Χάρτης 15 - ΜΑΡΤΙΟΣ 2020
https://dev.hartismag.gr/hartis-15/klimakes/peri-anoroografias-kai-oroografias-o-logos
———————————————
ΣΧΟΛΙΑ ΣΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΤΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΚΟΥΜΑΝΟΥΔΗ (14)
———————————————
ανορθογραφέω-ώ. Ηλίας Στ. Σταθόπουλος 1851.- Νικόλαος Κοντόπουλος λ. 1889. – Ακρόπολις 27 Αυγ. 1895. Άγγελος Βλάχος λ. 1897.
ανορθογραφήματα, τα. Μ. Π. Βρ. Εν Εθνικώ Ημερολογίω του 1869. Π. Τριανταφυλλίδης 1870.
ανορθογράφησις, η. Σ. Α. Κ. 1888.
ανορθογράφητος, 2 Δ. Ν. Βερναρδάκης
ανορθογραφίαι, αι. Άγγελος Βλάχος λ. 1871. – Ν. Κοντόπουλος λ. 1889.
ανορθόγραφος, 2. Σκαρλάτος λ. 1856. Αγγελoς Βλάχος λ. 1871. – Εμμ. Ροΐδης 1877. – Ταύτην και μόνην την τόνωσιν της λέξεως τω 18 . [sic] εδέχθη ο Δ. Ν. Βερναρδάκης σημασίαν δε τήν δε μίαν «ο άνευ ορθογραφίας ω ουκ έστιν ορθογραφία», όχι δε διπλήν, ενεργητικήν και παθητικήν, ως εδέχθη ο Κ. Σ. Κόντος και άλλοι. Ο Άγγελος Βλάχος εν τω Ελληνογαλλικω λεξικώ του τω 1897 μίαν μεν ανέγραψεν τόνωσιν την ανορθ ό γ ρ α φ ο ς, σημασίας δε δύο, την malorthographié και την qui fait des fautes d'orthographe.
ανορθογράφως. Τάσος Δημ. Νερούτσος 1874. - Άγγελος Βλάχος λ. 1897.
ορθογράφω. Πλάτων Πετρίδης 1827.
ορθογραφήματα, τα. [sic, χωρίς τεκμηρίωση]
ορθογραφητέον. Παναγιώτης Κουπιτώρης εν Ελληνικώ Φιλολογικώ Συλλόγω Κωνσταντινουπόλεως 1867.
Οι παραπάνω νεολογισμοί επιβεβαιώνουν το ενδιαφέρον των λογίων του δεύτερου μισού του 19ου
αι. για το θέμα της ανορθογραφίας. Από τα δέκα αυτά λήμματα στον πυρήνα της κοινής Νεοελληνικής εντάχθηκαν μόνο οι λέξεις ανορθογραφία και ανορθόγραφος.
Σχετικά με το ορθογράφω, ο Κ. Κόντος[1] παρατηρεί ότι το ορθό είναι ορθογραφώ, τονιζόμενο κατά την πρώτη συζυγία των περισπωμένων ρημάτων. Τα ανορθογραφήματα έχουν περιθωριακή χρήση.[2]
Η ανορθογραφία εμφανίζεται σταθερά σε όλα τα νεοελληνικά λεξικά με τις σημασίες: 1. «ορθογραφικό σφάλμα». 2. «η ιδιότητα του ανορθόγραφου» 3. (σε μεταφορική χρήση) «ελαφρά παρατυπία, παράβασις των κεκανονισμένων, ασχημία: κατά την τελετήν έγιναν πολλαί ανορθογραφίαι» (Λεξικό Δημητράκου). Η τελευταία σημασία καταγράφεται με τα συνώνυμα «ανομοιομορφία», «χτυπητή αντίθεση», «ασχήμια», «δυσαρμονία», «παρατυπία», «παραφωνία». Κανένα λεξικό δεν σημειώνει ότι η ανορθογραφία
απέκτησε διευρυμένη σημασία και δηλώνει γενικά το «σφάλμα», το «λάθος». Οι δομικές,
κυβερνητικές και περιβαλλοντικές ανορθογραφίες ισοδυναμούν με αστοχίες, λάθη, σφάλματα. Οι ανορθογραφίες στο ρόστερ (της ομάδας) σημαίνουν αδυναμίες που είναι ανάγκη να διορθωθούν, να καλυφθούν. Στο παράδειγμα Πασχίζω να βρω το σφουγγάρι, που θα σβήσει τις ανορθογραφίες από το μαυροπίνακα που έχω μέσα μου[3] είναι προφανές ότι το εννοιολογικό του υπόβαθρο εδράζεται στη εμπειρία του ανορθόγραφου μαθητή μέσα στην τάξη, αναφέρεται όμως στα αναπόφευκτα εν πολλοίς σφάλματα του βίου και τις τραυματικές εμπειρίες που τα συνοδεύουν. Ο μαυροπίνακας δραματοποιεί ακόμα πιο πολύ τα πράγματα και παραπέμπει στον πειθαναγκασμό και την αυταρχικότητα παλαιότερων εποχών. Ο ασπροπίνακας, νεολογισμός που έγινε δεκτός στο Χρηστικό Λεξικό (μας ήρθε από τα Αγγλικά (whiteboard) το 1951), εγκαινιάζει τη νέα παιδαγωγική και τις νέες τεχνολογίες.
Ο Οδυσέας Ελύτης αναφέρεται στις ανορθογραφίες (κυριολεκτικά και μεταφορικά) και τους ανορθόγραφους (μεταφορικά). Κάποιοι αρέσκονται να κινδυνολογούν επικαλούμενοι τις θέσεις του και να τις ερμηνεύουν κατά το δοκούν. Ενδεικτικά είναι τα παραθέματα:
«Ούτε θυμάμαι να ’χω ζήσει σε καμιά καλή εποχή για να τη νοσταλγώ. Απλώς, δεν ανέχομαι τις ανορθογραφίες. Με ταράζουν. Νιώθω σαν ν’ ανακατώνονται τα γράμματα στο ίδιο μου το επώνυμο, να μην ξέρω ποιος είμαι να μην ανήκω πουθενά. Τόσο πολύ αισθάνομαι να είναι η ζωή μου συνυφασμένη μ’ αυτήν την ‘υδρόγεια λαλιά’, που δεν είναι παρά η οπτική φάση της ελληνικής λαλιάς, της ικανής με τη διπλή της υπόσταση να ομιλεί και να ζωγραφίζει συνάμα». ———— Τα δημόσια και τα ιδιωτικά, 1990
Και στα γραφτά μου τρεις και τέσσερις ανέμους ανορθόγραφους / Να ζαλιστούν τα πέλαγα όμως / Γεμάτο νου και γνώση ν’ ακολουθεί το δρόμο του κάθε πλεούμενο
———— «Ως ενδυμίων», Δυτικά της λύπης (1995)
«Τρινάκρια», Εκ του πλησίον (1998)«Η εξ απροσεξίας ανορθογραφία στα νοήματα μπορεί κάποτε να βγάζει σε Martin Heidegger, όπως και στη μουσική σε Carl Maria von Weber. Η εκ προμελέτης όμως μόνον στον Picasso και εναντίον εκείνου του ‘όχι πάντοτε’ που είπε κάποτε ο ίδιος» ———— «Τρινάκρια», Εκ του πλησίον (1998)
Ανορθόγραφος ή ανορθογράφος;
Το ερώτημα αυτό είναι άνευ αντικειμένου για όποιον σέβεται την πραγματική χρήση της γλώσσας η οποία διαμορφώνεται ανεξάρτητα από την τυποποιημένη λογική των σχολαστικών. Είναι αλήθεια ότι το αντώνυμο του ορθογράφος είναι ο ανορθογράφος και ότι τα ρηματικά σύνθετα που έχουν ενεργητική σημασία δέχονται τον τόνο στην παραλήγουσα. Η συλλογιστική όμως αυτή έχει καθαρά μεταγλωσσικό ενδιαφέρον. Δεν αποτελεί επιχείρημα για τον φυσικούς ομιλητές, από τη στιγμή που η πλειονότητά τους προτιμά τον «αντιγραμματικό» τύπο ο οποίος, τελικά, αργά ή γρήγορα καθιερώνεται. Αναμασημένα ερωτήματα, όπως το παραπάνω, δεν εχουν λόγο ύπαρξης σε σύγχρονα λεξικά. Το λεξικό Τριανταφυλλίδη και το Χρηστικό Λεξικό της Ακαδημίας Αθηνών λημματοποιούν μόνο τον τύπο ανορθόγραφος τόσο για την ενεργητική σημασία (ανορθόγραφος μαθητής) όσο και για την παθητική (ανορθόγραφο κείμενο).
Οι κυριολεκτικές γλωσσικές ανορθογραφίες είναι απειράριθμες. Οι ανορθόγραφες πινακίδες, πολλές από τις οποίες «βγάζουν μάτι», αποτελούν προσφιλές θέμα στο διαδίκτυο με πληθώρα ειρωνικών σχολίων.
Πριν από πολλά χρόνια είδα σε βιτρίνα πολυτελούς καταστήματος στο Κολωνάκι κάτι ανάλογο: ΚΛΥΣΤΟ ΛΟΓΩ ΔΙΑΚΟΠΟΝ. Παραδόξως, το λόγω ήταν σωστά γραμμένο, αυτό όμως το κλυστό, λες και παρέπεμπε στο κλύσμα, έμεινε βαθιά χαραγμένο στη μνήμη μου.
Οι συνειδητές ανορθογραφίες ως μορφή κοινωνικής διαμαρτυρίας, ή ακόμα και επαναστατικής συμπεριφοράς, αποτυπώνουν μια νέα πραγματικότητα. Τα υποτιμημένα γκράφιτι αποτελούν συχνά εναλλακτική μορφή τέχνης.
Ο ανορθογραφισμός,[4] ως ιδεολογία του διαδικτύου, ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο προβληματισμού καθώς έχει λάβει πολυποίκιλες μορφές.[5]
Οι μεταφορικές λογοτεχνικές ανορθογραφίες δεν έχουν ακόμα μελετηθεί, παρ’ όλο που παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον. Στη λογοτεχνική παράδοση εμφανίζεται συχνά το σύμπλοκο ανορθόγραφη ζωή που είναι η «λάθος ζωή». Ανορθόγραφη άποψη είναι η παράταιρη, η άκαιρη.
Η Χριστίνα Χρυσανθοπούλου στο πρώτο της μυθιστόρημα, Ζοή με όμικρον, Πάπυρος 2011, παρουσιάζει τραγικές πτυχές της μετανάστευσης με έμφαση στο ρατσισμό και την ξενοφοβία. Η ανορθόγραφη ζωή του ήρωα, που παραπέμπει και στα ανορθόγραφα Ελληνικά του, περιγράφεται σε όλη τη σκοτεινότητά της από την οποία όμως αναδύεται ο ύμνος του έρωτα και της ανθρωπιάς. Προηγήθηκε το 2010 η ταινία Biutiful
του Alejandro González Iñárritu. Παρουσιάζεται με ιδιοφυή τρόπο η ομορφιά της ζωής μέσα από τον ανορθόγραφο τίτλο (ισπανική προφορά του beautiful) που αναπαριστά την ανορθόγραφη ζωή του κεντρικού ήρωα, του εκπληκτικού Javier Bardem: «κοινωνική εξαθλίωση, εργασιακή εκμετάλλευση, μοναξιά, φόβος και θάνατος». Η Χαρά Βερίγου, γνωστή με το ψευδώνυμο Ζωή Δικταίου, στο ποίημα «Άστεγος Έρωτας του Απρίλη» αναφέρεται στην ανορθόγραφη ζωή.[6]
Οι συνειδητές λογοτεχνικές και καλλιτεχνικές ανορθογραφίες (χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Μέντη Μποσταντζόγλου, γνωστού με το ψευδώνυμο Μποστ), με σημαντικές συνυποδηλώσεις, εξυπηρετούν την προθετικότητα του δημιουργού ο οποίος με τον τρόπο αυτό περνά ποικίλα μηνύματα. Το Μη χοιρότερα! του Νικόλα Κάλα (Οδός Νικήτα Ράντου, Ίκαρος 1977, σ. 107), με εμφανή αναφορά στο χοίρο, το αντιλαμβάνεται κανείς μόνο ως αναγνώστης.
Η Κική Δημουλά με το ποίημα «Γράψε λάθος» (Από τη συλλογή Χαίρε ποτέ, Στιγμή 1988) ανατρέπει τις ορθογραφικές συμβάσεις με ευφάνταστο τρόπο και με εμφανώς πικρόχολη διάθεση για την άτεγκτη ορθογραφία που επιβάλλουν οι γραμματικοί με κριτήριο την ψυχρή λογική. Η ποιήτρια αντιστέκεται σ’ αυτούς τους κανόνες (Κατ’ επανάληψη λες, μ’ έπιασες να γράφω / συνδιάζω αντί συνδυάζω) με παρετυμολογίες που δίνουν μαθήματα ζωής (το ζω το αφήνουμε έξω / για μετά, αν πετύχει ο συνδυασμός).
Η καταληκτική στροφή του ποιήματος, με τους δύο τελευταίους βαθύτατα φιλοσοφημένους στίχους που παραπέμπουν στην «ορθογραφία της μοίρας», οδηγούν σε πλήρη ανατροπή της «ορθο-γραφικής» λογικής και επιβεβαιώνουν, από μια άλλη οπτική γωνία το στίχο του Ελύτη «Η γλώσσα που μιλώ δεν έχει αλφάβητο».[7] Η «εκ γενετής ανορθογραφία» πολλών λέξεων θέτει μια σειρά από θεολογικά, φιλοσοφικά, κοινωνικά και παιδαγωγικά ερωτήματα τα οποία ίσως δεν θα απαντηθούν ποτέ.
Ρωτάς από πού ως πού
γράφω τη συμπόνοια με όμικρον γιώτα.
Ποιός ξέρει θα με παρέσυρε η άπνοια
ο ανοίκειος το ποίημα η οίηση
το κοιμητήριο η οικουμένη το οικτρόν
και η αοιδός επιθυμία
απ’ την αρχή να ξαναγραφόταν ο κόσμος.
Εξάλλου σου θυμίζω η συμπόνια
πρωτογράφτηκε λάθος από το Θεό.
Στο διαδίκτυο κυκλοφορούν διάφορες ερμηνευτικές προσεγγίσεις του ποιήματος.[8]
Αποτελεί, πράγματι, παραδοξότητα ότι ένας στους τέσσερις Νεοέλληνες προτιμά την ανορθόγραφη εκδοχή με οι, παρά την ετυμολογική διαφάνεια (συν-πονώ), ενώ ποτέ δεν γράφει λάθος την απονιά, που θα μπορούσε να παρετυμολογηθεί από την αρχαία λέξη ἀπόνοια: «απουσία λογικής», «παραλογισμός». Η συμπόνια, στην ανανεωμένη εκδοχή της αποδίδεται ως ενσυναίσθηση (αγγλ. empathy), ανακαλεί ίσως στη μνήμη τον ισχυρό συμβολισμό του νου, με τα σύνθετα ομόνοια, διχόνοια, εύνοια, υπόνοια. Δεν αποκλείεται να εμπλέκεται στις συνάψεις του νοητικού λεξικού και η σύμπνοια που έχει βέβαια διαφορετική ετυμολογική προέλευση.
Οι ορθογραφικές συνήθειες αλλάζουν
Τις αναπόφευκτες αλλαγές στη γλώσσα δεν θέλουν να παραδεχτούν ορισμένοι που αγνοούν βασικές αρχές της γλωσσολογίας ή διακατέχονται από ιδεολογικές εμμονές. Ο «συνταξιούχος εκπαιδευτικός από την Κυψέλη», όπως δηλώνει ο ίδιος, Αριστείδης Παυλάκος έστειλε σε μια χαμηλοτάτης κυκλοφορίας εφημερίδα[9] και του δημοσίευσε την ακόλουθη επιστολή:
«Το Χρηστικό λεξικό της Ακαδημίας Αθηνών αποτελεί μιαν απογοήτευση καθώς συχνά προτείνει την εσφαλμένη γραφή μιας λέξης αντί της σωστής (π.χ. παλικάρι και όχι παλληκάρι). Εκείνο που δεν συγχωρείται είναι ότι προβάλλει την εσφαλμένη γραφή «συγνώμη»! Μήπως μ’ αυτόν τον τρόπο το Ανώτατο Πνευματικό Ίδρυμα της χώρας ανοίγει την πόρτα στην κατάργηση της ιστορικής ορθογραφίας; Ε, τότε Εύγε!».
Ο συνταξιούχος εκπαιδευτικός «απογοητεύεται» από τις εξελικτικές τάσεις της γλώσσας καθώς αγνοεί καίριο σύγχρονο θεωρητικό προβληματισμό. Από το άλλο μέρος, ο όχι και τόσο αφελής συνταξιούχος δεν είχε τη στοιχειώδη πρόνοια να ρίξει, έστω, μια ματιά σε άλλα σύγχρονα λεξικά (Τεγόπουλου-Φυτράκη, Τριανταφυλλίδη, Μπαμπινιώτη), οπότε θα έβλεπε ότι και αυτά, με το ανόητο σκεπτικό του, «υπονομεύουν» την ιστορική ορθογραφία, αφού αναφέρουν για τις δυο αυτές λέξεις τα ίδια πράγματα. Ο κ. Αριστείδης Παυλάκος ψεύδεται λέγοντας ότι το Χρηστικό Λεξικό «προβάλλει» την εσφαλμένη, όπως νομίζει, γραφή «συγνώμη». Η αλήθεια είναι ότι το λεξικό της Ακαδημίας Αθηνών προβάλλει και συνιστά τη γραφή συγγνώμη και γι’ αυτό είναι τυπωμένη ως κύριο λήμμα με έντονα μπλε γράμματα!