Χάρτης 18 - ΙΟΥΝΙΟΣ 2020
https://dev.hartismag.gr/hartis-18/dokimio/enas-ellhnas-proyfrok-gennhmenos-me-aspra-mallia-iwannhs-leontakianakos-1954-1974
Ο Τάκης Παυλοστάθης πού να κοιμάται; Ο Λεωνίδας Παπαδάκης, ο Σπύρος Βέργος, ο Ζάχος Σιαφλέκης, ο Αλέξης Τραϊανός, ο Καλλίνικος Διονύσης, ο Χρήστος Μπράβος, πού να κοιμούνται; Ο Ιωάννης Λεοντακιανάκος, ο Λαδάς, ο Ανδρέας Τζουράκης, ο Στέφανος Μπεκατώρος, ο Δημήτρης Ποταμίτης πού, πού να κοιμούνται; Ο Βασίλης Στεριάδης, ο Γιάννης Κοντός, η Μπίλη Βέμη, ο Γιώργος Κ. Καραβασίλης, η Μαρία Κυρτζάκη, ο Γιάννης Κακουλίδης, ο Χιόνης Αργύρης, ο Βαρβέρης, πού να κοιμούνται; Η Νατάσα Χατζιδάκι, ο Κώστας Ριτσώνης, ο Στέλιος Λύτρας, ο Σουλιώτης Μίμης και άλλοι, άλλοι, που ξέχασα, πού, πού να κοιμούνται; Ω στίχοι ασημένιοι που σφάζετε. Ω ποίηση σφραγίδα σε ένταλμα συλλήψεως αθώου. ----- Γιώργος Μαρκόπουλος, «Υπέρ τεθνεώτων»[1]
Στις 3 Δεκεμβρίου 1974 η εφημερίδα Τα Νέα έγραψε: «Οι καλοί πεθαίνουν νέοι. Μόλις 21 ετών πέθανε χθες ο ποιητής Ιωάννης Λεοντακιανάκος, από συγκοπή καρδιάς. Έπασχε παιδιόθεν από μυοπάθεια. Παρ’ όλα αυτά σπούδασε φιλολογία κι έγραφε ποίηση. Στις δυο συλλογές του –Οι διάφανες συμφωνίες της Πέμπτης [1972] και Τόξα και μίμηση βίων [1973]– ο κριτικός Κώστας Κουλουφάκος είχε ξεχωρίσει μια μεγάλη ελπίδα της νεότερης ποίησης. Ο Ιωάννης Λεοντακιανάκος κηδεύεται απόψε στην πατρίδα του, την Αρεόπολη Μάνης».
Η είδηση συζητήθηκε στους κύκλους της Αθήνας, κυρίως μεταξύ των ποιητών. Πολλοί έσπευσαν να προμηθευτούν τα δύο βιβλία του εκδημήσαντος σε νεαρή ηλικία ποιητή. Η πρώτη έκδοση, μας λέει ο εκδότης του, Κώστας Κουλουφάκος, εξαντλήθηκε γρήγορα. Στα δύο οπισθόφυλλα διαβάζουμε ενημερωτικό σημείωμα, γραμμένο με ξεχωριστή συγκίνηση, προφανώς από τον εκδότη. Είναι οι ασφαλέστερες πληροφορίες που έχουμε για τον ποιητή:
«Ο Ιωάννης Λεοντακιανάκος γεννήθηκε στις 24 Φεβρουαρίου του 1954 στον Κορυδαλλό του Πειραιά. Έξη χρόνια αργότερα η οικογένειά του μετακόμισε στην Αθήνα, στο Παγκράτι. Μαθητής του Δημοτικού ακόμα, άρχισε να δείχνει ζωηρότατο ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία. Διάβαζε με πάθος και συχνά έγραφε ο ίδιος. Η έφεσή του αυτή δυνάμωσε στα χρόνια που φοιτούσε στο Γυμνάσιο. Τα μαθητικά του πρωτόλεια εκείνης της εποχής περιλαβαίνουν πολλά ποιήματα κι αρκετά κεφάλαια ενός μυθιστορήματος που δεν τέλειωσε. Χάρη στην εργατικότητά του, στην άμεση επαφή του με αρχαίους Έλληνες και Λατίνους συγγραφείς, που τους διάβαζε στο πρωτότυπο, και την άγρυπνη παρακολούθηση των πιο σύγχρονων ρευμάτων στην ελληνική και την παγκόσμια λογοτεχνία που την μελετούσε στα αγγλικά και στα γαλλικά, η εξέλιξη της γραφής του ήταν πολύ γοργή. Βρισκόταν στην έκτη τάξη του Γυμνασίου όταν έκρινε πως ήταν καιρός να δώσει έργο του στη δημοσιότητα. Όμως δεν έσπευσε. Σεμνότατα έστειλε τα χειρόγραφα του πρώτου βιβλίου του και ρωτούσε αν άξιζαν τίποτε. Ο διευθυντής του Διογένη που τα διάβασε, έκρινε πως είχε μπροστά του το ξεκίνημα ενός ρωμαλέου ταλέντου κι όχι μόνο ενθάρρυνε τον νεαρό ποιητή, αλλά αποφάσισε να κάνει ο ίδιος την έκδοση [...]».
Το 1977 οι δύο συλλογές κυκλοφόρησαν σε δεύτερη έκδοση. Έναν χρόνο πριν είχε κυκλοφορήσει μία τρίτη, Πρόωρο ηλιοβασίλεμα,[2] από τα κατάλοιπα του Λεοντακιανάκου. Τον διάβασαν, τον θαύμασαν και τον λησμόνησαν.[3]
Μιλώ για τη γενιά του εβδομήντα, στην ὁποία ανήκει. Θορυβώδης γενιά, σχεδόν αυτιστική, ναρκισσιστική. Καθένας μιλά για τον εαυτό του ή για τον κύκλο του. Γενιά των αλληλολιβανισμάτων. Ήταν και η εποχή της μεταπολίτευσης. Όλοι ανησυχούσαν για τη νεαρή δημοκρατία. Πώς να σταθεί μέσα σε τόσους θορύβους ο σεμνός, αθόρυβος, ολιγόβιος Ιωάννης Λεοντακιανάκος; Από τον θάνατό του μας χωρίζουν σαράντα πέντε χρόνια. Κανένας ανθολόγος δεν φρόντισε να τον αναφέρει· κανένας κριτικός λογοτεχνίας δεν τον κατέταξε ανάμεσα στους ομοτέχνους του. Ο Λεοντακιανάκος παραμένει μέχρι σήμερα ένα σκοτεινό μετέωρο, ένας ήσκιος δροσερός για όσους θέλησαν να καταφύγουν στην ποίησή του.
Λέω, δεν τον μνημόνευσε κανείς. Δεν είναι αλήθεια. Και με τα δύο βιβλία του που είδαν το φως της δημοσιότητας όσο ζούσε, κατέγινε ο κριτικός Κ. Μιχαήλ (Μιχάλης Μερακλής). Πρώτα, στο περιοδικό Κριτικά Φύλλα παρουσίασε ενθαρρυντικά τις Διάφανες συμφωνίες της Πέμπτης. Μεταφέρω τα κυριότερα:
«Παρακολουθούμε μιαν αξιόλογη προσπάθεια για μια μεταελυτική βίωση της ποίησης και του ελληνικού τοπίου. Ο ποιητής αυτός αγαπάει και τις ελεγείες των ηλιογερμάτων. Και ακόμη: τους χώρους του παρελθόντος που επανέρχονται ξανά και ξανά, με τη συχνότητα ενός μοτίβου – που ήταν βέβαια, και είναι ακόμα, ένδοξοι, αλλά έγιναν μουσεία. Τούτος ο δυΐσμός, που είναι γεμάτος τραγικότητα, αντιμετωπίζεται με τη δέουσα σοβαρότητα από τον ποιητή. Και αν θυμηθούμε κάποιες ανάλογες εμβιώσεις[4] του Σεφέρη, ο νέος αυτός ποιητής προσπαθεί να δώσει ένα είδος μειχτό αλλά νόμιμο: το συγκερασμό του ήθους του Ελύτη και του Σεφέρη σε ένα δικό του αποτέλεσμα [...]. Το βιβλίο δεν είναι ένα μάζεμα από ποιήματα, αλλά αποτελείται από κομμάτια που, νοηματικά, συγκλίνουν στο σχηματισμό μιας συνθετότερης ποίησης [...]».[5]
Στη συνέχεια ο Κ. Μιχαήλ δημοσίευσε στο περιοδικό Νέα Πορεία βιβλιοκρισία για τη δεύτερη συλλογή, Τόξα και μίμηση βίων. Ο Λεοντακιανάκος ασφαλώς πρόλαβε να τις διαβάσει. Η κρίση είναι και εδώ θετική.
«[Στο] πολύ αξιόλογο δεύτερο βιβλίο του νέου ποιητή κ. Λ., ύστερα από την πρώτη εμφάνισή του [...], έχουμε μια νέα προσπάθεια, στο βάθος, για πολιτικοποιημένη ποίηση, που τη διακρίνει όμως και μια συνείδηση των δυσκολιών που περιέχει το αδυσώπητο τούτο ζευγάρωμα. Και μόνο όποιος ξεκινάει με τη μοιραία τούτη αναγνώριση, έχει την ελπίδα να φέρη σε αίσιο πέρας το έργο του –με την αδήριτη, βέβαια, προϋπόθεση του ποιητικού χαρίσματος˙ χαρίσματος που το έχει ο ποιητής:
Πιάνω τα ζαρκάδια σου και ψιχαλίζει. Τοξότες σκαρφαλωμένοι στη σκεπή. Κοιτούν. Πέρα μακριά ο θάνατος σκίζει κομμάτια το ηλιοβασίλεμα. Κι οι γυναίκες γδύνονται και φορούν σταυροδρόμια με φαντάρους.
Μη φεύγεις. Τα κρεβάτια του νοσοκομείου στο λιβάδι
λεκιάζουν τη σιωπή μου. [...]»[6]
Αρκετά χρόνια αργότερα, το 1987, ο ποιητής Γιώργος Μαρκόπουλος (γενν. 1951), δημοσίευσε στο περιοδικό Η λέξη υμνητικό σημείωμα. Μεταφέρω ένα εκτεταμένο απόσπασμα. Τίτλος: «Ιωάννης Λεοντακιανάκος: Ισχυρή μισοτελειωμένη χειρονομία».
«[...] Τον Ιωάννη Λεοντακιανάκο δεν τον γνώριζα. Πληροφορήθηκα την ύπαρξή του στον ποιητικό χώρο, από ένα σημείωμα στην εφημερίδα Τα Νέα μια ημέρα μετά τον θάνατό του [...]. Πέθανε στις 2/12/74. Προμηθεύτηκα τις συλλογές και διαβάζοντάς τες, χάρηκα πάνω απ’ όλα, την κλασική παιδεία του, την δοσμένη επιδέξια στο έργο του, με μία σύγχρονη ποιητική φόρμα (προπάντων στην πρώτη του συλλογή): Είχε ένα ασήμαντο πρόσωπο / όπως ο δρόμος του σπιτιού μου / και ένα κορμί διάφανο / που στις φλέβες έσμιγε ωκεανούς. / Ήταν σαν τις αδελφές της˙ η πιο άγνωστη / και η πιο τίμια. / Έκατσε μαζί μου πέντε βασιλέματα / και στο έκτο χάθηκε / σκεπάζοντας τη γύμνια της μ’ένα χαμόγελο / κι αφήνοντας για θύμημα μια λέξη....
Χάρηκα την ευκολία με την οποία μπόρεσε, τόσο μικρός στην ηλικία, να αποδώσει τη ζοφερή για την Ελλάδα εποχή του 1970 στους στίχους του [...] (είναι σαφής ένας επηρεασμός από τη νηφαλιότητα του λόγου του Γιώργου Σεφέρη).
Χάρηκα στη δεύτερη πια συλλογή του, τον κατακτημένο, κοφτό και αυστηρό λόγο του. Εδώ καινούργια –ετερόκλητα– πρόσωπα υπεισέρχονται στην ποίησή του: Τσε, Καβάφης, Πικάσο, Μακρυγιάννης, Ρεμπώ κ.λπ.: Άνθιζε η πολιτεία σαν ένα κόκκινο λουλούδι. Βιαστικά η μέρα έ- / στριβε στη γωνία. ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΘΗΡΙΟ ΣΙΓΟΤΡΩΕΙ ΤΗ ΣΙΩΠΗ ΜΑΣ. / Το στήθος της που φανερώθηκε στον τσακισμένο ύπνο μας στράγ- / γιζε τη βροχή.
Χάρηκα την αξιοθαύμαστη για την ηλικία του ωριμότητα (στην τρίτη συλλογή), την τεκμηριωμένη άποψη αισθητικής που προτείνει, και τον βαθύ, ουσιαστικό όσο και λεπτό ερωτισμό που αποτελεί πλέον χαρακτηριστικό γνώρισμα της ποιήσής του.
[...] Ο Ιωάννης Λεοντακιανάκος ήταν μια από τις πλέον ισχυρές μισοτελειωμένες χειρονομίες που ο θάνατος θέλησε να αποσύρει από την ενεργό ποιητική δράση και να την εντάξει πλάι στις φωνές όλων αυτών των συμπαικτών του που τόσο πρόωρα χάθηκαν, αφήνοντας τη δική τους ασχηματοποίητη ανθολογία: του Νίκου Λαδά, του Τεό Σαλαπασίδη, του Κώστα Μίχου, του Θεοδόση Άθα, του Σώτου Σκούταρη, του Λευτέρη Ιερόπαιδος....».[7]
Από το σημείωμα του ομοτέχνου του, Γιώργου Μαρκόπουλου, μας χωρίζουν περισσότερα από τριάντα χρόνια. Στο μεταξύ, σιωπή.[8] Στην επανέκδοση του πρώτου βιβλίου ο Κουλουφάκος μιλά για το «ρωμαλέο ταλέντο» του ποιητή που αν ζούσε...» και τα λοιπά. Ο Μιχάλης Κατσαρός που τον διάβασε και τον εθαύμασε, είπε (μαρτυρία του Κουλουφάκου) ότι αν ζούσε, θα είχαμε έναν δεύτερο Παλαμά. Να θυμηθούμε ότι ο Κατσαρός έγραψε το 1958 το ποίημα «Μπαλλάντα για τους ποιητές που πέθαναν νέοι», αφιερωμένο στον 18χρονο Χρίστο Ρουμελιωτάκη. Ο Ρουμελιωτάκης έζησε ογδόντα χρόνια, καθιερώθηκε ως ένας από τους σπουδαιότερους μεταπολεμικούς ποιητές δικαιώνοντας με το παραπάνω τη διαίσθηση του Κατσαρού. Στην περίπτωση του Λεοντακιανάκου η υπόθεση παρέμεινε μετέωρη. Περιοριζόμαστε στα ποιήματα που έχουμε στα χέρια μας, γραμμένα από έναν μαθητή (εξαταξίου τότε) Γυμνασίου, και μένει να δούμε αν παραμένουν ζωντανά, αν μπορούμε να τον κατατάξουμε στη χορεία των ποιητών που δεν έχουν ηλικία πέρα από την ηλικία των ποιημάτων τους. Ο χρόνος κάνει τη δική του, ασφαλή, κρίση. Αλλά και αυτός χρειάζεται πότε-πότε να του το υπενθυμίζουμε. Ο Παλαμάς (που μας σύστησε τον Κάλβο) δεν έχει ηλικία. Ο Κατσαρός, και ο Ρουμελιωτάκης πλέον, το ίδιο.[9]
Βιάζομαι να πω γι’ αυτόν ό,τι ειπώθηκε για τον Τ.Σ. Έλιοτ: Γεννήθηκε με άσπρα μαλλιά. Διαβάζω το πρώτο του έργο, Οι διάφανες συμφωνίες της Πέμπτης, και σκέφτομαι ότι το έχει γράψει ένας ώριμος ηλικιακά ποιητής που γνωρίζει καλά την ελληνική και ξένη ποίηση, έχει ασπαστεί τον μοντερνισμό, τον ελλειπτικό στίχο, τη διακειμενική γραφή, δηλαδή την αρμονική ανάμειξη ξένων στίχων και ονομάτων με τους οικείους στίχους, χωρίς αυτό να βαρύνει το ποίημα, αλλά, αντίθετα, να το ελαφρύνει, σαν να του βάζει φτερά. Μεταφέρω εδώ ονόματα, κυρίως ποιητών, που φιλοξενούνται στους λιγοστούς του στίχους: Όμηρος, Σεφέρης, Σολομών, Ελύτης, Μπρεχτ, Λούλα Αναγνωστάκη, Νερούντα, Che Guevara, Καβάφης, Καρυωτάκης, Μακρυγιάννης, Κάλβος, Rimbaud, Στησίχορος... Η συλλογή είναι ένα μεγάλο ποίημα σπασμένο σε δύο κομμάτια, καθένα από τα οποία μοιράζεται σε πέντε ενότητες. Εδώ ιστορία και μύθος γίνονται ένα, ο χρόνος ισορροπεί ανάμεσά τους. Μιλούν ο Όμηρος, ο Σεφέρης, ο Έλιοτ κι ένας νέος με άσπρα μαλλιά:
Ήταν παρμένη από καιρό η απόφαση για τις μεγάλες πράξεις
και είχαμε ξεχάσει τις μικρές· σιγοψιθύριζε στα μάτια μας ο ήλιος
τρέχαμε στις αυλές να μαζεύουμε σπασμένα καλησπερίσματα
μ’ ένα μικρό νησί στο πέτο μας και μπουκαμβίλιες στη μιλιά
Ρωτάγαμε ποιος έφταιγε·
κανείς
Κι εμεις χωρίζαμε
Οι συνεδρίες των ανοίξεων πληρωμή για αναμνήσεις
[...] («Οι οδοιπορίες των ίσκιων», ό.π., 20-21)
Πρότυπα του Λεοντακιανάκου είναι ο Ελύτης των Προσανατολισμών (1939), ο Σεφέρης του Μυθιστορήματος (1935) και του Βασιλιά της Ασίνης (1938-1940). Ο Σεφέρης ακολουθεί τη «μυθική μέθοδο» που έχει προτείνει ο Έλιοτ, δηλαδή την προβολή τού σήμερα μέσα από την επίκληση αρχαίων μύθων. Είναι η μέθοδος του Λεοντακιανάκου που θέλει να μιλήσει για την «Εικοστή πόρνη», δηλαδή τον εκπορνευμένο εικοστό αιώνα, μέσα από μια γυναίκα της μυθολογίας που απάτησε τον άντρα της και είχε το επίσης απατηλό όνομα Τιμάνδρα. Ο αφηγητής και η Τιμάνδρα. Όνομα άγνωστο. Υπάρχει μόνο σε ένα απόσπασμα του Στησίχορου (223, Page). Είναι αδελφή της ωραίας Ελένης. Εκείνη έγινε με την απιστία της διάσημη, ενώ η Τιμάνδρα έμεινε στην αφάνεια, ένα «σύμβολο της αμαρτίας των ίσκιων». Ο ποιητής σκέφτεται ότι θα έχει τη μοίρα της. Δεν θα μνημονευτεί από τους ποιητές και θα λησμονηθεί γρήγορα:
Αγάπησε και πίστεψε πως θα την γράψει ο Όμηρος
και γελάστηκε ένα φθινόπωρο
όταν το κορμί της δόθηκε χωρίς την πληρωμή πολέμων
και η προσβολή της γενιάς της πνίγηκε
στα ρόδα και στους θρήνους της Τροίας
Ήταν σαν τις αδελφές της· η πιο άγνωστη
και η πιο ωραία, η ασήμαντη Τιμάνδρα
(ό.π., 21-22)
Ο Λεοντακιανάκος δοκιμάζει να γράψει από «το πρώτο σκαλί της ποιήσεως». Εκεί τον οδήγησαν βιαίως η ευφυΐα του και ο μόχθος. Στην ηλικία αυτή διάβαζε ήδη σε τρεις γλώσσες· μελετούσε αρχαία ελληνικά και λατινικά κείμενα. Συνομιλούσε με τους σημαντικούς ποιητές της Γενιάς του Τριάντα. Έτρεξε γρήγορα, ίσως επειδή προαισθανόταν το γρήγορο τέλος του. Προσπάθησε, χωρίς να βρίσκει πάντοτε τον ρυθμό, επειδή ο τόνος του ψηλώνει συχνά πάνω από το μέτρο, γίνεται τεχνητός, ξένος, ανοίκειος στην εφηβική του φύση. Πολλά επίθετα και συντακτικά σχήματα επαναλαμβάνονται αδυνατίζοντας την εικόνα. Ο στίχος, είναι φανερό, δεν έχει κατακτηθεί ακόμη. Είναι οι απώλειες στην προσπάθειά του να τρέξει γρήγορα, να βγάλει τον πλούτο που πρόλαβε να συσσωρεύσει, και ἐπειδή τα εκφραστικά του μέσα δεν αντιστοιχούν σε αυτόν τον πλούτο, χάνει τον έλεγχο, ο στίχος βαραίνει στο ζύγι. Αυτά στην πρώτη συλλογή, Οι διάφανες συμφωνίες της Πέμπτης.
Δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς έγραψε τον κύκλο Τόξα και μίμηση βίων. Πιθανόν γύρω στα 19 του χρόνια, όπως ο Ρεμπώ, τον οποίο θαύμαζε. Τώρα τη θέση της μυθικής Τιμάνδρας παίρνει ένας σύγχρονος ήρωας. Η ιστορία ως μυθολογία, όπως βαφτίζονται οι τέσσερεις ενότητες. Ο αφηγητής Ιωάννης ταυτίζεται σχεδόν με τον ήρωά του, τον επαναστάτη Che Guevara. Απομονώνει και μεταφέρει στο βιβλίο του μια μαρτυρία του Γκεβάρα, που διάβασε στα γαλλικά. Μοιάζει σαν να την έχει γράψει ο ίδιος: «Τώρα μια δύναμη θέλησης που την έχω τελειοποιήσει με την προσοχή ενός καλλιτέχνη, θα στηρίξει τα αδύναμα πόδια και τα εξαντλημένα πνευμόνια μου. Θα τα καταφέρω». Κι εδώ ο Λεοντακιανάκος έχει ένα σπουδαίο πρότυπο, τον Νίκο Εγγονόπουλο, ο οποίος στη διάρκεια της Κατοχής, το 1942-43, έγραψε ένα μεγάλο ποίημα, αντιστασιακού χαρακτήρα, για τον Σίμωνα Μπολιβάρ, πολιτικό και στρατιωτικό ηγέτη πολλών απελευθερωτικών κινημάτων στη Νότια Ἀμερική απέναντι στους Ισπανούς κατακτητές (Μπολιβάρ. Ένα ελληνικό ποίημα). Η δράση του Μπολιβάρ συνέπεσε με την ελληνική Επανάσταση του ‘21, γι’ αυτό ο Εγγονόπουλος τον ταυτίζει με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, τον φέρνει στην Ελλάδα, τον ανεβάζει στα βουνά, όπου πολεμά για την ελευθερία. Αντιλαμβανόμαστε τι νόημα αποκτούσε το ποίημα στις συνθήκες της ιταλογερμανικής Κατοχής. Ο Λεοντακιανάκος κάνει κάτι αντίστοιχο. Ταυτίζει τον Γκεβάρα, ο οποίος στον 20ό αιώνα πήρε τη θέση του Μπολιβάρ, με τον Ιωάννη Μακρυγιάννη, από τον οποίο, επίσης, μεταφέρει στο βιβλίο του μία χαρακτηριστική περικοπή.
Γράφει ο Μακρυγιάννης: «Έφκιασα το σπίτι μου και φύτεψα κι αμπέλι κι άλλα δέντρα κι εργάζομαι ώς το σουρούπωμα να με γλυτώση ο Θεός από τους επίβουλους απατεώνες». Έτσι, ο αγώνας του Μακρυγιάννη για ελευθερία, «σύντα[γ]μα» και κοινωνική δικαιοσύνη μεταφέρεται στα αιτήματα του 20ού αιώνα. Ο Λεοντακιανάκος γράφει ποίηση συμβολιστική, απαιτεί την εγρήγορση του αναγνώστη, νουν γυμνασμένο (ο Σεφέρης μάς έχει συμβουλεύσει να μη διαβάζουμε με τα μάτια). Δεν γράφει συνθήματα ούτε κάνει δημοσιογραφικό ρεπορτάζ. Στα 19 του χρόνια η ζωή του έχει γίνει ήδη συνώνυμη της ποίησης. Απόσπασμα από την 4η ενότητα με τίτλο «Μυθολογία»:
Πέρα μακριά φεύγουν για το νοτιά ο ήλιος κι ο στρατηγός Μακρυγιάννης. Σκόνη στα ‘ποδήματά τους.
[...]
Ευτυχισμένος μέσα στη βροχή. Ονειρεύεται το δίκιο του. Είναι Μάης. Ένας επίδεσμος ξετυλίγεται από το μεσημέρι του. Ονειρεύεται εμάς, τ’ αγάλματά του. Και τα παλληκάρια του. Στο παράθυρο της φυλακής φυλάει ακόμη το λιγνό του λόγο. Η φτερούγα. [...]
Το τζάμι του χειμώνα μας είτανε σπασμένο – Στο δάσος θάψαμε τ’ άγνωστο γεράκι και τους πίθους των ονείρων. Τα ποτήρια σκουντρήσαμε δυνατά. Με τον πατέρα μας. Και την ποίηση.
(Τόξα και μίμηση βίων, 29, 31)
Στίχος ακόμη πιο ελλειπτικός, γι’ αυτό και περισσότερο πολύσημος, σπασμένος, μισός, ο άλλος μισός να αιωρείται, σαν τα αρχαία αποσπάσματα, τα όνειρα των αγωνιστών της ελευθερίας. Ο Τσε νεκρός, ο Ανδρούτσος νεκρός, ο Μακρυγιάννης στον Μεντρεσέ. «Μεταξύ μας», λέει ο υπότιτλος της συλλογής, «Το δειλινό που έχουμε είναι της Κατοχής». Αυτό το παιδί στα 19 του μίλησε για τις μεγάλες πληγές του αιώνα του, τη συννεφιασμένη μας Κυριακή. Είδε (μεταφέρω αυτούσιους στίχους του) τη μέρα να στρίβει βιαστικά στη γωνία, το μικρό θηρίο να σιγοτρώει τη σιωπή μας, τη λέξη ν’ ανθίζει τη νύχτα σαν ανήσυχος πανσές. Είδε τον ανάπηρο άνεμο στα μαλλιά των ποιητών, τα βγαλμένα μάτια του Οιδίποδα.
Όσο το ποίημα γίνεται ελλειπτικό, όσο προχωρεί με την ανάσα του κομμένη, τόσο κερδίζει σε περιγραφικότητα και νηφαλιότητα. Αυτό συμβαίνει, επειδή ο ρυθμός έχει βρει τον βηματισμό του, τα βαρειά ρούχα με τα επίθετα έχουν αφαιρεθεί. Ο Λεοντακιανάκος θυσιάζει συνειδητά την αρτιότητα και ωραιότητα του στίχου του. Ο λιγοστός χρόνος που έχει στη διάθεσή του, δεν του επιτρέπει να αφομοιώσει τα διδάγματα του μοντερνισμού. Ωστόσο, κρύβει στίχους ακέραιους μέσα στα μεταπολεμικά ερείπια. Μας προσκαλεί να τον διαβάσουμε προσεκτικά, όπως πρέπει να διαβάζουμε την ποίηση. Σε αυτό τον έχουν συμβουλεύσει ο Έζρα Πάουντ και ο Έλιοτ. Φιλοξενεί τον τελευταίο με ένα απόσπασμα από το Γερόντιον, σαν να μετρά τη ζωή ανάστροφα, από τα γηρατειά στη νιότη (και όχι «με το κουταλάκι του καφέ»):
Ο CHE με το ναυάγιο της Αμερικής του. Αγαπημένη και πόρνη. Και της μαθαίνει έρωτα κι ελευθερία. Ουρλιάζει κι αυτή. Ο ΟΝΕΙΡΟΠΥΛΟΣ. Χάνει τη μάσκα της. ΧΤΙΖΕΙ. Και τι αίμα δάκρυ γίνεται στα αγάλματα. ΠΑΝΩ ΜΑΣ. – Και πέρα μακριά στην Κούβα. Εκεί οι γυναίκες και τ’ αγόρια του μοίρασαν τον άρτο της ανάσας του. Η κόμη τους λευκή. Στολίστηκε με διαφημίσεις. [...]
Κείνη την εποχή στο πεζοδρόμιο. Πουλάγαμε τις χειραψίες μας με τον Καβάφη και το κορμί του. Εσύ τύπωνες τις πελώριες κραυγές σου. Άνοιγες το πουκάμισό σου κι έβαφες μελανές τις σάρκες σου – ΥΜΕΙΣ ΔΕ, ΥΜΕΙΣ ΨΕΥΤΙΖΟΝΤΑΣ – Στους καιρούς σου τύλιγες τις άλλες εσπέρες. Με τους τουφεκισμένους και τα ελάφια. Έχουμε ανοιχτά τούτα τα μάτια. Εγώ τείχος και οι μαστοί σου πύργοι – Έχουμε μπαλώσει τα ρούχα μας με τούτη ‘δω τη νύχτα. Κι η λέξη σου μας βασανίζει ακόμα. Ω Rivus! Για τ’ ανοιχτά μας στήθη – CHE. Σου χαρίζουμε το σύννεφο του φτωχού Θεόφιλου.
ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΚΑΙΝΕ ΤΗ ΧΛΟΗ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΤΟΥΣ
[...] Τούτη η γέφυρα: Με τα στηρίγματά της και τα πουλιά της. («Μυθολογία Β΄», ό.π., 20, 21]
Στα κατάλοιπά του βρέθηκε ένας τρίτος, ολοκληρωμένος ποιητικός κύκλος με τίτλο Πρόωρο ηλιοβασίλεμα.[10] Τίτλος βιωματικός και, δυστυχώς, προφητικός. Εδώ η φωνή γίνεται ακόμη πιο ώριμη, δίχως να προδίδει ασκήσεις δοκιμαστικές και πρότυπα αναφομοίωτα. Το ποίημα, όσο προχωρεί, αρτιώνεται. Ανάσα φυσιολογική με εναλλασσόμενες ηλεκτρικές τάσεις και κυματομορφές.
V
Ριγούσες καθώς έψαυε το κορμί σου το αεράκι.
Είχες λυμένα τα μαλλιά και το αίμα σου ανέβαινε
για να σιμώσει τον ήλιο.
Η χούφτα δεν χώραγε την καυτή άμμο
και συ, καλοκαιριάτικη αμαρτία,
στέναζες κατά το Νοτιά
μαζί με τα γλαροπούλια και τα κύματα.
Πράυνες τα πεύκα της ακρογιαλιάς
χωρίς να ξεστομίζεις λέξη τους έδινες ελπίδες
και το αλάτι στα βράχια πανηγύριζε.
Έπνιγες την κραυγή με τα ένοχα χέρια σου.
Μαζί σου αγαπώ τα χαμένα λιμάνια.
Δικό μου σιωπηλό κοχύλι.
Ο κριτικός απολογισμός πενιχρός. Δύο τιμητικά κριτικά σημειώματα (1973 και 1974) με έκδηλη και δικαιολογημένη την αμηχανία· η συγκινητική προσπάθεια του Κώστα Κουλουφάκου να στρέψει την προσοχή του λογοτεχνικού και φιλολογικού κέντρου σε έναν φύσει ανυπόμονο, νεαρό «Προύφροκ» με άσπρα μαλλιά· ο οξυδερκής και ευαίσθητος λόγος του Γιώργου Μαρκόπουλου «υπέρ των τεθνεώτων» και το κριτικό σχόλιο για τον ποιητή του «πρόωρου ηλιοβασιλέματος» (1987)· δύο εκδηλώσεις in memoriam (με πενιχρή ανταπόκριση): Ο ποιητής λησμονήθηκε, πριν καν αναγνωρισθεί.
Το δημοσίευμα αυτό, μισόν περίπου αιώνα μετά την αναχώρησή του, περισσότερο οφειλόμενος, και όψιμος, φόρος τιμής, δεν είναι αρκετό για να δημιουργηθούν οι όροι αξιολόγησής του. Άλλωστε, είναι πολλοί οι νέοι και καλοί ποιητές που εξεδήμησαν πριν αρτιωθεί η φωνή τους. Τους δεξιωνόμαστε σε μικρά αφιερώματα και εκεί εξοφλείται το χρέος μας. Ο αγώνας της (προσωπικής) επιβίωσης είναι σκληρός και συχνά εξαντλητικός.
Πέρα, όμως, από τη θεωρία υπάρχει η πράξη. Το ποσοτικά μικρό ποιητικό έργο του Λεοντακιανάκου (το αρχινισμένο μυθιστόρημα πρέπει να θεωρηθεί χαμένο), που δεν αριθμεί περισσότερες από εκατό σελίδες, περιμένει, μισόν αιώνα μετά, την οριστική ταξινόμηση και κριτική αποτίμηση σε έναν τόμο των «Απάντων» του. Πράξη δικαιοσύνης.
ΣΗΜ.: Ευχαριστώ θερμά τους Κυριακούλη και Ηλία Λεοντακιανάκο, ανεψιούς του ποιητή, για την πολύτιμη συνεισφορά τους στην παραχώρηση υλικού από το αρχείο του Ιωάννη Λεοντακιανάκου.