Χάρτης 16 - ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2020
https://dev.hartismag.gr/hartis-16/afierwma/peza-keimena-adhmosieyta
Ένα πρωί, η ώρα 11, ο Πέτρος άκουσε κάτι στον ύπνο του. Άλλαξε πλευρό κι ετοιμαζόταν να κοιμηθεί ξανά, όμως το κουδούνι χτυπούσε τώρα επίμονα. Ζαλισμένος καθώς ήταν κατέβηκε απ’ το κρεβάτι κι έτρεξε ν’ ανοίξει, ξεχνώντας πως ήταν με τα σώβρακα.
Δυο παπάδες ήταν στην πόρτα. Ο ένας βαστούσε θυμιατήρι και σταυρό. Ο δεύτερος κλαδιά κι ένα ντενεκέ μεγέθους κονσέρβας γκρέιπφρουτ. Ο Πέτρος αυθόρμητα έκανε λίγο πίσω κι αυτοί προχώρησαν αεράτοι, με μεγάλα βήματα, κι έτσι βαδίζοντας κι εκείνος προς τα πίσω κι οι επισκέπτες μπροστά, φτάσαν στο δωμάτιό του.
– Καλημέρα σας, ήρθαμε να κάνουμε αγιασμό – μίλησε ο ψηλότερος που προπορευόταν, με φωνή χοντρή και κάποια εκλέπτυνση στον τόνο.
Τότε ήταν που ο Πέτρος ξύπνησε για τα καλά. Άρχισε δηλαδή να συνειδητοποιεί τι ακριβώς γινόταν. Στο δωμάτιό του δύο άνθρωποι με ράσα. Κουβέρτες, σεντόνια και μαξιλάρι ένας άτακτος σωρός. Μπλουζάκια και πουλόβερ πάνω στα έπιπλα, ένα ψαροντούφεκο και διαπλανητικά περιοδικά με τέρατα πάνω στο πάτωμα και μια εξάδα στακτοδοχεία γεμάτα αποτσίγαρα.
– Ασφαλώς είστε της Σχολής, είπε ξαφνικά ο ένας παπάς.
– Ποιάς σχολής; ρώτησε ο Πέτρος που αιφνιδιάστηκε.
– Της Θεολογίας, συνάδελφος.
– Όχι, όχι, δεν είμαι, [είπε] και χαμογέλασε σεμνά.
– Α, καλά, δεν πειράζει. Μου πέρασε η ιδέα επειδή αφήνετε γένια.
Είχαν, όμως, αρχίσει τον αγιασμό. Λέξη δεν ξεχώριζες απ’ όσα έλεγαν, γιατί ο ένας μιλούσε πολύ γρήγορα κι ο άλλος ψέλλιζε συνέχεια. Στο μεταξύ, αυτός που κρατούσε τον ντενεκέ, όλο και έριχνε ματιές στο δωμάτιο. Ο Πέτρος παρακολουθούσε το βλέμμα του και παρατήρησε τα ιαπωνικά σπαθιά που κρέμονταν στους τοίχους. Τα ’χε αγοράσει από ένα παλαιοπωλείο στη Ρώμη, ήταν ολόκληρη ιστορία. Μετά, το μάτι του παπά έπεσε πάνω στο κομοδίνο, δεξιά απ’ το κρεβάτι. Με φρίκη ο Πέτρος είδε ένα προφυλακτικό.
«Ω, διάολε, αυτό μας έλειπε», σκέφτηκε.
Όμως ο αγιασμός είχε τελειώσει. Ο πρώτος παπάς του πρότεινε το παχουλό και μαλλιαρό χέρι του κι ο Πέτρος, τρομοκρατημένος, το φίλησε με λαιμαργία.
– Και του χρόνου.
Όρμησε, κυριολεκτικά, σ’ ένα συρτάρι, το άνοιξε κι έβγαλε από μέσα ένα νόμισμα. Το έβαλε στο χέρι του δεύτερου παπά, αυτός το κοίταξε και το ’ριξε μέσα στο κουτί.
– Ο Θεός μαζί σας, είπε.
(1964)
– Και που λες, άκου να δεις τα κατορθώματα του ανηψιού σου. Παίρνει τηλέφωνο, τότε που ήταν άρρωστος ο Γιάννης, κι αφού μου λέει «Γειά σου, θεία, με συγχωρείς που δεν ήρθα τόσον καιρό», με ρωτάει για τον Γιάννη «Πώς είναι ο θείος, θεία, είναι καλύτερα, τώρα;» «Μπα», του λέω, «παιδί μου, τι καλύτερα να ’ναι. Με καρδιοτονωτικά τον κρατάμε. Είναι αδύνατη η καρδιά του». «Δηλαδή, θεία», μου λέει «λες να επέλθει το μοιραίο;»
Διηγείται η μεγάλη αδελφή της μάνας μου. Είμαστε στην κρεβατοκάμαρά της κι εκείνη είναι ξαπλωμένη. Σε κάθε πλευρά τού κρεβατιού κάθεται και μια της αδελφή.
Η Ελένη, η μικρότερη, γελάει καλόκαρδα και με κοιτάζει με λατρεία.
– Τώρα που πέθανε ο θείος σου, ούτε μας ήλθες καθόλου. Σε θυμάμαι που σ’ έφερναν, παιδάκι, κι έπεφτες με τα μούτρα στο Larousse.
Εγώ θυμάμαι πως ένα καλοκαίρι που είχα μείνει σπίτι της για μερικές μέρες, είχα πολλές φορές αυνανιστεί στη σκέψη της, γιατί ήταν νόστιμη, με ωραίες γάμπες κι από τη φύση της πολύ περιποιητική. Τώρα, στα 62 της, οι γοφοί της είχαν παραμορφωθεί από την αρθρίτιδα και μόνο στη φωνή της υπάρχει κάτι απ’ το νάζι που ’χε στα 35 της.
Ανοίγει τώρα την τσάντα της και βγάζει αποδείξεις ένα σωρό. Η μεγάλη τις έχει βγάλει από πριν κι είναι ταχτοποιημένες μ’ ένα συνδετήρα. Το πρόσωπό της είναι φρέσκο και ροδαλό και τα μαλλιά, τραβηγμένα σε κότσο, είναι μαύρα στην πλειονότητά τους. Η μάνα μου από το κρεβάτι παρακολουθεί και κάθε τόσο επεμβαίνει. Η θεία Ελένη φαίνεται να μην πολυκαταλαβαίνει από λογαριασμούς κι η μεγάλη της αδελφή, που ήταν δασκάλα, την κοιτάζει με περιφρόνηση, καθώς τα χάνει με τις ερωτήσεις-παγίδες που της κάνει η μητέρα μου.
Η μάνα μου είναι 67 χρονών. Είναι η μεσαία αδελφή. Μια κανονικά γερασμένη γυναίκα, χωρίς καμμία παραμόρφωση στο σώμα. Τα μάτια της φέγγουν σαν κάρβουνο πάνω στο χλωμό της πρόσωπο. Είναι όμως παραμελημένη στο ντύσιμο και μοιάζει κατα[βε]βλημένη. Έχει τρεις μέρες τώρα στο κρεβάτι νομίζοντας πως έχει λευχαιμία και της το κρύβουν. Υποχονδρία. Ένας ψυχίατρος που την είδε, μου συνέστησε να μπει αμέσως σε κλινική –στη δική του κλινική– γιατί η κατάστασή της εμπνέει ανησυχία. Την πήρα και φύγαμε κι ήταν αυτό που ήθελε, γιατί με την υποτιθέμενη αρρώστια της γύρευε στοργή, κάποιος να την προσέξει, ν’ ασχοληθούν πάλι μαζί της, γιατί από τότε που πέθανε ο πατέρας μου, έξη χρόνια τώρα, ζει στο σπίτι κλεισμένη, διαβάζοντας αποκλειστικά περιοδικά παρεκκλησιαστικών οργανώσεων.
Εγώ, λοιπόν, πρέπει να της γιατρέψω την υποτιθέμενη λευχαιμία, δηλαδή την τρέλα, δηλαδή την έλλειψη στοργής κι ο ψυχίατρος παρακάμπτει τη φοβερή αυτή εξίσωση και τη θέλει στην κλινική του για να την κάνει όπως εκείνη που εμφανίστηκε στην αίθουσα αναμονής κι ήταν σαν υπνοβάτις.
Για μια στιγμή κάτι λένε στη μάνα μου οι δύο αδελφές, πειραχτικό, κι αυτή χαμογελάει. Το χαμόγελό της, ανεπαίσθητο, προλαβαίνω και το βλέπω. Ποιός να ξέρει τι θυμούνται, ποιές παιδικές εικόνες ξαναζούν, χωρίς να λένε τίποτα, έτσι με τα κύματα της μνήμης.
Σε λίγο φεύγουν. Φιλιούνται. Η μάνα μου μοιάζει να ’ναι η μικρότερη. Και είναι, γιατί οι φρένες της έχουνε πρόσκαιρα σαλέψει.
Ήταν ένας απ’ αυτούς που ζουν εκτός τόπου και, ίσως, εκτός χρόνου. Δεν ανήκε στην εργατική τάξη, δεν δούλευε για το κράτος, ούτε υπάλληλος σ’ εταιρία ήταν, ούτε κοσμικός ήταν, δεν είχε καν φίλους να πηγαίνει τα βράδια στην ταβέρνα. Πολλά πράγματα δεν ήταν.
Ήταν ένας μοναχικός άνθρωπος; Ήταν συλλέκτης, ήταν μπανιστηρτζής, ήταν τουλάχιστον φίλαθλος, να πηγαίνει στο Καραϊσκάκη τις Κυριακές να βλέπει τον απαράμιλλο Ολυμπιακό και να χτικιάζει μ’ αυτούς τους ασυνείδητους που φοράνε τη δοξασμένη φανέλα του ιστορικού συλλόγου; Όχι, δεν ήταν συλλέκτης. Δεν ήταν ούτε φίλαθλος. Αγνοούσε και αυτή την ύπαρξη του Ολυμπιακού.
Τι ήταν;
Ας δούμε τα πράγματα με τη σειρά τους: Έμενε σ’ ένα παλιό τριόροφο στην Κυψέλη. Όχι στον κεντρικό δρόμο, αλλά σε μια από αυτές τις καθέτους που έχουν διώροφα και τριώροφα. Το τριώροφο ήταν δικό του· το ’χε κληρονομήσει από τον πατέρα του. Ήταν εδώ και έντεκα χρόνια παντρεμένος κι είχε και δύο κόρες: 10 χρονών και 8.
Δεν είχε κανονική δουλειά. Νοίκιαζε τους άλλους δύο ορόφους κι εβγαζε 6 χιλιάρικα. Ο ίδιος νοίκι δεν πλήρωνε, κοινόχρηστα δεν είχε, κι όσο για τηλέφωνο, δεν είχε βάλει ποτέ του – γιατί σιχαινόταν τον ήχο του.
Η ζωή του ήταν μετρημένη. Για τους άλλους όμως. Γι’ αυτούς που τον έβλεπαν πώς ζούσε. Μπορεί ποτέ οι άλλοι να ξέρουν πώς ζεις; Μόνο εσύ ο ίδιος ξέρεις τη ζωή σου, που ΄ναι κάτι πολύ παραπάνω απ΄το να ΄χεις την τάδε δουλειά ή την τάδε γυναίκα.
Η δική του ζωή ήταν περίεργη. Ήταν όμως μια ζωή που άξιζε να την ζήσει, τον γέμιζε περιπέτεια, αγωνία και... Δεν την ήξερε τη λέξη. Μακαριότητα θα ’θελε να πει, αν μπορούσε.
Ήξερε όμως να παίζει πιάνο με τις ώρες και ν΄ακούει τους ήχους, ενώ συνήθως έψαχνε για καινούριους. Αυτή η συνεχής σειρά ήχων ήταν κάτι περισσότερο από μελωδία· ήταν το ίδιο το μυαλό ή κάποια επιτυχής έκδραση όχι μόνο εκείνης της στιγμής αλλά και πολλών άλλων, όπως όταν ανάσκελα στο μεγάλο κρεβάτι κοιτάζει το γαλάζιο ταβάνι με τους χάρτες της καπνιάς, που ξεφτίζει.
Αργά κάθε πρωί, στις 10 παρά τέταρτο, ξεκινούσε για το κέντρο, με προορισμό τα γραφεία μιας αντιπροσωπείας που είχε ο θείος του. Του είχαν δώσει ένα γραφείο, σήκωνε το τηλέφωνο και κρατούσε σημειώσεις σ΄αυτά που του ΄λεγαν και θα 'πρεπε, φεύγοντας, να τα αφήνει στο γραφείο του θείου του,που ερχόταν μεσημέρι κι έμενε μέχρι αργά. Εκείνος δεν καθόταν ποτέ πάνω από 3 ώρες. Προτού η ώρα γίνει μία σηκωνόταν να φύγει. Κι αυτό, όχι επειδή βαριόταν, αλλά [επειδή] δεν ήθελε να μπλέξει με το λεφούσι των ανθρώπων που συνοστιζόταν στις αφετηρίες.
Γύρω στη 1 παρά 10΄ περνούσε στο αριστερό πεζοδρόμιο της Σανταρόζα, έβγαινε στην Πανεπιστημίου, τη διέσχιζε και [έφτανε] κατευθείαν στο Rex όπου άρχιζε να βλέπει φωτογραφίες. Από εκεί ανέβαινε λίγο πιο πάνω, στο Ideal, έβλεπε κι εκεί, ξανακατέβαινε, μετά, την Πανεπιστημίου (περνώντας από το Rex, όπου είχε ήδη κοιτάξει), στην Titania. Πάντοτε γινόταν με την ίδια σειρά: Rex-Ideal-Titania. Δεν υπήρχε περίπτωση ν’ αλλάξει γιατί δεν υπήρχε περίπτωση να το ξεχάσει. Το γιατί δεν το ξεχνούσε ήταν απλό: Αυτός είχε δημιουργήσει τη σειρά στο μυαλό του.
Στις φωτογραφίες έβλεπε πολύ περισσότερα απ’ ό,τι έβλεπαν οι άλλοι. Ο ίδιος, βέβαια, δεν τό ΄ξερε γιατί δεν μπόρεσε ποτέ να καταλάβει πώς και πόσο σκέφτονται οι άλλοι.
Υπήρχαν ώρες που νόμιζε πως όλοι ήταν τρελοί. Ακόμη κι η γυναίκα του, η Ανθή, που ΄χε χοντρύνει και τον κοίταζε περίεργα – έτσι που την φοβόταν. Κι ο φόβος του προερχόταν ακριβώς από το γεγονός ότι δεν ήξερε τι σκεφτόταν.
Πάνε χρόνια δεκατρία που τη γνώρισε. Ήταν τέλος καλοκαιριού του 1958. Στα λουτρά της ΟΥΛΕΝ, στην αρχή του Παλαιού Φαλήρου, εκεί, μετά τις εγκαταστάσεις της Αεροπορίας, στο στρίψιμο του παραλιακού δρόμου.
Συνήθιζε να πηγαίνει μόνος του για μπάνιο. Και πήγαινε πάντα στο ίδιο μέρος. Το ’χε βρει από παλιότερα, του άρεσε, κι έτσι έπαιρνε το λεωφορείο [και] το μαγιό του τυλιγμένο σε μιαν εφημερίδα.
Ήταν του Σταυρού. Η Ανθή βρέθηκε στις καμπίνες της ΟΥΛΕΝ με δυο φίλες, δυο γειτονοπούλες. Λιγοστός ήταν ο κόσμος στην παραλία, δύο σύννεφα σκέπαζαν τον ήλιο και μια γλυκειά μελαγχολία ξεκινούσε απ’ τον φυσικό περίγυρο κι απλωνόταν στα έμψυχα. Έτσι, τα γέλια των τριών κοριτσιών, ή μάλλον των δύο –η Ανθή σπανίως γελούσε– έκαναν τον ήρωά μας που καθόταν με την πλάτη ακουμπισμένη σ’ ένα τσιμέντο, να στρέψει το κεφάλι του προς το μέρος τους.
Για την κοινή μας διευκόλυνση, συγγραφέα και αναγνωστών, θα πρέπει να δώσουσε κι ένα όνομα στον ήρωα κι έτσι απερίσπαστοι να παρακολουθήσουμε από κοντά μια μοιραία ιστορία που άρχισε το μελαγχολικό εκείνο πρωινό του Σεπτεμβρίου στη μίζερη παραλία της ΟΥΛΕΝ για να καταλήξει, έντεκα χρόνια αργότερα, στην απελπσία και στην καταστροφή.
Είναι σίγουρο πως οι 3-4 λουόμενοι της παραλίας δεν κατάλαβαν πως η μοίρα έπεσε ανάμεσά τους και σημάδεψε δυο ανύποπτους ανθρώπους που ’χαν έρθει να κάνουν το μπάνιο τους.
Οι ήρωες όμως κατάλαβαν. Κι ο μεν Φίλιππος έχασε τη νηφαλιότητά του, σηκώθηκε κι άρχισε να κόβει βόλτες έξω από τις καμπίνες, ενώ η Ανθή, σπρωγμένη από μια μυστηριώδη δύναμη, παράταγε το μπάνιο και τις φίλες της κι έβγαινε έξω.
Ήλθε προς το μέρος του, τουρτουρίζοντας. Εκείνος σταμάτησε να βολτάρει κι έμεινε ακίνητος. Έτσι μεγαλόσωμος που είναι, με τις φαρδιές του πλάτες, της κρύβει τη θέα. Αστραπιαία, απ’ το μυαλό της Ανθής περνάει η εικόνα του πατέρα της, νεότερος, πριν δεκαπέντε χρόνια, στο σπίτι της νουνάς της, να την έχει στους ώμους –όχι στην πλάτη, στους ώμους–, κι εκείνη να προσπαθεί με τα χεράκια της να φτάσει έναν πολυέλαιο. Μπροστά της ήταν κόσμος, συγγενείς που χειρονομούσαν, μπουκάλια. Τώρα μπροστά της ήταν αυτός ο άγνωστος που της θύμιζε τον Ηenri Vidal, τον ηθοποιό που της αρέσει.
Όλα αυτά γίναν μέσα της σε μερικά δευτερόλεπτα και σ’ αυτό το μικρό χρονικό διάστημα ο Φίλιππος δεν κουνήθηκε από τη θέση του. Το οποίο σημαίνει πως τα πράγματα μείναν μετέωρα στο μυαλό της και δεν δόθηκε καμιά συνέχεια.
Μην ξεχνάμε πως είμαστε στο 1958 κι ακόμα υπάρχουν οι παραδοσιακές σχέσεις. Ο άντρας είναι δράση, κι ο άντρας εδώ έδειξε αδράνεια. Η Ανθή απομακρύνθηκε και πήγε στις φίλες της. Κι αυτός, μ’ ένα αίσθημα φόβου, ντύθηκε βιαστικά κι έφυγε.
Την άλλη μέρα ξαναπήγε. Είχε ήλιο κι ήταν πολύ περισσότερος κόσμος. Κάθησε τρεις ολόκληρες ώρες, κι όταν πια έφυγε μεσημέρι, ανακάλυψε πως δεν είχε έρθει για να κάνει μπάνιο, όπως συνήθως, αλλά για να συναντήσει εκείνη την κοπέλα.
Η κοπέλα είχε κιόλας στήσει τη μηχανή της. Το θηλυκό είχε αρχίσει να υφαίνει στο μυαλό του το ΣΧΕΔΙΟ. Το αρσενικό μοιραία θα υποτασσόταν. Πώς να τα βάλει με μια γυναίκα που μεγάλωσε με τις συμβουλές της μάνας της, με τις εξομολογήσεις των συμμαθητριών της και μ’ αυτές τις φαντασιώσεις για το τι μπορεί να κάνει ένας άντρας και μια γυναίκα, που τους έχει ευλογήσει ο ιερέας, σε μια σκοτεινή, δρύινη κρεβατοκάμαρα; Κι ύστερα εκείνη θα ΄ριχνε όλες της τις δυνάμεις στην εκτέλεση του ΣΧΕΔΙΟΥ, ενώ αυτός, υπνωτισμένος, είχε ήδη υποταχτεί απ’ την πρώτη στγμή, απ’ την πρώτη ματιά· ήταν η πρώτη γυναίκα που τον είχε κοιτάξει έτσι.
Την παράλλη ξαναπήγε και τη συνάντησε. Σ΄έναν χρόνο παντρεύτηκαν, στήσαν το σπιτικό τους στην Κυψέλη κι άρχισαν να περνούν ζωή χαρισάμενη.
Είχε πολλή τρυφερότητα μέσα του αυτός ο ανοικονόμητος και, το κυριότερο, την είχε διαφυλάξει. Η Ανθή πήρε το πλούσιο μερίδιό της σαν κάτι που το άξιζε. Κάναν έρωτα κάθε βράδυ κι αν είχε δοκιμάσει κι άλλους άντρες πριν απ’ τον Φίλιππο, θα ΄ταν πολύ ευχαριστημένη που τον είχε «χτυπήσει».
Ο κόσμος τους ήταν πολύ κλειστός. Εκείνος δε δούλευε κι έμενε όλη την ώρα μέσα. Το γιατί δε δούλευε ήταν ένα μυστικό που δεν είχε δικαίωμα κανείς –ούτε κι αυτή η γυναίκα του, η Ανθή– να το θίξει. Ήταν σαν μια μυστική συμφωνία που κάναν οι γονείς του με τους γονείς της, λίγες μέρες πριν παντρευτούν. Πάντως χρήματα είχαν, τους έδιναν οι γονείς του κι έτσι, μιας και υπήρχε το ψιλό, δεν υπήρχε λόγος να γίνει και ζήτημα το γεγονός ότι δεν δούλευε.
Το βράδυ έκλειναν τα φώτα κι έμεναν με τις ώρες ξύπνιοι πάνω στο κρεβάτι. Οι γυμνασιακές φαντασιώσεις της Ανθής παίρναν σάρκα και οστά και ο σκοτεινός όγκος του, αφού την χάιδευε με μιαν ανείπωτη τρυφερότητα, έπεφτε απάνω της και της άλλαζε τα φώτα. Βέβαια, δεν της έκανε όλες αυτές τις βρωμιές που κάναν μερικοί άντρες στις φίλες της, όπως εκείνος ο λεχρίτης ο κουρέας, ο άντρας της Παρασκευής, που της το έκανε την ώρα που η Παρασκευή έριχνε το αλάτι στην κατσαρόλα.
Στα δύο χρόνια γεννήθηκε το πρώτο παιδί: κορίτσι. Μέσα σε δυο βδομάδες ο Φίλιππος κατάλαβε πως κάτι άλλαξε ριζικά και αμετάκλητα. Δεν ήταν πια οι δυο τους, εκείνος και η Ανθή. Το μωρό, και οι φροντίδες που δικαιωματικά απαιτούσε, έμπαιναν ανάμεσά τους. Και για την Ανθή, καλά· σαν θηλυκό θα συνήθιζε – κι όπως, τελικά, συνήθισε. Για κείνον όμως έσπασε ο κόσμος του, έσπασε η σχέση του.
Τον επόμενο χρόνο, ένα γεγονός, διαφορετικό αυτή τη φορά, ήρθε να ταράξει και πάλι τα νερά. Είχαν ανέβει στο πάνω πάτωμα, στους γονείς του. Είχαν καθίσει στο τραπέζι να φάνε κι εκεί, ξαφνικά, η μάνα του, καθώς έφερνε το κουτάλι στα χείλη της, έπεσε σαν κεραυνόπληκτη με το κεφάλι στη σούπα. Το κουτάλι τής έφυγε απ’ τα χέρια και, σε λίγο, το πιάτο και το πρόσωπο τής σχετικά νέας ακόμη κυρίας, είχαν το ίδιο χρώμα.
Αυτά τα αναθεματισμένα βιβλία, τα ρομάντσα, ακόμη και τ΄αναγνωστικά του σχολείου που με φράσεις σατανικές όπως τούτη: «κι έγειρε ήσυχα το κεφάλι στο πλάι και ξεψύχησε σαν το πουλάκι», σου δίνουν λανθασμένες εικόνες...
Κάτι τέτοιο θα σκεφτόταν ο Φίλιππος κι η ζωή του άλλαξε απ’ την ώρα που το κεφάλι της μάνας του κύλησε στο πιάτο.
Μια δεύτερη γέννηση ήρθε σαν ισορροπία –πάλι κορίτσι– κι ο καημένος χάρηκε αυτή τη φορά. Το πρώτο παιδί τούς χάλασε τη σχέση, το δεύτερο θα τους έφτιαχνε την οικογένεια.
Ήταν Νοέμβρης του 1963, Κυριακή, κι ο Φϊλιππος βγήκε να ψηφίσει, όπως όλοι οι Έλληνες. Ήταν πολύς κόσμος, είχαν κάνει ουρά εκατό μέτρων, οι στρατιώτες με τα κράνη και τις ξιφολόγχες, τα πατημένα ψηφοδέλτια, ο γκρίζος ουρανός, κάποιος τον πρόσβαλλε κι αυτός ένοιωσε σκοτοδίνη.
Αν είμασταν μες στο μυαλό του θα βλέπαμε πως θυμήθηκε παλιά πράγματα δυσάρεστα, στο Κέντρο Νεοσυλλέκτων Τριπόλεως, μεγάλη ουρά τότε οι νεοσύλλεκτοι, τσίτσιδοι, κι οι γιατροί εξέταζαν αράδα.
– Ρε, αρκούδα, ντρέπεσαι να δείξεις τ’ αρχίδια σου; Είχε φωνάξει ξαφνικά ένας μαυριδερός επιλοχίας, κι ο Φίλιππος, 1,86 ανάστημα, με δύναμη βοδιού, ένοιωσε σα σκόρος.
Σηκώθηκε κι έφυγε· γύρισε σπίτι, κλειδώθηκε, ανησύχησαν όλοι, αυτός δεν έτρωγε, έκανε δυο μέρες να βγει κι όταν βγήκε ήταν αλλιώτικος.
Δεν ξανάκανε έρωτα στην Ανθή, μιλούσε σπανίως στην Ανθή, έπιασε δουλειά στο θείο του κι άρχισε αυτόν τον γύρο των κινηματογράφων με τη σειρά, όπως είπαμε στην αρχή της ιστορία μας.
Το περίεργο είναι ότι όλοι, και μέσα σε ελάχιστο διάστημα, συνήθησαν και δέχτηκαν την καινούρια κατάσταση.
– Μα, τι; θα πείτε. Η ανάμνηση ενός δυσάρεστου γεγονότος ή, αν το θέλετε, μπορεί ποτέ η προσβολή ενός λοχία σ΄έναν νεοσύλλεκτο, να του κάνει τη ζωή ποδήλατο και μάλιστα μετά την πάροδο δέκα ολόκληρων χρόνων; Βέβαια όχι. Πρέπει όμως, από δω και πέρα, να δεχθούμε πως ο ήρωάς μας είναι σχιζοφρενής κι έτσι, μια ασήμαντη για μας αιτία, αποτελεί για κείνον την αφορμή για το ξέσπασμα της ύπουλης αρρώστιας.
Καημένοι γονείς, που πήγατε να προφυλάξετε το παιδί σας από τη φρίκη του ψυχιατρείου. Γι’ αυτό και κάνατε το μυστικό εκείνο πρωτόκολλο με τους γονείς της Ανθής και σιωπηλά συμφωνήσατε να μη δουλεύει.
Κι η Ανθή; Τι να σου κάνει η Ανθή. Η Ανθή που ’φαγε τα χρόνια της σχεδιάζοντας πώς θα κατακτήσει τον άντρα, δεν είχε τώρα τα μέσα, ούτε την εξελιγμένη θηλυκότητα για να μπει στον κόσμο του, στον κόσμο ενός τρελού.
Έτσι χωρίσαν οι δρόμοι τους. Συναντιόντουσαν στο τραπέζι, όπου δε μίλαγαν, και στο κρεβάτι, για ύπνο. Τις υπόλοιπες ώρες εκείνος ή έπαιζε πιάνο ή κοίταζε το ταβάνι καθισμένος στο κρεβάτι ή –κι αυτό το βεβαιώνουν οι γείτονες που τους είδαν πολλές φορές– μιλούσε με το [μικρό] κοριτσάκι του τ΄απογεύματα, στον κήπο, κοντά στον φοίνικα.
Θα πρέπει, λοιπόν, να ρωτήσουμε το κοριτσάκι του, τη δευτερότοκη, για να μας πει τι της έλεγε τέλος πάντων.
Ήταν ένα πρωί του φθινοπώρου, η βροχή κρεμόταν και στα μπαλκόνια των σπιτιών της παρόδου συνωστιζόταν κόσμος, παιδιά και γυναίκες. Στο δρόμο δύο περιπολικά κι ένα ασθενοφόρο. Αστυφύλακες εν στολή και άλλοι, με πολιτικά και χαρτοφύλακες και διάφορα εργαλεία ανέβαιναν βιαστικά τις σκάλες του σπιτιού.
Καλύτερα να φύγουμε. Η καταστροφή χτύπησε το σπίτι του Φίλιππου και της Ανθής κι εμείς που πήγαμε να ρωτήσαμε το κοριτσάκι του, θα φύγουμε άπρακτοι γιατί το κοριτσάκι είναι σφαγμένο κι εκείνος άλαλος σα να ΄χει δει ξωτικό.
Ο κόσμος σπρώχνεται για να δει τον φονιά. Ακούγονται κιόλας οι πρώτες γυναικείες κατάρες. Φωνές σαν στυμμένα σφουγγαρόπανα.
– Κακούργε! Σκοτώστε τον! Απ’ το Θεό να το ’βρεις.
( 29 Μαϊου 1975 )
Ήταν η τρίτη βδομάδα της άνοιξης κι όμως έκανε ψύχρα γιατί νωρίς το απόγευμα είχε βρέξει. Ο Λάζαρος άρχισε να κατεβαίνει τη σιδερένια στριφογυριστή σκάλα ενώ, ταυτόχρονα, έβαζε το μπλε άνορακ που είχε ριγμένο στους ώμους του. Πέρασε τις λεμονιές της εξώπορτας και βγήκε στο δρόμο.
Το συνεργείο αυτοκινήτων στη γωνία της οδού Σπετσών είχε κλείσει, όπως και το ζαχαροπλαστείο απέναντι. Ήταν τα μόνα σημάδια ζωής σ’ αυτόν το δρόμο και για κάποιον που δεν είχε ρολόι σήμαινε πως ήταν περασμένες 10.
Άρχισε να κατεβαίνει την οδό Βενιζέλου. «Σαν το Λος Άντζελες κι εδώ», σκέφτεται. «Ερημιά κι αποξένωση, καθένας τη δουλειά του και το αυτοκίνητό του. Μόνο που δεν περίμενα να γίνει τόσο γρήγορα».
Δεν ήξερε κανέναν στην γειτονιά. Ούτε ποιός κάθεται πού, ούτε καλημέρες, ούτε τίποτα. Ήξερε μερικά ζώα, όμως, τα δύο σκυλιά λ.χ. που κάναν σα λυσασμένα, γάβγιζαν και πάσχιζαν να σπάσουν τις αλυσίδες που τα κρατούσαν δεμένα, κάθε φορά που αυτός περνούσε έξω από το σπίτι των αφεντικών τους. Κάποιο βράδυ, μάλιστα, την είχε πάθει γιατί τα ’χε ξεχάσει εντελώς και περπατούσε αμέριμνα κι αυτά, καθώς άρχισαν να γαβγίζουν ξαφνικά, του κόψανε τη χολή. Aπό τότε, φρόντιζε να περνάει ξυστά τα κάγκελα του κήπου και να τα προκαλεί. Το πρόσωπό του παραμορφωνόταν σχεδόν καθώς τα έβριζε και μιας και οι λέξεις δεν έπαιζαν κανένα ρόλο, τα σκυλιά πιάναν την ένταση και τον τόνο της φωνής του και απαντούσαν με ανάλογα γαβγίσματα.
Στην πραγματικότητα τα φοβόταν πολύ τα σκυλιά, κι όχι χωρίς λόγο. Το περσινό καλοκαίρι, σε μια παραλία γεμάτη κόσμο και πλάι στο σημείο που νοικιάζαν θαλάσσια ποδήλατα, υπήρχε κι ένα λυκόσκυλο. Ήταν ήσυχο, μέχρι τη στιγμή που ο Λάζαρος πέρασε από κοντά του. Τότε αυτό τινάχτηκε γρυλίζοντας και του όρμησε παρασέρνοντας και τη θαλάσσια ομπρέλα με τη βαριά πέτρινη βάση πάνω στην οποία ήταν δεμένο. Ο Λάζαρος είχε παγώσει και τ’ αφεντικά του σκύλου, δυο μεσίληκες τουρίστες που έμοιαζαν να ’ναι Γερμανοί, κατάφεραν να το μαζέψουν. Όλοι οι γνωστοί του έλεγαν ότι αυτό συμβαίνει επειδή τα αντιπαθεί ή τα φοβάται και τα σκυλιά το καταλαβαίνουν. Ίσως μάλιστα ο φόβος να δημιουργεί κάποια έκκριση αδένων με χαρακτηριστική μυρουδιά που τα σκυλιά, με την παντοδύναμη όσφρηση την καταγράφουν. «Πάψε να τα φοβάσαι», τον συμβούλευαν, «και θα δεις», ή, «Αφού τα αντιπαθείς σε αντιπαθούν κι αυτά»· ο Λάζαρος όμως τα θεωρούσε ανοησίες, γιατί πώς να πάψεις να τα φοβάσαι όταν αυτά είναι έτοιμα να σε κατασπαράξουν· όσο για την αντιπάθεια που ήταν, ας πούμε, αμοιβαία, στα σκυλιά γινόταν αιμοβόρα διάθεση, ενώ σ’ εκείνον περιοριζόταν στον ψυχολογικό τομέα.
Τον είχε πια βαρεθεί αυτόν τον δρόμο γιατί περνούσε τέσσερις φορές την ημέρα. Μοναδική ανθρώπινη παρουσία ήταν μια μικρή ομάδα παιδιών προς την έξοδο του δρόμου που παίζαν μπάλα, αν δεν είχε ακόμη νυχτώσει και που κάποιος μεγάλος, συνήθως γυναίκα, τα παρακολουθούσε απ’ το μπαλκόνι, επενέβαινε στις ασήμαντες φιλονικίες τους ή τα καλούσε, με φωνή ξινή, να μπούνε μέσα.
Χαμένος όπως ήταν στις σκέψεις του ξέχασε να παρατηρήσει τις λεμονιές και τις βερυκοκιές που πύκνωναν τους κήπους κάνοντας το σκοτάδι φανταχτερό, καθώς κάποιο φως του δρόμου έπεφτε στα φυλλώματα κι αν τύχαινε να φυσσάει, ο αέρας τούς έδινε διαστάσεις παραμυθιού. Ούτε και πρόσεξε τις δύο μαύρες γάτες που έστεκαν ακίνητες στο πεζούλι, δυο σπίτια παρακάτω από κει που μένανε τ΄αντιπαθητικά σκυλιά. Ήταν δύσκολο, άλλωστε, να τις ξεχάσει κανείς γιατί φορούσαν στο λαιμό από μια κόκκινη κορδέλα.
Κάτι όμως πίσω του ξεπετάχτηκε απ’ τα σκοτάδια και τον άρπαξε απ’ το λαιμό. Το ένστικτό του έδρασε αστραπιαία. Μηδένισε κάθε σκέψη, νοσταλγία, επιθυμία, όπως ο ταξιτζής κατεβάζει το ρολόι μετά την κούρσα του και συγκεντρώθηκε στον αριστερό του αγκώνα, δίνοντας ένα ξερό χτύπημα συσσωρευμένης ενέργειας. Ένα πνιχτό μουγκρητό ακούστηκε, το χέρι που τον έσφιγγε στο λαιμό χαλάρωσε κι ο Λάζαρος ξέφυγε αστραπιαία κάνοντας συγχρόνως μεταβολή.
Βρέθηκε τότε απέναντι σ’ ένα πλάσμα που το πρόσωπό του ήταν σκεπασμένο με μαντήλι, έτσι που φαίνονταν μόνο τα μάτια του που γυάλιζαν παράξενα. Το πλάσμα, σκυφτό σαν αιλουροειδές, κρατούσε μαχαίρι. Ο Λάζαρος οπισθοχώρησε ακόμα τρία βήματα και προσπάθησε να συγκεντρωθεί και πάλι γιατί η όψη αυτού του ανθρώπου τον είχε αναστατώσει. Είχε την ελπίδα πως θα του χιμούσε με το μαχαίρι κι έτσι, ξεφεύγοντας δεξιά, θα του ’δινε μια κλωτσιά με το έξω μέρος του αριστερού ποδιού στον καρπό. Το μαχαίρι θα έπεφτε κι από κει και πέρα τα πράγματα θα ’ταν πιο εύκολα.
Όμως το περίεργο πλάσμα έβγαλε κάτι άναρθρες κραυγές κι άρχισε να του ρίχνεται από πολλές μεριές κάνοντας τροχιές με το μαχαίρι του χωρίς να τον χτυπάει. Πηδούσε δεξιά-αριστερά σαν στοιχειό και δυο φορές τον άγγιξε κιόλας. Ο Λάζαρος μέσα σε χρόνο ελάχιστο έχασε το ηθικό του κι έμεινε ακίνητος παρακολουθώντας. Δυο χρόνια μετά, παρακολουθώντας ένα γαλλικό έργο («Τα χρόνια της φωτιάς») θα έβλεπε όντα πρωτόγονα που κάναν αυτές τις κινήσεις και θα ανατρίχιαζε. Ο άλλος θα μπορούσε να τον είχε κάνει κομμάτια έκανε, όμως, μεταβολή, και σαν να τον είχαν κουρντίσει, άρχισε να τρέχει προς την έξοδο της Βενιζέλου...
Πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα για να συνέλθει. Επιστράτευσε τη μνήμη του αλλά καμιά εικόνα του παρελθόντος δεν μπορούσε να φτάσει τη φρίκη που μόλις είχε νιώσει. Άρχισε κι αυτός να τρέχει προς την Κηφισίας. Στη γωνία κοίταξε πρώτα αριστερά, ύστερα δεξιά, όπου και νόμισε πως άκουσε κάποιον θόρυβο, ένα τετράγωνο πιο κάτω. Κατευθύνθηκε προς τα εκεί. Ήταν ένα οικόπεδο περιφραγμένο με σύρμα. Μικρό οικόπεδο. Οχτώ μέτρα μέσα από την πρόσοψη ένα προκάτ τετράγωνο. Στο σκοτάδι φαινόταν σκούρο αλλά το χρώμα του ήταν λαδί. Ένα μικρό μαρμαράδικο που το ’χε δει πάμπολλες φορές χωρίς όμως να το προσέξει ιδιαίτερα. Έψαξε ψηλαφητά για την πόρτα. Δεν υπήρχε πουθενά. Σε λίγο τέλειωνε η πρόσοψη κι έστριψε δεξιά στη γωνία, εκεί που άρχιζε η βόρεια πλευρά του. Βρήκε και την πόρτα. Μια συνηθισμένη σιδερένια πόρτα. Ήταν κλειδωμένη με λουκέτο. Άρχισε να σκαρφαλώνει πατώντας προσεκτικά στα κενά που δημιουργούσαν τα τετράγωνα σίδερα. Γρήγορα βρέθηκε στην κορυφή κι, μ’ ένα πήδημα, έπεσε μέσα. Υπήρχαν δυο μεγάλα πεύκα και στη βάση τους σωροί μικρών μαρμάρων. Προχώρησε προς το σπίτι. Η μπροστινή του πόρτα ήταν όλη τζαμαρία. Κόλλησε το μούτρο του αλλά δεν μπόρεσε να δει τίποτα. Πάντως ανθρώπινη παρουσία δεν φαινόταν. Κρυψώνες δεν υπήρχαν. Πίσω απ’ το προκάτ, το σύρμα χώριζε το μαρμαράδικο από ένα φυτώριο. Ο Λάζαρος μέτρησε με το μάτι το ύψος τού συρματοπλέγματος και, χωρίς δεύτερη σκέψη, αναρριχήθηκε και βρέθηκε μέσα.
Ήταν πολύ πιο σκοτεινά απ’ το μαρμαράδικο. Όγκοι ψηλοί και σκοτεινοί ξεπεταγόντουσαν από παντού κι αν ήταν μέρα θα μπορούσε να δει τα νεαρά φυτά τυλιγμένα σε νάυλον σακούλες ή φυτεμένα μέσα σε παλιούς ντενεκέδες λαδιού ή τυριού φέτας που τις χρησιμοποιούσαν σα γλάστρες. Λεμονιές, πορτοκαλιές, ιβίσκοι, ακακίες και πολλά κυπαρίσσια.
Ξαφνικά ανατρίχιασε. Πάνω σ’ ένα σωρό χωμάτων ειδε κάτι που φέγγιζε. Πλησίασε κοντά κι έσκυψε να το μαζέψει. Ήταν το μαντίλι που φορούσε το πλάσμα. Και πλάι του ένα μαχαίρι. Το βούτηξε με απληστία και το μαχαίρι δεν είχε βάρος. Έτρεξε σ’ ένα σημείο που φωτιζόταν απ’ τον ηλεκτρικό στύλο του δρόμου για να το δει καλύτερα. Το μαχαίρι ήταν πλαστικό, σαν κι αυτά τα ευτελή παιχνίδια που βάζουν μέσα στα κουτιά των απορρυπαντικών. Το μαντήλι ήταν αυτό που φορούσε ο καταραμένος. Δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία. Άνοιξε το φερμουάρ της αριστερής τσέπης τού άνορακ και τα ’χωσε μέσα. Μετά, και σαν να τον είχε τσιμπήσει αλογόμυγα, δρασκέλισε την μικρή απόσταση που τον χώριζε απ’ το σύρμα της νότιας πλευράς του φυτωρίου, το σκαρφάλωσε και βρέθηκε στον μικρό δρόμο χωρίς να περάσει από το μαρμαράδικο.
Άρχισε να περπατάει γρήγορα κι ανέπνεε δυνατά τον σχετικά καθαρό αέρα του προαστείου. Ένιωθε μια γλυκιά ζαλάδα σαν ν’ άκουγε μια έμμονη μουσική φράση που σιγά σιγά άρχιζε να ποικίλλει. Πόση ώρα να ’χε περάσει; Αισθανόταν πως λείπει ώρες απ’ το σπίτι. «Σαν εφιάλτης», σκέφτεται. «Σαν εφιάλτης που κρατάει ώρες κι είναι μονάχα δευτερόλεπτα».
Ούτε κατάλαβε πώς βρέθηκε στον μεγάλο δρόμο που περνούσαν τα λεωφορεία για το Κάτω Χαλάνδρι. Κι ίσως τον τράβηξαν τα φώτα δύο τετράγωνα πιο κάτω, το ζαχαροπλαστείο με την τηλεόραση. Την είχαν αναμμένη, κανείς όμως δεν φαινόταν να της δίνει σημασία, όλοι καθόντουσαν έξω, στα σκοτεινά. Μέσα το μαγαζί ήταν φωταγωγημένο και καθώς πλησίασε είδε το μούτρο της ταμίας που φαινόταν πελιδνό κάτω από το φως τού νέον. Τη θυμήθηκε γιατί είχε έρθει εδώ με τη φίλη του μόλις πριν από μια βδομάδα, είχαν καθίσει μέσα για να παρακολουθήσουν τον τελικό του Κυπέλλου Ευρώπης. Να κι ο άλλος, ο ιδιοκτήτης που, και να ’θελε, δεν θα μπορούσε να τον ξεχάσει. Καθόταν σε αναπηρική καρέκλα και πίσω του, όρθιος και σιωπηλός, ακριβώς όπως την άλλη φορά, ένας γεροδεμένος και πολύ νεότερός του, σαν μπράβος. Ήταν όπως στα γκανγκστερικά φιλμ. Κι αυτός ο ανάπηρος, ισχνός και κακός μες στο ριγέ κοστούμι του, έτσι που καθόταν στην καρέκλα του, νόμιζες πως από στιγμή σε στιγμή θα ’δινε κάποιο σινιάλο και θ’ άρχιζε το μακελειό.
Και δεν άκουσε αυτόν που καθόταν πίσω απ’ τ’ αφεντικό να του λέει, με φωνή που κόπιαζε να την κάνει ευγενική: «Κλείσαμε, κύριε», γιατί μέσα σ’ όλους αυτούς που καθόντουσαν στα σκοτεινά, είδε δυο μάτια που προσπαθούσαν ν’ αποφύγουν τα δικά του, κι ήταν τα μάτια αυτουνού που μόλις πριν λίγο του είχε ριχτεί, ναι, ήταν αυτά, θα τ’ αναγνώριζε οπουδήποτε, κι όσα χρόνια να περάσουν.
«Δεν ακούτε, κύριε; Έχουμε κλείσει», γρύλλισε τώρα ο μπράβος κι ο Λάζαρος έριξε μια ματιά σαν λέιζερ σ’ αυτόν που εξακολουθούσε να τον αποφεύγει κι έκανε μεταβολή.
– Τι έγινε, έπαιξες προπό; Τον ρώτησε η φίλη του.
– Ναι, να στα δείξω, απάντησε μηχανικά κι άνοιξε το φερμουάρ τη αριστερής τσέπης του άνορακ απ’ όπου, αντί για δελτίο προπό, έβγαλε ένα πλαστικό μαχαίρι.
– Tι είναι αυτό;
Κάθησε στον καναπέ, άναψε ένα τσιγάρο κι άρχισε να διηγείται την απίστευτη ιστορία.
( Ιούλιος 1980 )
Στις 12 και 20΄ χτύπησε το τηλέφωνο κι ο Στέφανος το σήκωσε ανόρεχτα. Mια φωνή είπε: Στις 2 ακριβώς, στον τηλεφωνικό θάλαμο της πλατείας. Και το ΄κλεισε. Η δουλειά στο φαρμακείo ήταν στο φουλ κι οι υπάλληλοι δίνανε τον καλύτερό τους εαυτό για να εξυπηρετήσoυν τους πελάτες. Ο Στέφανος, ιδιοκτήτης του φαρμακείου, άνοιξε μια πόρτα πίσω του και χώθηκε στην αποθήκη. Κατευθύνθηκε στην αριστερή γωνία, απoφεύγοντας τα κλειστά χαρτοκιβώτια που του κλείναν το δρόμο και σωριάστηκε στην πέτσινη πολυθρόνα. Στό μισoσκόταδo έβγαλε ένα τσιγάρο, το έβαλε στο στόμα και, χωρίς να το ανάψει, άρχισε να σκέφτεται ποιός μπορεί να του ’κανε φάρσα και γιατί.
Εδώ ήταν το καταφύγιό του. Υπήρχαν φορές που πήγαινε κάθε μέρα και καθόταν στην αγαπημένη του πολυθρόνα, την πέτσινη, που του θύμιζε το υπόγειο της γιαγιάς του, γιατί από κει την είχαν κουβαλήσει, κι ύστερα, το υπόγειο της γιαγιάς του στη Νεάπολη ήταν η αφορμή για να θυμηθεί κάτι από τα σκοτεινά χρόνια της πρώτης παιδικής του ηλικίας, όπου εκείνο το υπόγειο ήταν απαγορευμένο κι αυτός, με τον εξάδελφό του, κάναν χίλιες δυο υποθέσεις για το τι μπορεί να κρύβεται εκεί μέσα. Καθόταν, λοιπόν, στην πολυθρόνα, αφού πρώτα κοίταζε το σκισμένο καφέ πετσί που άφηνε να φανούν οι σούστες και κομμάτια μπαμπάκι που είχαν το χρώμα της καμμένης ζάχαρης, κι άφηνε το μυαλό του να πετάξει μακριά και να ξεφεύγει έτσι, για λίγο, απ’ τη ρουτίνα του φαρμακείου.
Η φωνή στο τηλέφωνο δεν του θύμιζε τίποτε το συγκεκριμένο κι όσο για φάρσες, δεν του ’χαν κάνει ποτέ. Προσπάθησε να βρει την άκρη αλλά η νευρικότητα δεν τον άφηνε να συγκεντρωθεί. Σηκώθηκε, κι αθόρυβα όπως είχε βγει, μπήκε ξανά στο φαρμακείο και πήγε κατευθείαν σε μια ηλικιωμένη πελάτισσα που μόλις ξεχώριζε κάτω απ' τα ψώνια της.
*
Δύο παρά δέκα σηκώθηκε κι έφυγε. Ευτυχώς το φαρμακείο μπορούσε να δουλέψει και δίχως αυτόν. Έφτασε στον τηλεφωνικό θάλαμο κι άρχισε να κοιτάζει γύρω του προς όλες τις διευθύνσεις. Κανένας γνωστός. Είχε αρχίσει ν’ απογοητεύεται όταν ένα κρεμ Φoλκσβάγκεν σταμάτησε μπροστά του κι απ’ το δεξί παράθυρo βγήκε το κεφάλι του φίλου του τού Φάνη.
Ο Στέφανος άνοιξε την μπροστινή πόρτα και μπήκε μέσα.
– Σoυ ’χω μια έκπληξη, φίλε μου, του ’πε ο Φάνης.
– Ρε, μπαγάσα, πώς και δε σε κατάλαβα; ρώτησε ο Στέφαvος, τελικά ευχαριστημένος που δεv ήταν φάρσα, έστω κι αν το μυστήριo ήταν ο φίλος τoυ ο Φάvης, φαρμακευτικός αντιπρόσωπος με σάρκα και oστά.
– Aυτό είναι το κόλπο. Mπoρώ να κάνω μέχρι έξι διαφορετικές φωνές. Τις προάλλες, στη Χαλκίδα, έκλεισα ραντεβού από το τηλέφωνο με μια κυρία που της είπα πως είμαι ο Καραμουρτζούvης.
– Ποιός, ρε συ, ο φιλάνθρωπος;
– Ναι ο Καραμουρτζoύνης.
– Καλά, αυτός δεν έχει πεθάνει;
– Τι σημασία έχει; Aυτό που μετράει είναι το παραμύθι. Η κυρία ήρθε στο ραντεβού… Άκουσε τώρα και την έκπληξη. Έχω δυο εισιτήρια για τον αποψιvό αγώνα. Δεν πιστεύω να ’χεις αντίρρηση;
– Αστειεύεσαι!
– Θα συναντηθoύμε στις, 6 γιατί έχω να πάω στον οδοντογιατρό. Εκτός κι αν θέλεις να ’ρθεις μαζί μου.
– Και βέβαια θέλω. Πάμε κάπου να φάμε, να τα πούμε κιόλας.
*
Μισή ώρα πριν αρχίσει το παιχνίδι, οι δυο φίλοι έμπαιναν στο γήπεδο που ’χε ήδη γεμίσει. Τέσσερα χρόνια είχε να πατήσει ο Στέφανος το πόδι του σε γήπεδο κι όλον ετούτο τον καιρό τα πιο σπουδαία παιχνίδια τα ‘βλεπε στην τηλεόραση, στο σπίτι κάποιου φίλου όπου μαζευόντουσαν κι άλλοι, στην αρχή, τώρα τελευταία μοναχός του, μιας κι η παλιά παρέα είχε διαλυθεί.
Καθώς ανέβαιναν τα σκαλιά, ο Στέφανος θυμήθηκε, ή τουλάχιστον έτσι του φάνηκε, όλες τις φορές που ’χε πάει σε γήπεδο. Ανέβαιναν σχεδόν τροχάδην χωρίς να σταματούν, προσέχοντας ταυτόχρονα να μη λερώσουν τις άκρες των σακακιών των καθισμένων που, όμως, ελάχιστη σημασία τους έδιναν, απασχολημένοι καθώς ήταν σε μεγαλόσχημες συζητήσεις που αφορούσαν τα προγνωστικά του αγώνα που επρόκειτο σε λίγο ν’ αρχίσει ή την πιθανή σύνθεση της ομάδας.
Θα ’πρεπε να ’χαν έρθει νωρίτερα. Καθυστέρησαν όμως στον οδοντογιατρό και δεν υπολόγισαν τους αστυφύλακες της τροχαίας που σταματούσαν τ’ αυτοκίνητα αρκετά πριν απ’ το γήπεδο και, σ’ όλους τους γύρω δρόμους, χιλιάδες αυτοκίνητα είχαν σταθμεύσει κι έτσι αναγκάστηκαν να περπατήσουν καμιά οκτακοσαριά μέτρα.
Ερχόταν ένα πλήθος από κει που εκείνοι τώρα κατευθυνόντουσαν. Ο Φάνης κοίταξε τον Στέφανο σαν να του ’λεγε: «Μεταβολή, πάμε μαζί τους», ο άλλος όμως συνέχιζε απτόητος. Ανέβηκαν κι άλλες κερκίδες για ν’ αποφύγουν την κατά μέτωπο αναμέτρηση με το αντίθετο ρεύμα, γιατί το σπρώξιμο που γινόταν ήταν άλλο πράγμα. Η ώθηση άρχιζε από πίσω και κατέληγε στους μπροστινούς, που αποτελούσαν και την αιχμή αυτής της ανθρώπινης μάζας σε κίνηση. Χωρίς να το καταλάβουν φτάσανε στην πιο ψηλή κερκίδα. Υπήρχε στο πίσω μέρος ένα κενό όπου μπορούσαν να χωρέσουν ακόμα μερικοί όρθιοι. Βολεύτηκαν όπως-όπως και περίμεναν ν’ αρχίσει το παιχνίδι.
–Πρέπει να έχουν κόψει περισσότερα εισιτήρια απ’ όσους χωράει το στάδιο, λέει ο Φάνης, κι ο Στέφανος κουνάει το κεφάλι του μηχανικά, γιατί απότομα ξύπνησε μέσα του η παλιά, σχεδόν φυλετική, αγοραφοβία. Η φαντασία του καλπάζει. Μαζί με τον Φάνη προσπαθούν να απωθήσουν την άμορφη μάζα του κόσμου που ετοιμάζεται να τους συνθλίψει. Η καρδιά του χτυπάει γρήγορα, και πιο γρήγορα, τόσο γρήγορα που κινδυνεύει να σταματήσει· ύστερα χάνεται... Ρίχνει μια ματιά στον Φάνη και τον βλέπει απορροφημένο με το θέαμα του κόσμου. Στρέφεται πίσω του και τότε συνειδητοποιεί ότι το τοιχάκι τούς φτάνει λίγο πιο πάνω από τη μέση. Σκύβει να κοιτάξει κάτω. Μεγάλο ύψος... Μπαίνουν ακόμη φίλαθλοι που μόλις δείξουν το εισιτήριο και περάσουν τις σιδερένιες θύρες αρχίζουν να τρέχουν προς τις σκάλες. Πού θα χωρέσουν όλοι αυτοί;
Ξαναγυρνάει στη θέση του. Η μνήμη σαδιστικά δουλεύει τάχα για να γεφυρώσει τον πανικό του. Θυμάται την φρικιαστική εκείνη στιγμή που έζησε πριν δέκα χρόνια. Ήταν καλοκαίρι ή σχεδόν καλοκαίρι. Θυμάται όλες τις λεπτομέρειες. Φόραγε ένα κοντομάνικο πακιστανικό πουκάμισο καρό, το θυμάται γιατί σε κάθε μανίκι είχε τσέπη που κούμπωνε – γι’ αυτό κιόλας το είχε αγοράσει. Τέλος πάντων, κατηφόριζε την Ηρώδου Αττικού χαρούμενος, νύχτα Μαϊου, και πήγαινε στο Παναθηναϊκό Στάδιο, για να παρακολουθήσει τον τελικό Κυπέλλου Ευρώπης στο μπάσκετ. Η μόνη ομοιότητα ήταν ότι, όπως και σήμερα, έτσι και τότε έπαιζε η ΑΕΚ. Αντίπαλος ήταν η Slavia Πράγας. Οι αρχές είχαν αποφασίσει να διεξαχθεί ο αγώνας στο Παναθηναϊκό Στάδιο. Ποτέ δεν γινόντουσαν εκεί αγώνες μπάσκετ, η σκέψη, όμως, αποδείχθηκε ορθή, γιατί 50.000 φίλαθλοι είχαν γεμίσει το γήπεδο κι όλοι έτριβαν τα χέρια τους.
Βέβαια, κάθε άλλο παρά φίλαθλοι του μπάσκετ ήταν αυτοί. Ήταν και ποδοσφαιρόφιλοι κι όχι μόνο ΑΕΚτζήδες αλλά και Ολυμπιακοί και Παναθηναϊκοί που διψούσαν για έναν ελληνικό θρίαμβο. Ήταν αργά όταν είχε φτάσει. Κοίταξε το εισιτήριό του που έγραφε τον αριθμό της θύρας, ύστερα ρώτησε έναν αστυφύλακα κι άρχισε να τρέχει προς τα εκεί που του υπέδειξε. Η θύρα ήταν κλειστή κι απ’ έξω περίμενε ένα σωρό κόσμος με τα εισιτήρια στο χέρι. Δυο αστυφύλακες στεκόντουσαν έξω από την κλειστή θύρα και, θέλοντας και μη, άκουγαν τις διαμαρτυρίες των συγκεντρωμένων.
– Έχουμε πληρώσει και πρέπει να μπούμε.
– Η πόρτα αυτή δεν πρόκειται ν’ ανοίξει, πηγαίνετε σε άλλη θύρα και κοιτάχτε να σας βάλουν από κει.
Κανείς όμως δεν κουνιότανε και μάλιστα φτάνανε συνεχώς καινούριοι. Σε μια στιγμή, κι εντελώς αναπάντεχα, και σα να μην είχε καθόλου εξαρτηθεί απ’ αυτούς, η θύρα βρέθηκε ορθάνοιχτη κι όλος αυτός ο συρφετός όρμησε μπροστά με δύναμη χωρίς ευκινησία, το άνοιγμα της πόρτας ήταν ελάχιστο και δεν υπήρχε καμία σειρά, καμιά τάξη σ’ αυτούς που μπαίναν, κι ο Στέφανος είχε βρεθεί σηκωμένος απ’ το έδαφος, να μην μπορεί να πάρει αναπνοή, και να μην έχει ούτε δύο εκατοστά χώρο δικό του ν΄αναπνεύσει. Θυμάται καλά εκείνον τον ελάχιστο χρόνο της έσχατης απελπισίας που φέρνει το αίσθημα της ασφυξίας. Ύστερα η αντίδρασή του ήταν βίαιη, όπως του πνιγμένου που είναι ικανός να πνίξει τον σωτήρα του. Μοίρασε δεξιά κι αριστερά δυο τρεις γρήγορες αγκωνιές και με τρομερή ταχύτητα δρασκέλησε το άνοιγμα της θύρας και βρέθηκε σε κάποιο σημείο όπου δεν υπήρχε συνωστισμός και μπορούσε ν’ αναπνεύσει ελεύθερα.
Ο Φάνης τον κοιτάζει τώρα ανήσυχος, ίσως γιατί έχει καταλάβει τον πανικό του. Ο Στέφανος χαμογελάει αλλά ο Φάνης δεν πείθεται. Εξακολουθεί να ’ναι ανήσυχος κι ο Στέφανος έχει τύψεις γιατί εξαιτίας του βρέθηκε σ’ αυτή την άσχημη θέση· αν τον είχε ακούσει, θα είχαν πάει με τους άλλους και σίγουρα θα ’ταν καλύτερα. Μ’ αυτή τη σκέψη και με την καταλυτική δύναμη της ευθύνης, κάπως ησυχάζει. Καθένας τους τώρα εξερευνά τον περίγυρο.
Έχουν πέσει σε μια παρέα ανηλίκων οπαδών της ΑΕΚ. Πρέπει να ’ρχονται από μακρινές συνοικίες, ίσως από τα Άνω Λιόσια και το Χαϊδάρι. Τα μεγάφωνα εκφωνούν τις συνθέσεις των ομάδων: Σίλτον, Άντερσον, Κλαρκ, ΜακΓκόβερν, Λόυντ, Μπερνς, Γκέμια, Μπόυερ, Μπέρτας, Γούντκοκ. Η σειρά της ΑΕΚ: Στεριούδας… Ζητωκραυγές σηκώνονται στον αέρα και σκεπάζουν τα μεγάφωνα. Η υπόλοιπη σύνθεση της ελληνικής ομάδας δεν ακούγεται, το πλήθος όμως έχει δείξει την πίστη του στην ομάδα και τη θέλησή του να νικήσει. Στη βόρεια εξέδρα εκατοντάδες λάβαρα με τον δικέφαλο κουνιούνται κι ο Στέφανος νοιώθει ένα ρίγος συγκίνησης να τον διαπερνάει.
Τώρα, ο διπλανός του, ένας δεκαπεντάχρονος, έχει ξεδιπλώσει το λάβαρό του και το ανεμίζει αργά, τελετουργικά, εκστομίζοντας συγχρόνως βλαστήμιες με βραχνή φωνή. Κι όμως είναι ακόμα παιδί. Κι η φωνή του ειναι φωνή πενηντάρη που χρόνια καπνίζει σέρτικα «Λαμίας», κι από τα βάθη του χρόνου ξεπετιέται ο Γιάννης ο Ζαμφός, παιδί του 1946, στις παράγκες της λεωφόρου Αλεξάνδρας. Η ίδια ισχνότητα, το πρόσωπο νυφίτσας, η ξαφνική αγριότητα που έβγαινε στη φωνή, η ευκολία στις βαρειές βλαστήμιες. Το φόβητρο της γειτονιάς, που μονάχα η μάνα του, μια μικρόσωμη στρίγγλα, τον έφερνε βόλτα.
Ξαφνικά γίνεται σεισμός. Οι εξέδρες κουνιούνται συθέμελα. Βγήκε στο γήπεδο η ΑΕΚ κι ο Στέφανος γλιστράει πάλι στον πανικό. Αντί να καμαρώσει την αγαπημένη του ομάδα, νομίζει πως έφτασε η ώρα να τους ποδοπατήσουν. Στο μεταξύ, ένας άλλος νεαρός υψώνει το χέρι του και κάτι γυαλίζει. Κουνάει αργά το κεφάλι του δεξιά κι αριστερά και τα μάτια του είναι σαν κι αυτών που παθαίνουν επιληψία: «Θα σας σκίσει τους κώλους, ο Μαύρος», φωνάζει, και η βραχνή απειλή του, που στρέφεται εναντίον των Εγγλέζων, κάνει τους γύρω φιλάθλους να παγώσουν. Τώρα κατεβάζει το χέρι και, μ’ ένα χαμόγελο σαν γκριμάτσα, δείχνει στον Στέφανο τον σουγιά του, που τον έχει σκεπάσει ταχυδακτυλουργικά με πλαστελίνη.
Ο αγώνας έχει αρχίσει και ο Στέφανος βλέπει τα 2/3 του γηπέδου. Για να καταφέρει να δει και το υπόλοιπο θα πρέπει συνέχεια να μετακινείται στις μύτες των ποδιών και να παρακολουθεί μέσ’ απ’ τα κενά που δημιουργούν οι μπροστινοί του. Το παιχνίδι δεν έχει στρώσει. Ο Άγγλοι δείχνουν πιο αποφασισμένοι. Χτυπάνε φάουλ τώρα, αλλά η άμυνα της ΑΕΚ το εξουδετερώνει σωστά.
– Πώς τα βλέπεις, φίλε μου; Ρωτάει ο Φάνης.
– Δεν τραβάει η ομάδα.
– Τρέχουν πολύ οι Εγγλέζοι. Δεν τους αφήνουν να πάρουν ανάσα.
Γίνεται μια σέντρα προς την εστία της ΑΕΚ. Τίποτα το σπουδαίο, να όμως ο Στεριούδας πιάνει αέρα, την έχει τώρα στην κατοχή του ο Αρδίζογλου που ’ναι στραμένος προς το τέρμα της ομάδας του, αδρανεί για ένα δευτερόλεπτο σα να μην ξέρει τι να κάνει κι ο ΜακΓκόβερν του ’ρχεται με φόρα, την κλέβει, τη σουτάρει και το γκολ είναι γεγονός.
Το γήπεδο πάγωσε. Μια μικρή εστία φιλάθλων πανηγυρίζει στην απέναντι εξέδρα. Είναι οι ολιγάριθμοι Άγγλοι που συνόδεψαν την ομάδα τους στην Αθήνα.
– Άσχημα τα βλέπω τα πράγματα, λέει ο Φάνης.
– Φάνηκε από την αρχή. Παίζουν χωρίς ψυχή.
Καμιά πενηνταριά μέτρα στ’ αριστερά τους και λίγο χαμηλότερα, ένας χοντρός σαραντάρης χτυπάει με λύσσα έναν νεαρό καθισμένο που ’χει κάνει κλοιό με τα χέρια του για να προστατέψει το κεφάλι του. Πέφτουν άλλοι στη μέση και τους χωρίζουν. Ο νεαρός είχε πει πως ο Ολυμπιακός σίγουρα θα ’παιζε καλύτερα κι ο άλλος εξεμάνη.
Σε λίγο ξαναγίνεται το κακό. Δεν είναι γκολ αυτή τη φορά. Είναι ο Βιέρα, ο Ουρουγουανός άσσος που βλέπει το δρόμο για τ’ αποδυτήρια. Είχε συγκρουστεί στον αέρα με τον Μπερνς πάνω στη διεκδίκηση της μπάλας, κι έπεσε κάτω. Όταν σηκώθηκε, σχεδόν στη γραμμή του αράουτ και μπροστά στα μάτια του επόπτη γραμμών, έδωσε μια γροθιά στον Μπερνς στο σαγόνι και τον ξάπλωσε κάτω. Ήλθε τρέχοντας ο Γάλλος διαιτητής και του ’δειξε κόκκινη κάρτα. Διαμαρτυρήθηκε ο Μπάγεβιτς και του ’δειξε κι αυτουνού κίτρινη κάρτα.
Η ΑΕΚ παίζει τώρα με δέκα παίχτες και πριν τελειώσει το ημίχρονο τρώει και δεύτερο γκολ.
Στο ημίχρονο βρίσκουν οι δύο φίλοι την ευκαιρία να μιλήσουν λιγάκι. Ο πανικός έχει περάσει, αν και δεν αναφέρονται καθόλου σ’ αυτόν. «Ίσως ο Φάνης να μην πάσχει από αγοραφοβία. Κι άλλα άτομα θα κάθονται αυτή τη στιγμή σε σημεία επικίνδυνα και άβολα, αποκλείεται όμως να νοιώθουν τον πανικό μου. Ύστερα, εγώ, έχω και την κακιά εμπειρία, τότε στο Παναθηναϊκό Στάδιο», λέει από μέσα του ο Στέφανος. Ο Φάνης, όμως, παρατηρεί την πλαϊνή παρέα. Αυτός που κράταγε το λάβαρο έχει κολλήσει στον μπροστινό του και του κάνει σοδομικές κινήσεις. Σα σκύλος. Ο άλλος δέχεται το αστείο ατάραχος· είναι μεγαλύτερος, είναι ο μόνος μεγάλος της παρέας, είναι σίγουρα εικοσιπεντάρης. Ο Φάνης δεν αισθάνεται καθόλου καλά κοντά τους. Έχει δει χιλιάδες πράγματα στη ζωή του, ποτέ όμως κάτι παρόμοιο. Με τα λάβαρα και τα μαχαίρια τους, κι αυτές τις παιδεραστικές κινήσεις, τού δημιουργούν έναν μικρό εφιάλτη ή, στην καλύτερη περίπτωση, μια εικόνα μακρινής χώρας, ας πούμε της Αργεντινής, κι ετούτοι εδώ μισοϊνδιάνοι οπαδοί της Racing. Βυθισμένοι στις σκέψεις τους ο Φάνης και ο Στέφανος δεν πρόλαβαν να μιλήσουν γιατί άρχισε κιόλας το δεύτερο ημίχρονο και στο τρίτο μόλις λεπτό οι φίλαθλοι ξεσηκώθηκαν όταν ο Μπάγιεβιτς άδειασε δυο Εγγλέζους, έδωσε πάσα στον Μαύρο, μέσα στην περιοχή, κι αυτός σούταρε συρτά και πολύ δυνατά, ήταν όμως άουτ.
Δέκα λεπτά αργότερα η ΑΕΚ σκόραρε. Ανατράπηκε ο Μαύρος απ’ τον Μπερνς κι ο διαιτητής έδωσε πέναλτυ που το μετέτρεψε ο Τάσος σε γκολ. Ο Στέφανος πέρασε στιγμές εφιαλτικές, καθώς ο κόσμος σηκώθηκε σαν ένας άνθρωπος. Του δόθηκαν κι άλλες ευκαιρίες να τρομάξει. Όποτε η ΑΕΚ έκανε κάτι, ξεσηκωνόταν η εξέδρα, ο χώρος στένευε κι η παράνοια ξανάρχιζε. Ώσπου κάποια στιγμή κατάλαβε πως τον συμφέρει να παραμείνει το σκορ εκεί που ήταν και πως δεν πρέπει η ΑΕΚ να ισοφαρίσει γιατί ποιός τον κρατάει τότε τον κόσμο. Κάτω από την πίεση του πανικού του, πρόδωσε την ομάδα του κι ούτε αναλογίστηκε αυτά τα φτωχά κι αγράμματα παιδιά που θα γύριζαν στις μακρινές τους συνοικίες με τα πόδια και με τα λάβαρα κατεβασμένα.
Η ΑΕΚ των δύο αγωνιστικών προσώπων –ένα σε κάθε ημίχρονο– δεν μπόρεσε όχι μόνο να πετύχει το σκορ εκείνο που θα της εξασφάλιζε την πρόκριση, αλλά ούτε και αυτή τη νίκη. Το πώς και το γιατί εμφανίστηκε στο μαύρο πρώτο ημίχρονο τόσο μέτρια, είναι ένα ερώτημα που απασχολεί όσους είδαν το παιχνίδι. Όλους αυτούς που βυθίστηκαν στη λύπη και στη στενοχώρια βλέποντας την ελληνική ομάδα να χάνει 2-1 από μια Νότιγχαμ που ελάχιστες φορές δικαιολόγησε το όνομά της και που πήρε τη «χρυσή νίκη» όχι γιατί το άξιζε, αλλά γιατί της την πρόσφεραν κυριολεκτικά στο πιάτο, στο πρώτο ημίχρονο οι γηπεδούχοι, με πρώτον απ’ όλους τον Βιέρα.
Οι 30.000 θεατές της Νέας Φιλαδέλφειας που από νωρίς είχαν κατακλύσει κάθε γωνιά των κερκίδων, δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι αυτή η ομάδα ήταν η ΑΕΚ της Ευρώπης. Έτριβαν τα μάτια τους από κατάπληξη. Το ίδιο και τα εκατομμύρια των τηλεθεατών που στήθηκαν στις οθόνες των τηλεοράσεων με τη βεβαιότητα ότι θα χειροκροτήσουν μια ακόμα μεγάλη διεθνή επιτυχία της «Ενώσεως».
Έτσι άρχιζε η παρουσίαση του αγώνα στην Αθλητική ηχώ της 19ης Οκτωβρίου 1978 από τον Γ. Βενετούλια κι ο Στέφανος, καθισμένος άνετα στην ξεχαρβαλωμένη πολυθρόνα στην αποθήκη του φαρμακείου, προσπαθούσε να βρει κάποια σχέση μεταξύ του χτεσινού προσωπικού του εφιάλτη κι αυτής της γλαφυρής περιγραφής.
«Πάντως, δε λένε την αλήθεια», σκέφτηκε· «οι θεατές ήταν 40 κι όχι 30.000, γιατί έκοψαν παραπάνω εισιτήρια. Μούσια μας λένε».
Φταρνίστηκε και βυθίστηκε στις σκέψεις του.
( 30 Δεκεμβρίου 1982 )
Είδα πλήθος γουρούνια και δύο άντρες που τα επιτηρούσαν. Πλησίασα κι ένα από αυτά, με τον τρόπο που έχουν τα ζώα όταν θέλουν όχι μόνο να εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους αλλά και να μεταδώσουν κάποιο μυστικό τους, μού έδωσε να καταλάβω πως τόσο αυτό όσο και τα άλλα ήταν άνθρωποι που τους είχαν μεταμορφώσει σε γουρούνια. Όπως στα παραμύθια, σκέφτηκα, φαίνεται όμως πως τη σκέψη μου την έκανα μεγαλόφωνα γιατί ένας χοιροβοσκός άρχισε να ’ρχεται προς το μέρος μου με άγριες διαθέσεις ή τουλάχιστον έτσι νόμισα. Απομακρύνθηκα βιαστικά και μπήκα στο δάσος.
Ένα σύδεντρο ήταν τελικά, αλλά πυκνό και σε ξεγελούσε. Σε λίγα μέτρα πιο ανατολικά τελείωνε κι ανοιγόταν μπροστά ένα ξέφωτο. Μια καινούρια έκπληξη με περίμενε. Ένα ελικόπτερο ήταν προσγειωμένο και ο πιλότος –προφανώς ο πιλότος, γιατί τι άλλο να ήταν–, είχε ξαπλώσει στο χορτάρι, είχε κάνει προσκέφαλο το μπουφάν του και με τα πόδια διπλωμένα, έτσι που τα γόνατα ήταν ψηλά και μου έκρυβαν το πρόσωπό του, διάβαζε κάτι που από αυτή την απόσταση μου φάνηκε σαν εικονογραφημένο περιοδικό. Έκανα πίσω μερικά βήματα και κρύφτηκα πίσω από έναν κορμό έτσι που να βλέπω χωρίς να με βλέπουν. Πρέπει να πέρασε πολλή ώρα αλλά δεν το κατάλαβα και, περιέργως πώς, δε θυμάμαι τα συναισθήματα που με συνείχαν όλο εκείνο το διάστημα. Λίγο πριν νυχτώσει εμφανίστηκαν κι οι δύο χοιροβοσκοί. Τότε σηκώθηκε ο πιλότος και με γέλια μπήκαν κι οι τρεις στο ελικόπτερο. Τα γουρούνια δεν ήταν εκεί Πού τα είχαν πάει ή μήπως τα είχαν εκπαιδεύσει να γυρνούν μόνα πίσω στη βάση τους;
Το πρωί κατέβηκα στο κέντρο για μερικές δουλειές. Είδα κι έπαθα να φτάσω, λόγω της μεγάλης κυκλοφορίας αυτοκινήτων και της ανικανότητας του οδικού δικτύου να εξυπηρετήσει τόσο μεγάλη κυκλοφορία οχημάτων μέσα στον μικρό δακτύλιο. Παντού συζητούσαν για την υποτίμηση του εθνικού μας νομίσματος. Όλοι τα ’βλεπαν μαύρα. Η κρίση θα ξεσπάσει τον Γενάρη, έλεγαν. Τα Χριστούγεννα θα πάρουν τον διπλό μισθό και δεν θα καταλάβουν τίποτε. Όταν περάσουν οι γιορτές και τα πανηγύρια τότε θα πέσει ο πανικός. Οι εκδότες ειδικά ήταν πολύ απαισιόδοξοι. Ο κόσμος θα συνεχίσει ν’ αγοράζει παπούτσια, μπότες, καφέ, τυρί, ποτά, γιατί τους είναι απαραίτητα. Τα βιβλία θα κόψουν γιατί δεν θα τους περισσεύουν. Αυτοί που έχουν πολλά λεφτά δε διαβάζουν ή διαβάζουν τ’ απομνημονεύματα τού Ράλλη και τον Μικρό Ναυτίλο.
Στις 12:10' είχα τελειώσει και σταμάτησα να διαβάσω τους μεγάλους τίτλους των απογευματινών εφημερίδων που κρεμόντουσαν με μανταλάκια έξω από το περίπτερο. Σε δύο εφημερίδες, στο κάτω μισό της πρώτης σελίδας μια φωτογραφία τράβηξε την προσοχή μου. Πλησίασα κι έβγαλα τα γυαλιά μου για να δω καλύτερα.
Ήταν ο ένας απ’ τους δύο χοιροβοσκούς τού ονείρου μου. Αλλιώτικα βέβαια ντυμένος, με κοστούμι τεχνοκράτη, γραβάτα και διαφορετικό ύφος. Ήταν αυτός, δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία. Από κάτω η λεζάντα έγραφε: «Ο νέος Πρύτανης του Πανεπιστημίου Κρήτης». Από την ταραχή μου δεν συγκράτησα το όνομά του. Ήταν νευρολόγος ψυχίατρος.
Το ’βαλα στα πόδια και πέρασα από το «Αρχοντικό» δίχως να σταματήσω να πιω έναν εσπρέσο. Μπήκα στο πρώτο ταξί, έφτασα στο σπίτι κι έπεσα στο κρεβάτι.
Από τότε έκοψα τις χοιρινές μπριζόλες που μ' άρεσαν πολύ. Τι άλλο να κάνω;
( Μάρτης 1986 )