Χάρτης 15 - ΜΑΡΤΙΟΣ 2020
https://dev.hartismag.gr/hartis-15/metafrash/oi-efiktoi-erwtes
————————————————
Η παρούσα ομαδική μετάφραση είναι προϊόν του μαθήματος «Μεταφρασεολογία και μετάφραση κειμένων Ισπανόφωνης Λογοτεχνίας στην ελληνική» που διδάσκει, κατά το ακαδημαϊκό έτος 2019/20, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος στο ΑΠΘ. Συμμετείχαν οι φοιτήτριες και φοιτητές: Βάλια Εμμανουηλίδου, Σοφία Ζουρνατζή, Ελένη Ιορδανίδου, Παντελής Κουτσιανάς, Χάρης Μαυρίδης, Δέσποινα Πασσαλή, Ερίνα Ράπι, Σοφία Χατζησάββα, Nordin Halifi Morales, Natalia Velasco
————————————————
Το μοναδικό πράγμα που ουσιαστικά αξίζει είναι η διαίσθηση –– Άλμπερτ Αϊνστάιν
Όταν είσαι παρθένος, πιστεύεις πως όλοι οι έρωτες είναι εφικτοί ––Έρι ντε Λούκα
Τελείωσε ο πόλεμος και συνέχισα να στέλνω ερωτικά γράμματα στους πιλότους. Ξυπνούσα την αυγή, χαμογελούσα στις φωτογραφίες με τις αφιερώσεις που κρέμονταν από τον καθρέφτη και καθόμουν να γράψω. Ο Ντόριαν άφηνε πάρα πολλή σάρκα στη φλούδα του πεπονιού, δεν έκοβε ποτέ τα μαλλιά του στο γέμισμα του φεγγαριού και κοιμόταν προφέροντας το όνομά μου, με εκείνη την ανάσα του σκύλου που αναζητά τρούφες δίχως τύχη. Κάποτε είπα στον Ζουνό ότι οι πυγμάχοι όπως εκείνος δεν ήξεραν να παραγγέλνουν σε μια κρεπερί, και μπόρεσα να δω στο βάθος του χαμόγελού του την αναντιστοιχία ανάμεσα στα όνειρα και τις μέρες: ο Ζουνό είχε αγαπήσει. Τον Μαρτσέλο δεν θα μπορούσαν ποτέ να τον ρίξουν κάτω: είχε το μυώδες σώμα ενός φαύνου και είχε γεννηθεί για να τον χαζεύω γυμνό ανάμεσα στα σατέν σεντόνια του ξενοδοχείου Τανχόιζερ. Η θλίψη του Χόλντεν, κράμα τεσσάρων μερών ήττας και ενός μέλλοντος, ήταν το μεγαλύτερο ζώο στη γη. Πότε πότε τα χάδια μου ή το φωτεινό σκοτάδι ενός σινεμά κατάφερναν να διαλύσουν την απουσία άλλης γυναίκας. Και ο πόνος έδινε την θέση του σε κάτι που έμοιαζε με ελπίδα.
Έγραφα καθημερινά στους πιλότους μου γιατί έξω όλα ήταν γκρίζα. Ενώ ξαναζέσταινα τον καφέ στο κατσαρολάκι, ετοίμαζα ένα κρύο φαγητό για να πάρω μαζί μου και έκλεινα τους φακέλους, φιλώντας τους, αφήνοντας ένα ανεπαίσθητο σημάδι από κραγιόν. Έτρωγα πρωινό στα όρθια, κρατώντας την κούπα με τα δυο μου χέρια και χτυπώντας τα πόδια μου για να ζεσταθώ, έβαζα το παλτό που κάποτε ανήκε στη μαμά και έβγαινα για να πάω μέχρι το ταχυδρομικό κουτί. Μέσα στην καταχνιά του δρόμου που οδηγούσε στο χωριό −η πλαγιά με τα βάτα από τη μια, τα χωράφια σε αγρανάπαυση από την άλλη− ξεπρόβαλλε ένας χειμωνιάτικος ήλιος. Δεν αργούσα πολύ να φτάσω στο αντιαεροπορικό καταφύγιο και στη λιθόστρωτη πλατεία∙ κάτω από την ανοιχτή στοά του δημαρχείου βρισκόταν το ταχυδρομικό κουτί, διάτρητο από τα βλήματα. Τα κοκόρια λαλούσαν για δεύτερη φορά και εγώ έριχνα τα γράμματα από τη σχισμή. Ήταν η μοναδική τελετουργία που με ένωνε με το μέλλον, εκείνο το παράσιτο που καθορίζεται πάντα από το παρόν.
Μόλις με έβλεπε ο Θάρκο έσερνε τη βαριά αλυσίδα κουνώντας την ουρά του, ξεχειλίζοντας από χαρά. Εκείνος, διασταύρωση χίλιων άγριων και ξυλοδαρμένων σκύλων, καλυμμένος με ουλές και αγανάκτηση, αναγκασμένος να φυλάει την είσοδο του εργοστασίου από κουτάβι, με είχε διαλέξει ως τη μοναδική του φίλη. Η γλώσσα του στο χέρι μου ήταν το καλύτερο καλωσόρισμα.
Περιμέναμε την αλλαγή της βάρδιας σχηματίζοντας ουρές στην είσοδο του εργοστασίου. Όσες έρχονταν από άλλα χωριά έφταναν με ποδήλατο, καλυμμένες με ένα μαντήλι που άφηνε εκτεθειμένα μόνο τα μάτια και το χνώτο. Κατέβαιναν από τη σέλα αποκαλύπτοντας το πρόσωπό τους και τιθασεύοντας το τιμόνι, με τη σβελτάδα που σου δίνει η ζωή όταν την έχεις μπροστά σου.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου φτιάχναμε αλεξίπτωτα· τώρα η παραγωγή είχε στραφεί προς τα παντελόνια και τις φόρμες εργασίας. Μόλις πιάναμε τα μαλλιά μας και βάζαμε την μπλε ποδιά, κλείναμε το ντουλάπι και βγαίναμε από τα αποδυτήρια, αναμένοντας εντολές από τον υπεύθυνο, έναν γεροεπιβήτορα που παρενοχλούσε τις πιο όμορφες και τις πιο αδύναμες. Κάποτε ήταν μοναχός, και γι’ αυτό σου μιλούσε για την άλλη ζωή με τη βραχνή φωνή ανδροπρεπούς αρχάγγελου, πετώντας λατινικούρες και παραβολές, την ώρα που σου χάιδευε το μπούτι απροκάλυπτα. Στα μικρά του μάτια κοιμόταν το κακό, το έκφυλο, η παραβιασμένη παιδική ηλικία: κλέφτης αθωότητας με αντάλλαγμα λαθραία σοκολάτα και υπερωρίες.
Το μεσημέρι, κάναμε διάλειμμα για φαγητό σε ένα παλιό υπόστεγο με πάγκους εκκλησίας και μακριές σανίδες κόντρα πλακέ. Μέσα στη φασαρία από γέλια, πιπεράτα τραγούδια και κουτσομπολιά για χορούς, έβγαζα το σημειωματάριό μου και ξαναζωντάνευα τους πιλότους μου.
«Γιατί το κάνεις; Γιατί γράφεις όλα αυτά τα γράμματα;», με ρωτούσαν κοροϊδευτικά οι άλλες εργάτριες.
«Έχω ένα προαίσθημα», απαντούσα εγώ. «Το κληρονόμησα από τη γιαγιά μου».
Και γελούσαν τρανταχτά όλες μαζί, χωρίς να καλύπτουν τα στόματά τους, σαν ένα σώμα. Ήταν το καθημερινό τους αστείο.
Όταν επέστρεφα σπίτι και άλλαζα τα λουλούδια στους τάφους του μπαμπά και της μαμάς, ένιωθα γαλήνη.
Στη γειτονιά έλεγαν πίσω από την πλάτη μου ότι ήμουν τρελή, ότι δεν ήμουν παρά μια πικραμένη γεροντοκόρη, αλλά τώρα που ξέσπασε πάλι ο πόλεμος, το μόνο σπίτι που δεν έχουν βομβαρδίσει, το μόνο που στέκεται ακόμα όρθιο, είναι το δικό μου.
Διήγημα από τη συλλογή Quisiera tener la voz de Leonard Cohen para pedirte que te marcharas (Θα ήθελα να είχα τη φωνή του Λέοναρντ Κοέν για να σου ζητήσω να φύγεις).