Χάρτης 15 - ΜΑΡΤΙΟΣ 2020
https://dev.hartismag.gr/hartis-15/dokimio/to-oema-einai-twra-ti-les-bioi-poihtwn-manolhs-anagnwstakhs
[ Βλ. ΜΕΡΟΣ Α΄ Χάρτης#14, Φεβρουάριος 2020 ]
———————————————————————————
Μ Ε Ρ Ο Σ Β΄
———————————————————————————
ΠΟΛΙΤΙΚΗ, ΑΝΑΓΝΩΣΗ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Η συγχώνευση ανάγνωσης και πολιτικής, με φόντο την πόλη της Θεσσαλονίκης, που αναδεικνύεται από έναν αυτοσαρκαστικό απολογισμό της εφηβείας του Μανόλη Αναγνωστάκη, θυμίζει πόσο σταθερά ευλύγιστο είναι το πλαίσιο διαμόρφωσης των εμπειριών ενός συγγραφέα. Η ανάγνωση τον έφερε στην πολιτική, ενώ η πολιτική τον επανέφερε σε μια αντιστροφή της ανάγνωσης, την οποία συνιστά η γραφή. Καθώς διαρκώς εκτυλίσσεται, ένας ιστός όπως αυτός αποκτά διαστάσεις και βαρύτητα σε μικρή ηλικία, συνεχίζει να στηρίζεται σε νέες ανακαλύψεις και συνδέεται με την ερωτική αφύπνιση.
Η σιωπηρή ολοκλήρωση της παραγωγικής εμπλοκής του, για τριάντα χρόνια, με την ποίηση συμπίπτει με επαυξημένη ανάμειξη με την πολιτική σε νέες συνθήκες. Την κατάρρευση της δικτατορίας το 1974 ακολουθεί η μετακόμιση το 1978 στην Αθήνα με τη γυναίκα του, την κριτικό Νόρα Αναγνωστάκη. Δεν πρόκειται ωστόσο για τερματισμό που ευθέως δημοσιοποιείται, στον βαθμό μάλιστα που ευρεία δημόσια υποδοχή της ποίησής του δεν μπορούσε να υπάρξει πριν από την επιστροφή σε δημοκρατικό πολίτευμα.
Η μετακίνηση στην Αθήνα (περισσότερο μια πόλη απομονωμένων αναγνωστών) από τη Θεσσαλονίκη (που κάποτε υπήρξε πόλη γραφέων) ίσως ήταν μεγαλύτερης σημασίας από ό,τι τότε φάνηκε. Η αμφίπλευρη διαδικασία ανάγνωσης και γραφής βρέθηκε εντελώς εκτεθειμένη πλέον στην αύρα της πολιτικής. Αν και η ανάγνωση μέσω της πολιτικής είχε παραδώσει τον Αναγνωστάκη στην ποίηση, μία επανανάγνωση της πολιτικής φαίνεται να τον απέσυρε από αυτό το είδος της γραφής.
«Αρνούμαι», δηλώνει στη συνέντευξη-διαθήκη, «όλα όσα λέγονται για μια “ποίηση της ήττας°. Δεν είναι ποίηση της ήττας», συνεχίζει, «αλλά μια αγωνία, ένα άγχος για την εποχή μας. Όταν εκείνη η εποχή τελείωσε, τελείωσε και η ποίηση». Ανεξάρτητα από το πώς αυτό αξιολογείται πέρα από πολιτικούς λόγους, που μπορεί να υποκινούν τη μία ή την άλλη άποψη περι-ποίησης της ήττας, η εν λόγω ορολογία έχει μικρή συνάφεια με έναν Αναγνωστάκη, για τον οποίο δεν μπορεί να υπάρξει ποίηση της ήττας. Υπάρχει μόνον η ήττα της ποίησης. Και αυτή η «ακαταμάχητη ήττα», όπως θα έλεγε ίσως ο Λέοναρντ Κόεν, συνιστά νίκη για τον αναγνώστη.
«Η σύγχρονη ελληνική ποίηση βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της ευρωπαϊκής και ενδεχομένως ενδεχομένως παγκόσμιας ποίησης», υποστήριζε ο Αναγνωστάκης το 1978, σε δήλωση που προοριζόταν για αφιέρωμα στην ελληνική λογοτεχνία (εκδόθηκε το επόμενο έτος από τη γαλλική επιθεώρηση Les Nouvelles Littéraires). «Αυτή η άποψη/, συνέχιζε, «δεν είναι υποκειμενικά σοβινιστική, αλλά αντανακλά συνθήκες στην Ελλάδα που έχουν ως αποτέλεσμα η ποίηση να μην ακολουθεί, αλλά, σε πολλά σημεία, να οδηγεί ή τουλάχιστον να προχωρά παράπλευρα. Ωστόσο, το εμπόδιο της γλώσσας, για όσους δεν καταλαβαίνουν ελληνικά, επιτρέπει μόνο να υποψιαστούν ή να γνωρίσουν την ποίηση αυτή αποκλειστικά σε σχέση με τα θέματά της». Στην τελευταία του συνέντευξη αναπτύσσει όμως άλλη άποψη, καθώς αναρωτιέται για το πώς αξιολογείται η ελληνική ποίηση σε συγκριτική προοπτική. Είναι ο Καρυωτάκης «συγκρίσιμης αξίας» με Γάλλους ποιητές της εποχής του, ρωτά. Είναι ο Καβάφης πράγματι μεγάλος ποιητής;
Κατά τη δεκαετία του 1990 ο Αναγνωστάκης δεν έγραφε πια ποίηση για σχεδόν είκοσι χρόνια. Επιπλέον, διευκρίνιζε ότι δεν υπήρχε «παρασκήνιο» στη συγγραφική του δράση: δεν υπήρχαν σημειώσεις, ημερολόγια ή ανολοκλήρωτα χειρόγραφα στο συρτάρι. Και παλαιότερα άλλωστε δεν έγραφε συχνά. Έκανε λίγες διορθώσεις στα ποιήματα που έγραφε και, αν το ποίημα δεν φαινόταν να λειτουργεί, απλώς το εγκατέλειπε. Πίστευε επίσης ότι η σάτιρα θα έπρεπε να αποτελεί κομβικό στοιχείο σε σύγχρονα πολιτικά ποιήματα, έχοντας εκφράσει λύπη για την υποδοχή κάποιων δικών του πολιτικά σατιρικών στίχων.
Μια ψυχολογική προσέγγιση θα μπορούσε, επομένως, να ερμηνεύσει την αλλαγή απόψεων του Αναγνωστάκη για την ποίηση ως αντανάκλαση της δικής του πρακτικής και προσωπικών περιστάσεων. Αυτό όμως θα ήταν ανεπαρκές. Γιατί η θέση της ποίησης στην Ελλάδα είχε αλλάξει. Έχοντας τον ρόλο μιας «ρυθμιστικής πειθαρχίας» για μεγάλο διάστημα, σε σχέση όχι μόνον προς τις τέχνες, αλλά την πνευματική ζωή γενικότερα, η ποίηση μετατοπιζόταν. Σε πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες που άλλαζαν, ποιητές μετά τον Αναγνωστάκη βρέθηκαν να ισορροπούν σε διαφορετικές πλατφόρμες υποδοχής από το ένα βιβλίο τους στο άλλο. Θα συνόψιζε ίσως την κατάσταση της ποίησης μια αναδιατύπωση ενός αποικιοκρατικής νοοτροπίας σχολίου: Η Ελλάδα παράγει περισσότερη ποίηση από όση μπορεί να καταναλώσει, ενώ η ποίηση είναι δύσκολο αν όχι αδύνατον να εξαχθεί.
Εξελίξεις όπως αυτές δεν διέφευγαν από έναν ιδιαίτερης αντίληψης κριτικό όπως ο Αναγνωστάκης. Υπάρχουν όμως και άλλα που χρειάζεται να ληφθούν υπ’ όψιν. Η πρώιμη ανάμιξή του στην πολιτική είχε στιγματιστεί από την αποπομπή του από το Κομμουνιστικό Κόμμα το 1946, ζήτημα που διαχειριζόταν επιφυλακτικά σε δημόσιες και ιδιωτικές συζητήσεις. Επρόκειτο για εξοστρακισμό σε συνθήκες απελευθέρωσης και εμφυλίου πολέμου. Τον Αύγουστο του 1948 συνελήφθη για ανάμειξη σε «κομμουνιστική συνωμοσία» και καταδικάστηκε σε θάνατο. Στη διάρκεια της δίκης δεν αναφέρθηκε στην κομματική αποπομπή του, προδιαγράφοντας τη φήμη του αργότερα ως αιρετικού, του οποίου τα ποιήματα όμως αντιμετωπίζονταν με πολιτική ευλάβεια. Παρόλα αυτά δεν δίστασε μετά θάνατον να αρνηθεί το πέπλο ενός Αναγνωστάκη Αγωνιστή ορίζοντας τον εαυτό του ως ερωτικό ποιητή, στο έργο του οποίου εισπήδησε η πολιτική λόγω της εποχής στην οποία έζησε. Γιατί λοιπόν να διστάσει να αμφισβητήσει την ποίηση, όσο και αν αυτό σήμαινε ότι αμφισβητούσε τον εαυτό του;
Η από πλευράς του αξιολόγηση της ποίησης ευθυγραμμίζεται με το πώς ανακρίνει την καθιερωμένη πολιτική, αλλά επίσης και με μία αντι-θεωρητική στάση που υιοθετούσε και η οποία φαίνεται δύσκολο να συμφιλιωθεί με το γεγονός ότι υπήρξε κύριος υποκινητής του περιοδικού Κριτική. Από το 1959 έως το 1961, η επιθεώρηση αυτή συνδέθηκε με την εισαγωγή θεωρητικών απόψεων, όπως του Λούκατς και του Μπαρτ, σε συζητήσεις για τη λογοτεχνία στην Ελλάδα. Η συνέπεια για τον Αναγνωστάκη στο πεδίο αυτό πρέπει να αναζητηθεί αλλού, παίρνοντας δηλαδή υπ’ όψιν την απελευθερωτική προοπτική μιας «αντι-θεωρητικής» στάσης σε πολιτικό περιβάλλον που προγραμματικά εγκωμίαζε τη θεωρία, ενώ αντιστρόφως χαλάρωνε ο εναγκαλισμός του σοσιαλιστικού ρεαλισμού.
Κάθε ποιητής παράγει μια εναλλακτική γενεαλογία της ποίησης. Εξαιρώντας τηλεσκοπικά διεισδυτικούς αναγνώστες, αυτό δεν γίνεται αντιληπτό, στον βαθμό που το έργο παραμένει έγκλειστο σε ένα γκέτο ποίησης. Εξίσου σοβαρά εμπόδια ωστόσο ορθώνει και η ευρεία αποδοχή. Η τάση να ερμηνευτεί μια φαινομενική κίνηση, ουράνια ή όχι, με την επέκταση λανθασμένων αναπαραστάσεων δεν είναι αποκλειστικά πτολεμαϊκή, ενώ, ακόμη και όταν η αποδεκτή θέση του ήλιου αλλάξει, πολλά από κάτω του παραμένουν αναλλοίωτα. Το παράδοξο αυτό παράλληλης κινητικότητας και ακινησίας σε κοπερνίκειες εποχές πριμοδοτεί μια φαινομενική ανανέωση εις βάρος της πραγματικής καινοτομίας. Η ποίηση δεν έχει ανοσία στις τάσεις αυτές.
Κατεστημένοι λογοτεχνικοί αστερισμοί και προκαταλήψεις υπέρ της φαινομενικής ανανέωσης δεν διευκολύνουν μια σύνθετη πρόσληψη της συμβολής του Αναγνωστάκη. Προφανώς δεν υπάρχει καινοτομία από πλευράς τεχνικής στο έργο του. Με δεδομένη μάλιστα μια πρώιμη στιχουργική άνεση, διαθέτει την ευχέρεια της απροσεξίας. Η προδιάθεση όμως αυτή επιτρέπει μια αντίστροφη θετική εξέλιξη. Όπως ο Καβάφης, έτσι και ο Αναγνωστάκης ενθαρρύνει την τάση δημιουργικά να «φτωχύνει» η ελληνική γλώσσα. Η παρατήρηση αυτή συνιστά εγκώμιο, στον βαθμό που λυρική αφθονία δεν μεγαλώνει ένα ποίημα, αλλά το κάνει παχύσαρκο. Πρόκειται για κέρδος για μεταγενέστερους, που επωφελούνται από πολλαπλές παραδόσεις. Ο Αναγνωστάκης φαίνεται να φιλτράρει τον Καβάφη μέσω Καρυωτάκη, Ελλήνων λυρικών και Γάλλων συμβολιστών. Όλα αυτά συμπεριέχονται στην έμφασή του στο ζήτημα της χρονικότητας, που διαταράσσει δήθεν διαχρονικούς διασκελισμούς.
Ποτέ απλώς μία κριτική εναντίον άλλων απόψεων, η ερωτική προσήλωσή του στην πολιτική συνιστά αναδιάταξη των τριών κομμάτων που αναδείχθηκαν στη σύγχρονη ελληνική ποίηση μετά την «ιταλική περίοδο» του Σολωμού. Με δάνεια ορολογία από την περίοδο που ακολούθησε την ανεξαρτησία, πρόκειται για τρία «ποιητικά κόμματα», τα οποία μπορούν να συνοψιστούν σε ένα κατ’ αρχάς ισχυρότερο «γαλλικό» κόμμα, που εκβάλλει στον πρώιμο Ελύτη και τους υπερρεαλιστές, ένα «ρωσικό» κόμμα με τον Βάρναλη και τον Ρίτσο και ένα τελικά κυρίαρχο «αγγλο-αμερικανικό» κόμμα, με τον Σεφέρη στο κατάστρωμα. Ο Αναγνωστάκης διαπλέκει τις διαιρέσεις αυτές ως λυρικά πεζός και πολιτικά ερωτικός ποιητής, με ρωσική εμβάθυνση, αμερικανική ευθυβολία και γαλλική συνύφανση.
Οι αντιστοιχίες είναι πάντοτε σχετικές. Αλλά σε σχέση με τον Ουίτμαν του Ρίτσου, ο Αναγνωστάκης, έστω και αν δεν το συνειδητοποιεί, προσεγγίζει περισσότερο τον Φρανκ Ο’ Χάρα, όπου ο στοχασμός συντάσσεται με έκτακτα περιστατικά (Meditations in an Emergency είναι ο χαρακτηριστικός τίτλος συλλογής του Ο’ Χάρα) και με παρόμοια εσκεμμένη ατημελησία και αδιαφορία ως προς το τι θεωρείται ποίηση. Πρόκειται για μια ελληνική εκδοχή, θα έλεγα, αλλά με αυστηρά πολιτικές προσλαμβάνουσες, πρώιμης «εξομολογητικής» ποίησης, πριν ο όρος αποκτήσει αρνητικές συνδηλώσεις. Με άλλα λόγια, το «προσωπικό» είναι πολιτικό, όπως και αντιστρόφως, αλλά το προσωπικά πολιτικό στην ελληνική εκδοχή παραπέμπει κυριολεκτικά σε πολιτική, πόλεμο και εμφύλιο πόλεμο. Είναι μια εκδοχή με ιδιαίτερο συγκριτικό ενδιαφέρον.
Η επέλαση της ποιητικής «γενιάς του ‘30» στηρίχθηκε τη δεκαετία του 1960 στους ώμους πολιτικών και κοινωνικών αλλαγών, λες και Μακρονησιώτες μετέφεραν βασιλικό ζεύγος. Επρόκειτο για κορύφωση μιας μετεμφυλιακής «πολιτιστικής ανασυγκρότησης», μιας εφαρμογής σχεδόν ενός Δόγματος Τρούμαν στην ποίηση. Παράλληλα, η πνευματική ζωή παρέμενε εμποτισμένη στον θριαμβισμό των ηττημένων, που θεωρούσαν ότι συγκροτούν πολιτιστική ηγεμονία εκθειάζοντας χωρίς μετριασμό ένα πνεύμα αντίστασης, εφόσον δεν υπήρχε περιθώριο ή διάθεση παραδοχής των διαιρέσεων που συνεπάγεται ένας εμφύλιος πόλεμος. Στα γραπτά του, αλλά επίσης με τη διακριτική αναγνώριση ποιητών όπως ο Παπαδίτσας και ο Σαχτούρης, ο Αναγνωστάκης δεν ενθάρρυνε αυτού του είδους τον θριαμβισμό, υπαινικτικά αποσταθεροποιώντας την κυρίαρχη πολιτιστική σύνθεση που κέρδιζε έδαφος. Η τελική του άρνηση να δώσει προτεραιότητα στην ποίηση, ενώ τα ποιήματά του εξακολουθούσαν να αυξάνουν τους αναγνώστες της, μπορεί τώρα να αξιολογηθεί ως μια σημαντική συνιστώσα δράσεων της «οπισθοφυλακής» για την άμυνα του μέλλοντος, όταν όλοι ακόμη νόμιζαν ότι τις μάχες κερδίζουν οι πρωτοπορίες.
Για το λογοτεχνικό έργο του Μανόλη Αναγνωστάκη πολύ περισσότερες σελίδες θα συνεχίσουν να γράφονται από τις σελίδες που συνολικά έγραψε ο ίδιος. Σε αντίθεση με πολλούς κριτικούς, ο ίδιος διαχώριζε λογοτεχνικές και εξω-λογοτεχνικές συνθήκες ανάγνωσης. Παρόλα αυτά και όσο και αν η αρχική προσοχή στη δουλειά του μπορεί να προέκυψε λόγω του συγκεκριμένου πλαισίου της υποδοχής της, το έργο αποδείχθηκε πιο αποτελεσματικό από όσο φανταζόταν ο ίδιος. Επηρεασμένος ίσως από την πρώιμη στιχουργική δεξιότητά του, κάποιες φορές έδινε την εντύπωση ότι υιοθετούσε μια θεωρία «εργατικής δύναμης» της αξίας της ποίησης, ξεχνώντας ότι κακά ποιήματα μπορεί να χρειάζονται εξίσου πολλές, αν όχι περισσότερες, εργατο-ώρες.
Ισορροπώντας στον αυτο-σαρκασμό και το πικρό χιούμορ, η ποιητική διαδρομή του, που οδήγησε σε πρώιμη αποστράτευση, ανέδειξε μια χωρίς εκπτώσεις σύγκρουση μεταξύ ενός καιρού για ποίηση και ενός καιρού αποχής από την ποίηση. Απρόθυμος για βεβαιότητες, αν και συμφώνησε να καταγραφεί μια μετά θάνατον τοποθέτηση, ο Αναγνωστάκης εξερεύνησε την ποίηση ως προέκταση της πολιτικής με άλλα μέσα. Στις εκκρεμείς αγκαλιές ενός ακροατηρίου και ως εμβληματική φυσιογνωμία και δημιουργός αξιομνημόνευτων στίχων, δεν δίστασε να εκθέσει το κρυφό στομάχι της γραφής, τη μη γραφή της ποίησης. Μια κριτική της πολιτικής και μια κριτική της γλώσσας επιχειρήθηκε να συνδυάσουν τον κύκλο τους στο έργο του.
Λίγοι θα ήταν έτοιμοι να ερμηνεύσουν την πολιτική της ζωής παραπέμποντας στις συνθήκες της ποίησης. Πολλοί είναι πρόθυμοι να ερμηνεύσουν την πολιτική της ποίησης παραπέμποντας στις συνθήκες της ζωής. Θα νόμιζε κανείς ότι τίποτε δεν είναι ευκολότερο από μια κατανόηση της ποίησης. Αυτό όμως την καθιστά ακατανόητη. Με δύο στίχους σε παρένθεση καταλήγει το ποίημα «Εκεί»:
(Γιατί η ποίηση δεν είναι ο τρόπος να μιλήσουμε.
Αλλά ο καλύτερος τοίχος να κρύψουμε το πρόσωπό μας).
———————————————
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η εκδοχή στα ελληνικά προέρχεται από δοκίμιο στα αγγλικά (Yiorgos Chouliaras, “‘The Issue Is What You Say Now.’
Lives of the Poets: Manolis Anagnostakis”), που περιλαμβάνεται, με
άλλες εισηγήσεις από συνέδριο στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια το 2006, στον
τόμο Manolis Anagnostakis: Poetry and Politics, Silence and Agency in Post-War Greece,
επιμ. Vangelis Calotychos, Fairleigh Dickinson University Press, 2012,
σσ. 77-89. Στον ίδιο τόμο απόδοσή μου στα αγγλικά της συνέντευξης στον
Μισέλ Φάις, που ηχογραφήθηκε στις 4 και 9 Νοεμβρίου 1992 και, επίσης με
άδεια της Νόρας Αναγνωστάκη, κυκλοφόρησε σε μορφή μονολόγου μετά τον
θάνατο του Μανόλη Αναγνωστάκη («Είμαι αριστερόχειρ ουσιαστικά», Πατάκης 2011).
Θυμίζω, σε παρένθεση, μετά τον τίτλο και την ημερομηνία έκδοσης, τον αριθμό ποιημάτων ανά συλλογή: Εποχές, 1945 (15), Εποχές 2, 1948 (8), Εποχές 3, 1951 (12), Η συνέχεια, 1954 (10), Παρενθέσεις και Η συνέχεια 2, 1956 (5+5), Η συνέχεια 3, 1962 (19), Ο στόχος, 1971 (13, που είχαν δημοσιευτεί εκτός από ένα στα 18 κείμενα, 1970). Το σύνολο αυτό 87 ποιημάτων δεν περιλαμβάνει κείμενα από Το περιθώριο ‘68-69 ή ποιητικά υστερόγραφα από το «ΥΓ.» [1983], που ο Αναγνωστάκης δεν θεωρούσε ποιήματα. Στην αρχική μορφή τους, Τα ποιήματα, 1941-1971 κυκλοφορούν σε ενιαίο τόμο από τις εκδόσεις Νεφέλη.
Στην ανωτέρω συνέντευξη, ο Αναγνωστάκης έλεγε για το ζήτημα της μετάφρασης: «Όταν διαβάζουμε Μπωντλαίρ μεταφρασμένο στα ελληνικά, δεν διαβάζουμε Μπωντλαίρ. Παρομοίως, με ιστορίες και θέματα του Καβάφη που μεταφράζονται, αλλά όχι η ποίησή του. Δεν υπάρχουν παραλληλισμοί μεταξύ ελληνικών και ξένης γλώσσας. Γενικά, η ποίηση δεν μεταφράζεται.»
«Σχήμα βίου και έργου» του ποιητή έχουν συγκροτήσει ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος και η Μαρία Στασινοπούλου (περ. Εντευκτήριο 2005). Ευχαριστίες οφείλονται στον Δημήτρη Καλοκύρη, που είχε συγκεντρώσει υλικό για την επιθεώρηση Les Nouvelles Littéraires,
και στη Νένη Πανουργιά, που είχε αντίτυπο του προπαγανδιστικού τόμου,
που μπόρεσα να δω, παρά τις αμφιβολίες για τη χρονολογία έκδοσής του.
Για
τον ρόλο της ποίησης στην Ελλάδα ως «ρυθμιστικής πειθαρχίας», για
διαφορετικές πλατφόρμες υποδοχής της και συναφή θέματα, αναφορές
γίνονται στα δοκίμια Yiorgos Chouliaras, “Greek Culture in the New
Europe” (στον τόμο Greece, the New Europe, and the Changing International Order,
επιμ. Harry J. Psomiades & Stavros B. Thomadakis, Pella, 1993, σσ.
79-122) και Yiorgos Chouliaras, “Greece and Poetry” (Concordia
University: https://www.poeticanet.com/greece-poetry-yiorgos-chouliaras-a-212.html). Το δοκίμιο «Πολιτισμός και πολιτική: Εμφύλιος πόλεμος και ‘πολιτιστική ανασυγκρότηση’ στην Ελλάδα» (στον τόμο Η Ελλάδα ’36-’49. Από τη δικτατορία στον εμφύλιο: Τομές και συνέχειες, επιμ. Χάγκεν Φλάισερ, Καστανιώτης 2003, σσ. 428-438) παραπέμπει και σε προηγούμενα κείμενα.
Σχετικά κείμενα του συγγραφέα
Γιατί ο Καβάφης; (ποίηση, έρωτας, αυτοκρατορία), Χάρτης 11, Νοέμβριος 2019
Λογοτεχνία, μετάφραση, παγκοσμιοποίηση (Η παγκοσμιοποίηση συμπίπτει με την ανάδειξη εκδοχών της γλώσσας και μεταφράσεών τους), Χάρτης 7, Ιούλιος 2019
ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ Μανόλη Αναγνωστάκη ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.