Χάρτης 16 - ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2020
https://dev.hartismag.gr/hartis-16/biblia/eso-alypos-oti-mikron-to-diaforon
1.
Ένα Προοίμιο, εννέα κεφάλαια (Η ιστορική αλήθεια, Εντυπώσεις αληθείας, Η αλήθεια της πίστης, Η αλήθεια της εικόνας, Άλυπος θάνατος, Το ρίσκο της επίγνωσης, Μαρτυρίες, Η πόλις των ιδεών, Η μεταμόρφωση) και ένα ακόμη σε θέση σύντομου επιλόγου (Επιθυμίες) συγκροτούν το πιο πρόσφατο έργο του Κώστα Βούλγαρη. Με θέματα που τροφοδοτούν εδώ και πολλά χρόνια τις ποικίλες ιστορικές, φιλοσοφικές και λογοτεχνικές αναζητήσεις του συγγραφέα τους, Η αλήθεια και ο άλυπος θάνατος συνιστά πολύπτυχο και πυκνό σε νοηματικές και μορφολογικές εναλλαγές λογοτεχνικό σύνθεμα, με τις επινοημένες ή ιστορικές αφηγήσεις να εκκολάπτουν ή παραπέμπουν σε μικρές πραγματείες. Έργο υβριδικό, γραμμένο σε γλώσσα αρχαιοπρεπή και μάλλον ανοίκεια στον νεώτερο ηλικιακά αναγνώστη, γλώσσα την οποία ο Βούλγαρης ως λάτρης, έμπειρος ερευνητής και αλιεύς μεσαιωνικών κειμένων χειρίζεται επιτυχώς, με σθένος και άποψη.
«Αντίγραφε, αντίγραφε πιστά […] δημοσίευε αδιακρίτως, άλλα δηλών ως ευρεθέντα τεκμήρια και άλλα ως μυθουργίες, ότι μικρόν το διάφορον».
Συγγραφέας κατά τα φαινόμενα μόνον περίπλοκος, ο Κώστας Βούλγαρης δε διστάζει εκ Προοιμίου
να μας αποκαλύψει τους βασικούς άξονες και τις πιο σημαντικές παραμέτρους της τέχνης και της αισθητικής του. Με την πεποίθηση ότι ο πραγματικός καλλιτέχνης επιδιώκει τη ρήξη εκεί που ο κλασικός αναγνώστης επιθυμεί τη συνέχεια, επαναφέρει ένα ζήτημα που έχει με εμβρίθεια και χωρίς ίχνος σοβαροφάνειας αναπτύξει και σε προηγούμενα βιβλία του, το θέμα της ταυτότητας του δημιουργού, σε συνδυασμό με εκείνο της διαστροφής τόσο της αλήθειας όσο και του ψεύδους που κρύβεται πίσω από κάθε αρχέγονο μύθο και παραμυθία, αποκαθαίροντας ιστορικές στρεβλώσεις και δοξασίες αιώνων.
Μνημονεύοντας Θουκυδίδη και την ιστορία των χρόνων κατά τους οποίους «οι κατοικούντες τη γη που σήμερα καλούμε Ελλάδα καλλιεργούσαν τα κτήματά τους τόσο μόνον όσο δια να επιζήσουν», ο συγγραφέας της Αλήθειας
αναφέρεται στη μετανάστευση, την πειρατεία, τον πόλεμο της Τροίας και την περιπετειώδη και ─στην πλειονότητά της─ άδοξη επάνοδο των πολεμιστών στις γενέθλιες πόλεις και τα εδάφη τους, για να καταλήξει:
«Όμως, παρ’ ότι υποδεεστέρα της φήμης της, η κατά Τροίας εκστρατεία κατέστη ονομαστοτέρα όλων των πριν γενομένων […] ένεκα της αίγλης των ποιημάτων του Ομήρου, προκύπτουσα διηνεκώς εκ της χάριτος του λόγου αυτού».
Δεν θα υπήρχε, ίσως, επιτυχέστερος τρόπος να επαναθέσει κάποιος το ερώτημα περί του τι εστί ιστορική αλήθεια και πώς αυτή ανάλογα με τον ανθρώπινο λόγο και τη δύναμη των πραγμάτων διαστρεβλώνεται ή μεγαλοποιείται, παραχαράσσεται ή ολωσδιόλου αποσιωπείται, ενώ επιπλέον, έχουμε εδώ (κεφ. Η Ιστορική αλήθεια) μία σημαίνουσα μνεία στον Όμηρο, δημιουργό που παραμένει σκοτεινός ακόμη και σήμερα, και ως προς την υπόσταση και ως προς την καταγωγή, σε αντίθεση με τη λογοτεχνική αξία του έργου του, την οποία κανείς δεν αμφισβητεί.
«Καθ’ εκάστην, Εύλυρος, Πάλλας, Ανύτη, Λαόστεφος, Ξάνθος, Υπατία, Σίμων, και τόσοι άλλοι συγγραφείς, τους οποίους ευτύχησα να έχω επί της κοίτης μου, καθήμενοι γύρω μου με φωνάζουν: Δος ημάς εις το φως και άφες τους λέγοντας λέγειν ό,τι αν βούλονται, ως της δεινής σοφίας ημών αμαθείς όντες».
Ο συγγραφέας προχωρεί ακόμη περισσότερο, κρίνοντας θετικά και φωτίζοντας μέσα από ένα άλλο πρίσμα δημιουργούς, οι οποίοι, αν και αποδείχτηκαν κίβδηλοι και κατηγορήθηκαν για ψευδολογία, επιβεβαίωσαν (μέσα από αυτήν ακριβώς την ψευδολογία τους) τη σχετική θεωρία του Μπαρτ για τον θάνατο του συγγραφέα. Στα κεφάλαια για την ουσία της αλήθειας ως προς την ενάργεια και την πίστη, αναφέρεται στον πολυτάραχο βίο του Ιερώνυμου (347-420) και την αμφισβήτηση της πατρότητας της πρώτης τεχνοκριτικής που γράφεται για εικαστικό έργο, με την επισήμανση ότι το εν λόγω κείμενο για τον Εωσφόρο («η του Εωσφόρου πτώσις ιστορημένη, αποδόθηκε τόσο ζωηρώς, ώστε έτρεμον οι θεατές πάντες αντικρίζοντες την εικόνα ταύτην») πιθανόν να μην έχει γραφεί από τον Ιερώνυμο αλλά «από τον Γρηγορίου Νύσσης, επί τη βάση αφηγήσεως άλλου τινός». Επίκαιρη η προβληματική της αλήθειας ως προς τη μετάφραση και του τι θα μπορούσε να θεωρηθεί πρωτογενές και τι αντίγραφο, αφού όπως διευκρινίζει ο Βούλγαρης: «Ποτέ δεν θα μάθουμε τον τρόπο προφοράς των λέξεων από εκείνους τους ανθρώπους […]
Έτσι, αναγκαστικά, για την υπερκέραση τέτοιων δυσκολιών, απομένει το ένστικτο και η διαίσθηση, πράγματα σπουδαία, αμφιλεγόμενης ωστόσο αξιοπιστίας»∙ ταυτόχρονα όμως, δεν παραλείπει να αναφερθεί πάλι στον Ιερώνυμο, ο οποίος, ως μεταφραστής των ιερών κειμένων θεωρούσε τη μετάφραση ισοδύναμη του πρωτότυπου, γιατί όπως χαρακτηριστικά ισχυριζόταν, αν αυτό δεν ίσχυε, τα ιερά κείμενα δεν θα διατηρούσαν την ιερότητά τους. Το ίδιο δύστροπο και πιθανώς αμφίσημο το ανακύπτον θέμα αν και κατά πόσον η αντιγραφή είναι απλώς και μόνον μία αντιγραφή και όχι το έναυσμα για σπουδή και αναδημιουργία, με τον συγγραφέα της Αλήθειας να επικαλείται την περίπτωση του Σιμωνίδη (Η πόλις των ιδεών) ενώ και στην Τέχνη των Ιδεών γίνεται αναφορά στο έργο του Σιμωνίδη Συμαϊς, και την πιθανή σχέση του με το τελευταίο ποίημα του Καβάφη Εις τα περίχωρα της Αντιοχείας∙ υπόθεση που ανοίγει ένα δεύτερο κρίσιμο ζήτημα: τη σχέση μεταξύ (πρωτότυπου) πομπού και (μυημένου) δέκτη.
Ανιχνεύοντας δείγματα μεταμυθοπλασίας (κεφ. Η αλήθεια της εικόνας) και επικαλούμενος το μυστήριο και αβυσσαλέο της τέχνης με αφορμή τον περίφημο πίνακα του Καραβάτζο Ο Άγιος Ιερώνυμος στο εργαστήριό του σε συνδυασμό με ένα μάλλον άσημο και αμφιλεγόμενης καταγωγής διήγημα με τίτλο Αγίου Ιερώνυμου ομολογία εσχάτη, ο Βούλγαρης ανακαλεί Βάλτερ Μπένγιαμιν και στη συνέχεια τον Γάλλο θεωρητικό της τέχνης Nicolas Bourriaud, με τον δεύτερο να ρίχνει το βλέμμα ακόμη πιο μακριά, στο έργο του σημερινού DJ και του προγραμματιστή. Ακολουθεί ο ψευδο-μονόλογος του ζωγράφου (Ο Καραβάτζο στο εργαστήριό του), κείμενο το οποίο ο συγγραφέας υποτίθεται ότι συνάντησε τυχαία σε ένα αρχείο μεταμυθοπλασίας. Εδώ, ο γράφων το κείμενο, αποκαλυπτικός, πικρός, εξομολογητικός και ταυτόχρονα στιβαρός, καταθέτει εν είδη άτυπης επιστολής προς τον σύγχρονο αναγνώστη και καλλιτέχνη, τις απόψεις περί του ψεύδους και της αλήθειας του, μνημονεύοντας για μία ακόμη φορά τον Όμηρο, ενώ εξ ίσου αποκαλυπτικός είναι και ο διάλογος των δύο αντρών (του Διονυσίου Σολωμού και του σύγχρονου ποιητή) στο θεατρογενές Το πατρικό σπίτι (κεφ. Το ρίσκο της επίγνωσης):
– Τι απομένει λοιπόν;
– Μια ιστορία χωρίς αρχή και τέλος;
– Μια παλιά αμαξοστοιχία χωρίς μηχανές;
– Ένας ατέρμων κοχλίας;
με κορύφωση τον λόγο της μεσόκοπης γυναίκας στο ρόλο του χορού:
– Οι λέξεις δεν μας σώζουν. Η φθορά είναι σωματική. Τα γεγονότα επιβάλλουν τη δική τους ενοχή […]
– Τώρα είμαι εγώ τα πρόσωπα και είμαι εγώ αυτός που γράφει. Και διαβάζω ό,τι γράφω δυνατά, διαβάζω και μιλάω, μ’ ακούω και τρομάζω.
2.
Με ποικίλες τομές, όψεις που γίνονται συναρπαστικές αγνοώντας επιδεικτικά ή τρυφερά παρακάμπτοντας την πεπατημένη, και κείμενα που φέρουν την πατίνα της αίρεσης και του ανοίκειου είτε πρόκειται για σκόρπιες πληροφορίες μιας εν πολλοίς παραγκωνισμένης αλήθειας ή από στόμα σε στόμα παραποιημένης παράδοσης, είτε για μαρτυρίες και ντοκουμέντα κάποιας (υποτίθεται) έγκυρης αλλά όχι λιγότερο παραποιημένης και παραφρασμένης επίσημης γραμματείας, Η Αλήθεια Και ο άλυπος θάνατος άλλοτε θυμίζει θρόισμα ευπροσήγορης πραϋντικής παραίνεσης κι άλλοτε θραύσμα μιας επιτακτικής άνωθεν προτροπής ή ρηξικέλευθης προγραμματικής συνθήκης. Παντού οι πηγές και τα δάνεια είναι δομημένα έτσι ώστε να δημιουργούν έργο πρωτότυπο, μέσα από αλλεπάλληλους εγκιβωτισμούς, παροράματα και σπέρματα άλλων ιστοριών που πλέκονται η μια μέσα στην άλλη, με καταγωγή «μια καταγωγή εντός της καταγωγής και στόχο το χωρίς πυθμένα χάος του άπειρου αναδιπλασιασμού τους». Το ύφος είναι θερμό ακόμη κι όταν ενδύεται τον μανδύα ενός φιλοσοφικού και καλλιτεχνικού μανιφέστου, όπως για παράδειγμα στο κεφάλαιο Μαρτυρίες, όπου τα κείμενα χρεώνονται αφηγηματικά στο πρόσωπο που μιλά, με εξαίρεση τα τρία τελευταία, τα οποία χρεώνονται, πάλι αφηγηματικά, στον συγγραφέα Βούλγαρη, ως δικές του μαρτυρίες. Να σημειώσουμε εδώ, ότι στο υποκεφάλαιο Εκ της ιδίας μήτρας ο συγγραφέας της Αλήθειας μας δίνει μία επιπλέον εκδοχή της πολυφωνικότητας, περιλαμβάνοντας, στην περσόνα που μαρτυρεί, προφανώς τους Γιάννη Πάνου και Θανάση Βαλτινό, αλλά και τον ίδιο, αφού πέρα από τις λογοτεχνικές συγγένειες, υπάρχει και η καταγωγική (Βούλγαρης, Πάνου κατάγονται από τα Δολιανά Αρκαδίας, χωριό όμορο με εκείνο του Βαλτινού). Και ιδού, ξανά στο προσκήνιο τα αγαπημένα βιβλία πρόζας, δοκιμίου και ποίησης, βιβλία που διαχρονικά (και εμμονικά θα λέγαμε) απασχολούν τον συγγραφέα, συλλήψεις μιας γραφής που, κατά την κρίση του και όπως αναφέρει σε προηγούμενα έργα ή κείμενά του δημοσιευμένα στον τύπο: «δεν επιδιώκει μόνο να συνομιλήσει με τη συλλογική μνήμη αλλά και να ανταποκριθεί λειτουργικά στη μορφική ανησυχία και το ευρύτερο λογοτεχνικό γίγνεσθαι της σημερινής εποχής, μέσα από μια στοχαστική και ειρωνική μεταγλώσσα, συχνά εσωστρεφή και αυτοαναφορική, λόγο αιρετικό που προσπαθεί να ερμηνεύσει τις γλώσσες όλων των υπολοίπων ενσωματώνοντάς τες στο κέντρο ενός κέντρου που οδηγεί στην άβυσσο». Έργα που επιθυμούν να χειραφετηθούν αποκαλύπτοντας στον αναγνώστη τη διαδικασία τους και θέτοντας τα ίδια αλλά και τους δημιουργούς τους απέναντι στις κοινωνικές συμβάσεις, με τον Βούλγαρη, σε μια κρίση τολμηρή, πιθανόν ακραία αλλά πάντως ενδιαφέρουσα, να τους παρομοιάζει με τους Ζαπατίστας∙ κρίση, ωστόσο, όχι περισσότερο ακραία και σύνθετη από τη φωνή εκείνων που καλούνται να συμπεριλάβουν ως προϋπόθεση αλλά και συνέπεια της μεταμυθοπλασίας τους. Άλλωστε, όπως ο ίδιος καταθέτει: «η ιστορία της τέχνης εν γένει, και της λογοτεχνίας ειδικότερα, μπορεί να εννοηθεί μόνο ως ακολουθία των μορφών, τις οποίες μας κομίζουν τα λογοτεχνικά έργα. Όλα τα υπόλοιπα, όπως το περιβόητο περιεχόμενο και άλλα ηθογραφικά και πληροφοριακά, αφορούν μόνο την παραφιλολογία, και τώρα πια την αστειότητα των πολιτισμικών σπουδών, που μας επιστρέφει στον νηπιακό κοινωνιολογισμό των αρχών του 20ού αιώνα».
Παραθέτω από τον επίλογο Επιθυμία, ένα μικρό απόσπασμα για τις απόκρυφες ποιότητες της τέχνης, χαρακτηριστικό του ήθους και της κοσμοαντίληψης του Βούλγαρη: «[…] Ζητώ ικετικώς, παρά των ομοίως φρονούντων πατέρων και αδερφών […] τα ιμάτια της γραφής ταύτης διαμοιράσωσι αδιστάκτως, ως έκαστος πιστεύει, ομολογεί, φρονεί και δοξάζει».