Χάρτης 16 - ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2020
https://dev.hartismag.gr/hartis-16/hartaki/to-teleytaio-petagma-toy-flamingko
Yπήρχε ένας τόπος όπου ο χρόνος δεν είχε ακόμη γεννήσει τη νύχτα. Ήταν πάντα μέρα. Μέχρι που, μια φορά, το φλαμίνγκο είπε:
— Σήμερα θα πετάξω για τελευταία φορά!
Τα πουλιά, απροετοίμαστα, μαράζωσαν. Δεν έκλαψαν, παρά τη θλίψη τους. Δάκρυ ποτέ δε γέννησε ενός πουλιού η θλίψη. Όπως λένε: το δάκρυ του πουλιού φυλάγεται εκεί που μένει και η βροχή που ποτέ δεν πέφτει.
Η προειδοποίηση του φλαμίνγκο έκανε να μαζευτούν όλα τα πουλιά. Θα γινόταν μια σύναξη για να συζητήσουν το ζήτημα. Μέχρι να φανεί το φλαμίνγκο, ακούγονταν διάφορα κελαϊδίσματα γύρω τριγύρω. Να δώσει βάση κανείς σε τέτοια λόγια; Και ναι και όχι. Όπως και να ’χει, όλα αναρωτιόνταν:
— Για πού, όμως, θα πετάξει;
— Για ένα μέρος όπου δεν υπάρχει τόπος κανείς.
Το ψηλοπόδαρο πουλί γύρισε, τελικά, και έδωσε εξηγήσεις −υπήρχαν, λέει, δύο ουρανοί, ο κατά δω, όπου μπορούσες να πετάξεις, κι ο κατά κει, ο ουρανός των αστεριών, άβατο για τα πετούμενα. Κι αυτό ήθελε να τα διαβεί τα όρια εκείνα.
— Προς τι αυτό το ταξίδι χωρίς επιστροφή;
Το φλαμίνγκο πάσχιζε να υποβαθμίσει την σημασία της πράξης του.
— Εντάξει, είναι μακρινό αλλά δεν είναι απόμακρο.
Στη συνέχεια, πήγε και τρύπωσε μες στα βαθύσκια δέντρα. Καθυστέρησε. Εμφανίστηκε μόνο όταν πια άρχιζε να γερνάει η υπομονή των άλλων. Τα φτερωτά ζώα συγκεντρώθηκαν στο ξέφωτο του βάλτου. Και όλα τους κοίταξαν το φλαμίνγκο, θαρρείς και ανακάλυπταν τότε μονάχα την ομορφιά του ολάκερη. Ερχόταν καμαρωτό πιο ψηλό απ’ το ανάστημά του. Τα άλλα είχαν σταθεί στη σειρά και το ξεπροβόδιζαν. Ένα τους έφτασε μέχρι του σημείου να του ζητήσει να διαψεύσει την αναγγελία.
— Μην πας, σε παρακαλώ!
— Πρέπει να πάω.
Η στρουθοκάμηλος ήρθε και στάθηκε μπροστά του και είπε:
— Kοίτα, εγώ, καθώς δεν αξιώθηκα ποτέ μου να πετάξω, κουβαλάω στις φτερούγες μου μια κάποια νοσταλγία. Κι όμως, όπου πατώ εγώ νιώθω μια ευτυχία.
— Αδύνατον, κουράστηκα να ζω σ’ ένα κορμί μονάχα.
Και τότε μίλησε. Ήθελε να πάει εκεί όπου δεν υπήρχε σκιά μήτε χάρτης. Εκεί που όλα είναι φως. Που δε φτάνει όμως ποτέ να γίνει μέρα. Σ’ αυτόν τον άλλο κόσμο θα πήγαινε για να κοιμηθεί, να κοιμηθεί σαν μια έρημος, να λησμονήσει ότι ήξερε να πετάει, ν’ αγνοήσει την τέχνη του να κουρνιάζει πάνω στη γη.
— Άλλο πια δε θέλω να ‘ρχομαι και να κουρνιάζω στη γη ετούτη που πατώ. Θέλω να ξεκουραστώ.
Και κοίταξε προς τα πάνω, ο ουρανός του φαινόταν χαμηλός, σα να σερνόταν χάμω. Το γαλάζιο του ουρανού εκείνου ήταν τόσο έντονο που χυνόταν υγρό στα μάτια των ζώων.
Και τότε όρμησε στον ουρανό το φλαμίνγκο, το κορμί του τανύστηκε: τόξο μαζί και βέλος. Νάτο, εκλεκτό ανάμεσα στα πουλιά, κομψό, καθώς γυμνωνόταν απ’ το βάρος του. Έτσι, καθώς πετούσε, ήταν θαρρείς ο ουρανός ο ίδιος που είχε γενεί σπονδυλωτός, ενώ το σύννεφο μπροστά δεν ήταν παρά ενός μικρού πουλιού η ψυχή. Κι ακόμα περισσότερο: αυτό που πετούσε ήταν το ίδιο το φως. Στο μεταξύ, το πουλί φυλλομετρούσε, φτερό προς φτερό, τις διάφανες σελίδες τ’ ουρανού. Ένα ακόμα φτεροκόπημα και, εντελώς αναπάντεχα, είδαν όλοι τον ορίζοντα να βάφεται κόκκινος. Από γαλάζιος που ήταν περνούσε σε τόνους σκούρους, προς το μενεξελί και το μαβί. Όλα συνέβαιναν σαν σε πυρκαγιά. Γεννιόταν έτσι το πρώτο ηλιοβασίλεμα. Στον τόπο εκείνο η νύχτα εμφανίστηκε πρώτη φορά όταν εξαφανίστηκε το φλαμίνγκο.
[ Απόσπασμα από το ομώνυμο μυθιστόρημα, εκδ. Gutenberg 2020 ]