη βροχή,
για να γίνει διάφανος στον άνεμο∙
τότε και η αιωνιότητα έχει το τέλος της.
Και το τέλος έχει το ότι ξαφνικά
είμαστε ζωντανοί, και το χέρι πονάει στο μπράτσο
σαν στραβοφορεμένο παπούτσι
στο ντελικάτο πόδι μιας ωραίας κυρίας.
Αλλά μια μέρα ανέβηκε σε κάποιο τρένο
και το έργο μάς τελείωσε. Η λογική
έχει τρέλες που μας εκπλήσσουν∙
για παράδειγμα, πουλάς ένα επάγγελμα τριπλάσια
όσο ο θάνατος
πέφτει σαν καταρράχτης
πάνω από το Σαντιάγο της Χιλής.
Είναι τα μάτια που κλαίνε γυρνώντας το κεφάλι
στη βροχή του Τεμούκο,
τώρα ακριβώς στα πέταλα ενός Σεπτέμβρη
βρόμικου και κρύου. Έφυγε, γιατί πέρασαν πια
Οι μέρες της γης. Και η αιωνιότητα
έχει και αρχή επίσης.
Νυκτερινό κοντσέρτο για τη Χιλή
Παίξε το πιάνο σου, γερο-Αρράου,
μέχρι κι αυτούς
που κλαίνε
ο ύπνος τούς νικάει.
Κοιμισμένοι να βλέπουν τον χορό
των προγόνων
γύρω από τον κύκλο της φωτιάς∙
κοιμισμένοι ν’ ακούν τη μουσική
από τους αστερισμούς
που παίζουν αυτά τα δέκα γήινα δάχτυλα.
Να κοιμηθούν τρεις μέρες, γέρε της ψυχής,
ώσπου όλα να γίνουν γαλάζια, γαλάζια,
πολύ γαλάζια πάνω από τ’ ακίνητο νερό∙
ώσπου να λαλήσει το κοκόρι
στο κέντρο ετούτης της πόλης
που μόνο οι μεθυσμένοι τη θυμούνται την αυγή.
Κλάουντιο Αρράου: Ο πιανίστας του Τσιγιάν και του κόσμου
παίζει το Κοντσέρτο των ζωντανών
και των νεκρών: Μπετόβεν, Σοπέν, Μότσαρτ.
Κι η θάλασσα τρέμει.
Η πιο δύσκολη ώρα
Τι ώρα είναι, μπαμπά;, ρωτάει το παιδί.
Είναι η ώρα του ιδρώτα,
η ώρα των αμαρτιών
και της πίκρας.
Ένα σφυρί μακριά ίσως καρφώνει
τα καρφιά ενός εσταυρωμένου.
Αλλά το γάλα στους μαστούς
εξακολουθεί να τραγουδάει πάνω από την άβυσσο.
Δύο εικόνες της ύδρας
Σ’ ετούτη τη σπηλιά πρωτόγονων περνώ τις ώρες μου υπό το άσπρο φως του νέον. Ακριβώς τώρα ακούω μακρινά μουκανίσματα από μαμούθ και τις νύχτες συχνά με ξυπνάν οι μάχες μέχρι θανάτου τεράστιων και θηριωδών σαυρών τόσο ήρεμων όλη τη μέρα. Εδώ ζω, στο απώτερο παρελθόν: όταν θέλω να συνομιλήσω με τον Θεό, ανάβω την τηλεόραση και κουβαριάζομαι σ’ αυτές τις πολυθρόνες από ψεύτικο δέρμα. Τότε, για να μη χάσω τη συνήθεια, γαβγίζω λιγάκι και λαγοκοιμάμαι ξανά στη ρίζα κάποιου δέντρου που αναγγέλλει την αρχή του πρώτου δάσους.
Όπως ήταν αναμενόμενο, ο μίτος της Αριάδνης κόπηκε στο πιο λεπτό σημείο. Τώρα δε θα βρω την έξοδο εκτός αν οι θεοί με λυπηθούν. Αλλά οι θεοί δεν έχουν χρόνο για τους κοινούς θνητούς∙ επιπλέον, ποιος θα πιστέψει τους αρχαιοελληνικούς μύθους τη σήμερον ημέρα; Σκότωσα τον ξακουστό αυτόν Μινώταυρο∙ αλλά, για ποιο λόγο; Θα περάσω τη ζωή μου σ’ αυτούς τους διαδρόμους του κακού όπου τίποτα δε συμβαίνει. Μα ακόμα κι αν καταφέρω να βγω, κανείς δε θα πιστέψει μια τόσο κουτσοκέφαλη ιστορία για το παρελθόν μου. Νίκησα το κτήνος μόνο και μόνο για ν’ ακούσω τη φωνή μου να την επαναλαμβάνουν οι αντίλαλοι μιας ύλης εξαφανισμένης στο μαύρο πηγάδι της μνήμης.
Εκεί που βόσκουν τα πρόβατα
Ο πετεινός δε λάλησε ούτε καν μία φορά, αλλά η προδοσία έχει πια συντελεστεί. Η Κίρκη μεταμόρφωσε σε πρόβατα τους άγριους πολεμιστές της αρχαιότητας, εκείνους τους φοβερούς κουρσευτές της Τροίας∙ τα παιδιά τους, αρνιά τώρα μεγαλωμένα για τη θυσία και την τυφλή υπακοή στους ψίθυρους της χλόης. Χοντρός, κάθιδρος, ο Καϊάφας περπατάει κάνοντας κύκλους δίπλα στον νικημένο αμνό∙ κοιτάζει με την άκρη του ματιού τα απαλά σώματα των κοριτσιών και του αρέσει να φαντάζεται τα υπαινικτικά στήθη των παρθένων στο ασθενικό φως του δειλινού.
Εδώ κανείς δεν έφαγε από το δέντρο του καλού και του κακού: ποτέ δεν υπήρξε τέτοιο δέντρο. Μόνο άγρια χλόη, ιτιές δίπλα σε μια πηγή βρόμικου νερού, σκιές που μιλάνε ατελείωτα στο τηλέφωνο. Δεν υπάρχουν απομεινάρια καμιάς γιορτής∙ εκτός από εκείνα της ζωώδους μέθης που προκαλούν τα άνθη του λωτού: κανείς δε θυμάται ή κανείς δε θέλει να θυμηθεί τους ανέμους που μας παρέσυραν σε τούτα τα μέρη που οι άγγελοι δεν τα επισκέπτονται.
Το βέλασμα την ώρα του αποκεφαλισμού: μόνο αυτό διακόπτει την ησυχία στις σκοτεινές σοφίτες που προορίζονται να φυλάνε τις παλιατσαρίες της νεότητας. Αλλά ούτε η Κίρκη είναι ευτυχισμένη: κάνει τη δουλειά της, τίποτα άλλο∙ από τα χέρια της βγαίνουν γιασεμιά που διαλύονται πριν αγγίξουν το έδαφος. Την έχει γαμήσει κι αυτήν η σκιά του μεγάλου σφυροκέφαλου καρχαρία και κάθε φορά που ονειρεύεται πως είναι ευτυχισμένη προχωράει άλλο λίγο πάντα προς την άβυσσο. Τα πρόβατα, έχοντας άγνοια του τι είναι και του τι υπήρξαν, βόσκουν υπό το θολό βλέμμα μεθυσμένων βοσκών. Έπειτα έρχεται, πάντα έρχεται, ο καιρός που φεύγουν τα πολύχρωμα πουλιά κελαηδώντας πάνω στον άγνωστο ορίζοντα των θαλασσών.
Η συγχορδία των κυμάτων
Η συγχορδία των κυμάτων και η συγχορδία των φυλλωμάτων μάς καλούν
να σωπάσουμε και να σκεφτούμε την ξαφνική πνοή δυνάμεων χαράς
και λύπης, το πηγαινέλα των πραγμάτων
που έχουν κατάρτια και πανιά ανοιγμεένα για να εκμεταλλευτούν τους ανέμους.
Διπλώνει η μνήμη προς τη γη
κι αρχίζουν οι εποχές να φέρνουν τους πρωταγωνιστές τους
για να στήσουν το έργο που δε θα καταφέρουμε να δούμε πώς εκτυλίσσεται.
Η πραγματικότητα σκάει στους κυματοθραύστες:
κάτι βαθμιαία αποδεκτό σαν κουρελιασμένη γλώσσα,
που υπόσχεται ένα κείμενο μερικώς σβησμένο
ή μερικώς γραμμένο,
χωρίς άλλο νόημα από αυτό που θα του δώσει η ανυπόμονη φαντασία
ενός αναγνώστη επηρεασμένου από άγνωστα δεινά
και θανάσιμα μακροπρόθεσμα.
Βρέχει πάνω από τα όνειρα του άντρα και της γυναίκας,
μπορεί να είναι μαζί, μπορεί και όχι,
μα πάντα θα είναι καλά ντυμένοι τις μέρες τις υγρές
και θα συναντιούνται από τα θαλάσσια ρεύματα σ’ ένα μοναδικό σημείο
μιας ακτής χωρίς όνομα,
που είναι επίσης καμωμένη από την ύλη των ονείρων.
Μουσική που γίνεται μες στο κενό που μένει
ανάμεσα από νησιά που μουρμουρίζουν,
ίδια μουσική που άκουσε ο Πυθαγόρας ανάμεσα στα φωτεινά τα βράχια του ουρανού,
αυτή που μας καλεί να σωπαίνουμε, να σκεφτόμαστε…
Θα γράψω: «Αγάπησα επίσης τις νύχτες και τις συγχορδίες
που γέμισαν την ψυχή μου με μια σκουρόχρωμη άμμο».
Πορτρέτο του δικτάτορα
Το πρόσωπό του ήταν λεμονί∙ φορούσε τη στολή
ενδόξου στρατιωτικού.
Όπως συμβαίνει με πολλούς δικτάτορες, του άρεσε
να τον φωτογραφίζουν ενώ χάιδευε
το κεφαλάκι των φτωχών παιδιών,
ή αγκαλιάζοντας κάτι κυράδες ξεδοντιάρες
σε κάποια επίσημη εκδήλωση.
Έχει πεθάνει από καιρό, αλλά η τσιριχτή
και απειλητική φωνή του ακούγεται ακόμα
μέσ’ από τοίχους γκρεμισμένων σπιτιών,
μες στην καρδιά δασών από δέντρα καμένα,
στον παγωμένο ψίθυρο του χαλαζιού που πέφτει τα μεσάνυχτα.
Πολλοί ακόμα τρέμουν την αυγή
στις βρόμικες τις πόλεις
κι άλλοι πολλοί νομίζουν ότι βλέπουν τη μουντή του σιλουέτα
στην είσοδο νοσοκομείων με ξεφλουδισμένη πρόσοψη.
Ακόμα το πορτρέτο του, ξεθωριασμένο, παραμορφωμένο
απ’ τη βροχή κι απ’ τους ανέμους,
κρέμεται και κουνιέται ασταμάτητα στις κολόνες του μέλλοντος.
Curriculum vitae
Από κάποιο γραφείο της κυβέρνησης μου ζήτησαν να τους στείλω το δικό μου «curriculum ποιητή».
Τι θα μπορούσα να καταθέσω σ’ ένα επίσημο έγγραφο που να πιστοποιεί τη «λογοτεχνική πορεία» μου; Μήπως τα σύννεφα που, από παιδί, ξαπλωμένος ανάσκελα πάνω στο υγρό χορτάρι των λιβαδιών, τα έβλεπα μεταμορφωμένα σε άλογα, σε νάνους, σε καμηλοπαρδάλεις, σε λόφους, σε πρόσωπα πιθήκων, ή, ίσως, να αναφέρω τα δάκρυα που έπεσαν στη στάχτη και τον αφρό που βγαίνει από το στόμα των μουγγών λέξεων; Θα καταθέσω τον τίτλο των βιβλίων μου. Αλλά οι τίτλοι δε λένε τίποτα για τα θολά τοπία της παιδικής ηλικίας από τα οποία ποτέ δεν μπόρεσα να βγω∙ ούτε ωφελεί να αναφέρω βραβεία που ποτέ δεν απέσπασα ούτε την ανησυχία μου για το αν θα μου δοθεί η όχι η ευτυχία να πεθάνω χωρίς αγωνία. Και κάποιος στίχος μου που τον απάγγειλε από μνήμης ένα παιδί που δε με γνωρίζει δε μετράει γι’ αυτού του είδους πληροφορίες.
Θα γράψω πως διάβασα, χωρίς να καταλαβαίνω, το βιβλίο του κόσμου κι ότι κερδίζω τη ζωή μου παραδίδοντας μαθήματα λογοτεχνίας, το οποίο είναι σαν να μιλάς για αστέρια από εκείνα που κανείς δεν είναι σίγουρος πως υπάρχουν. Αν ανήκω σε κάποια ομάδα συγγραφέων; Ναι, θα έπρεπε να πω: στην ομάδα εκείνων που δεν ξέρουν τι να γράψουν όταν πρόκειται να γράψουν ποίηση, αλλά που συγκινούνται με λυπημένα τραγούδια τα οποία μιλούν για έρωτες που σβήνουν με το δειλινό. Το πόσες φορές οι κριτικοί με έχουν αναφέρει; Πώς να το ξέρω, άμα τα ποιήματα περνάνε από μακριά σαν ταξιδιώτες λεωφορείων που ξεχνάνε, ξαφνικά, τη σωστή στάση και θα σταματήσουν στους σκουπιδότοπους της πόλης. Κι εκεί δεν πάνε οι κριτικοί∙ μόνο εργάτες του Δήμου επιφορτισμένοι με την καθαριότητα.
Θα δηλώσω πως έχω χρέη, αγάπη που δε θα μπορέσω ποτέ να ξεπληρώσω∙ αφού ούτε το όνομα που έχω δεν είναι δικό μου: κάποιος κάποτε μου το δάνεισε με τη δέσμευση να το επιστρέψω όταν έρθει η ώρα. Θα προσθέσω στο τέλος τη μνήμη κάποιων ημερομηνιών άνευ σημασίας, μέρες όπου δε συνέβη τίποτα, που κανένας ιστορικός δε θα τις καταχωρήσει∙ απλώς μέρες όπου ο ήλιος έλαμπε πάνω από το κεφάλι μου κι ήμουν ευτυχισμένος, όπως μπορεί να είναι μια σταγόνα νερού που σκάει πάνω στον ξερότοπο της λήθης.
Στο τέλος αυτού του ποιήματος θ’ αρχίσει να βρέχει*
Στο τέλος ετούτου του ποιήματος θ’ αρχίσει να βρέχει.
Και στην κόψη της βροχής θα φύγω για τα χαμένα νησιά
με την πίστη πως δε θα μ’ αγγίξει
το κοφτερό βέλος του θανάτου όσο θα κρατάει ο πλους.
Και το σκάφος θα χαθεί μες στην ομίχλη
και θα μπερδευτεί με το σταχτί λυκόφως
και με το τραμπάλισμα της θάλασσας κάτω από τις τεντωμένες χορδές
της νύχτας που πλησιάζει.
Ο ποιητής, με συννεφιασμένα μάτια, κοιτάζει το φωτισμένο
λιμάνι που απομακρύνεται σε αντίθετη κατεύθυνση από το φθινόπωρο:
είναι ο πρώτος στίχος ενός έπους
που μπορεί να μείνει στη μέση.
Χαιρετώ τα δελφίνια που μας ακολουθούν από μικρή απόσταση.
Και σκέφτομαι τα μαλλιά σου, συμβία, σύννεφο από γκρίζες ακτίνες
και τα παιδιά μας μακριά που τα ακολουθούμε
με τους άσπρους γλάρους της σκέψης.
Στο τέλος ετούτου του ποιήματος θ’ αρχίσει να βρέχει∙
μα δεν ξέρω αν θα δω αυτή τη μοναδική και υπέρλαμπρη στιγμή
πάνω στο σκουριασμένο κατάστρωμα της γλώσσας.
Κάποιος, τότε, ο πιο τυφλός απ’ όλους τους ναυτικούς,
θα παίξει τον πρώτο στίχο της Οδύσσειας.
*Ποίημα που έχει συλληφθεί ως νέα γραφή του «Αρχιπέλαγος» του Ντέρεκ Γουόλκοτ (Σ.τ.Σ.). Για τη σύγκριση, παρατίθεται το ποίημα του Γουόλκοτ (Σ.τ.Μ.).
Στο τέλος ετούτης της φράσης, θ’ αρχίσει να βρέχει.
Και στην κόψη της βροχής, ένα πανί.
Σιγά σιγά το πανί θα χάσει από το βλέμμα τα νησιά∙
η πίστη στα λιμάνια ολόκληρης φυλής
θα χαθεί μες στην ομίχλη.
Ο δεκαετής πόλεμος έχει τελειώσει.
Τα μαλλιά της Ελένης, ένα γκρίζο σύννεφο.
Η Τροία, μια τάφρος από άσπρη στάχτη
δίπλα στη θάλασσα όπου ψιλοβρέχει.
Η βροχή τεντώνεται σαν τις χορδές μιας άρπας.
Ένας άντρας με μάτια συννεφιασμένα τη χτυπάει με τα δάχτυλα
και παίζει τον πρώτο στίχο της Οδύσσειας.
Μισοκοιμισμένοι δίπλα στη φωτιά
Στης σιωπής το ρεύμα αντιβουίζει
ο παλμός του Ομήρου τότε που,
κουρασμένος από θεούς, ήρωες κι ατέλειωτους πολέμους,
έπαιρνε τον ψίθυρο της γης και το μουρμουρητό της θάλασσας
πρόλογο του έπους που ποτέ δεν έφτασε να γράψει:
δίχως την αστραφτερή σύγκρουση των μετάλλων των πανοπλιών,
δίχως τον ηρωισμό, τον τόσο απατηλό, αυτών που θα πεθάνουν
για μια σκιά σκαρφαλώνοντας στα τείχη τα ψηλά
μιας πόλης καμωμένης από σύννεφα.
Ένα έπος που υμνεί τη βραδύτητα των σαλιγκαριών
ή το τρίξιμο της φωτιάς στην ξυλόσομπα
την αναμμένη από νωρίς το πρωί
ή την ξενοιασιά του γάτου που χουρχουρίζει μες στο γατίσιο του όνειρο,
με μουστάκια μακριά και τρίχωμα απαλό,
περιμένοντας, χωρίς βιασύνη, χωρίς λύπη, τη βάρκα του Χάροντα…
Και ο γερο-Όμηρος, με γρήγορο τρεμούλιασμα, τινάζει
τη βροχή από τα μουσκεμένα του φτερά κι αναζητεί τις λέξεις
ψάχνοντας με ξύλο μυτερό να βρει αυτό που άλλοι
έγραψαν πολύ παλιά κάτω απ’ τη στάχτη τη ζεστή
εποχών νεκρών που δεν πεθαίνουν.
Μπρος σ’ ένα ποίημα του Σέξτου Προπέρτιου
Γυρνάμε εν τω μεταξύ στον κύκλο της ποίησής μας
Χαιρετώ σε, πέρασαν πια δύο χιλιάδες χρόνια,
εραστή της Κύνθιας, σκληρή εκείνη σαν το μάρμαρο μπρος στα παράπονά σου,
πονεμένε και ερωτευμένε με την ηδονή, Προπέρτιε,
σαν τη βίαιη δροσιά στα μόνα βοσκοτόπια.
Ούτ’ ο Βάκχος ούτ’ ο Δίας έκαναν πολλά για την ερωτική
ποίηση, τουλάχιστον, όχι όσα η Καλλιόπη,
που ποτέ της δεν κουράστηκε απ’ τους ρυθμούς σου.
Ακόμα κι αν δεν ήταν το κεφάλι σου πάνω στους ώμους σου πάντα
κι ήσουνα μονάχα ένα όνομα σε σκονισμένα βιβλία:
σήμερα η ποίηση, Προπέρτιε, είναι σχεδόν μια πολυτέλεια για αργόσχολους.
Και παρόλο που τα οπωροφόρα σου δεν έφτασαν ποτέ αυτά της Φαιακίας
(όπως λες ο ίδιος),
δεν πρόκειται να πεθάνεις από το μαστίγιο του χρόνου,
αν και δίχως μαυσωλείο μεγαλόπρεπο. Μόνο οι μέλισσες βουίζουν
ασύνδετους στίχους στα λατινικά του κανενός.
Μεγαλειώδης επιχείρηση, Προπέρτιε, να πιτσιλίζεις με τραγούδια
το σκυρόδεμα αναίσθητων πόλεων.
Ξέρουμε ότι δε χάνεται η φήμη η κερδισμένη με ταλέντο.
Μολονότι τα σπίτια μας δε στηρίζονται σε κίονες από ελεφαντόδοντο,
και του έρωτα η λάμψη σβήνει σαν φωτιά
ξεχασμένη από ποιητές που κοιμηθήκαν για να μην ξυπνήσουν.
Ονειρεύεσαι γερμένος στους γλυκούς της Αφροδίτης λόφους.
Έχει φυλαχτεί, Προπέρτιε, για σε η ύστατη ηδονή των αλληγοριών
που θα επιζήσουν πάν’ απ’ των αυτοκρατοριών τα θλιβερά ερείπια.
Διαβάζοντας τον Σέιμους Χίνι
Σ’ έναν σταθμό του μετρό στο Σαντιάγο της Χιλής
Σαν αρουραίοι, βιαστικοί μέσ’ από τούνελ θολωτά,
τρέχοντας περισσότερο κι από τρελό γυμνό θεό,
άνθρωποι στριμωγμένοι, πλήθη σε κονσέρβες κυλιόμενες.
Είν’ ο σταθμός τέλος του ταξιδιού,
κατώφλι ενός Παράδεισου γεμάτου μ’ άνθη και με μίσχους τρυφερούς.
Εγώ, που έρχομαι από τη θάλασσα, ακούω μόνο κύματα μακρινά
απ’ τα παραθυράκια τ’ ανοιγμένα πάντα στην υπόγεια αιώνια νύχτα.
Σαν από τη σπηλιά του Πλάτωνα κάποια φορά θ’ αναδυθώ
στην επιφάνεια όπου το φως δεν επιτρέπει τους νεκρούς να δει κανείς.
Και αν τα βήματά σου με ακολουθήσουν, πίσω μου δε θα κοιτάξω
για να μη γίνεις καπνός και σκορπίσεις ώσπου ν’ ανοιγοκλείσουν
τα μάτια.
Θα ’χω τον νου μου μόνο στη φυσαλίδα του λίγου ή του πολύ
που θ’ απομένει τότε.
Και στην αλάθητη υπόσχεση του ανέμου: «Θα είσαι καλά∙
θα είσαι καλά, σίγουρα, εάν στο τέλος δεν είσαι παρά μόνο ένας κλέφτης αέρα».
Τα πράγματα δεν έχουν όρια
Στα όνειρά μου ταξιδεύω μες σε μια στιγμή στα σύννεφα
που με καλούνε με μελωδικά τραγούδια ιπτάμενων υδάτων.
Στα όνειρά μου πέφτω απ’ τα κτήρια ψηλά
κι ούτ’ ένα κόκκαλο δε σπάω:
λες κι είμαι μέσα σε βαμβάκια μ’ άρωμα από ροδοπέταλα.
Κάποιες φορές πεθαίνω μες στα όνειρά μου, και κοιτάζω τον νεκρό μου εαυτό
απ’ τα κλαδιά μιας μηλιάς φορτωμένης με μήλα σε χρώμα ιβουάρ.
Ή ονειρεύομαι πως με ξυπνάνε με φιλιά αιθέρια κορίτσια
καθώς πετάνε από το ένα νησί στο άλλο σαν να μη συμβαίνει τίποτα.
Μια μέρα απ’ αυτές δε θα ξυπνήσω: θα ’ναι σαν να βρίσκομαι
ταυτόχρονα κάτω από δύο ήλιους
ακούγοντας για πάντα ερωτικά τραγούδια μέσα σε αναρριχητικά.
Μια μέρα απ’ αυτές θα μιλήσω αρχαία ελληνικά
και θα συγκινηθώ μέχρι δακρύων
όταν ο γεροντότερος απ’ όλους τους φίλους μου
κάνει μια ύστατη προσπάθεια και απαγγείλει τον τελευταίο στίχο της Οδύσσειας.
Μάθημα αισθητικής για την κόρη μου
Ποιος νίκησε στην Τροία; Τελικά, η ποίηση.
Και ποιος στον Πόλεμο του Αράουκο; Τελικά, η ποίηση.
Τι επιζεί από τη Ρωσική Επανάσταση; Τελικά, η ποίηση.
Κι έτσι θα είναι πάντα: οι αλήθειες της ποίησης διαρκούν,
όπως τα σύννεφα, ο πηλός, το αλάτι των αφρισμένων θαλασσών.
Τα άλλα, αν τύχει να διαρκέσουν λίγο, είν’ απλώς στοιχεία ξεχασμένα
στα βιβλία της Ιστορίας.
Άκου λοιπόν τα πουλιά, φούσκωνε και ξεφούσκωνε σαν τις παλίρροιες∙ άκου τις πέτρες, τη μουρμουριστή σκληρή σιωπή τους∙
πες στην καρδιά σου να συνομιλήσει με τη μυρωδιά
του φρέσκου ξύλου
των σκοτεινών δασών της μνήμης.
Μπορεί να σου υπαγορεύσουν μια αλληγορία που να διαρκέσει
παραπάνω απ’ τη θνητή ζωή σου
ή και να σου χαρίσουν μια εικόνα που θα συγκινήσει
παιδιά που δεν έχουν ακόμα γεννηθεί.
Η συγκίνηση διαρκεί όπως το φως των αστεριών:
μια μέρα θα γίνει μια λάμψη τελική, ίδια με σουπερνόβα
σε μακρινό ουρανό
που γι’ άλλα μάτια, και όχι για τα δικά σου, είναι φυλαγμένος.
Ο Σέρχιο Μανσίγια Τόρρες [Sergio Mansilla Torres] γεννήθηκε στο Ατσάο του νησιού Κουιντσάο του αρχιπελάγους Τσιλοέ της Χιλής το 1958. Σπούδασε Ισπανική Φιλολογία και Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Αουστράλ της Βαλδίβια και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στις Ρομανικές Γλώσσες και Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο Ουάσινγκτον στο Σιάτλ των Ηνωμένων Πολιτειών. Είναι καθηγητής Φιλοσοφίας και Ανθρωπιστικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Αουστράλ της Βαλδίβια, ερευνητής της ποίησης της νότιας Χιλής και αντεπιστέλλον μέλος της Χιλιανής Ακαδημίας για τη Γλώσσα. Με τη διπλή του ιδιότητα ως ακαδημαϊκού και συγγραφέα έχει δημοσιεύσει πάνω από δέκα βιβλία με ποιήματα και κριτικές μελέτες, αλλά και εγχειρίδια για τη διδασκαλία της γλώσσας και της λογοτεχνίας. Η ποιητική συλλογή του Παραμορφωμένες προσωπογραφίες και αυτοπροσωπογραφίες απέσπασε το 2009 το Κρατικό Βραβείο για ανέκδοτο έργο.
Πηγές: http://sergiomansilla.com http://sergiomansilla.com/libros.shtml www.facebook.com/sergio.mansillatorres
ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ Αγαθής Δημητρούκα ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.