Χάρτης 15 - ΜΑΡΤΙΟΣ 2020
https://dev.hartismag.gr/hartis-15/biblia/to-love-is-to-think
————————————————————————
Ένας κόσμος που πεθαίνει, πριν να γεννηθεί ο νέος, αποκλείει κάθε έξοδο. Αδιανόητη όποια κίνηση προς τα έξω. Δεν υπάρχει τίποτα έξω, τίποτα άλλο, κανένας Άλλος. Τίποτα
εκτός της χώρας του ανθρώπου και της τραγωδίας του[1]
Αδιανόητο να υπάρχει καν το «εκτός». Για το περίκλειστο, το κλειστοφοβικό τούτο σύμπαν, όπου η ύπαρξη ασφυκτιά, μιλάει ο καίριος στίχος του Οσίπ Μάντελστάμ
Ο αέρας έχει πετρώσει, είναι στέρεος σαν τη γη
Έξω αδύνατο κανείς να βγει, μέσα δύσκολο κανείς να μπει[2]
Κι όμως η Ποίηση, μέσα από την αφοριστική γραφή του ποιητή Δημήτρη Λεοντζάκου , επιχειρεί την αδιανόητη κίνηση.
Είναι αυτή η περίπλοκη κίνηση μακριά, πέραν, εκτός της χώρας του ανθρώπου και της τραγωδίας του. Εκτός του ανθρώπου.
Εκτός του ανθρώπου δεν είναι ο θεός, είναι η ανήκουστη σιωπή της αγάπης.[3]
Η αδιανόητη, περίπλοκη κίνηση προς το αδύνατο, το ανήκουστο, προς τα έξω, το άλλο, τον Άλλο, είναι Έξοδος προς τον χώρο της αγάπης- χώρο του αχώρητου, ενός κόσμου άλλου επί της γης, εκτός της τραγωδίας του ανθρώπου. Γιατί, όπως μας λέει ο ποιητής
...τα μελλούμενα σοβούν μες στον αγράμματο και μανιασμένο αέρα της αγάπης.[4]
Μια παρόμοια παράδοξη κίνηση προς το Παρά-δοξο, το εκτός πάσης κυρίαρχης δοξασίας στον κόσμο που πεθαίνει, δεν μπορεί παρά να είναι κίνηση αντίστροφη στην κυρίαρχη ροπή, αναστροφή, ανατροπή του κόσμου τούτου.
Du passé faisons table rase…
Nous ne sommes rien, soyons tout ![5]
Ποίηση εκ του μηδενός. Musica ex nihilo.
Η γραφή, ο κόσμος, η άβυσσος
Προεικόνιση της αναστροφής/ανατροπής, η ίδια η τυπωμένη μορφή του ποιητικού βιβλίου του Λεοντζάκου: πρέπει να αναποδογυρίσεις τα Τοπία Ξανά για να βρεις και να διαβάσεις τον κύκλο ποιημάτων με τον τίτλο η αγάπη.
Ένα βιβλίο στα δύο; Δύο βιβλία σε ένα; «Ο διχασμός του Ενιαίου και η γνώση των αντιφατικών του μερών»;[6] Υπάρχει το Ενιαίο; Το Ένα; Κι εάν το Ἕν οὐκ ἔστιν, σύμφωνα με μια από τις υποθέσεις στον πλατωνικό διάλογο Παρμενίδης; Αν το Ενιαίο υπάρχει μονάχα αυτο-διχαζόμενο, διχασμένο μέσα του; Αν αυτός ο διχασμός είναι ένας εσωτερικός σπαραγμός που δεν γνωρίζεται παρά μόνο εάν κάνει ο ίδιος την περίπλοκη κίνηση προς τα έξω, προς τα όρια και πέρα από τα όρια του ενός, όταν ο μέσα εαυτός κινηθεί εκτός εαυτού και βρει τον εαυτό του -με τον μόνο τρόπο , ίσως, που κάτι τέτοιο γίνεται δυνατό να τον βρει- να ανακαλύψει, δηλαδή, τον μέσα σπαραγμό από τα έξω;
Ο Friedrich Hölderlin ανίχνευσε αυτήν την διαλεκτική και την διατύπωσε, με απαράμιλλο τρόπο, σαν ιδιόρρυθμη κατηγορική προσταγή, ως εξής:
Με ελεύθερη επιλογή, θέσε τον εαυτό σου σε αρμονική αντίθεση με μιαν εξωτερική σφαίρα, όπως κι εσύ, μέσα σου είσαι φύσει σε αρμονική αντίθεση με τον εαυτό σου, αλλά με τρόπο που δεν το αναγνωρίζεις όσο παραμένεις εντός του εαυτού σου[7]
Μήπως αυτή η ηρακλείτεια παλίντονος ἀρμονίη, εντός και εκτός των διαφορετικών προσώπων, δεν είναι και η διαλεκτική της αγάπης;
Η ποιητική γραφή του Δημήτρη Λεοντζάκου κινείται περιστρεφόμενη, μέσα από αλυσίδες στοχαστικών αφορισμών, προς τα όρια της ίδιας της γραφής, στο σύνορο ανάμεσα στο πριν και στο μετά της γλώσσας, μεταξύ της φωνής και του άλαλου. Ανάμεσα στην χώρα του ανθρώπου και της τραγωδίας του και στο πέραν τούτων – όχι στο υπερπέραν.
Γράφει ο Λεοντζάκος:
Η σπείρα της γραφής και η σπείρα του κόσμου , πλεχτές η μία στην άλλη. Και η σπείρα κάτι άλλου που μένει βωβό εκεί. Εκεί δίπλα. Η άβυσσος της λευκής λογικής τους. Της πλεχτής λογικής τους. Η άβυσσος που τους ενώνει. Τους ενώνει μια άβυσσος. Και η δίνη της αποτυχίας τους.[8]
Γραφή, κόσμος, άβυσσος σχηματίζουν έναν βορρόμειο κόμβο, μια αλυσίδα από τρεις αλληλένδετους κρίκους όπου ο καθένας συνδέει τους άλλους δύο μεταξύ τους κι όπου εάν ο ένας από αυτούς αφαιρεθεί όλη η αλυσίδα διαλύεται. Η γραφή φανερώνει την σύνδεση κόσμου και αβύσσου, όντος και μη όντος σε ένα γίγνεσθαι. Ο κόσμος συνδέει την γραφή με την άβυσσο του μηδενός. Η άβυσσος συνδέει τον κόσμο με την γραφή.
Η ποίηση του Δημήτρη Λεοντζάκου κινείται στο χείλος του μηδενός, στην άκρη της αβύσσου. Τολμά να κάνει το άλμα που κατορθώνει ο Ξένος από την Ελέα, ο Άλλος, το άλλο πρόσωπο του ώριμου Πλάτωνα στον Σοφιστή,υποστηρίζοντας ότι το μη όν είναι: ἔστιν ἄρα ἐξ ἀνάγκης τὸ μὴ ὄν ἐπί τε κινήσεως εἶναι καὶ κατὰ πάντα τὰ γένη.[9]
Το άλμα τούτο ο ίδιος ο Ξένος (και ο Πλάτων) το ονομάζουν πατροκτονία, καθώς αντιτίθεται και καταργεί τον Λόγο του Πατρός, την απαγόρευση να ακολουθήσει κανείς την οδό του μη όντος, με την οποία ο Παρμενίδης, ο πατέρας της φιλοσοφίας την θεμελίωσε για πρώτη φορά πάνω στο Όν, το Εν, το συμπαγές. ασάλευτο κι αμετάβλητο.
Δεν είναι τυχαίο ότι σε ένα ποιητικό βιβλίο όπου η γραφή συνδέεται με τον κόσμο μέσω της αβύσσου, ο ίδιος ο Πατέρας Παρμενίδης εμφανίζεται δυο φορές. Πρώτα σε ένα πίνακα, να στοχάζεται δίπλα από την θάλασσα ενώ φανερώνονται
όντα φωτός. Ανατέλλουν. Ήπειρο φως.[10]
Είναι η αυγή ενός κόσμου που φανερώνεται σαν κόσμος συνεκτικός, ενιαίος, έλλογος. Μαζί του κι ο όρθρος της φιλοσοφικής σκέψης.
Την δεύτερη φορά ο Παρμενίδης εμφανίζεται σαν ένα όν σκηνικό.[11]
[Τ]ου φαίνεται αστείο και ειρωνικό όταν ένα ον σαν αυτόν- η μορφή και το είναι κάτι διχασμένου, κάτι διπλού-ονομάζεται Παρμενίδης[12]
Η εμφάνιση του Πατρός Παρμενίδη σαν σκηνικού όντος ισοδυναμεί με πατροκτονία, αφανισμό του πατρικού ρόλου και ιδρυτικού λόγου,ή όπως θα έλεγε ο Lacan, του Ονόματος του Πατρός, ως της βάσης της Συμβολικής τάξης πραγμάτων.
Στο Theatrum Mundi, στην σκηνή του Κόσμου σαν Θεάτρου, τα όντα που εμφανίζονται είναι διχασμένα, ταυτόχρονα ο εαυτός τους και άλλο από τον εαυτό τους, όντα και μη όντα. Η θεατρική πράξη καθαυτή είναι διχασμός του εκτός και του εντός, μέσα στο εκτός και μέσα στο εντός, με το διχασμένο στα αντίθετά του εκτός να πλέκεται με το εντός και συνάμα να αποκαλύπτει τον διχασμό του εντός, την εσωτερική ρήξη κι αντίφαση.
Σχηματίζεται έτσι μια ιδιότυπη ταινία του Moebius, όπως στους πίνακες του Escher. Η κρίσιμη αλληλοπεριχώρηση του εκτός και του εντός εμφανίζεται εναργώς στα Τοπία Ξανά, στο ποίημα με τον εμβληματικό τίτλο Ιώβ.
Ο ΙΩΒ
Η βοή, ο τρομακτικός παφλασμός αυτού που έρχεται. Που εισχωρεί. Από εκτός έρχεται και εισχωρεί. Στο εκτός εισχωρεί απ’ όπου έρχεται.[13]
Ο Τόπος του Ιώβ είναι η χώρα του ανθρώπου και της τραγωδίας του. Κι είναι από έναν Ου Τόπο, που στο τέλος της ιώβειας τραγωδίας, έρχεται κι ακούγεται η Φωνή μέσα σε ορυμαγδό, μέσα στην βοή, τον τρομακτικό παφλασμό αυτού που επέρχεται με το άρρητο Όνομα, το Τετραγράμματο Όνομα που θα ονοματιστεί μόνο στο μέλλον, έρχεται μιν ασεαρά – μέσα στην λαίλαπα,[14] σαρώνοντας κάθε θρησκευτική ή ηθικολογική ή νομικίστικη δικαίωση των ανθρωπίνων βασάνων, ενάντια στα φληναφήματα των «ευσεβών», «φιλάνθρωπων», «φίλων» του Ιώβ και συνηγόρων της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων. Επέρχεται επί των κεφαλών τους καταλύοντας κάθε θεοδικία.
Ο Χαίλντερλιν όταν καλούσε για στροφή προς τα έξω, για μια αρμονική αντίθεση με το εκτός και ζητούσε το εκτός να εισβάλλει και να φανερώσει τις αντιφάσεις του εντός, τον άφατο σπαραγμό του, δεν έμενε στο εντός. Καλούσε και σε μια νέα , ακόμα πιο ορμητική επανεκκίνηση προς τα έξω, ώστε, να υπάρξει Welt in der Welt, Κόσμος μέσα στο κόσμο και να αντηχήσει συνηχώντας η Φωνή του εντός στην Φωνή του εκτός, Stimme des Ewigen zum Ewigen, Φωνή του Αιώνιου προς το Αιώνιο.[15]
Όπως θα πει αλλού, ο μέγας Γερμανός ποιητής της Πάτμου:
«Να αλλάξουν εκ θεμελίων τα πάντα! Νέος κόσμος να ξεπηδήσει από τις ρίζες του ανθρώπινου!»[16]
Φρουροί της Αυγής
Τα σημάδια της έλευσης του Ανήκουστου, αυτού που οδυνηρά απουσιάζει, που δεν υπάρχει –ή που δεν υπάρχει ακόμα, όπως θα έλεγε ο μαρξιστής φιλόσοφος της Ουτοπίας Ernst Bloch– δεν πάψανε ακατάβλητοι φρουροί να τα αναζητούν αγρυπνώντας την νύχτα μέχρι την αυγή της Ευφρόσυνης Αγγελίας.
Αναποδογυρίζοντας τα Τοπία Ξανά, στην αντίθετη πλευρά του Βιβλίου της Αντιστροφής, όπως θα μπορούσαμε να ονομάσουμε το βιβλίο τούτο του Δημήτρη Λεοντζάκου, θα συναντήσουμε στο ακροτελεύτιο ποίημα του κύκλου η αγάπη, παράδοξους κι ανόμοιους μεταξύ τους. φρουρούς της Έλευσης μιας Νέας Μέρας.
Από την μια, είναι οι Shomerim ha-Boker, οι Φύλακες της Αυγής, Εβραίοι της Μεσογείου που την παραμονή των μεγάλων εορτών κατέβαιναν στο ακρογιάλι της θάλασσας και περιμένανε μέχρι τη αυγή άγρυπνοι να δουν μήπως φανούν τα πρώτα σημάδια της έλευσης του Μεσσία.
Από την άλλη, έχουμε τον Φρουρό στα τείχη των Μυκηνών που τον βλέπουμε στην αρχή της Ορέστειας του Αισχύλου, στον Αγαμέμνονα, να περιμένει μέχρι το πρωί μήπως η φρυκτωρία, η λάμψη της πυράς. αναγγείλει επιτέλους την πτώση της Τροίας και την επιστροφή του βασιλιά.
Ο ποιητής δεν θα μπορούσε να διαλέξει πιο διαφορετικούς –για την ακρίβεια, εντελώς αντίθετους– τύπους ολονύκτιων Φρουρών-Μαντατοφόρων των μελλουμένων.
Οι Σομερίμ Α-Μπόκερ, οι Εβραίοι Φρουροί της Αυγής, μπροστά στην θάλασσα και μέσα στον ζόφο της νύχτας της Ιστορίας, προσμένουν την λάμψη που αναγγέλει την έλευση του Μεσσία, το τέλος της Ιστορίας των βασάνων, το τέλος της τραγωδίας των Εβραίων αλλά και της ανθρωπότητας.
Ο Φρουρός του Αισχύλου, αντίθετα, θα αναγγείλει όχι το τέλος αλλά τις απαρχές της τραγωδίας της Ιστορίας. Πάνω στην στέγη του ανακτόρου των Ατρειδών, περιμένει να δει αὐγὴν πυρὸς φέρουσαν ἐκ Τροίας φάτιν,[17] το μήνυμα της άλωσης της Τροίας και της επιστροφής του Αγαμέμνονα. Το μήνυμα θα είναι η αρχή της κλιμάκωσης και κορύφωσης της τραγωδίας όχι μόνο του Οίκου των Ατρειδών αλλά και του γένους των ανθρώπων. Στην τραγική απαρχή της Ιστορίας, οι Ερινύες του προϊστορικού χάους, μέσα από τον εφιάλτη της φονικής ρήξης των δεσμών αίματος, θα μετατραπούν τελικά στις Ευμενίδες Προστάτριες του Νόμου και της Τάξης στη Πόλη-Κράτος.
Οι Σομερίμ Α Μπόκερ φλέγονται από μεσσιανική προσδοκία. Ο φρουρός της Τραγωδίας, αντίθετα, τρέμει από τον φόβο των επερχομένων, για όσα ξέρει αλλά προτιμά ν’ αποσιωπά
...φόβος γὰρ ἀνθ’ ὕπνου παραστατεῖ[18]
[...]
κλαίω τότ’ οἴκου τοῦδε συμφορὰν στένων[19]...
O φόβος και ο θρήνος του Φρουρού προαναγγέλλει τον τρόμο και τον θρήνο του Χορού των Γερόντων όταν θα δουν τελικά τον Αγαμέμνονα να μπαίνει στο ανάκτορο
τὸν δ’ ἄνευ λύρας ὅμως ὑμνωδεῖ
θρῆνον ᾽Ερινύος αὐτοδίδακτος ἔσωθεν
θυμός...[20]
Η ψυχή, όμως, εντός της, υμνωδεί
τον θρήνο χωρίς λύρα της Ερινύας
που η ίδια δίδαξε στον εαυτό της...
Τι μπορεί να ενώνει τα αντίθετα, τους Σομερίμ Α Μπόκερ της Ελπίδας και τον Φρουρό της Τραγωδίας; Ποιος Μεσημβρινός μπορεί να συνδέει τους αντίθετους πόλους, το Μεσσιανικό και το Τραγικό; Πώς είναι δυνατό η ψυχή των ανθρώπων να πάψει να μαθαίνει η ίδια στον εαυτό της να υμνωδεί εντός της τον θρήνο χωρίς λύρα του εφιάλτη του κόσμου; Ποιο είναι αυτό που προεικονίζει την Έξοδο από την χώρα του ανθρώπου και της τραγωδίας του, από τον κόσμο που πεθαίνει, στον Ολάμ Αμπά, τον Κόσμο που Έρχεται σαν Νυμφίος κι εισβάλλει σαν κλέφτης, αιφνιδιαστικά, μέσα στην νύχτα; Τί, ποιος, πώς, ποιο είναι;
Ο ποιητής μας δίνει την λιτή απάντηση στον ακροτελεύτιο στίχο
Η αγάπη είναι.[21]
Rosa Luxemburg
Η αγάπη δεν είναι ο αφρός ενός συναισθήματος. To love is to think– να αγαπάς σημαίνει να σκέφτεσαι. Τα λόγια αυτά του Alberto Careiro, ενός από τα ετερώνυμα του μεγάλου Πορτογάλου ποιητή Fernando Pessoa, ο Δημήτρης Λεοντζάκος τα βάζει υπότιτλο στο ποίημα «Οι άνθρωποι θα σηκωθούν αργά»[22] στα Τοπία Ξανά. Κι ακόμα, στην Αγάπη, αμέσως πριν προειδοποιήσει ότι τα μελλούμενα σοβούν στον αγράμματο και μανιασμένο αέρα της αγάπης, θα μας πει ότι
Η γνώση είναι ένα αντικείμενο της αγάπης.[23]
Εδώ ο ποιητής μας διασταυρώνεται με τον φιλόσοφο Alain Badiou (τον οποίο, μάλιστα, αναφέρει ρητά και στις Σημειώσεις στα Τοπία Ξανά).[24] Ο Γάλλος φιλόσοφος δίνει ιδιαίτερη θέση στην αγάπη ως διαδικασία αλήθειας, procédure de vérité, μεταξύ των άλλων διαδικασιών αλήθειας –την τέχνη, την επιστήμη, την πολιτική της χειραφέτησης– που συναπαρτίζουν, κατ’ αυτόν, τους όρους ύπαρξης, τις συνθήκες, τις
conditions της φιλοσοφικής σκέψης, χωρίς, όμως, να συμφύρονται ή να συγχωνεύονται μαζί της.[25]
Με ένα μοναδικό, με ένα τρόπο σχεδόν μαγευτικό,θα έλεγε κανείς, οι τέσσερις αυτές διαδικασίες αλήθειας, η αγάπη, η επιστήμη, η τέχνη, η επαναστατική πολιτική, συνδυάζονται σε ένα γυναικείο πρόσωπο: την μεγάλη κι ασυμβίβαστη και πιστή άχρι θανάτου στην υπόθεση της αλλαγής του κόσμου Rosa Luxemburg. Στο πρόσωπό της συνδέεται το Μεσσιανικό της Επανάστασης με το Τραγικό της Ιστορίας, μέσα από την Αγάπη των πάντων, ανθρώπων και ζώων – προπαντός, γατών σαν την γάτα της Μιμή, θύμα των αντεπαναστατικών διωγμών τον καιρό του Μεγάλου Πολέμου. Αλλά αγάπη και των πουλιών, των λουλουδιών, των νεφών και των άλλων πλασμάτων.
Σε ένα γράμμα της, η Ρόζα Λούξεμπουργκ έγραφε: Νοιώθω σπίτι μου όλο τον κόσμο, οπουδήποτε υπάρχουν σύννεφα και πουλιά και ανθρώπινα δάκρυα.[26]
Σ’ αυτήν αφιερώνει κι ο Δημήτρης Λεοντζάκος ένα από τα ωραιότερα ποιήματα του βιβλίου του:
Είμαι η Rosa και σας μιλώ απ’ το νερό. Κουτσαίνω. Πονώ. Στο σώμα πονώ. Από πέντε χρονών. Κάτι μου έκοψαν, το ένα μου πόδι είναι λειψό και κουτσαίνω. «το α, κομμένο από τη φράση, πέταξε μακριά όπως η μπάλα στο λιβάδι». Μου είπε ο Κάφκα, το πουλί. Ο Κάφκα, το αποδημητικό.
[...]
Με απασχολούν οι Άγγελοι και η πολιτική. διότι είναι υπάρξεις και πονούν αργά, με υπομονή. Πονούν στο σώμα που δεν έχουν, όπως κι εγώ. Ό πόνος έξω.
Η Ιστορία. Τα ψηλά πουλιά. Οι Άγγελοι. Ο Κάφκα είναι αμιγώς πολιτικός συγγραφέας.
[...]
Με σκότωσαν το 1919, με πέταξαν μες στο νερό. Ανθίζω αργά. Εν μέρει είπα. Εν μέρει είναι η αλήθεια...
[...]
Αυτό είναι το νερό: ο τάφος της Ρόζας που είναι κενός. Το τελευταίο που τους είπα είναι για την πίστη μου στον κόσμο, στον λαό. Και στην επανάσταση. Τα πράγματα τους έλεγα, πρέπει να σηκωθούν. Σαν άγγελοι. Να πετούν. Να πετάξουν σαν Άγγελοι στο νερό.[27]
Η Ρόζα Λούξεμπουργκ αγαπούσε αληθινά, γι’ αυτό σκεφτόταν βαθειά. Χωρίς σχήματα νεκρά. Γι’ αυτό και πάλευε το κεφάλαιο, τους πολέμους του, τους χαμερπείς δούλους του, τον κάθε Bernstein, Scheideman, Ebert, Noske, Kautsky. Πάλευε χωρίς συμβιβασμούς. Ασυμφιλίωτα. Ακόμα και στην ήττα, την παραμονή της δολοφονίας της, διακήρυσσε ότι η τάξη δεν κυριαρχεί στο Βερολίνο παρά προσωρινά κι η Επανάσταση θα λέει πάντα αγέρωχα, εγώ ήμουν, είμαι και θα είμαι.
Η Ρόζα Λούξεμπουργκ λάτρευε να χορεύει. Ευφρόσυνα. Με το κουτσό πόδι. Να χορεύει τον χορό της έλλειψης και του πόνου έξω. Τον χορό της αγάπης άνευ ορίων άνευ όρων. Τον χορό του Κόσμου που Έρχεται.
[ Ομιλία στην παρουσίαση του βιβλίου, Bοοκs+, 2 Μαρτίου 2019 }
ΒΡΕΙΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.
Τοπία ξανά / Η αγάπη του Δημήτρη Λεοντζάκου