Χάρτης 1 - ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2019
https://dev.hartismag.gr/hartis-1/poiisi-kai-pezografia/ta-galazwpa-stigmata-ths-eytyxias
Τη γιαγιά μου την έλεγαν Ευτυχία. Δεκαπέντε χρονών αρραβωνιάστηκε με τον Νικόλαο Ζ. από το χωριό Πατέλλα της επαρχίας Μαλεβιζίου, Ηρακλείου Κρήτης. Kυριακή του άπιστου Θωμά του σωτηρίου έτους 1913. Η Ευτυχία ήταν ωραία σε όλη τη ζωή της. Ακόμη και στα γεράματά της, τότε που με είχε δίπλα της και με ανάθρεφε, και τότε ήταν όμορφη. Στη νεότητά της είχε μακριά μαύρα μαλλιά, γαλανά μάτια και κάτασπρο δέρμα. Καμιά φορά όμως αυτό το κατάλευκο σώμα έπαιρνε σε μεριές μεριές χροιά γαλαζωπή. Και τούτο επειδή στα σημεία εκείνα το δέρμα της ήταν λεπτότερο και φαίνονταν λίγο περισσότερο οι γαλάζιες φλεβίτσες. Απαράλλακτα όπως συμβαίνει σε όλους τους ανθρώπους που οι φλέβες τους διακρίνονται σε διάφορα σημεία του κορμιού. Στα μπράτσα, στον λαιμό και κάποτε στο πρόσωπο, κάτω από τα μάτια.
Στη γιαγιά μου, όμως, αυτά τα φαινόμενα ήταν εντονότερα. Είχε, μάλιστα, παρατηρήσει πως αυτό το γαλαζωπό χρώμα της ερχόταν κυρίως σε ώρες χαράς, διασκέδασης ή αμεριμνησίας. Όταν, λ.χ., ύφαινε στον αργαλειό και τραγουδούσε μαντινάδες ή όταν χτένιζε τα μακριά μαλλιά της μπροστά στον καθρέφτη, τότε γινόταν σχεδόν καταγάλανη. Τα γαλαζωπά σημαδάκια φαίνονταν ακόμη πιο έντονα όταν πήγαινε σε πανηγύρια και γάμους. Επειδή η γιαγιά μου αγαπούσε τη μουσική, τα γλέντια και τις διασκεδάσεις. Τότε το πρόσωπο, ο λαιμός και τα χέρια της αποκτούσαν λαμπερά γαλαζωπά στίγματα, που την έκαναν να μοιάζει με τις πεταλούδες που έχουν φτερά με γαλάζιες βούλες και καθώς πετούν μέσα στο καλοκαίρι στραφταλίζουν στον αέρα.
Η οικογένεια της Ευτυχίας ήταν πολύ φτωχή ακόμη και με τα μέτρα της εποχής. Ο πατέρας της και οι πέντε αδερφοί της έβοσκαν ξένα πρόβατα και καλλιεργούσαν ξένα χωράφια γιατί δεν είχαν δική τους ιδιοκτησία. Τουλάχιστον στα πρώτα χρόνια της ζωής της γιαγιάς μου, η οικογένειά της ήταν από τις τελευταίες του χωριού. Ο λόγος: είχαν αναγκασθεί να αφήσουν τον τόπο τους βιαστικά, χωρίς ούτε τα απαραίτητα να πάρουν. Ένας θείος της Ευτυχίας είχε ανακατωθεί σε μια υπόθεση βεντέτας στο χωριό Ασκύφου της περιοχής των Σφακίων. Στη δυτική Κρήτη. Τότε όλοι οι στενοί συγγενείς εγκατέλειψαν το χωριό, από φόβο αντεκδικήσεων. Πολλοί έφυγαν στον Πειραιά. Οι άλλοι, όμως, που δεν ήθελαν ή δεν είχαν τρόπο να αφήσουν την Κρήτη, αποφάσισαν να έρθουν και να εγκατασταθούν ανατολικά στα χωριά του Ηρακλείου, στην επαρχία Μαλεβιζίου. Άλλοι διάλεξαν το ένα χωριό, άλλοι διάλεξαν το άλλο. Ο πατέρας της γιαγιάς μου ήρθε στο ορεινό χωριό Πατέλλα, με τους πέντε γιους και τη γυναίκα του γκαστρωμένη στην Ευτυχία.
Eδώ σε αυτό το χωριό γεννήθηκε η Ευτυχία και εδώ την είδε και την αρραβωνιάστηκε ο παππούς μου, ο Νικολής. Η Ευτυχία ήταν 15 χρονών. «Ο παππούς σου ήταν 23. Γεωργός το επάγγελμα. Kαμιά φορά έκανε και τον τσαγκάρη. Με αρραβώνιασαν ύστερα από προξενιό. Ο παππούς σου δεν είχε απαιτήσεις για προίκα. Η συμφωνία ήταν ο γάμος να γίνει το αργότερο μέσα σε δυο χρόνια. Να τα κρατείς στο μυαλό σου αυτά. Μυστικά από εσένα δεν έχω». Μου έλεγε κάθε φορά. «Μια μέρα όμως θα σε ρωτήσω, να δω αν τα θυμάσαι».
Η γιαγιά μου δεν είχε πάει μικρή σχολείο. Ούτε και γνώριζε γράμματα. Στο χωριό Πατέλλα δεν υπήρχε σχολείο, αλλά και να υπήρχε, πάλι δεν θα πήγαινε, γιατί έπρεπε να πλένει, να μαγειρεύει και να φροντίζει τους μεγάλους αδελφούς της. Όταν, λοιπόν, τέλειωσαν οι αρραβώνες, ο Νικολής απαίτησε να πάει η Ευτυχία για λίγο στο δημοτικό, να μάθει να γράφει και να διαβάζει. Ας ήταν και μεγάλη. Αυτό δεν άρεσε στην οικογένεια της Ευτυχίας, όμως δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς. Έτσι ο Νικολής κανόνισε να έρχεται στο σπίτι της Ευτυχίας να την παίρνει και να την πηγαίνει με το μουλάρι σε κοντινό χωριό (πέντε χιλιόμετρα απόσταση), όπου είχε δημοτικό σχολείο. Και το μεσημέρι να τη φέρνει πίσω. Τουλάχιστον μια δυο φορές την εβδομάδα.
Η Ευτυχία ανέβαινε πρώτα σε μια καρέκλα. Από εκεί καθόταν ανάλαφρα στο ζώο. Καθόταν γυναικεία, δηλαδή όπως κάθονται οι γυναίκες πάνω στη σέλα. Ο αρραβωνιαστικός της τραβούσε το μουλάρι από το χαλινάρι. Πεζός. Έως ότου βγουν έξω από το χωριό και χαθούν στις ρεματιές και τους λόφους. Τότε ο Νικολής καβαλίκευε ανδρικά και έβαζε την Ευτυχία να κάθεται μπροστά του ανδρικά. Άλλοτε πρόσωπο με πρόσωπο. Άλλοτε όχι. Αυτός πίσω, εκείνη μπροστά. Ο Νικολής ήταν ντυμένος όπως ντύνονταν οι άνδρες εκείνη την εποχή. Φορούσε κεντημένο γιλέκο, βράκες και σπαστά υποδήματα. «Εγώ φορούσα μακριά φουστάνια από υφάσματα, καμωμένα από εμένα στον αργαλειό. Από μέσα φορούσα φαρδιά βαμβακερά μεσοφόρια. Δεμένα στη μέση με ζωνάρι. Μου έφταναν ώς τα γόνατα». Όμως αυτή η ενδυμασία της Ευτυχίας δεν εμπόδιζε τον Νικολή να ακουμπά την Ευτυχία γυμνός πάνω στο μουλάρι και να την πιάνει και να τη χαϊδεύει ερωτικά. Είτε ήσαν οι δυο τους καθισμένοι στη σέλα πρόσωπο με πρόσωπο, είτε αλλιώς. Και ο Νικολής άφηνε τα άσπρα, ζεστά του σπέρματα στα βρακιά και στα μεσοφόρια της Ευτυχίας. Το πρωί όταν πήγαιναν στο σχολειό. Το μεσημέρι όταν γύριζαν από το σχολειό. «Τότε παρατηρούσα πως γέμιζα σε όλο το κορμί μου και στο πρόσωπό μου ακόμη μικρά γαλάζια στίγματα. Έσβηναν, όμως, ύστερα από λίγο».
Αυτή η ιστορία κράτησε πολύ. Μουλάρι, άνδρας, γυναίκα, τρεις μαζί. Κάθε φορά που πήγαιναν σχολείο. Τότε ήταν που παρατήρησε η Ευτυχία πως όταν της ερχότανε τα έμμηνά της, γέμιζε παντού στα μυστικά της σημεία κηλίδες γαλαζωπές. Αυτές ξέβαφαν και έβαφαν με γαλάζιες στάμπες τα άσπρα πανιά των εμμήνων. Καμιά φορά, μάλιστα, οι γαλαζωπές κηλίδες εμφανίζονταν στις φούστες, στις μπλούζες ακόμη και στα μαντήλια της. Έτσι η γιαγιά μου ήταν αναγκασμένη να πλένει ώρες πολλές όλα της τα ρούχα. Το σώμα της, όμως, ήταν και παρέμενε κατάλευκο. Εκτός από τις μικρές γαλάζιες φλεβίτσες στον λαιμό, στα χέρια και κάτω από τα μάτια.
Η Ευτυχία στεφανώθηκε ύστερα από ενάμιση χρόνο και ενώθηκε με τον Νικολή εις σάρκα μία και έγιναν αντρόγυνο κανονικό. Ο Νικολής γέμιζε κάθε μέρα την Ευτυχία με σπέρματα λευκά και εκείνη εξακολουθούσε να γεμίζει από γαλαζωπά στίγματα. Ύστερα από λίγο έμεινε έγκυος. Καθώς όμως περνούσαν οι μήνες της εγκυμοσύνης, έβλεπε πως η κοιλιά της γινόταν σαν γαλάζια κρυστάλλινη σφαίρα. Το χρώμα της κοιλιάς της επανήλθε στο κανονικό όταν γέννησε τον πρώτο γιο της τον Αλέξανδρο. Αυτός είχε χρώμα ξανθό και μάτια γαλάζια. Τον έλεγαν ιππέα γιατί είχε μια φοράδα και έκανε τον γυρολόγο. Σε ενάμιση χρόνο η Ευτυχία έμεινε ξανά έγκυος. Η κοιλιά της έγινε πάλι γαλάζια ώς την ώρα που γέννησε τον δεύτερο γιο της, τον Γιώργο. Αυτός βγήκε καστανός. Σκοτώθηκε στην Αλβανία. Θάφτηκε μαζί με άλλους σε στρατιωτικό κοιμητήριο. Η γιαγιά μου τον έλεγε «Ο ξενιτεμένος μου, ο σκοτωμένος μου». Στην τρίτη εγκυμοσύνη τα ίδια. Γέννησε πάλι γιο, τον Λευτέρη, που βγήκε πυρόξανθος. Αυτός πολέμησε στον Εμφύλιο με τον Εθνικό Στρατό. Κατηγορήθηκε για αριστερός και πέρασε επτά μήνες στη Μακρόνησο. Στην εγκυμοσύνη του μελαχρινού Μάρκου, μαζί με την κοιλιά της έγιναν γαλάζια και τα γόνατα της Ευτυχίας. Ο Μάρκος ήταν γεωργός, έστηνε παγίδες και έπιανε ασβούς και λαγούς. Πέθανε από ηλίαση.
Το 1924 η γιαγιά μου γέννησε τη μητέρα μου. Την είπαν Αγγελική επειδή λόγω ωραιότητος προσώπου δεν μπορούσαν να την πουν αλλιώς. Είναι πεθαμένη τώρα και δέκα χρόνια, αλλά έρχεται συχνά στον ύπνο μου ή εκεί που κάθομαι και σκέφτομαι τη ζωή μου και τα λέμε. Όταν η γιαγιά μου ήταν έγκυος την Αγγελική, δυσκολεύτηκε πολύ, και λίγο έλειψε να πεθάνει στη γέννα. Πήρε όλη χρώμα μαβί. Έγινε παντού γαλάζια, στα στήθη, στην πλάτη, στους ώμους. Η Αγγελική γεννήθηκε κανονικά. Βγήκε ρόδινη, με μικρές γαλάζιες φλεβίτσες παντού. Κυρίως, όμως, τα γαλάζια στίγματα φαινότανε στις πατούσες και στα μπράτσα. Αυτό εμένα μου άρεσε να την ακούω να το λέει, όταν την έβλεπα και μιλούσαμε. Μάλιστα όταν τη ρωτούσα για όλα αυτά, εκείνη έλεγε πως μικρή συνήθιζε να περπατά ξυπόλυτη και πως τη νύχτα εκεί όπου πατούσε φωσφόριζε το χώμα.
Το 1981, η γιαγιά μου αρρώστησε βαριά από πυρετό και έβγαλε εκζέματα και λειχήνες. Από τις νύφες της καμιά δεν την ήθελε στο σπίτι. Η Αγγελική είχε από χρόνια εγκατασταθεί στην Αθήνα σε μια πολυκατοικία στους Αμπελοκήπους. Χωρίς τηλέφωνο. Η γιαγιά μου ζούσε μόνη και παραπεταμένη σ’ ένα καμαράκι στην άκρη του χωριού. Κοντά στο νεκροταφείο. Ο θάνατος ήρθε νύχτα παραμονές της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Όπως αργότερα μου είπαν οι γείτονες, ξαφνικά, λέει, το μικρό δωμάτιο της Ευτυχίας φάνηκε να λούζεται από ένα γαλάζιο φως. Μερικοί είπαν ότι άκουσαν περίεργες μουσικές και θορύβους. Ύστερα η γιαγιά μου ακούστηκε να μιλά με κάποιον, «Και ποιος είσαι εσύ που εμπήκες μέσα;» του έλεγε. «Και γιατί φοράς γαλάζα;» Αυτός της είπε: «Εγώ είμαι, Ευτυχία, δε με γνωρίζεις;» «Όχι», του απάντησε η Ευτυχία. «Ποιος είσαι; Δε σ’ έχω ξαναδεί». Αυτός είπε: «Εγώ είμαι, Ευτυχία, αυτός που σου έκανα τα γαλαζωπά σημαδάκια στο δέρμα. Αυτά που μεγάλωναν και πλήθαιναν όταν χαιρόσουν και διασκέδαζες...» Η Ευτυχία ακούστηκε να του λέει: «Αυτά τα σημάδια τα είχα από τη γέννησή μου. Τα θυμούμαι καλά. Δεν μου τα έκανε κανένας». Αυτός είπε: «Ευτυχία, εγώ είμαι αυτός που σου έκανε τις φλεβίτσες σου γαλάζιες. Και όταν τραγουδούσες στον αργαλειό. Και όταν χτένιζες τα μαλλιά σου μπροστά στον μεγάλο καθρέφτη. Και όταν έπαιζες με τον άντρα σου. Τότε που το κορμί σου πετούσε γαλάζια στίγματα. Εγώ είμαι αυτός που σου τα έφερνα, Ευτυχία. Εγώ έκανα και την κοιλιά σου γαλάζια όταν ήσουν γκαστρωμένη. Αυτός είμαι, Ευτυχία, δεν με γνωρίζεις;» «Όχι», ακούστηκε πάλι η Ευτυχία. «Δε σε γνωρίζω». «Δε με γνωρίζεις; Ο θάνατός σου είμαι, Ευτυχία», είπε εκείνος. «Αχ!» ακούστηκε τότε να λέει η Ευτυχία. «Αχ! Εγώ αλλιώς σε περίμενα, Χάρε μου. Άλλο χρώμα σε ήθελα, θάνατέ μου». Αυτός είπε: «Όχι, Ευτυχία, εγώ είμαι πάντα ετσά. Γαλάζιος. Γαλανός. Όχι μαύρος. Γαλάζος στις φλεβίτσες σου. Στα αίματά σου και στις γέννες σου».
Τότε, όπως μου είπαν οι γείτονες που άκουγαν τα γινόμενα, εσταμάτησαν οι φωνές. Εσταμάτησαν και οι θορύβοι. Χάθηκε και το γαλάζιο φως. Έπαψαν οι μουσικές. Το σπίτι σκοτείνιασε.
Το πρωί βρήκαν την Ευτυχία πεθαμένη. Ντυμένη και ολοστόλιστη στο κρεβάτι. Φορούσε τα καλά της ρούχα. Αυτά που φορούσε τις Κυριακές για να πηγαίνει εκκλησία. Ήρθε ο αγροτικός γιατρός, την εξέτασε και είπε πως όλο το κορμί της ήταν γαλάζιο και έστιλβε παντού σαν να ήταν από σμάλτο. Όλα γαλάζια. Ακόμη και τα ασπρισμένα μαλλιά της. Μόνο τα μάτια της, είπε, είχαν αλλάξει χρώμα και από γαλανά είχαν γίνει κατάλευκα. Ήταν (όπως έγραψε στη γνωμάτευσή του) ορθάνοιχτα και κοιτούσαν μακριά, αλλά ήταν σαν να μην έβλεπαν τίποτε. Ήταν προσηλωμένα επάνω, ψηλά επάνω, και όσο, λέει, και να προσπάθησε δεν μπόρεσε, τελικά, να τα κλείσει. Την έθαψαν με τα μάτια ανοιχτά.
(Αφήγηση του Νικολάου Α. Κ., ετών 76, από το χωριό Πατέλλα της επαρχίας Μαλεβιζίου, Ηρακλείου Κρήτης, κατοίκου Λιοσίων Αττικής)
Από την ανέκδοτη συλλογή διηγήσεων, Παραδόσεις του ελληνικού λαού.