Χάρτης 16 - ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2020
https://dev.hartismag.gr/hartis-16/moysikh/moysikh-kai-pandhmia
Η απατηλή (;) εξαίρεση της μουσικής
Όλα ξεκίνησαν όταν ακυρώθηκε το καρναβάλι της Βενετίας. Όχι, δεν ξεκίνησαν όλα τότε! Τότε επήλθε η θεσμική συνειδητοποίηση της σοβαρότητας της κατάστασης της νέας πανδημίας. Πανδημία; Λέξη βγαλμένη περισσότερο από τα βιβλία της ιστορίας, παρά από την καθημερινή ζωή του λεγόμενου προηγμένου κόσμου. Μαζί της ήρθε κι άλλη μια λέξη που ’χε περιπέσει σε αχρηστία: καραντίνα. Κατά τραγική ειρωνεία της ιστορίας κι αυτή από τη Βενετία ξεκίνησε. Quaranta giorni· σαράντα ημέρες περίμεναν τα καράβια στα ενετικά λιμάνια προτού μπορέσουν να δέσουν κανονικά τον καιρό της Μαύρης Πανώλης. Σαράντα ημέρες· μια σαρακοστή λοιπόν σήμανε και το τέλος του φετινού καρναβαλιού.
Ωστόσο στα μπαλκόνια και τα παραθύρια της καραντίνας, την απομόνωση έσπασε ένα άλλο καρναβάλι. Σε αυτούς, τους εξώστες των πόλεων, οι θεατές έγιναν, για λίγες στιγμές, δρώντες. Τραγούδησαν αυθόρμητα το Bella ciao και τη Nessun dorma στην Ιταλία, έπαιξαν συντονισμένα την Ωδή στη χαρά στη Γερμανία, χόρεψαν μεμονωμένα ζεϊμπέκικο και τραγούδησαν αυτοσαρκαστικά Ο χάρος βγήκε παγανιά στην Ελλάδα. Δεν είναι αυτό το ιδιότυπο flash mob μία μορφή καρναβαλιού, μία εξαίρεση από το σύνηθες, μία εξαίρεση από την εκάστοτε κανονικότητα;
Πάντοτε, φαίνεται, η μουσική διεκδικούσε την εξαίρεση. Στον πίνακα του Μπρίγκελ του πρεσβυτέρου, Ο θριάμβος του θανάτου (1562, Μουσείο Πράδο) απεικονίζεται η κανονικότητα στην εποχή των πανδημιών. Και στις πιο απομακρυσμένες γωνιές του κυριαρχεί η μορφή του θανάτου, που δεν κάνει διακρίσεις μεταξύ πλουσίων και φτωχών, ισχυρών και αδυνάτων. Κάτω αριστερά, ο θάνατος αφαιρεί τον πλούτο και την ίδια τη ζωή ενός άλλοτε πανίσχυρου βασιλιά. Λίγο παραπέρα μάχεται πρώην ανέμελους χαρτοπαίκτες. Μόνο στην κάτω δεξιά γωνιά του βασιλεύει η εξαίρεση. Ένα και μοναδικό ζευγάρι δεν αντιπαλεύει τον χάρο, μα ούτε κι ο χάρος το πολεμά. Είναι το ζευγάρι που παίζει μουσική. Μα κι ο χάρος εκεί. Καραδοκεί. Συνοδεύει με το βιολί του απαρατήρητος· σταματώντας για λίγο το γνωστό του βιολί.
Ο θρίαμβος του θανάτου ή Ο χορός του θανάτου, υπήρξε σταθερό μοτίβο στις εικαστικές τέχνες της εποχής. Ο τελευταίος, γνωστός και ως Danse macabre, ξεπερνώντας το αρχικό του σημαινόμενο και τα σύνορα της γαλλικής γλώσσας, επιβίωσε ως τις μέρες μας, βαφτίζοντας από το ομώνυμο συμφωνικό ποίημα του Καμίγ Σαιν-Σανς μέχρι και μυθιστορήματα ή ταινίες του 20ού και του 21ου αιώνα. Αντιθέτως, δεν επιβίωσε η χορευτική μανία που κατέλαβε τους κατοίκους του Στρασβούργου, το καλοκαίρι του 1518. Choreomania ονόμασε αυτό το φαινόμενο ο αλχημιστής Παράκελσος, που αρχικά το πέρασαν γι’ αστείο. Κάποια κυρία Τροφέα, λένε, ξεκίνησε να χορεύει ασταμάτητα κι όλοι νόμισαν ότι το κανε γιατί έτσι «την έδινε στα νεύρα» του άντρα της. Σύντομα την ακολούθησαν κι άλλοι. Κι οι δεκάδες έγιναν εκατοντάδες. Ώσπου ο δήμαρχος της πόλης έστησε σκηνή κι έβαλε τους μουσικούς να παίζουν, μπας και τιθασεύσουν τον άτακτο ρυθμό τους. Μπας και μπει τάξη στην αταξία. Η ιστορία είναι πέρα για πέρα αληθινή! Ο John Waller γράφει γι αυτό το πανδαιμόνιο στο έγκυρο ιατρικό περιοδικό The Lancet («A forgotten plague: making sense of dancing mania», 2009), ότι οι χορευτικές μανίες που ξέσπασαν αρκετές φορές εκείνα τα χρόνια, ίσως να ήταν αντίδραση στο στρες των πανδημιών, ένα ξέσπασμα χορού· άλλοτε το θεωρούσαν τρέλα, άλλοτε γιατρειά, κι άλλοτε και τα δυο μαζί.
Την άτακτη φύση της μουσικής απεικονίζει πάλι ο Μπρίγκελ, ο πρεσβύτερος, σε έναν άλλον πίνακά του. Στη Μάχη μεταξύ του καρναβαλιού και της σαρακοστής (1559, Kunsthistorisches Museum, Βιέννη) διακρίνουμε μία καρικατούρα κονταρομαχίας. Αριστερά ο τροφαντός βασιλιάς καρνάβαλος, το γλέντι, η ταβέρνα, κι η μουσική. Δεξιά η καχεκτική σαρακοστή, η ασκητικότητα, ο καθεδρικός ναός και η σιωπή. Ο Μπρίγκελ σκιαγραφεί δύο εξαιρέσεις από τη συνήθη καθημερινότητα. Από τη μία, η ξεφαντωτική αναστολή της κανονικότητας για την εξασφάλιση της πρόσχαρης ζωής, εδώ και τώρα. Από την άλλη, η τελετουργική αναστολή της κανονικότητας, η εκούσια αυτοσυγκράτηση, ο ασκητισμός, για την εξασφάλιση της ζωής μετά. Για τον Ζακ Ατταλί (Bruits, 1977/Θόρυβοι, 1991. Κρίμα που δεν έχει μεταφραστεί κι η αναθεωρημένη, με νέο κεφάλαιο, έκδοση του 2001) οι δύο αυτές καταστάσεις, το καρναβάλι και η σαρακοστή, ο «θόρυβος» και η «σιωπή», δεν αποτελούν εξαιρέσεις αλλά τον κανόνα των δύο βασικών μορφών της λογικής της Εξουσίας.
Ένα ατελείωτο καρναβάλι καταναλωτισμού θα μπορούσε ίσως να χαρακτηρίσει κανείς τη σημερινή κοινωνική οργάνωση, όπου μεταξύ άλλων η μουσική αποτελεί η ίδια εμπόρευμα, μα και θέλγητρο για άλλα εμπορεύματα. Ο φιλόσοφος Γκέρνοτ Μπέμε μιλά για «αισθητική οικονομία» (Ästhetischer Kapitalismus, 2016), ενώ ο Βόλφγκανγκ Βελς στο άρθρο του για την «Αισθητική και Αναισθητική» (Ästhetisches Denken, 1990) αναρωτιέται αν η υπεραισθητικοποίηση των πάντων οδηγεί σε αναισθησία. Σε αυτό μάλλον δεν θα προλάβαινε να συμφωνήσει ο Τζακ Ο’ Μπράιαν, ο ξυλοκόπος της Ανόδου και πτώσης της πόλης Μαχαγκόνυ (1930), ο οποίος αφού έφαγε δυο μοσχάρια κατέληξε να φάει ακόμα και τον εαυτό του, μπας και χορτάσει! Σε αυτήν την όπερα ο Κουρτ Βάιλ κι ο Μπέρτολτ Μπρεχτ περιγράφουν το πέρασμα από μια βαρετή πόλη, όπου όλα απαγορεύονται, σε μια υπερκαταναλωτική πόλη, όπου όλα επιτρέπεται να καταναλωθούν, ένα πέρασμα από τη «σιωπή» στον «θόρυβο». Αν και το Μαχαγκόνυ θα απειληθεί από έναν τυφώνα, τελικά θα καταστραφεί από την ίδια την κοινωνική του οργάνωση.
Για τον Ατταλί, η μουσική, ως άυλο αγαθό, προηγήθηκε κατά πολύ των μετασχηματισμών που μετέπειτα έγιναν αισθητοί στον υλικό κόσμο. Στη μουσική του 18ου αιώνα, είδε τη λογική της οικονομικής επιστήμης του 19ου, που διαμόρφωσε την πολιτική του 20ού. Θα ’ναι άραγε κι οι χαριτωμένοι αοιδοί των μπαλκονιών, οι δρώντες στις στιγμές της παθητικής αναμονής, προάγγελοι μίας νέας εποχής;