Χάρτης 15 - ΜΑΡΤΙΟΣ 2020
https://dev.hartismag.gr/hartis-15/eikastika/texnh-kai-texnikes-ths-nostalgias
Είναι σαφές ότι αυτή η ομοβροντία σημαντικών εκθέσεων Φεβρουαρίου-Μαρτίου κάτι θέλει να πει, κάτι διεκδικεί. Οι περισσότερες κεντρικές γκαλερί –δεν έμειναν και άλλες– εγκαινίασαν και δείχνουν ζωγραφική, όχι πλαστικές κατασκευές και μάλιστα από εξέχοντες εκπροσώπους μιας ολόκληρης γενιάς καλλιτεχνών που εμφανίστηκε και καθιερώθηκε στα τελευταία 20 χρόνια, αντιπροσωπεύοντας ούτως ή άλλως μεγάλο ποσοστό από το κεντρικό πρόσωπο της σύγχρονης ελληνικής σκηνής.
Ως καλλιτεχνική έκφραση δεν έχουμε εκτροπή από το κύριο δρομολόγιο του καθενός, από τις αισθητικές, τεχνικές και θεματικές επιλογές κάθε ζωγράφου, κάτι που μάλλον επιβεβαιώνει την ήδη διαμορφωμένη εικόνα τους, πάντως με κάποια διάθεση αυτοπεποίθησης, σχεδόν θριαμβολογίας, σα να λένε: «εμείς είμαστε ό,τι απέμεινε μετά την κρίση, σ’ εμάς θα στηριχθεί η νέα φάση πραγμάτων, εμείς είμαστε και καθιερωμένοι και νέοι και αξιόπιστοι».
Η έκθεση του Εδουάρδου Σακαγιάν («Καλφαγιάν») κυριαρχεί στις γενικές συγκριτικές εντυπώσεις. Είναι η γνωστή του δουλειά των τελευταίων ετών, δεν έχει πολλά νέα στοιχεία, όσο ωριμότητα και αυξημένη εσωτερική συγκρότηση. Πρόσωπα και σώματα ανθρώπων σε μετωπική στάση, ζωγραφισμένα πολλά μαζί, αντικρίζουν τον θεατή τού έργου. Δεν είναι ο παλιός εκείνος εξπρεσιονισμός, για όσους θυμούνται την εντυπωσιακή εκκίνηση αυτού του εξαιρετικού μάστορα από την εποχή που τα χρώματα έσταζαν πάνω στον πίνακα σαν να μη θέλουν να περιοριστούν στην απεικονιζόμενη ανθρώπινη φόρμα. Είναι η εξέλιξη όπου ο Σακαγιάν αφήνει την βιρτουοζιτέ και ανιχνεύει την ανθρώπινη φιγούρα ως μνημειακό περίγραμμα, ως σώμα που συνοδεύει το βλέμμα και την έκφραση. Υπάρχει μια εμπρόθετη «απόπειρα αθωότητας», σα να ξαναψάχνει τη ρίζα της εικονογραφίας, την παιδική αντίληψη, ίσως και τη θρησκευτική εικονογραφία, την αρμένικη, νομίζω. Μια πολύ καλά επεξεργασμένη «νεο-ναϊφ» ζωγραφική, διακριτικά μεταφυσική αλλά και γεμάτη φρεσκάδα παρά τη στοχαστικότητα που προϋποθέτει.
Πολύ ώριμη και με πολύ «θράσος» αισθητικό η δουλειά τού Θανάση Μακρή, στη «Σκουφά». Ο ζωγράφος από το ξεκίνημά του κολυμπάει το πινέλο του σε πολύ παχύ χρώμα, και αφήνει τη γραμμή να διαμορφώνεται ως χάραξη πάνω του. Σκοτεινοί οι τόνοι των χρωμάτων, στις κλίμακες τού καφέ, σαν του 19ου κλασικού –όχι ιμπρεσιονιστικού– αιώνα. Παλιότερα ζωγράφιζε μωρά, σχεδόν νεογέννητα, με σαφή συμβολισμό της γέννησης με τον τρόπο ανάδειξης μέσα από το σκαλισμένο χρωματικό υλικό. Τώρα ο Μακρής έχει μια πιο τυπική εικονογραφία, τοπία στεριανά και θαλασσινά, λιτά και κονσέπσουαλ ως περίγραμμα αλλά από πηχτό χρώμα που μοιάζει να ξαναγεννά τις φόρμες. Σαν μακρινός συγγενής τού Νικόλαου Λύτρα και του Μάκη Θεοφυλακτόπουλου, επαφές που καθόλου δεν κρύβει στη ζωγραφική του, αλλά ζητά σύγκριση και συστράτευση. Μέσα στην Ιστορία της Τέχνης μας, συνεπώς, η εκφραστική πρόθεση τού ζωγράφου δεν είναι η καινοτομία, αλλά μια αίσθηση τόσο αναδρομική όσο και φρέσκια ταυτόχρονα, που νομίζω ότι ταιριάζει στο κλίμα και το αίσθημα της εποχής.
Σε σκούρους τόνους «ζωγραφικής εργαστηρίου» οι πίνακες τού Τίμου Μπατινάκη στου «Ευριπίδη». Από τους πλέον σταθερούς σ’ αυτή την άκρως συντηρητική ζωγραφική, ο καλλιτέχνης, σα να θέλει να αναστήσει το «εργαστήρι τού καλλιτέχνη» που ήταν συρμός και κατεστημένο πριν 150 χρόνια. Λοξοκοιτάζει και το δρομολόγιο τού Γ. Ρόρρη, της ηγετικής μορφής αυτού του είδους, και του Χρ. Παλάντζα επίσης. Καλοφτιαγμένα έργα, δε λέω, αλλά χωρίς στίγμα χρονικό και ιδεολογικό.
Σ’ αυτήν την ομάδα ας κατατάξουμε και τη Μαρία Φιλοπούλου, που είδαμε τα έργα της πριν τα εγκαίνια. Κορυφαία σε μια λυρική περιγραφική ζωγραφική, με τη γνωστή και δημοφιλή θεματογραφία της: γυμνοί κολυμβητές ειδωμένοι μέσα από το νερό και συχνά κάποιες αρχαιότητες να αναδύονται επίσης, κάτω από τους αφρούς. Ρεαλιστική περιγραφή, λυρικό, χαρούμενο εικαστικό αποτέλεσμα, τώρα επεκτείνεται σε καταρράκτες και τη γύρω φύση. Όλα θυμίζουν μια ροκοκό/μπαρόκ ζωγραφική άλλων εποχών υπό σύγχρονο ένδυμα παλλόμενης πινελιάς και λαμπερό χρωματολόγιο.
Θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει όλα αυτά που σχολιάσαμε μέχρι τώρα ως γνωρίσματα νοσταλγίας προς παλιότερες εποχές της ζωγραφικής. Είναι αλήθεια, ότι αυτό το συναίσθημα μεταδίδεται στον θεατή, όχι πια με διστακτότητα όπως πριν δυο τρεις δεκαετίες αλλά με αυτοπεποίθηση, σαν το αντίδοτο στον μοντερνισμό που κατάφερε να επιβιώσει σε δύσκολες εποχές αμφισβήτησης. Μεταμοντέρνα τέχνη; Πιθανότατα, πολύ συγκεχυμένο το αισθητικό πλαίσιο αυτού του όρου, πάντως έχουμε να κάνουμε με «χρήση» και όχι με καινοτομία, με «συντακτικό» και όχι με «γραμματική», όπως θα λέγαμε με σημειολογικούς όρους.
Δεν ξέρω αν είναι σύμπτωση αλλά με τον τίτλο «Νοσταλγία» λειτουργεί και η μεγάλη έκθεση στο Μουσείο Φρυσίρα, στην Πλάκα. Είναι ο συλλέκτης που τόλμησε, παρά την κριτική και συχνά τις ειρωνείες, να πάρει από κοντά τους ζωγράφους –ζωγράφους αυτής της τάσης και γενιάς που ξεκίνησε το 1980, να τους «ξεγεννήσει» κυριολεκτικά στο ξεκίνημά τους. Έκανε μεγάλες συνθετικές εκθέσεις σε πολλές πόλεις και το εξωτερικό, εξέδωσε μουσειακούς καταλόγους. Του Σακαγιάν έχει στη συλλογή σχεδόν 500 έργα όλων των εποχών, και πολλά ακόμη από άλλους που δε θα αναφέρω εδώ. Ο Φρυσίρας δημιούργησε και μόχθησε για μια τάση στον συλλεκτικό / μουσειακό χώρο –και ακολούθησαν ο Κ. Κουβουτσάκης, ο Γ. Φέλιος, κ.ά.– που έχει τα μνημειακότερα έργα του Χρ. Μποκόρου, του Στ. Δασκαλάκη, κ.ο.κ. Στην ενδιαφέρουσα έκθεση που λειτουργεί τώρα, φαίνονται τα πρώτα ώριμα έργα των περισσότερων· τα ονομάζει «Νοσταλγία» και είναι πράγματι μια αναδρομή, μια ρετροσπεκτίβα. Ξεχωρίζει όμως η φεμινιστική δουλειά της Ελένης Μωραϊτη, εξέχουσας μαθήτριας του Μόραλη, με γιγαντικές γυναικείες φιγούρες· είναι μια ζωγράφος που έμεινε έξω από το κίνημα των άλλων που είχαν Έλληνες δασκάλους αλλά και τον Κρεμονίνι στη Γαλλία.
Ενδιαφέρον πολύ, αν και από άλλα δρομολόγια είναι το έργο των υπόλοιπων ζωγράφων που εκθέτουν αυτούς τους πρώτους μήνες του 2020.
Στην «Ζουμπουλάκη» ο Νίκος Μόσχος που ζωγραφίζει υπερεαλιστικές συνθέσεις σχεδόν ψυχεδελικού χαρακτήρα, με ρεαλισμό και εξπρεσιονισμό, θυμίζει τον πρώιμο Γ. Δέρπαπα, τον Αλ. Ίσαρη, αλλά σαφώς έχει δική του ατζέντα και μεγάλο ταλέντο.
Στην «Έκφραση», ο Μιχάλης Μανουσάκης, με ιδιαίτερα καλοφτιαγμένα έργα, στο ίδιο εικονογραφικό στυλ μιας ελλειπτικής αινιγματικής αφήγησης, με φιγούρες σε απροσδιόριστο χώρο και σε υπαινικτικές συσχετίσεις. Κι εδω έχουμε νοσταλγία-αποδοχή ομότεχνων, πχ. του Ν. Μπάικα, αλλά σε σαφώς αυτόνομο πλαίσιο.
Στον δραστήριο «Αστρολάβο» είδαμε την έκθεση του Νίκου Κρυωνίδη, εξαιρετικής μαστοριάς αφαίρεση, με λεπτολόγα εικαστικά επεισόδια όπου πινελιές, χρωματικές νύξεις και χρωματικοί τόνοι γίνονται λεξιλόγιο μιας εκτός-του-κόσμου-τούτου τοπιογραφίας, κάπως σαν εκείνα τα πρώιμα αφαιρετικά έργα των αρχών τού 20ού αι. Με ισχυρή συνεισφορά σε πιο σύγχρονες τάσεις, ο ζωγράφος φαίνεται να βρίσκει ένα ταιριαστό εκφραστικό δρομολόγιο σ’ αυτά τα τόσο εξαιρετικής υφής έργα.
Μετά από αρκετά χρόνια, έχουμε και μια έκθεση με νέα έργα από τον Μάριο Σπηλιόπουλο που, στο μεταξύ, έχει διακριθεί και ως καθηγητής τής ΑΣΚΤ όπου διετέλεσε και Πρύτανης. Δεν είναι εκείνα τα λυρικά, νοσταλγικά, «χριστιανικά» έργα, στο ιδεολογικό πλαίσιο του λογοτέχνη Ν.Γ. Πεντζίκη και το εικαστικό τού Κρ. Μπολτάνσκι, ούτε εκείνα με τα περιγράμματα τριών διαστάσεων της πατρίδας του Χαλκιδικής. Τώρα ο Σπηλιόπουλος ζωγραφίζει «εφημερίδες του δρόμου», στο στυλ των ιδιόγραφων επιτοίχιων εφημερίδων της κινέζικης κομμουνιστικής επανάστασης. Με πολύ και έντονο χρώμα και με εικονιστικά ίχνη που παραπέμπουν σε πρωτοσέλιδα εφημερίδων και εξώφυλλα περιοδικών της πρόσφατης ελληνικής κρίσης. Θυμίζει ανάλογη, ως προς τα συστατικά της, δουλειά τού Γ. Ψυχοπαίδη. Είναι έργα λιγότερο συγκινησιακά / αθώα από εκείνα της παλιότερης δουλειάς του, κάπως δασκαλίστικα προσεγμένα, αλλά, εντέλει ελκυστικά και ομιλητικά.