Χάρτης 15 - ΜΑΡΤΙΟΣ 2020
https://dev.hartismag.gr/hartis-15/hartaki/o-fylakas-toy-faroy
Γεννήθηκα Πρωτοχρονιά μέσα στο φάρο· μια νύχτα που έβρεχε αστέρια. Μπορεί γι’ αυτό να ήθελα από πάντα να γίνω αστρονόμος. Ή αστροναύτης. Πράγμα αστείο, γιατί οι περισσότεροι φίλοι μου κι όλα μου τ’ αδέρφια ακολούθησαν τη θάλασσα κι αλωνίζουν τώρα τα πελάγη. Δοκίμασα κι εγώ, όταν ενηλικιώθηκα, μα τα παράτησα λίγον καιρό μετά. Έτσι, έπιασα να μελετάω τ’ άστρα απ’ τον φεγγίτη του δωματίου μου, απλώνοντας χάρτες με αστερισμούς και παλεύοντας να ξεκλειδώσω τα μυστικά τους. Αλλά κουράζονταν τα μάτια μου και δεν έβλεπα καλά. Έφτιαξα σαΐτες με τους χάρτες και σκαρφαλωμένος στον ανεμοδείκτη, τους εκτόξευα με μανία στον ορίζοντα. Την τελευταία σαΐτα την καβάλησα, μα καθώς οι υπολογισμοί μου δεν αποδείχτηκαν σωστοί, αστόχησα και δεν πέτυχα τελικά το φεγγάρι, αλλά προσγειώθηκα κάπως ανώμαλα σε ένα δεντράκι στις παρυφές των βράχων.
Για λίγους μήνες μετά, ασχολήθηκα με τη βοτανολογία «Πώς γίνεται να φυτρώνουν δέντρα στα ξερονήσια;», αναρωτιόμουνα.Φοβερό! Κουβαλούσα παντού μαζί μου ένα μεγεθυντικό φακό κι εξέταζα προσεκτικά τους κορμούς και τα φυλλώματά τους, παλεύοντας μέρες ολόκληρες να αποκωδικοποιήσω τη δροσιά και τη ζωντάνια τους μέσα στην ανεμοδαρμένη ξεραΐλα. Τελικά έπαθα ηλίαση και αποφάσισα να κάνω ένα σύντομο διάλειμμα από τις σπουδές μου.
Εν τω μεταξύ ο φάρος αναπαλαιώθηκε κι έλαμψε ολόκληρος. Λίγο αργότερα εμφανίστηκε ένας ψηλός κύριος μαζί με μια γυναίκα. Κουβαλούσαν βαλίτσες και σάκους, κι η γυναίκα τριγυρνούσε στο κτίσμα με ξινό ύφος, επιθεωρώντας τα πάντα. Εγώ τους παρακολουθούσα κρυμμένος και κατατρομαγμένος, κι αναρωτιόμουν ποιοι είναι αυτοί και τι γυρεύουν στο σπίτι μου – ένα σπίτι που, για να είμαστε ειλικρινείς, μάλλον αυθαίρετα το είχα καταλάβει, παρ’ όλα αυτά, σπίτι ΜΟΥ. Τελικά αποφάσισα να μείνω στο πάνω πάτωμα, που είχε μια κόγχη μυστική που θα γινόταν η κρυψώνα μου. Κοντούλης ήμουν, έτσι κι αλλιώς, κι αλαφροπάτητος. Θα παρέμενα κρυμμένος και θα ‘βγαινα μόνο όταν θα κοιμόντουσαν. Και μ’ αυτές τις σκέψεις κουλουριάστηκα κι αποκοιμήθηκα.
Ξύπνησα λίγο μετά τα μεσάνυχτα ξυλιασμένος από το κρύο, που διαπερνούσε τις σανίδες κι έφτανε ανενόχλητο μέχρι τα κόκκαλά μου. Θυμός άρχιζε να φουντώνει μέσα μου για τους καταπατητές, που ήρθαν με το έτσι θέλω να ταράξουν τη ζωή και τις υπέροχες αναζητήσεις μου. Γιατί δεν είπα κάτι; Δικός μου είναι ο φάρος. Αγριεμένος σηκώθηκα για να παραμονέψω το ζευγάρι. Κατέβηκα με χίλιες προφυλάξεις τη φιδωτή σκάλα και τους πέτυχα στην κουζίνα. Η κυρία έπλενε πιάτα, μιλώντας ακατάπαυστα σε μια γλώσσα ακατάληπτη, που πρώτη φορά άκουγα στη ζωή μου. Σφύριζε τις λέξεις σαν ύαινα, γυρνώντας πού και πού απότομα να κοιτάξει τον άντρα, που καθόταν στο τραπέζι και δε φαινόταν να την ακούει, παρά μόνο είχε κατεβασμένο το κεφάλι και μελετούσε κάτι τεράστια βιβλία. «Κοίτα να δεις που του αρέσει το διάβασμα», σκέφτηκα βλέποντάς τον να σέρνει το δάχτυλο προσεκτικά πάνω στις αράδες. Κάποια στιγμή, κάτι είπε στη γυναίκα και σηκώθηκε, μα εκείνη δεν του έριξε ούτε ματιά. Της ξαναμίλησε, λίγο πιο δυνατά, κι οι άγνωστες αυτές λέξεις ήχησαν στ’ αυτιά μου τόσο γλυκά, τόσο απροσδόκητα καταπραϋντικά. Το αποφάσισα! Θα μελετούσα τις γλώσσες, όλες τις γλώσσες του κόσμου, μέχρι να βρω ποια ήταν η γλώσσα τούτη.
Κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή, απ’ το πουθενά, έπεσε ο κεραυνός. Κατατρόμαξα κι άφησα μια πνιχτή κραυγή, που ήταν αρκετή για να στρέψει την προσοχή και των δύο στο μέρος μου. Η ύαινα τσίριξε μόλις με είδε, κι ο άντρας άρχισε να με πλησιάζει με ύφος απορημένο. Νόμισα πως θα πέτρωνα εκεί μια και καλή, μα ευτυχώς τα πόδια μου έπιασαν να τρέχουν ευθύς για την κρυψώνα μου. Κρύφτηκα κι έμεινα εκεί να κρατάω την ανάσα μου, μισοπεθαμένος απ’ το φόβο. Μπορούσα ακόμα να ακούω τις υστερικές φωνές της γυναίκας, και συνάμα τα στέρεα βήματα του άντρα που είχε πια ανέβει στο δεύτερο πάτωμα και πλησίαζε ολοένα, ώσπου τελικά με βρήκε. Έσκυψε κάτω απ’ το τραπέζι –ναι, η μυστική μου κόγχη δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένα παλιό, δρύινο τραπέζι– κι έπειτα γονάτισε λίγα μόλις εκατοστά μακρυά μου. Τότε με είδε. Χαμογέλασε, σηκώθηκε με κόπο κι εξαφανίστηκε από το οπτικό μου πεδίο. Η καρδιά μου είχε σταματήσει, δε μπορούσα να κουνηθώ ούτε να μιλήσω ούτε καν να σκεφτώ.
Τότε άκουσα έναν κρότο και τον είδα να κοπανάει μια σκούπα με δύναμη στο πάτωμα, δυο τρεις φορές, μπαμ μπαμ, έπειτα να ανοίγει το παράθυρο και να κάνει πως πετάει κάτι έξω, στα βράχια. Μα είμαι σίγουρος, πως δεν κρατούσε τίποτα στο χέρι του. Στάθηκε για μια στιγμή, ξεφύσηξε με ανακούφιση κι απομακρύνθηκε, κατεβαίνοντας γρήγορα τα σκαλιά. Μετά από λίγο σταμάτησαν και οι στριγκλιές της ύαινας.
Από κείνο το βράδυ γίναμε φίλοι. Μου έφερνε φαγητό κι εγώ του έκανα παρέα όταν διάβαζε ή έκανε δουλειές στο φάρο. Μου μιλούσε πού και πού, παρ’ όλο που ήξερε πως δεν καταλάβαινα τη γλώσσα του. Ήταν πολύ όμορφα! Και το φαΐ υπέροχο· πολλές φορές μου το άφηνε δίπλα στο κρεβατάκι μου, κάτω απ’ το τραπέζι, κι έτσι ξυπνώντας έπεφτα με τα μούτρα, καλωσορίζοντας την καινούρια μέρα με όρεξη. Και τι λιχουδιές, τι λιχουδιές ήταν αυτές! Για κείνους αποφάγια, για μένα βασιλικά κεράσματα. Κι έτσι, ούτε που κατάλαβα πώς βρέθηκα να βγάζω αφρούς και να σφαδάζω σαν ηλεκτρισμένος, το συμπέρασμα είναι ένα: τα τίναξα. Κακό, θα μου πείτε. Ε εντάξει. Όλα τα πράγματα έχουν και την καλή τους πλευρά: άρχισα να καταλαβαίνω τη γλώσσα των ανθρώπων.
«Πέτα το, πέτα το το σιχαμένο! Τι το καμαρώνεις καημένε», ξεφώνιζε η ύαινα. Ο φίλος μου με κρατούσε ανάποδα από την ουρά και με κοίταζε λυπημένος. Αν ξαναγεννηθώ, σε μια άλλη ζωή, αν τα ευγενικά πνεύματα της τύχης ανακατέψουν την τράπουλα και ξαναμοιράσουν τα χαρτιά, τότε, ίσως –ίσως– και να ζήσω εγώ σαν άνθρωπος κι εκείνος σαν ποντίκι, και το βλέμμα εκείνο που μου χάρισε ίσως και να ‘βρω τρόπο να του το ξεπληρώσω. Η ύαινα συνέχιζε να με ψέλνει κι εμένα κι εκείνον, ώσπου ο φίλος μου, αγανακτισμένος, μεταμορφώθηκε σε λιοντάρι και βρυχήθηκε:
«Μη μιλάς έτσι για το φύλακα του φάρου!»
Και την άφησε να τον κοιτάει παγωμένη, ενώ εκείνος έβγαινε θριαμβευτικά από την πόρτα έξω στο φως, κρατώντας με απαλά κάτω απ’ τα μπαμπακένια σύννεφα.