Χάρτης 17 - ΜΑΪΟΣ 2020
https://dev.hartismag.gr/hartis-17/hartaki/synenteyxh-me-thn-kwnstantia-swthrioy
Ο γιαπωνέζικος κήπος είναι ίσως ένα από τα πιο δομημένα είδη κήπων. Πρέπει απαραιτήτως να περιέχει επτά στοιχεία: νερό, πέτρες και άμμο, γέφυρες, πέτρινα φανάρια και γούρνες, φράκτες και πύλες, άνθη και δέντρα, και ψάρια. Οι παρούσες συνεντεύξεις θα αποτελούνται πάντα από επτά ερωτήσεις. Κάποιες από αυτές θα επαναλαμβάνονται και κάποιες θα είναι νέες, ώστε να ανταποκρίνονται στο έργο που έχουμε μπροστά μας. Σαν τον γιαπωνέζικο κήπο, οι συνεντεύξεις θα διατηρούν τη δομή τους, προσπαθώντας ταυτόχρονα να αποδώσουν, ακριβώς σαν αυτόν, τη ζωντάνια μιας μακρινής γης, που σε αυτήν την περίπτωση είναι, βέβαια, η διαδικασία της συγγραφής.
Νομίζω ότι οι επίσημες ιστορικές αφηγήσεις είναι αυτό που λέει ακριβώς το όνομα τους: Επίσημες. Εξ αυτού εξυπηρετούν ένα συγκεκριμένο σκοπό, να παρουσιάζουν την αποδεχτή εκδοχή των γεγονότων, το εθνικό αφήγημα. Σε αυτό το αφήγημα λοιπόν δεν χωρούν αμφισβητήσεις, ερωτήσεις ή ανθρώπινες ιστορίες. Και είναι εδώ που έρχεται η λογοτεχνία να μιλήσει ανάμεσα στις γραμμές και να πει τις ανείπωτες ιστορίες. Να πω κιόλας εδώ ότι αυτή η επίσημη, εθνική αφήγηση, είναι γένος αρσενικού, είναι η αντρική θεώρηση των πραγμάτων. Οι γυναίκες δεν ρωτούνται. Είναι σχεδόν εθνικό χρέος για τις γυναίκες να σιωπούν. Και όμως, σε έναν πόλεμο όπως τον δικό μας, σε έναν κόσμο τόσο σπαραγμένο όπως η Κύπρος, οι γυναίκες πρέπει να έχουν φωνή και να ακουστούν. Αυτός ήταν ο λογοτεχνικός μου μπούσουλας γράφοντας, αυτές ήταν οι αποφάσεις μου: Να γεμίσω το (μεγάλο) κενό ανάμεσα στις γραμμές, να ακουστούν τα ανείπωτα, να μιλήσουν οι γυναίκες για τα ανείπωτα.
Αυτός ο διαχωρισμός, στην ιστορία, στην ταυτότητα, στη γλώσσα με απασχολεί συνεχώς και παντού και ένιωσα πως θα έπρεπε με κάθε τρόπο να γίνει ορατός στα βιβλία μου. Όχι μόνο θεματικά, όπου στις ηρωίδες μου τα όρια της ταυτότητα είναι θολά, αλλά και σε επίπεδο αφήγησης όπου η γλώσσα είναι σπασμένη, χρησιμοποιώ και την κοινή ελληνική αλλά και την κυπριακή διάλεκτο, βάζω μέσα διάφορες τεχνικές αφήγησης (πρωτοπρόσωπη, δευτεροπρόσωπη), δοκιμάζω τα όρια μου στον μαγικό ρεαλισμό. Νομίζω πως το βιβλίο έχει ψυχή και ο κατακερματισμός στα θέματα πρέπει να είναι ορατός σε κάθε σημείο του, στις φωνές που περιγράφει και σε όσα παίρνουν σάρκα και οστά στις σελίδες του.
Δίνω πολύ μεγάλη σημασία στην αρχιτεκτονική των βιβλίων μου. Πριν αρχίσω να γράφω αποφασίζω ασφαλώς για το θέμα αλλά αργότερα στήνω ολόκληρο το βιβλίο, έχω ένα σκαρίφημα πάνω στο οποίο βασίζομαι και γράφω. Αυτό αφορά τόσο στο πως θα εξελιχθεί η υπόθεση, όσο και τις αφηγηματικές μου φωνές, αν θα χρησιμοποιήσω διάλεκτο, αν θα χρησιμοποιήσω διάφορες αφηγηματικές τεχνικές, αν θα χρησιμοποιήσω κάποιους μύθους σε σχέση με την προφορική παράδοση. Όλα αυτά δηλαδή που αποτελούν το υλικό μου. Είναι πολύ σημαντικό για μένα το στήσιμο του βιβλίου και συνήθως δεν αποκλίνω τρομερά από αυτό που σχεδίασα στην αρχή. Φυσικά, υπάρχει πάντα το ίδιο το κείμενο που σαν ένα ζωντανό ρεύμα σε παρασύρει πολλές φορές και νιώθεις ότι αποζητά το ίδιο να προσθέσεις και να αφαιρέσεις πράγματα. Η πολυφωνία για μένα είναι πολύ σημαντική αποτελεί χαρακτηριστικό πιστεύω της γραφής μου και βοηθά στην ίδια την εξέλιξη της ιστορίας, είτε δείχνοντας των διχασμό (της γλώσσας, της ταυτότητας, της ιστορίας, όπως αναφέραμε και πιο πάνω) είτε εξυπηρετώντας την ίδια την πλοκή αφού επιτρέπει πολλές φορές να ακουστούν και παρουσιάζει την ιστορία μέσα από διαφορετικά πρίσματα. Επιπλέον με ενδιαφέρει ως συγγραφέα να προχωρώ και να εξελίσσομαι και πολλές φορές το κέντημα της αφήγησης δεν έχει να κάνει μόνο με την ιδέα της πλοκής αλλά και με τρόπους που θέλω κι εγώ η ίδια να εκφράζομαι.
Η δική μου οικογένεια έχει αριστερές καταβολές και ανέκαθεν διατηρούσε στενές σχέσεις με Τουρκοκύπριους. Έτσι η οικογενειακή μας αφήγηση της ιστορίας ήταν διαφορετική από όσα άκουγα στο σχολείο. Την ίδια στιγμή τον κόσμο μου, τα παιδικά μου χρόνια τα κατέκλυζαν οι αφηγήσεις της μητέρας μου, ο μαγικός κόσμος που η ίδια μεγάλωσε, οι ιστορίες των ανθρώπων, η ανθρωπιά τους. Το πόσο με είχε κατακλύσει αυτός ο κόσμος το ένιωσα μόνο όταν άρχισα να γράφω που ένιωσα πως αυτός ο κόσμος βγήκε από μέσα μου, ξεχύθηκε και βρέθηκε αποτυπωμένος στο χαρτί. Δεν θα ήμουν η συγγραφέας που είμαι αν δεν είχα την μάνα που είχα. Όσο για το αν διαχωρίζεται το ιστορικό με το πολιτικό είναι σαν να με ρωτάτε αν διαχωρίζεται ο κόσμος μου. Όλα είναι ιστορία και όλα είναι πολιτική και όλα αυτά αυτούσια, αδιαίρετα, ανόθευτα καταλήγουν και καθορίζουν την γραφή μας.
Επειδή η γραφή μου είναι πιστεύω αρκετά θεατρική, έχω πολλούς διαλόγους αλλά και στήνω τις ιστορίες μου σαν θέατρο αφηγηματικά, η μεταγραφή της νουβέλας σε θεατρικό κείμενο δεν παρουσιάζει στα δικά μου κείμενα μεγάλες δυσκολίες. Υπήρξαν σε διάφορες φάσεις κάποια ζητήματα, όπου ο μακροπερίοδος ασθματικός λόγος, όπως στους μονολόγους της «Τζεμαλιγιέ» στο «Φωνές από Χώμα», ήταν αντικειμενικά δύσκολο να αποδοθούν από την ηθοποιό κι έτσι μείωσα τις προστάσεις και έβαζα τελείες στο κείμενο. Επίσης ορισμένα σημεία του έργου αποδόθηκαν με άλλο χαρακτήρα στο θέατρο από ότι τα εννοούσα εγώ στο κείμενο. Ωστόσο πιστεύω στο τέλος όλα κύλισαν καλά. Δεν ξεχωρίζω επίσης το θεατρικό μου κείμενο που βασίζεται στη νουβέλα από την ίδια την νουβέλα. Με τρομάζει πάντα ωστόσο η σωματοποίηση, η ενσάρκωση των ηρώων μου κυρίως επειδή στο πλαίσιο του αρχιτεκτονικού στησίματος του βιβλίου, κτίσω πάντα τους ήρωες στο μυαλό μου και ξέρω πως μοιάζουν ακόμα κι αν αυτή η περιγραφή δεν υπάρχει στο βιβλίο. Τώρα όσον αφορά την ίδια την παράσταση, νιώθω πάντα δέος να βλέπω αυτό που έγραψα να παρουσιάζεται στην σκηνή και να βλέπω τις αντιδράσεις των θεών. Νιώθω πολύ ευλογημένη για αυτό που έζησα με το θέατρο και είναι μια εμπειρία που με συναρπάζει.
Αγαπώ τους ήρωες και ειδικότερα τις ηρωίδες μου. Νοιάζομαι για αυτούς και θέλω, αν δεν θα έχουν ένα καλό να έχουν τουλάχιστον ένα δίκαιο τέλος στα βιβλία μου. Αγαπώ επίσης πολύ τα ίδια τα βιβλία μου. Ξέρω θα ακουστεί λίγο κλισέ και χιλιοειπωμένο αλλά είναι λίγο σαν παιδιά μου. Μοχθείς πάνω από ένα βιβλίο και αυτός ο μόχθος είναι σωματικό και ψυχολογικός και κυρίως συναισθηματικός. Πως γίνεται να μην τα αγαπάς; Κι έτσι ανησυχείς και λίγο για την πορεία τους, για το πώς τα αντιμετωπίζουν όταν τα στέλνεις μόνα τους εκεί έξω. Γενικά θα έλεγα πως είμαι αρκετά ικανοποιημένη με την πορεία των βιβλίων μου-ειδικότερα να σκεφτείς την (Κυπριακή) μου θεματολογία, την πολυφωνικότητα, την χρήση της Κυπριακής διαλέκτου. Αγαπώ τους ανθρώπους που γνώρισα μέσα από τα βιβλία μου, αναγνώστες που αγάπησαν αυτό που έγραψα, συγγραφείς που μοιραζόμαστε τον μόχθο μας, φίλους μου αγαπάμε να γράφουμε, άτομα που βρήκαμε σημεία επαφής και γίναμε πια φίλοι.
Τα βιβλία με τα οποία συνομιλώ είναι πολλά και αποτελούν ένα ξεχωριστό κεφάλαιο. Από έλληνες συγγραφείς νομίζω συνομιλώ με τον Θανάση Βαλτινό, την Τασία Βενέτη, τον Μισέλ Φάις, την Μαρία Μήτσορα και τον Δημήτρη Χατζή. Από ξένους νιώθω κοντά μου πολύ τον Τομπίν και ασφαλώς την Άννα Μπερνς τον Γαλaτά της οποίας θαύμασα, αγάπησα και ζήλεψα.
Γράφω παντού στο σπίτι. Στην κουζίνα έχω γράψει τα καλύτερα κομμάτια μου, στο γραφείο τα πιο αρχιτεκτονικά και πιο δομημένα, στο σαλόνι τα πιο εμπνευσμένα. Νομίζω δεν γράφω σε έναν υλικό χώρο, αλλά σε έναν χώρο δικό μου, όπου πρέπει να υπάρχει σιωπή, καλή ενέργεια και φως. Γράφω επίσης πολύ στο μυαλό μου. Δηλαδή το σκέφτομαι πολύ το θέμα, αναπτύσσω το κείμενο νοερά έτσι όταν βρω τον χρόνο και την ησυχία να γράψω το κείμενο είναι πολύ ολοκληρωμένο. Δεν είμαι ο συγγραφέας της δεύτερης και τρίτης γραφής. Οι αλλαγές που κάνω στα κείμενα είναι ελάχιστες και αφορούν ορθογραφικά ή συντακτικά λάθη. Ποτέ δομικά. Επίσης δεν είμαι καθόλου ο τύπος που θα ξεψειρίσει ένα κείμενο για θέματα επιμέλειας. Δεν έχω ούτε την υπομονή ούτε το μάτι για μια τέτοια διαδικασία.
Αν η γραφή μας θα αλλάξει λόγω της πανδημίας; Πιστεύω θα επηρεαστεί, όπως επηρεάζουν το γράψιμο όλα τα μεγάλα γεγονότα που συγκλονίζουν τον κόσμο. Πιστεύω θα γίνει πιο εσωτερική επειδή η πανδημία μας ανάγκασε ένεκα της απομόνωσης να σκύψουμε πολύ μέσα μας και να μιλήσουμε με τον εαυτό μας.
ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ Κωνσταντίας Σωτηρίου ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.