Χάρτης 17 - ΜΑΪΟΣ 2020
https://dev.hartismag.gr/hartis-17/pyxides/mikrh-klimaka-alexandra-mexa-xristina-ntoysh-dhmhtra-panagiwtopoyloy-sakhs-serefas
H στήλη αυτή προτείνει κάθε μήνα σε τρεις-τέσσερις συγγραφείς μια φράση που θα αποτελεί τον τίτλο ή θα εμπεριέχεται σε ένα αδημοσίευτο πεζό κείμενό τους (έως 250 λέξεις). Ενίοτε θα δίνεται και μη ρηματική ιδέα συγγραφής. Στόχος της στήλης είναι αφενός να δημιουργηθεί μια δεξαμενή συλλογής πρωτογενούς υλικού και αφετέρου μια εν προόδω χαρτογράφηση της ελληνικής περίπτωσης στο τοπίο της σύγχρονης ελληνικής μικρομυθοπλασίας.
————————————————————————
Στους τέσσερις συγγραφείς αυτού του τεύχους έχει δοθεί η φράση:
«πρώτη φορά πληρώνω ζιγκολό».
Φυσικά κατορθώματα
Παραμονή Δεκαπενταύγουστου στέκομαι όρθια στην παραλία, τα πόδια τεντωμένα, ανοιχτά, το νερό από το βρεγμένο μαγιό στάζει ανάμεσά τους, τα χέρια ένα καλαμωτό σκίαστρο μπρος τα μάτια. Ατενίζω τον Δημήτρη που σκαρφαλώνει στο βουνό, ντάλα μεσημέρι. Από τη κορυφή κουνά με ένταση ένα μαντήλι. Με τα δύο μας παιδιά μέσα στη θάλασσα του γνέφω καθώς επιστρέφει. Εκεί που σκάει το κύμα, σωριάζεται. Στα είκοσι οχτώ του σφυρίζει τη λήξη.
Στην τελευταία απόπειρα για αναζήτηση συντρόφου ήρθα αντιμέτωπη με μία πλαστική σακούλα σούπερ μάρκετ που μέσα της έκρυβε ένα ζευγάρι ανδρικές παντόφλες. Τις είχε φέρει αφού θα περνούσαμε μαζί το βράδυ. Δε θυμάμαι τίποτα, μόνο τις μπλε παντόφλες, σαν κάποιος με το ζόρι να με μπούκωσε στο στόμα με ένα πανί, βελούδινης μάλλον υφής.
Στα πενήντα έξι παραμένω ελκυστική. Η γραμμή του στήθους κατεβαίνει αρυτίδωτη, διαγράφοντας δύο μικρά, ασύμμετρα ημικύκλια, η λεκάνη ως σαν να μη χώρεσε ποτέ δυο παιδιά, τα πόδια αδύνατα, οι γλουτοί εφηβικοί, η κοιλιά μοναδικό σημάδι ελάχιστης αφθονίας. Παρότι αδύνατη μοιάζει να ξεχειλίζω. Νιώθω σα μία ζύμη μαλακιά, αφράτη. Στιγμές, κλείνω τα πόδια μην τυχόν περάσει αέρας ανάμεσά τους και μου την ξηράνει. Μιλάω αργά, για την ακρίβεια δε μιλώ γρήγορα. Στιγμές έχω αισθανθεί σα να έχω καταπιεί κάποιο πνευστό. Τα χαρίσματα αυτά δε μοιάζει να μπορούν εδώ και χρόνια να γητέψουν έναν σύντροφο περιωπής, αν όντως τελικά αυτό επιθυμούσα. Ξαπλώνω στο κρεβάτι μοιράζοντας το βάρος μου στα μικρά καρφιά, ανοίγω τα πόδια, απλώνω τα χέρια, απόψε για πρώτη φορά πληρώνω ζιγκολό.
Είχαμε κάνει μια συμφωνία
Τη συνάντησα σε ένα μπαρ. Τα φώτα ήταν χαμηλά, έπαιζε τζαζ και την στιγμή που κάθισα απέναντί της στη στρογγυλή μπάρα, εκείνη παρήγγειλε άλλο ένα ουίσκι. Παρήγγειλα το ίδιο και άναψα τσιγάρο. Ήταν με τις φίλες της, φορούσε ένα μαύρο φόρεμα, έπαιζε αφηρημένα με τα μαλλιά της. Έριχνε πίσω το κεφάλι όταν γελούσε, το γέλιο της ήταν βραχνό και πηγαίο.
Συγχρονίστηκα στον ρυθμό της, αν κι έπινε γρήγορα για τα γούστα μου. Το καλό ουίσκι θέλει ρέγουλα. Ήπιαμε την τελευταία γουλιά και φωνάξαμε ταυτόχρονα στον μπάρμαν, «άλλο ένα Lagavullin». Με κοίταξε στα μάτια και χαμογέλασε αχνά. Κέρασα, αλλά από τη θέση μου δεν κουνήθηκα. Φαινόταν γυναίκα που ήθελε να έχει τον έλεγχο. Άφησε να τελειώσει το τραγούδι που έπαιζε και με πλησίασε με το ποτό στο χέρι. Είχε ωραίο βάδισμα, νωχελικό.
Αποχαιρετίσαμε τις φίλες της, ο μπάρμαν μου έκανε ένα νεύμα επιδοκιμασίας. «Σπίτι μου», είπε, «θα είμαστε πιο άνετα». Έβαλα το χέρι μου στο γόνατό της και με το άλλο άλλαξα ταχύτητα.
Τα σεντόνια ήταν από μαύρο σατέν, στο κομοδίνο έκαιγαν αρωματικά κεριά. Άφησε το φουστάνι να γλιστρήσει στους αστραγάλους και αποκάλυψε ένα σφιχτό σώμα.
Δεν είχα προλάβει να ντυθώ, όταν μπήκε στο δωμάτιο ο σύζυγος. Κοίταξε το σφιγμένο καλώδιο γύρω απ’ το λαιμό της. «Πρώτη φορά πληρώνω ζιγκολό», μου είπε σαρκαστικά κι έβαλε στην παλάμη μου ένα μασούρι χαρτονομίσματα.
Δεν έπρεπε να με προσβάλει, είχαμε κάνει μια συμφωνία.
Το πτώμα της ήταν ωραιότερο από το δικό του.
Κρυφτούλι
Και πάλι έρχεται όταν τα φώτα στο θάλαμο σβήνουν. Σου κάνει τζα απ’ το παράθυρο και φεύγει, σου λέει τζαα κάτω απ’ το κρεβάτι κι εξαφανίζεται, χτυπάει την πόρτα κανονικά, σου κάνει τζααα και δρόμο. Κι όταν η νοσοκόμα σου δίνει το τελευταίο χάπι της ημέρας, έρχεται πάλι μουλωχτά, τον νιώθεις σαν αεράκι πίσω σου. Έρχεται και σε βρίσκει πάνω που πας να ησυχάσεις, πάντα το βράδυ –γιατί τα βράδια παίζει ο τυφλός κρυφτούλι με τον εαυτό του–, εκεί που λες θα κλείσω βλέφαρο επιτέλους, να ’τος ξανά. Φάντης μπαστούνι. Σε κοιτάει βαθιά, αλλά για λίγο. Όσο κρατάει ένα βλεφάρισμα. Και μετά καπνός, την κάνει μ’ ελαφρά πηδηματάκια. Κι όμως ξαναγυρίζει τα μεσάνυχτα. Στέκεται πάνω σου, βρωμοκοπάει τσιγαρίλα και οινόπνευμα, έτοιμος να το σκάσει. Αλλά πριν φύγει, πριν το σκάσει πάλι, σου δίνει ένα φιλί όλο σάλια, η γλώσσα του είναι ζεστή κι έχει τη γεύση της σκουριάς. «Μα τι μου κάνεις;» τον ρωτάς, «τι λες πως κάνω...» λέει αυτός ψιθυριστά, «τι θες να κάνεις;» τον ξαναρωτάς «τι; δε σ’ αρέσει;» λέει αυτός ψιθυριστά και ξέπνοα. «Και η ταρίφα; Πρώτη φορά πληρώνω ζιγκολό...», του λες εσύ στον ίδιο τόνο, σα να ’σαι η ηχώ του που έρχεται από μακριά. Και μετά σιωπή. Μια σιωπή γεμάτη, μονοκόμματη, όλη στο γκρι, χωρίς αποσιωπητικά, χωρίς λαμπάκια νυκτός και χαραμάδες. «Θα φύγεις; Έφυγες;» του λες «πού διάολο πήγες πάλι;».
«Τι σε πληρώνω;»
«Φούλαρέ το. Δες και τα λάστιχα.»
Η Μπέτυ βγαίνει απ’ το αμάξι για τσιγάρο. Η φιλενάδα κοιμάται στη θέση του συνοδηγού. Ροχαλίζει. Στα ακρόχειλα, το σάλιο σκάει σε μπουρμπουλήθρες που μυρίζουν τζατζίκι.
Ολόσωμα διχτυωτά καλσόν με άνοιγμα μπρος-πίσω. Σατέν κορμάκια με άνοιγμα μπρος-πίσω. Δαντελένια μπραζίλ κιλοτάκια με άνοιγμα μόνο πίσω. Στρινγκ αυτοκινήτου με άνοιγμα στο καβάλο. Κορσέδες βινυλίου με λαιμοδέτη. Στρινγκ ανδρικά με φερμουάρ μπρος-πίσω. Κορμάκια αντρικά λάτεξ με οπή μπροστά. Το πορτ παγκάζ είναι τίγκα στο εμπόρευμα. Η Ντόροθι είναι μπουτικατζού. Βρακάδικο πολυτελείας. Μερακλίδικο. Περιφερόμενο ανά την επαρχία. Τροχήλατο. Οι κόποι μιας ζωής, που αποκτήθηκαν με ιδρώτα. Πάρε κόσμε.
«Έτοιμη είστε, κυρία» ακούγεται αυτός.
Η Μπέτυ πατάει τη γόπα με τη γόβα και γυρίζει να πληρώσει.
«Τι σε πληρώνω;»
«Τριάντα δύο ευρώ».
Το φως της λάμπας τον φωτίζει πρωταγωνιστικά, όπως γυρνά και την αντικρίζει γονατισμένος μπρος στη ρόδα. Εξηντάρης, φαλακρός, εκατόκιλος.
Η Μπέτυ βγάζει ένα πενηντάευρο από το πορτοφόλι και του το απευθύνει. Τότε, τον παρατηρεί μετωπικά. Φλασιές απανωτές κατακούτελα. Τριάντα χρόνια πριν. Στις ίδιες πιάτσες θητεία. Λόμπι λουσάτων ξενοδοχείων. Αυτός, με άψογο κοστούμι στον πάγκο του μπαρ, μονάχος, σπαθάτος, ντράι μαρτίνι και Ντάνχιλ, να εποπτεύει γυροσκοπικά την αίθουσα, διαθέσιμος. Δεν αντάλλαξαν ποτέ ούτε μια κουβέντα.
Ξέρε το, κόσμε, η Μπέτυ δεν ξεχνά φάτσες.
«Τα ρέστα για την πάρτη σου».
Μπαίνει στο αμάξι. Βροντά την πόρτα. Η άλλη ξυπνά.
«Τι έγινε, καλέ;»
«Α, ρε, κάτι σκηνικά που έχει η ζωή».
«Τι λες, τώρα;»
Η Μπέτυ γυρνάει το κλειδί.
«Πρώτη μου φορά που πληρώνω ζιγκολό, ρε φιλενάδα».