Χάρτης 14 - ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2020
https://dev.hartismag.gr/hartis-14/hartaki/giapwnezikos-khpos-synenteyxh-me-ton-baggelh-hliopoylo
Ο γιαπωνέζικος κήπος είναι ίσως ένα από τα πιο δομημένα είδη κήπων. Πρέπει απαραιτήτως να περιέχει επτά στοιχεία: νερό, πέτρες και άμμο, γέφυρες, πέτρινα φανάρια και γούρνες, φράκτες και πύλες, άνθη και δέντρα, και ψάρια. Οι παρούσες συνεντεύξεις θα αποτελούνται πάντα από επτά ερωτήσεις. Κάποιες από αυτές θα επαναλαμβάνονται και κάποιες θα είναι νέες, ώστε να ανταποκρίνονται στο έργο που έχουμε μπροστά μας. Σαν τον γιαπωνέζικο κήπο, οι συνεντεύξεις θα διατηρούν τη δομή τους, προσπαθώντας ταυτόχρονα να αποδώσουν, ακριβώς σαν αυτόν, τη ζωντάνια μιας μακρινής γης, που σε αυτήν την περίπτωση είναι, βέβαια, η διαδικασία της συγγραφής.
Ο Βαγγέλης Ηλιόπουλος (Αθήνα 1964), σπούδασε Παιδαγωγικά και Θεολογία στο ΕΚΠΑ και από το 1984 εργάζεται στην πρωτοβάθμια ιδιωτική εκπαίδευση. Το 1995 εκδόθηκε Η περιπέτεια της ζαρωμένης κάλτσας το πρώτο του βιβλίο για παιδιά. Το 1997 κυκλοφόρησε το βιβλίο Ο Τριγωνοψαρούλης (εκδ. Πατάκη), το διαφορετικό ψάρι που έγινε ο πιο διάσημος Έλληνας σύγχρονος λογοτεχνικός ήρωας (οι περιπέτειές του μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες). Βιβλία του έχουν βραβευθεί και έχουν γίνει θεατρικές παραστάσεις. Παράλληλα μεταφράζει λογοτεχνικά έργα για παιδιά, σχεδιάζει εκπαιδευτικά προγράμματα για την καλλιέργεια της φιλαναγνωσίας, διδάσκει σε σεμινάρια δημιουργικής γραφής και ασχολείται με την προώθηση της παιδικής λογοτεχνίας και της ανάγνωσης. Το Ελληνικό Τμήμα του ΙΒΒΥ τον έχει ανακηρύξει Πρεσβευτή Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου 2018.
————————————————————————
Πράγματι με βασανίζει το τι γίνεται αυτό «που δεν συμπεριλαμβάνεται». Με βασανίζει το γιατί ΔΕΝ συμπεριλαμβάνεται και ΠΩΣ μπορεί αυτό να αλλάξει. Κι επειδή γράφω για ό,τι με βασανίζει και καίει την ψυχή μου είναι απολύτως αναμενόμενο αυτό να εκφραστεί μέσα από τα κείμενά μου. Τον τρόπο και τη μορφή του κειμένου τα επιλέγω ασυνείδητα, με ό,τι νομίζω πως μπορεί να βοηθήσει να μην «νοιώθω την πληγή». Όπως λέει ο Καβάφης: Τα φάρμακά σου φέρε Τέχνη της Ποιήσεως / Που κάμνουμε – για λίγο – να μη νοιώθεται η πληγή.
Αν δεν ήταν αυτή η Τέχνη, η Τέχνη του λόγου, θα ήταν σίγουρα κάποια άλλη, με την οποία θα μπορούσα να εκφραστώ. Στην εποχή που ζούμε η Τέχνη είναι σωσίβιο. Όσο για την καθημερινότητά μου είναι οι εθελοντικές δράσεις το σωσίβιό μου. Θεωρώ ότι ο εθελοντισμός είναι μονάδα μέτρησης της ανθρωπιάς.
Σε όλο το έργο μου κινούμαι στα μονοπάτια των δικών μου εμμονών με την ταυτότητα, τον άλλο, τον χρόνο. Λύτρωση βρίσκω μόνο όταν μιλάω για την αγάπη. Σε όλες τις ηλικίες, σε όλα τα είδη λόγου. Πιστεύω ότι και στα μικρά παιδιά και στα μεγαλύτερα και στους εφήβους μπορείς να μιλήσεις για όλα αρκεί να ανακαλύψεις κάθε φορά τον κατάλληλο τρόπο. Αυτή η αναζήτηση και η ανακάλυψη είναι και η ομορφιά της παιδικής και της εφηβικής λογοτεχνίας. Κι επειδή μου αρέσουν οι αλλαγές και οι πειραματισμοί περνώ από το ένα είδος στο άλλο, από τους μικρούς αναγνώστες στους μεγαλύτερους, αναζητώντας συνεχώς νέους τρόπους, ταξιδεύοντας συνεχώς σε νέους δρόμους.
Ο χρόνος είναι από τα θέματα που με απασχολούν πολύ. Δεν έχω λύσει τα θέματά μου μαζί του. Πάντα, λοιπόν, ονειρευόμουν να γράψω ένα κείμενο μέσα από το οποίο θα μπορούσα να ταξιδεύω σε αυτόν. Μικρά πειράματα χρονο-ταξιδιών είχα κάνει και στο «Έτοιμος από καιρό» και στο «Ξύπνημα της φράουλας». Ο Θωμάς όμως έγινε ο ίδιος χρονο-ταξιδευτής και με παρέσυρε σε ένα υπέροχο ταξίδι συγγραφής που κράτησε πέντε χρόνια. Σε αυτό το διάστημα δοκίμασα πολλές αφηγηματικές τεχνικές και κατέληξα ότι στο συγκεκριμένο κείμενο μου ταίριαζε η πολυπρόσωπη αφήγηση. Η χρήση του β’ προσώπου, σε μια συζήτηση συγγραφέα – ηρώων του μυθιστορήματος, κάλυψε την ανάγκη να φανεί η γνώση και η εμπειρία που σε προικίζει η αχλή του χρόνου. Εμείς ζούμε το σήμερα αγνοώντας το αύριο. Όταν οι ήρωές μου όμως ζουν το χθες, έπρεπε κάπως να αποτυπωθεί η γνώση του σήμερα. Δεν υπήρχε το ελαφρυντικό της άγνοιας ούτε το άλλοθι της απειρίας.
Στην τέχνη η τεχνοτροπία, και άρα στη συγγραφή οι αφηγηματικές τεχνικές, δεν πρέπει να είναι αυτοσκοπός, αλλά να εξυπηρετούν το έργο.
Ξεκίνησα την περιπέτεια της γραφής πριν εικοσιπέντε χρόνια με το βιβλίο Η περιπέτεια της ζαρωμένης κάλτσας. Στο κείμενό μου εκείνο ήμουν εξαιρετικά περιγραφικός, λες και το βιβλίο θα ήταν χωρίς εικόνες. Η Έλλη Κελεμένδρη το εικονογράφησε υπέροχα, όμως και το κείμενό μου και οι εικόνες της μπορούσαν άνετα να σταθούν και αυτόνομα. Δεν υπήρχε αλληλοπεριχώρηση. Σήμερα, στα πρόσφατα βιβλία μου όπως το Όλα μπορείς να τα ζήσει σε ένα βιβλίο με εικόνες της Έφης Λαδά ή στο Τα βράδια ονειρεύομαι το σπίτι μου με εικόνες του Χαρίτωνα Μπεκιάρη, το κείμενο δεν μπορεί να γίνει απολύτως κατανοητό χωρίς την εικόνα, την εικόνα που το συμπληρώνει, το αναδεικνύει, το επεκτείνει, το ταξιδεύει. Επίσης δεν λέω όσα η εικόνα δείχνει, όπως και η εικόνα δεν εικονοποιεί όσα λέω εγώ. Μου αρέσει πολύ να συνδημιουργώ με τους εικονογράφους οι οποίοι έχουν απόλυτη ελευθερία να κάνουν τη δική στους παράλληλη αφήγηση, χρησιμοποιώντας στη θέση των λέξεων σχήματα και χρώματα. Στη διαδρομή μου αυτή, σημαντική στιγμή θεωρώ τη συνεργασία μου με τον Βασίλη Παπατσαρούχα, αφού οι εικόνες του προϋπήρχαν και εγώ έγραψα κείμενο πάνω σε αυτές, δημιουργώντας ένα cross over picturebook για μικρούς και για μεγάλους. Ένα βιβλίο που χρειάζεται πολλαπλές αναγνώσεις κειμένου και εικόνας για να σου αποκαλύψει όσα μυστικά έχει κρυμμένα.
Δεν είμαι ο άνθρωπος των αποχαιρετισμών. Μου αρέσει η σταθερότητα. Οι περισσότεροι φίλοι μου είναι από το σχολείο. Έτσι και στα βιβλία μου, δημιουργώ σταθερές σχέσεις και δεν αποχωρίζομαι εύκολα τους ήρωές μου. Είναι κι αυτοί «δικοί» μου, μέλη μιας λογοτεχνικής οικογένειάς μου. Και συχνά επανέρχομαι σ’ αυτούς ξανά και ξανά. Αντίο δεν λέω ποτέ. Κι έτσι πολλαπλασιάζεται ο χρόνος που περνάμε μαζί, και δενόμαστε όλο και περισσότερο, και άρα γίνεται ακόμη πιο δύσκολος ο αποχωρισμός. Να πώς ο Τριγωνοψαρούλης έχει πολλές περιπέτειες, όπως και ο Βιβλιοπόντικας. Να γιατί τώρα γράφω το δεύτερο μέρος της Ποδοσφαιρομανίας. Πώς να αφήσω το Θοδωρή σε αμαξίδιο; Θα τον «πείσω» να βάλει τεχνητό μέλος.
Εικοσιπέντε χρόνια είναι μεγάλο διάστημα. Ναι, έχουν αλλάξει πολλά από το 1995. Τα παιδιά, οι γονείς, το σχολείο, η κοινωνία ολόκληρη. Είναι λογικό, ειδικά με την εξέλιξη της τεχνολογίας, οι αλλαγές να γίνονται πια ταχύτερα και να είναι εμφανείς. Πώς να μην επηρεαστεί λοιπόν η λογοτεχνία; Αν θέλει να απευθύνεται στο σημερινό παιδί πρέπει να το ξέρει καλά. Αυτό που δεν αλλάζει είναι τα συναισθήματα, οι ανησυχίες, οι προσδοκίες, οι αξίες. Όλα αυτά που μπορεί να εκφράσει με τον καλύτερο τρόπο η λογοτεχνία. Ας πούμε για παράδειγμα πάντα θα υπάρχει ο έρωτας με εκείνο το παράξενο σκίρτημα που προκαλεί η αγωνία της συνάντησης με τον άλλο. Έχει αλλάξει όμως ο τρόπος έκφρασης και επικοινωνίας του. Αυτό δεν μπορεί να μην το δει ο συγγραφέας.
Η παιδική λογοτεχνία έχει αλλάξει ως προς τη θεματολογία και τα μέσα που χρησιμοποιεί αλλά παραμένει και απαράλλαχτα ίδια στη μύηση στην αληθινή ζωή και στην έκφραση πανανθρώπινων και διαχρονικών θεμάτων.
Γράφω όπως αναπνέω. Μου είναι απαραίτητο. Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Και γράφω κυρίως σε στιγμές έντονων συναισθημάτων. Έτσι μόνο ξέρω να τα εκφράσω. Τις ημέρες που δεν υπάρχει χρόνος για να γράψω μου λείπει αφάνταστα. Γράφω κυρίως στις διακοπές και το καλοκαίρι. Όταν γράφω κλείνομαι μέσα στο κείμενο, ταξιδεύω στις σελίδες, χορεύοντας με μια μουσική που ακούω μόνο εγώ. Το γράψιμο για εμένα είναι χαρά, είναι λύτρωση. Νιώθω σαν ένα πιανίστα που δίνει ρεσιτάλ. Γράφω παντού, στο γραφείο μου, στην παραλία, στο αεροπλάνο. Με οποιοδήποτε τρόπο. Με μολύβι ή στον υπολογιστή. Αν χρειαστεί να θυμηθώ μια ιδέα και δεν έχω τρόπο να την γράψω την μαγνητοφωνώ στο κινητό μου. Κι όταν φτάνει το κείμενο στο τέλος τα συναισθήματα είναι ανάμεικτα. Το τέλος συνήθως υπάρχει από την αρχή, ως προορισμός. Σπάνια έχω αφεθεί να με πάει το κείμενο όπου θέλει. Το τέλος εμπεριέχει τη χαρά της ολοκλήρωσης της δημιουργίας, την λύπη του αποχωρισμού, την αγωνία αν θα αρέσει στους αναγνώστες. Και ξεκινάω πάλι από την αρχή…