Χάρτης 18 - ΙΟΥΝΙΟΣ 2020
https://dev.hartismag.gr/hartis-18/afierwma/ena-spiti-me-lexeis
Αυτές οι λέξεις, γραμμένες για τον Χούλιο, δεν τον πρόλαβαν. Ίσως να τις λαμβάνει κάθε φορά που κάποιος τις διαβάζει και τις μοιράζεται ———Ε.Γκ.
Ο Χούλιο είναι ένας μακρύς σπάγγος με πρόσωπο φεγγάρι. Το φεγγάρι έχει μάτια απορημένα και μελαγχολικά. Έτσι τον βλέπω μισοκοιμισμένος μες στο μισοσκόταδο καθώς βγάζω τις τσίμπλες μου. Έτσι τον βλέπω κι έτσι τον ακούω, γιατί ο Χούλιο είναι καθισμένος στο κρεβάτι μου ενώ ξυπνάω και σιγανά μου διηγείται τα όνειρα που μόλις έχω ονειρευτεί και που δεν θυμάμαι πια ή νομίζω πως δεν θυμάμαι.
Αυτό νιώθω από τότε που διάβασα τα κείμενά του για πρώτη φορά, πάνε πάνω από είκοσι χρόνια και πάντα ήθελα να του δίνω όνειρα με αντάλλαγμα αυτά που θα μου επιστρέφει. Ποτέ δεν το κατώρθωσα. Δεν αξίζουν τον κόπο τα λίγα όνειρά που καταφέρνω να θυμηθώ στο τέλος κάθε νύχτας.
Τώρα η Ελένα μού έχει δώσει τα δικά της, για να τα δώσω στον Χούλιο. Το όνειρο με το σπίτι των λέξεων, παραδείγματος χάρη. Έκεί μαζεύονταν οι ποιητές για να ανακατέψουν και να δοκιμάσουν λέξεις. Ήταν φυλαγμένες σε γυάλινα βάζα και κάθε λέξη είχε ένα χρώμα, μια μυρωδιά και μια γεύση και κάθε μία αντηχούσε και ήθελε να την αγγίξουν. Οι ποιητές διάλεγαν κι έκαναν συνδυασμούς, αναζητώντας τονικότητες και μελωδίες και πλησίαζαν στη μύτη τους τις φράσεις που σχηματίζονταν και τις δοκίμαζαν με το δάχτυλο: "αυτή χρειάζεται περισσότερο άρωμα βροχής", έλεγε ο Χουάν και ο Ερνέστο έλεγε: "αυτής της έπεσε πολύ αλάτι". Το σπίτι με τις λέξεις έμοιαζε πολύ με το σπίτι της Ροζαλία ντε Κάστρο, στην Γκαλίσια· και ίσως να ήταν. Τα δέντρα έμπαιναν μέσα από τα παράθυρα.
Ή, ας πάρουμε για παράδειγμα το όνειρο στο τραπέζι με τα χρώματα. Ήμασταν όλοι σ' εκείνο το όνειρο, όλοι οι φίλοι καθισμένοι γύρω από ένα τραπέζι και ακόμη κ ένα πλήθος από κομπάρσους που δουλεύουν σε κάθε όνειρο της προκοπής. Στις πιατέλες και στα πιάτα υπήρχε φαγητό, αλλά πάνω απ' όλα υπήρχαν χρώματα: ο καθένας σερβιριζόταν κάποια λιχουδιά και μαζί κάποιο χρώμα, το χρώμα που του έλειπε και το χρώμα έμπαινε μέσα του από τα μάτια: κίτρινο λεμονί ή γαλάζιο ήρεμης θάλασσας, κόκκινο αχνιστό ή κόκκινο γυαλιστερό ή κόκκινο του κρασιού.
Μια φορά, η Ελένα ονειρεύτηκε πως τα όνειρα της έφευγαν ταξίδι κι αυτή πήγαινε στο σιδηροδρομικό σταθμό να τα αποχαιρετήσει κι εκεί πέρα τριγύριζε μισοχαμένος μες στο πλήθος, δεν ξέρω πως, ο Τσάτσο Πενιαλόσα που ήθελε να πάει στη Βυρητό. Κι άλλη φορά, πριν από λίγο καιρό, ονειρεύτηκε πως είχε αφήσει τα όνειρα στη Μαγιόρκα, στο σπίτι της Κλαριμπέλ και του Μπαντ. Μες στο ίδιο το όνειρο χτυπούσε το τηλέφωνο και ήταν η Κλαριμπέλ που τηλεφωνούσε από το χωριό Ντεϊά. Η Κλαριμπέλ έλεγε πως η Ελένα είχε ξεχάσει ένα σωρό όνειρα στο σπίτι της και πως αυτή τα είχε φυλάξει, δεμένα με μια κορδέλα και πως τα εγγόνια της ήθελαν να τα φορέσουν και αυτή τους έλεγε: «αυτά δεν τα αγγίζουν».
«"Τι να κάνω με τα όνειρά σου;» ρωτάει η Κλαριμπέλ στον ύπνο της.
«Να τα δώσεις στον Χούλιο» της πρότεινα εγώ μετά, ενώ το καφεδάκι μας άνοιγε σιγά σιγά τις πόρτες της μέρας· η Ελένα συμφώνησε.