Χάρτης 15 - ΜΑΡΤΙΟΣ 2020
https://dev.hartismag.gr/hartis-15/pyxides/mikrh-klimaka-nasia-dionysioy-amalia-kontogiannh-sofia-mpraimakoy-xrysa-fanth
H στήλη αυτή θα προτείνει κάθε μήνα σε τρεις-τέσσερις συγγραφείς μια φράση που θα αποτελεί τον τίτλο ή θα εμπεριέχεται σε ένα αδημοσίευτο πεζό κείμενό τους (έως 250 λέξεις). Ενίοτε θα δίνεται και μη ρηματική ιδέα συγγραφής. Στόχος της στήλης είναι αφενός να δημιουργηθεί μια δεξαμενή συλλογής πρωτογενούς υλικού και αφετέρου μια εν προόδω χαρτογράφηση της ελληνικής περίπτωσης στο τοπίο της σύγχρονης ελληνικής μικρομυθοπλασίας.
Στις τέσσερις συγγραφείς αυτού του τεύχους έχει δοθεί η φράση:
«Είχαν δίκιο».
————————————————————————
Μπούχενβαλντ
Εκτοπίστηκα στο δάσος με τις οξιές, αν και πια στο δάσος δεν υπήρχαν οξιές, δεν υπήρχε δάσος· ξέρεις, ένα ολόκληρο δάσος μπορεί να αφανιστεί μέσα σε μία μόνο ημέρα, όμως για εκείνους ήταν απλώς κάποια λύση, τους αρκούσε που κράτησαν το όνομα του δάσους και τη βελανιδιά κάτω απ’ τον ίσκιο της που έγραφε ο ποιητής τους· και ήταν πράγματι όμορφη η βελανιδιά του Γκαίτε κι όμορφες οι λέξεις τους που έλεγαν πως εμείς στον ελεύθερο χρόνο κουβαλούσαμε πέτρες από τα λατομεία τραγουδώντας· ήταν υπέροχη η βελανιδιά του Γκαίτε, ο ίσκιος της έπεφτε πυκνός και τα φύλλα της κροτάλιζαν απαλά, έτσι που μπερδευόμουν καμιά φορά και φανταζόμουν πως δίπλα της περνούσαν πλήθη ανθρώπων που ύστερα όμως εξαφανίζονταν ή νόμιζα πως άκουγα ριπές πολυβόλων ή πως το χάραμα έβλεπα να ψηλώνουν νέες οξιές, μόνο που η σκιά τους ήταν αραιή σαν σκιές κρεμασμένων· τόσο πολύ μπερδευόμουν, που μου φαινόταν πως χιόνιζε νιφάδες στάχτης ή πως σχηματίζονταν λόφοι από γερμένα σώματα ή πως ήμασταν εμείς που κουβαλούσαμε στις πλάτες μας τα κάρα με τις πέτρες· όμως, ξέρεις, μάλλον ήταν άλογα κι εγώ μπερδευόμουν, σίγουρα ήταν άλογα, είχαν δίκιο οι λέξεις τους, άλογα που τραγουδούσαν· γιατί στο δάσος με τη βελανιδιά τού ποιητή, αυτό ταίριαζε να ήταν· να ήταν στ’ αλήθεια άλογα που τραγουδούσαν, να είχαν αφανιστεί μονάχα οι οξιές κι απ’ τις φαρδιές καμινάδες να έπεφτε λευκό, ολόλευκο χιόνι.
Το παιχνίδι
Δεν επισκεπτόμουν συχνά το πατρικό. Και να σκεφτείς ότι μικρή ονειρευόμουν να ζήσω εδώ. Θα μετακόμιζα στο διπλό κρεβάτι, θα έκανα το παιδικό δωμάτιο γραφείο και το σαλόνι βιβλιοθήκη. Έφυγα στα δεκαοκτώ, τρέχοντας.
Δεν επισκεπτόμουν συχνά το πατρικό. Γύριζα από δουλειά κι ήμουν στη γειτονιά. Κατουριόμουν, αλλιώς δε θα πήγαινα. Ή δοκίμαζα τα όρια.
– Εγώ είμαι, άνοιξε.
– Μπα, μας θυμήθηκες; Έχω κάνει πίτα. Θα φας; Όλο βιάζεσαι. Γιατί δε μιλάς;
Είχε σκοπό να συνεχίσει. Το ρεπερτόριό της ξεδιπλωνόταν, πάντα, σε κλίμακες ελάσσονες, με ισχυρές αντιστίξεις και coda αέναη τα παράπονα, τα άγχη, την έλλειψη. Μπορούσε να παίζει για ώρες.
Διέσχισα το διάδρομο βιαστικά. Δεν είχα μιλήσει ποτέ. Σφιγγόμουν. Ίσα που πρόλαβα να φτάσω στην τουαλέτα.
Η πόρτα δεν έκλεινε. Το κλειδί είχε χαλάσει. Είχαν δίκιο. Δεν έχουν αλλάξει και πολλά εδώ μέσα. Α, μόνο ο νιπτήρας κι εγώ. Ο μπρούτζος έχει φθαρεί. Λεπτές χαρακιές παντού. Και στίγματα.
Το καζανάκι δεν ανταποκρίθηκε στην πίεση. Θα της στείλω το τηλέφωνο του υδραυλικού. Κι εκείνη θα προτιμήσει τον δικό της. Κούμπωσα και το τελευταίο κουμπί.
Θα το συνεχίζαμε. Έτσι, για τη χαρά του παιχνιδιού.
Σαράντα μέρες ακάλυπτος
Στέκομαι ακίνητος στη μέση του σπιτιού. Δεν ξέρω αν πρέπει να φύγω, ούτε αν μπορώ να μείνω παραπάνω. Από τη θέση αυτή, τσιμεντωμένος, ακούω το βουητό των άλλων, πρόσωπα που ενώ δεν τα γνωρίζω καλά, τα έχω ήδη νοσταλγήσει. Θυμάμαι όμως τα ονόματά τους· κάποια Λούλα με ωραία μαλλιά, μια θεία Άννα που παίζει ακόμα με τις κούκλες της, ένας Μιχαήλ που τρέχει πιο γρήγορα απ’ όλους, ένας Μάνος που με είχε κάποτε φιλήσει.
«Μάνο», του ψιθυρίζω, «αυτή τη στιγμή είμαι συγχυσμένος. Δεν ξέρω αν είσαι ξένος, φίλος, ή πατέρας».
Κάποια Μάρθα σκύβει να με ξυρίσει κι οδύρεται «σήκω αγόρι μου, σήκω ξανά να σε χαρώ», ένας Αντρέας κάθεται σε μια καρέκλα με τα μάτια στυλωμένα στο φούρνο, «έψηνα το κρέας όταν χτύπησε το τηλέφωνο, ο Νίκος, είπαν, ο Νίκος τι πράγμα, λέω, χτύπησε με τη μηχανή, είπαν», ένας σκύλος Πετρής τους γλείφει τα ακροδάχτυλα.
Καθένας τους μου σφραγίζει τα χείλη με ένα μυστικό και μου ζητά να το πάρω μαζί μου. Ύστερα σκεπάζουν τον καθρέπτη. Τρομαγμένος, σέρνομαι χωρίς να πατώ στη γη και από τη μια γωνιά του καθρέπτη που μένει ακάλυπτος ακούω λόγια που κανείς δεν μπορεί να πάρει πίσω. Μονάχα ο σκύλος δε με αφήνει, παρά κλαψουρίζει δίπλα μου σαράντα μέρες. Tο κλάμα του, παρέα και συνέρημος. Ώσπου τον διώχνω κι αυτόν. Το βουητό απότομα σταματά· τότε μόνο καταλαβαίνω· είχαν δίκιο να λένε πως γίνεται καμιά φορά να μπερδεύεις ένα όνειρο μέσα σε ένα άλλο. Aνοίγω τα μάτια· μα δε βλέπω.
Το λίπωμα
Θα μπορούσε να με έχει προετοιμάσει. Γούστο θα έχει, σκέφτηκα, να με ρίξει τώρα εδώ, στη μέση του δρόμου. Προσπάθησα να την ηρεμήσω και μάζεψα κάπως τα πόδια μου, εκείνη όμως συνέχιζε να βογκάει και να με σπρώχνει. Κατόπιν, σα να ησύχασε, πήρε βαθιές αναπνοές και οι πόνοι της καταλάγιασαν. Σταμάτησε να με πιέζει και το μυαλό της για λίγο ξέφυγε, πέταξε έξω από την επικράτειά μας, σε χώρο όπου κανείς εκτός από εκείνη δε γνώριζε τι ακριβώς επικρατεί. Βρέθηκα τελικά γυμνός, μετέωρος, εκτεθειμένος στη θέα του κόσμου που μας κοιτούσε ανήσυχος σχηματίζοντας γύρω μας έναν κλοιό. Κατάλαβα ότι ο χρόνος της αγαστής μας συμβίωσης τελείωσε. Ο επόμενος δε θα ήταν παρά μία καρικατούρα μας, ένας ατάλαντος παραχαράκτης των όσων είχαμε μαζί μοιραστεί. Μύριζα σαπούνι, οινόπνευμα, φόβο και ιώδιο, ήμουν ένα εφταμηνίτικο μόρφωμα όλο σάλια και νεύρα, εντελώς φαλακρό και μ’ ένα αποκρουστικό λίπωμα στο σβέρκο. Εκείνη έλεγε σε όλους πως ήμουν ο μονάκριβος γιος της, δε φάνηκε ωστόσο διατεθειμένη να μου χαρίσει το στήθος της, ούτε κι εγώ να την πλησιάσω με το φαφούτικο στόμα μου. Όταν κάποτε ενηλικιώθηκα, έσπευσε να με αποκαλέσει τύπο αντιδραστικό και αδίστακτο, υπήρξαν όμως κι αυτοί που στο πρόσωπό μου είδαν έναν άνθρωπο εκλεπτυσμένο. Με δεδομένη την αμφιθυμία στις σχέσεις όλων μας, πιστεύω ότι και η μεν και οι δε ψεύδονταν. Για τον ίδιο λόγο, από μιαν άλλη σκοπιά, δεν το αποκλείω να είχαν δίκιο.