Χάρτης 16 - ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2020
https://dev.hartismag.gr/hartis-16/metafrash/pente-mikromyooplasies
Η Άνα Μαρία Σούα (Ana María Shua) γεννήθηκε στο Μπουένος Άιρες το 1951. Είναι πολυγραφότατη και πολυβραβευμένη, έχει ασχοληθεί, μεταξύ άλλων, με το μυθιστόρημα, το διήγημα, το παιδικό βιβλίο και θεωρείται η βασίλισσα του μικροδιηγήματος. Το 2014 έλαβε το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας της Αργεντινής και το 2016 τιμήθηκε με το ισπανοαμερικανικό βραβείο μικροδιηγήματος «Juan José Arreola», ως η καλύτερη συγγραφέας μικρομυθοπλασίας στην ισπανική γλώσσα! Το έργο της έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από 14 γλώσσες, μεταξύ άλλων στα ελληνικά, κινέζικα, αραβικά και ισλανδικά.
Εδώ παρουσιάζουμε πέντε μικροδιηγήματα, μεταφρασμένα για πρώτη φορά στα ελληνικά για τον Χάρτη, από το καινούριο της βιβλίο, La Guerra, το οποίο εξετάζει με πρωτοτυπία και συγγραφική δεξιοσύνη το παράλογο φαινόμενο του πολέμου. [ Α.Β. ]
Η εξαπάτηση
Λέει ο Σουν Τζου πως η τέχνη του πολέμου βασίζεται στην εξαπάτηση. Και η ύψιστη έκφρασή της είναι να υποτάξεις τον εχθρό αμαχητί. Η εξαπάτηση οδηγεί στον αιφνιδιασμό, και ο αιφνιδιασμός στη νίκη. Όποιος δεν είναι ικανός να εξαπατά, και ως εκ τούτου να αιφνιδιάζει, ποτέ δε θα καταφέρει να διακριθεί στην τέχνη του πολέμου… και της συγγραφής.
Στον έρωτα και στον πόλεμο
Στον έρωτα και στον πόλεμο όλα επιτρέπονται. Επιτρέπεται η παραπλάνηση και το ψέμμα: η τέχνη του πολέμου είναι η τέχνη της εξαπάτησης, λέει ο Σουν Τζου. Επιτρέπεται να λεηλατούμε και να καταστρέφουμε, επειδή όποιος δεν μας αγαπά όπως τον αγαπούμε, μετατρέπεται αμέσως σε εχθρό. Όλα επιτρέπονται, εκτός από το να γονατίζεις, να ικετεύεις, να ζητάς συγγνώμη, εκτός από το να υποχωρείς, να παραδίνεσαι, να δειλιάζεις, τίποτα δεν αξίζει και όλα επιτρέπονται στον έρωτα και στον πόλεμο, εκτός από το να σκοτώνεις. Γιατί σκοπός του πολέμου δεν είναι ο θάνατος, αλλά η ήττα του εχθρού, και σκοπός του έρωτα δεν είναι να σκοτώσεις, αλλά να κατακτήσεις. Κι όμως...
Η Σπαρτιάτισσα μάνα
Ἤ τὰν ἥ ἐπὶ τάς. Να επιστρέψεις με την ασπίδα σου ή πάνω σ΄ αυτή, του είπε η Σπαρτιάτισσα μάνα του όταν έφυγε για τη μάχη, ωστόσο η μάχη ήταν σύντομη και αιματηρή, όπως όλες, ο στρατός της Σπάρτης ηττήθηκε, οι οπλίτες τώρα τρέχουν, η ασπίδα του είναι βαριά, πολύ βαριά, κάνει ζέστη, το αίμα από τις λαβωματιές προσελκύσει τα έντομα, η ασπίδα ζυγίζει το ένα τρίτο της πανοπλίας του και θα ήταν τόσο απλό να την αφήσει, τον καταδιώκει το εχθρικό ιππικό, ο ιδρώτας κυλά σε λεπτά ρυάκια πάνω στο πετσί του, που είναι καλυμμένο με μέταλλο και δέρμα, το μουδιασμένο του μπράτσο μετά βίας μπορεί να βαστάξει άλλο αυτό το ανελέητο βάρος, ο αλμυρός ιδρώτας τού καίει τα μάτια, θα ήθελα να σε δω τώρα, Σπαρτιάτισσα μάνα, να επιστρέφεις με την ασπίδα σου, αλλά αμέσως αποδιώχνει αυτήν την άσχημη σκέψη, γνωρίζει καλά τη μάνα του, ξέρει πως θα ήταν ικανή να επιστρέψει πάνω στην ασπίδα της, θα ήταν ικανή να επιστρέψει νεκρή, τόσο νεκρή όσο επιθυμεί να δει τον γιο της, τον ίδιο της τον γιο, γιατί τον προτιμά νεκρό από ηττημένο, τον προτιμά νεκρό από δειλό, τον προτιμά νεκρό από το να μάθει αυτό που κάνει τώρα ο γιος της, αυτό που κάνει ακριβώς αυτή τη στιγμή, που πετάει τη μισητή ασπίδα πάνω στην οποία θα μεταφέρουν τον γιο μιας άλλης, που βγάζει χωρίς να σταματά να τρέχει τη μισητή περικεφαλαία, τη μισητή πανοπλία που προστατεύει το θώρακά του, ξεφεύγει τώρα προς το δασάκι, κρύβεται ανάμεσα στα αγριόχορτα, ανάμεσα στους θάμνους, κοιτά από κει το εχθρικό ιππικό να κατατροπώνει τους ηττημένους οπλίτες που τρέχουν άγαρμπα εξαιτίας των τεράστιων, ξύλινων ασπίδων, επενδυμένων με χαλκό, αυτών των ασπίδων που τους προστατεύουν από το σαγόνι ίσαμε το γόνατο, αλλά μόνο από μπροστά, που προστατεύουν αυτούς που προελαύνουν αλλά ποτέ αυτούς που το βάζουν στα πόδια, οι ιππείς τώρα τους φτάνουν από πίσω, τους καρφώνουν πισώπλατα, από τα εχθρικά σπαθιά και δόρατα ξεπετάγονται κόκκινα άνθη αίματος, δεν θα επιστρέψει με την ασπίδα του, ούτε πάνω σ΄ αυτήν, δεν θα επιστρέψει, μια μάνα μπορεί να έχει κι άλλα παιδιά, αυτός έχει μόνο μια ζωή, ο κόσμος είναι μεγάλος, δεν είναι όλα Σπάρτη.
Ο πόλεμος ήταν αδυσώπητος
Πώς ήταν ο πόλεμος στην Ευρώπη, παππού;, ρωτούν τα εγγόνια. Ο πόλεμος ήταν αδυσώπητος, λέει ο παππούς. Έγινε στην Ευρώπη κι όχι σε κάποια χώρα. Επειδή τα σύνορα άλλαζαν συνεχώς. Χωρίς να βγούμε απ’ το χωριό, άλλοτε βρισκόμασταν στη Ρωσία, κι άλλοτε στη Γερμανία ή στην Πολωνία. Δεν είχαμε τι να φάμε: πατάτες κάθε μέρα. Με τις φλούδες, στη χόβολη. Για να αγοράσει ψωμί, η μαμά έπρεπε να περάσει τα διεθνή σύνορα. Έδιναν μόνο ένα ψωμί ανά άτομο. Έπειτα επέστρεφε με μικρά βηματάκια, με το ψωμί κρυμμένο κάτω από τη φούστα, ανάμεσα στα σκέλια, για να μην της το κρατήσουν πίσω στα σύνορα. Ο πόλεμος ήταν αδυσώπητος, αλλά ήμουν νέος, σκέφτεται ο παππούς, μα δεν το λέει, κοιτώντας τα εγγόνια του με αγάπη, με μίσος, με ζήλεια. Εκείνον τον πόλεμο τον κέρδισα, μα σ΄ αυτόν εδώ τον αδυσώπητο πόλεμο είμαι χαμένος.
Δοκίμιο και ποίηση
Οι άντρες πάνε στον πόλεμο για λόγους οικονομικούς, πολιτικούς, κοινωνικούς, θρησκευτικούς. Οι λόγοι αυτοί γεννούν τη στατιστική και το δοκίμιο. Μόνο όταν ρίχνουν το φταίξιμο σ’ εμάς, τις γυναίκες, οδηγούνται στην ποίηση, λένε από το καθαρτήριο η Ωραία Ελένη, που για την ομορφιά της ο Πάρης καταδίκασε το λαό του, και η Φλορίντα Λα Κάβα, που για την ομορφιά της ο Δον Ροδρίγο έχασε την Ισπανία. Και δε λείπουν εκείνοι που μας διαβεβαιώνουν (αν και είναι πάντα άντρες) πως αυτές οι δυο καίγονται στην κόλαση.