Χάρτης 15 - ΜΑΡΤΙΟΣ 2020
https://dev.hartismag.gr/hartis-15/kinhmatografos/h-phgh-ths-zwhs-toy-ntaren-aronofski
Το Fountain (2006), η πιο αγαπημένη ταινία του γράφοντος από την προηγούμενη δεκαετία, είναι ένα έργο που δεν το σκέφτεσαι αλλά το αισθάνεσαι. Δεν σκέφτεσαι τη μουσική, δεν σκέφτεσαι την αγάπη, δεν σκέφτεσαι τον θάνατο (όχι στ’ αλήθεια, ό,τι κι αν νομίζουμε) αυτά είναι πράγματα που αφορούν την καρδιά. Το μύχιο, τα σωθικά μας, τον άρρητο και απερίγραπτο πυρήνα αυτού που είμαστε.
Το Fountain είναι μια ταινία που καταδύεται στις αβύσσους της ψυχής, της αγάπης και του θανάτου με τρομακτική γενναιότητα. Και όσα ανακαλύπτει εκεί κάτω, αρκεί να έχεις αγαπήσει μία φορά (πραγματικά όμως), για να τα αναγνωρίσεις. Εδώ μελοποιείται, με εικόνες και νότες (χωρίς τη μουσική του Clint Mansell, δεν θα μιλούσαμε για το ίδιο έργο), η αβάσταχτη θλίψη του ανθρώπινου όντος που μόνο όταν αγαπά μπορεί να νιώσει σε τι συνίσταται η τραγωδία του θανάτου. Το να πεθαίνεις, δεν είναι τραγικό. Όλα τα έμβια πεθαίνουν, κι ο θάνατος θα ήταν όντως η μεγαλύτερη κοινοτοπία (όπως έλεγε ο Νίτσε) αν δεν υπήρχε η αγάπη. Τραγικό είναι να πεθαίνει ο λόγος για τον οποίο ζεις. Ο θάνατος του αγαπημένου πλάσματος, να η αληθινή τραγωδία.
Πάνω σ’ αυτή την τόσο απλή, σχεδόν καθημερινή, αλήθεια, ο Ντάρεν Αρονόφσκι συνθέτει ένα απ’ τα πιο συγκλονιστικά, κινηματογραφικά ποιήματα όλων των εποχών. Παρακολουθεί τον ίδιο άνθρωπο, ή μάλλον την ίδια ψυχή, να αλυχτά και να σπαράζει σε παρελθόν, παρόν και μέλλον για την αβάσταχτη αδικία του να σου κλέβει ο θάνατος το χειροπιαστό νόημα της ύπαρξής σου. Το νόημα που βρήκες ενσαρκωμένο, ζεστό και κινούμενο στο ζωντανό σώμα ενός άλλου ανθρώπου και δικαίωσες έτσι το δικό σου («λέω αυτό το σώμα / είναι η καρδιά μου σωστή», γράφει ο Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου στις Ωδές στον Πρίγκιπα). Στο παρελθόν, στο παρόν και στο μέλλον, δηλαδή στη φυλακή του χρόνου, προσπαθεί αυτός ο δυστυχής, να νικήσει αυτό που ποτέ κανείς δεν νίκησε.
Αλλά μέσα στον χρόνο, δεν μπορείς να τα βάλεις με το άχρονο. Αφού η ζωή (που είναι χρονική διάρκεια) τελειώνει, θα πρέπει κι η αγάπη να τελειώνει, κάτι με το οποίο δεν θέλουν να συμβιβαστούν όσοι πραγματικά αγαπούν. Έτσι, για τους αυθεντικά ερωτευμένους, η πίστη στην αιωνιότητα δεν είναι ένα θρησκευτικό αλλά ένα συναισθηματικό ζήτημα. Όποιος αγαπά δεν μπορεί να είναι ουσιαστικά άθεος ή υλιστής. Κάθε του χειρονομία, κάθε του λέξη, φορτίζεται με μεταφυσικό νόημα, ακόμα κι αν δεν το συνειδητοποιεί. Να αποδέχεσαι τη θνητότητα ενώ αγαπάς, να το μεγάλο υπαρξιακό δράμα.
Η θεϊκή μουσική με την οποία συνδημιουργεί την ταινία ο Clint Mansell, μιλάει γι’ αυτό ακριβώς το δράμα. Αναφερόμενος στο «Air» του Μπαχ, ένας ήρωας του Βασίλη Βασιλικού σχολιάζει, «είναι μια μουσική που σου λέει πως τίποτα δεν έχεις. Και τίποτα δεν χάνεις». Αντιθέτως, οι ανατριχιαστικές μελωδίες του Mansell, σου μιλάνε για όλα αυτά που έχεις να χάσεις. Και που δεν μπορείς να κάνεις τίποτα για να τα σώσεις. Θρηνούν ευγενικά το ατελέσφορο του έρωτα, αυτής της μάταιης πρόγευσης του απείρου, σ’ έναν κόσμο θλιβερά πεπερασμένο, όπου όλα πεθαίνουν. Είναι μελωδίες-αποχαιρετισμοί, που περιφέρουν ευλαβικά την ιερή εικόνα της χαμένης μάχης που είναι η ζωή και λιτανεύουν το σκήνωμα της αγάπης.
Κι αν είναι «Κραταιὰ ὡς θάνατος ἡ ἀγάπη», όπως λέει το Ἅσμα Ἀσμάτων, είναι επειδή αρνείται κι αυτή τον χρόνο και τον κακόμοιρο δούλο του, το άτομο. Είναι επειδή κι εκείνη καταδέχεται ως κατοικία της μονάχα την αιωνιότητα. Ο άνθρωπος, όμως, δεν είναι φτιαγμένος για το αιώνιο και ίσως να μην μπορεί να ελπίζει παρά μονάχα στην ψευδαίσθηση αθανασίας με την οποία εκείνη ευλογεί κάποιες στιγμές της διάρκειάς του, κοροϊδεύοντας την όποια ιδέα τέλους. Ίσως κι αυτό να είναι κάτι. Αθάνατος για λίγο, χάρη στην αγάπη, αφού δεν γίνεται για πάντα.
Αλίμονο σ’ αυτούς που δεν αγάπησαν, λοιπόν.