Χάρτης 17 - ΜΑΪΟΣ 2020
https://dev.hartismag.gr/hartis-17/selides-luis-sepoulveda/kafes
Εκείνη είναι στο ντους. Το νερό πέφτει άτακτα πάνω στο σώμα της, σταματώντας κάπου κάπου για να σχηματίσει απρόοπτους σταλακτίτες στην άβυσσο ανάμεσα στα στήθη της που τα ’χεις φιλήσει τόσες φορές. Εσύ βάζεις τον καφέ στο φίλτρο, υπολογίζεις το νερό για τέσσερα φλιτζάνια και πατάς το κόκκινο κουμπί.
Ακούς τον ήχο του βραστού νερού που πέφτει στάλα στάλα στον καφέ, σχηματίζοντας έναν αρωματικό πολτό. Το πρωινό είναι ακόμα διάσπαρτα πλακάκια, κι ο καφές είναι το σκυρόδεμα που θα τα ενώσει.
Εκείνη εμφανίζεται στην πόρτα του μπάνιου, μισοβρεγμένη. Φαίνονται οι λαμπεροί γοφοί της που είναι ακόμα υγροί. Τραβάς έξω την καφετιέρα, τη φέρνεις στο τραπέζι, τοποθετείς τα φλιτζάνια, προσέχεις ώστε τα γαρίφαλα να διατηρήσουν αυτή τη νοτισμένη στάση τους του μαρτυρίου. Τα γαρίφαλα δε μαραίνονται τόσο αγνά όσο τα μαγιάτικα τριαντάφυλλα.
Εκείνη τώρα εμφανίζεται με τα μαλλιά της κάτω από μια πετσέτα του μπάνιου τυλιγμένη σε τουρμπάνι, φαίνεται ο αυχένας της, ο λείος κι ολόδροσος λαιμός της που μοσχομυρίζει. Μέσα απ’ το τουρμπάνι, μια τουφίτσα δραπετεύει και κολλάει στο δέρμα σαν μια απόκοσμη, χρυσαφένια, πετρωμένη οντότητα. Κάθεται, κάθεσαι κι εσύ, κι ανάμεσά σας, η παντοτινή σιωπή.
Σερβίρεις τον καφέ αργά, της δίνεις το γεμάτο φλιτζάνι, γεμίζεις και το δικό σου, της κάνεις νόημα με το βλέμμα να πάρει κάτι απ’ αυτά που είναι πάνω στο τραπέζι: ψωμί, βούτυρο, μαρμελάδα κι άλλα πράγματα που, αυτή την ώρα και σ' αυτές τις περιστάσεις, τα θεωρείς άνοστα. Αντιλαμβάνεσαι πως εκείνη δε θέλει τίποτα απ’ αυτά, ανάβει μόνο ένα τσιγάρο και ρίχνει λίγες σταγόνες γάλα στο φλιτζάνι του καφέ της.
Με το κουταλάκι αρχίζεις να κάνεις κοφτές, κυκλοτερείς κινήσεις που σχηματίζουν σπείρες, ώσπου να διαπιστώσεις την απόλυτη διάλυση της ζάχαρης που βυθίστηκε σαν σκόνη του καθρέφτη σ’ ένα πηγάδι, σιωπηλά, σεβόμενη τον αδιάφθορο χαρακτήρα αυτού του πρωινού-σιωπή που ξεκινάει.
Τελικά, εκείνη είναι η πρώτη που γεύεται τον καφέ, και το πρώτο πράγμα που της έρχεται στο νου είναι πως μπορεί να φταίει το φλιτζάνι, να ’ναι βρόμικο. Σηκώνει τα μάτια, σε κοιτάζει χωρίς να σε μέμφεται την ίδια στιγμή που κι εσύ πίνεις την πρώτη γουλιά και σκέφτεσαι πως πρέπει να φταίει το τσιγάρο γι’ αυτή την προς το παρόν απροσδιόριστη γεύση, αλλά εκείνη είναι που το είπε:
«Ο καφές είναι αποτυχία».
Τότε εσύ σηκώνεσαι, της παίρνεις το φλιτζάνι από τα χέρια, παίρνεις την καφετιέρα κι αδειάζεις όλο της το περιεχόμενο στο νεροχύτη.
Ο καφές εξαφανίζεται μέσα σε καυτούς βορβορυγμούς, για να μη μείνει απ’ αυτόν τίποτ’ άλλο εκτός από κάτι σκούρο γύρω από την τρύπα. Ανοίγεις ένα καινούργιο πακέτο, υπολογίζεις το νερό για τέσσερα φλιτζάνια και μένεις όρθιος, περιμένοντας στάλα στάλα να σχηματιστεί ξανά η μερίδα της πρωινής λάσπης.
Σερβίρεις. Δοκιμάζει. Σε κοιτάζει με θλίψη. Δε λέει τίποτα. Πίνεις κι εσύ, και την κοιτάζεις. Τώρα, εσύ είσαι αυτός που αναφωνεί:
«Έχεις δίκιο. Αποτυχία».
Σου λέει καλοπροαίρετα πως μπορεί να φταίει η ζάχαρη ή το γάλα, κι εσύ φωνάζεις πως δεν έβαλες στο φλιτζάνι σου ούτε ζάχαρη ούτε γάλα.
Εκείνη ανάβει άλλο ένα τσιγάρο και σπρώχνει το φλιτζάνι της ώς τη μέση του τραπεζιού, ενώ εσύ βγάζεις όλα τα πακέτα καφέ από την ντουλάπα και τ’ ανοίγεις μ’ ένα μαχαίρι, σαν τρελός ψηλαφείς τη φίνα υφή του, γεύεσαι, φτύνεις, βρίζεις, διαπιστώνεις πως όλος ο καφές του σπιτιού έχει την ίδια, αναπόφευκτη γεύση της αποτυχίας.
Εκείνη δεν έχει γευτεί κανέναν, αλλά το ξέρει κι αυτή.
Σου το λέει χωρίς λόγια. Σου το λέει με το βλέμμα της, χαμένο στα καρουδάκια του τραπεζομάντιλου. Σου το λέει με τον καπνό που φεύγει από το στόμα της.
Έρχεσαι και ξανακάθεσαι, νιώθοντας κάτι σαν τούβλο στο λαιμό σου. Θέλεις να μιλήσεις. Θέλεις να της πεις πως έχετε πιει μαζί καφέδες με γεύση λήθης, με γεύση περιφρόνησης, με γεύση αξιαγάπητου και μονότονου μίσους. Θέλεις να πεις πως είναι η πρώτη φορά που ο καφές έχει αυτή την απελπιστική γεύση αποτυχίας. Όμως, δεν καταφέρνεις ν’ αρθρώσεις ούτε λέξη.
Εκείνη σηκώνεται. Πάει στην κρεβατοκάμαρα. Ντύνεται αργά, και φτάνει στ’ αυτιά σου το κλικ που δένει το βραχιόλι της. Πηγαίνει ώς την πόρτα, παίρνει τα κλειδιά της, την τσάντα της, τη μικρή της ατζέντα, κάτι περνάει απ’ το νου της λίγο πριν ανοίξει την πόρτα, και ξαναγυρίζει για να σου δώσει στο μέτωπο ένα ψυχρό φιλί που, όσο κι αν δεν θες να το πιστέψεις, έχει την ίδια γεύση αποτυχίας με τον καφέ.
Από τη συλλογή Αν δεν έχεις πού να κλάψεις (εκδ. Οpera 1998)