Χάρτης 14 - ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2020
https://dev.hartismag.gr/hartis-14/biblia/o-hxos-ths-mnhmhs
Μετά τον πρωτοπρόσωπο ανατρεπτικό τίτλο: Είμαι όσα έχω ξεχάσει, και λέω ανατρεπτικό, γιατί η συνήθης εκδοχή στηρίζεται στο «παύεις να είσαι, όταν σε εγκαταλείψει η μνήμη», ο υπότιτλος: Μια αληθινή ιστορία, συστήνει, υποκρύπτοντας ίσως την παγίδα της λογοτεχνικής σύμβασης, το περιεχόμενο του τελευταίου βιβλίου του Ηλία Μαγκλίνη. Πρόκειται για ένα πολυσυλλεκτικό, υβριδικό ανάγνωσμα αυτοβιογραφίας, (ή ψευδοαυτοβιογραφίας), με λυρικές εξάρσεις ποιητικής υφής (διακρίνονται τυποτεχνικά), με ρεπορτάζ, ημερολογιακές καταγραφές, μαρτυρίες, έρευνα σε ιστορικές πηγές, φωτογραφικά τεκμήρια. Η γλώσσα, χυμώδης και δουλεμένη, ακολουθεί το είδος της γραφής που υπηρετεί κάθε φορά: Στις προσωπικές μαρτυρίες συνάδει προς το ιδιόλεκτο του ομιλούντος και επαναλαμβάνει το «μου είπε», στις ιστορικές αναφορές τεκμηριώνει χωροχρονικά τα ιστορούμενα, στις ημερολογιακές καταγραφές ο λόγος είναι πιο ενδόμυχος, στις δοκιμιακού τύπου σελίδες πιο μεστός. Συχνά στη ροή της αφήγησης ζωντανεύουν θρύλοι και παραδόσεις, «οράματα και θάματα».
Ο συγγραφέας, γνωστός, κυρίως, ως μυθιστοριογράφος από την
Πρωινή γαλήνη (2015), που απέσπασε τρία λογοτεχνικά βραβεία, αλλά και από δύο ακόμη βιβλία του: Σώμα με σώμα (2005) και Η ανάκριση (2008), μετέχει στην πνευματική ζωή ως αρχισυντάκτης στις σελίδες «Γράμματα και Τέχνες» της κυριακάτικης Καθημερινής όπου, εκτός των άλλων, με οξεία ματιά, υπογράφει τα σημειώματα του κυρίου Γκρι.
Η αρχετυπική σχέση πατέρα-γιου, υπαρξιακά και ψυχαναλυτικά, με τα αντιφατικά και αντιθετικά στοιχεία που την καθορίζουν, υπόκειται σε όλο το βιβλίο. Με αφορμή τον βαθμιαίο εκφυλισμό της υγείας του πατέρα από καρκίνο και τον συνακόλουθο θάνατό του, ο συγγραφέας βρίσκει αφορμή να ανιχνεύσει τον χαρακτήρα του πατέρα και τις συνθήκες που τον καθόρισαν, να αποκαταστήσει τη μνήμη του, να ξεδιαλύνει τα δικά του κενά και να εκτονώσει όλη την αγάπη και τον θαυμασμό που εκείνος δεν τον άφησε να αρθρώσει και να καταλάβει, όσο ζούσε.
Ένα γοητευτικό και παράξενο ταξίδι από το Αγρίνιο και τη λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου, από τους δρόμους στο Παγκράτι, τους παράδρομους της Πατησίων και την Άνω Γλυφάδα, μέχρι τις μαύρες τρύπες του σύμπαντος και την έρημο Ατακάμα στη Χιλή, την Κορέα, το Κονγκό και την Νεβάδα της Αμερικής. Πώς δένονται όλα αυτά; Μέσα από τη ζωή των μελών μιας οικογένειας, της οικογένειας του συγγραφέα∙ της πατρικής οικογένειας του παππού του Νίκου και της γιαγιάς Αγαθής∙ των αδελφών της γιαγιάς Γιώργου Μπίλλιου, Ασπασίας και Αννίβα∙ του αεροπόρου πατέρα Κώστα και της μητέρας Ερατώς, αλλά και των αδελφών του πατέρα, της υπέργηρης πια θείας Δώρας, με την αειθαλή μνήμη που βοηθάει ρυθμιστικά στην ανάπλαση των γεγονότων και της θείας Βιβής, σε μικρότερο ρόλο αυτή.
Όλο το βιβλίο στοιχειώνουν δυο θάνατοι, «ανάμεσα στην απουσία και το κενό»: του παππού Νίκου Μαγκλίνη που δολοφονήθηκε πισώπλατα από την ΟΠΛΑ, τον Γενάρη του 1944 κοντά στο σπίτι του, στο Αγρίνιο, στα σαράντα πέντε του και τον έφεραν πάνω στην ξύλινη πόρτα, και του αδελφού της γιαγιάς Γιώργου Μπίλλιου που τον εκτέλεσαν οι Γερμανοί στο Χαϊδάρι, τον Απρίλη του 1944, στα είκοσι επτά του. Σ’ αυτούς προστίθεται μεταγενέστερα, καθώς προχωρά η πλοκή, και ο θάνατος του Κώστα, γιου του Νίκου και πατέρα του αφηγητή. Η σκέψη και η γλώσσα «σου δίνουν το ελεύθερο να μετακινείσαι από τον ένα χρόνο στον άλλο σαν να ήταν τοπία, δωμάτια, αίθουσες, η μία πλάι στην άλλη. Η μία να καθρεφτίζει την άλλη: το βαρύ, ασήκωτο σώμα του νεκρού πατέρα [παππού] πάνω στην οριζοντιωμένη πόρτα στο Αγρίνιο του 1944, το βαρύ ασήκωτο σώμα του άρρωστου με καρκίνο πατέρα σε ένα δωμάτιο του ΓΝΑ του 2004, όπως γινόταν παλιά στα φωτογραφικά φιλμ – διπλοέκθεση» (σσ. 223-224). Αυτό το πτώμα πάνω στην ξεχαρβαλωμένη πόρτα όπως και «η μάσκα του οξυγόνου που θόλωνε ρυθμικά κάθε τόσο» από την ανάσα του άρρωστου πατέρα, αλλά και άλλες επαναλήψεις, με τη συνδετική τους δύναμη, έρχονται και ξανάρχονται στα γρανάζια της μνήμης.
Μέσα από οικογενειακά θαμμένα μυστικά και ψέμματα, από ερωτικά δράματα, φόνους, προδοσίες, αλλόκοτες συμπεριφορές, σκόρπιες εικόνες ή χειροπιαστές φωτογραφίες, και με τη συνδρομή από «τα χαμόγελα που διασώζει ο φακός ή τη βουβαμάρα που διασώζει η μνήμη», ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής του Ηλία Μαγκλίνη ψάχνει το υπέδαφος της δικής του ζωής και αναζητά τα νήματα που τον δένουν με τους άλλους γύρω του και ρίχνουν φως στον δρόμο του προς την αυτογνωσία. Να επουλώσει το τραύμα επιδιώκει.
Τι ξέρουμε για τους ανθρώπους που αγαπάμε; Για τους ανθρώπους που μας γέννησαν; Πώς αναγνωρίζουμε τα γονιδιακά και αταβιστικά χαρακτηριστικά που μεταβιβάζονται από τη μια γενιά στην άλλη: Ο πατέρας Νίκος, «αυτός που γελάει» είναι ο χαρακτηρισμός του, βγάζει τη λουρίδα να τιμωρήσει τον «επαναστάτη» δεκατετράχρονο γιο του Κώστα∙ πολλά χρόνια μετά, την ίδια κίνηση κάνει και ο γιος για να απειλήσει το δικό του γιο στις παιδικές αταξίες. Γράφει ο εγγονός: «ουδέποτε με έπεισε για τη σκληρότητα που γύρευε να επιδείξει [ο πατέρας μου]. Δεν μπορούσε να την υποστηρίξει και απλώς επαναλάμβανε, ή πήγαινε να επαναλάβει, να μιμηθεί, την κίνηση που είχε κάνει κάποτε, ο δικός του πατέρας. Έστω ως μίμηση ή παρωδία, μια οικογενειακή χειρονομία είχε ταξιδέψει μέσα στο χρόνο, από τον άγνωστο παππού στον πατέρα και από αυτόν σ’ εμένα, από το σκοτεινό Αγρίνιο του 1943 στην ηλιόλουστη Γλυφάδα της δεκαετίας του ’70.» (σ. 92).
Η Ιστορία, από το μεσοπόλεμο, τη Μικρασιατική καταστροφή και το Διχασμό, μέχρι τη γερμανική κατοχή και τον Εμφύλιο, ακόμη και την ελληνική συμμετοχή στον πόλεμο της Κορέας, υπόκειται σε όλο το μήκος της αφήγησης, περιλαμβάνει και περιβάλλει τις ατομικές μικροϊστορίες, αλλά και ζυμώνεται μέσα απ’ αυτές. Ιδιαίτερα, χωρίς ιδεολογικές ή συναισθηματικές αγκυλώσεις, ο συγγραφέας εστιάζει στο διχαστικό, παράλογο κλίμα του Εμφύλιου.
Ο χαρακτήρας του πατέρα είναι ό,τι προσπαθεί να εξιχνιάσει ο αφηγητής, ο πυρήνας της αναζήτησης, σ’ αυτόν επανέρχεται συχνά. Ένας άνθρωπος σιωπηλός, με «μπουκωμένο αίσθημα», «ο πατέρας μου, με τη σιωπή του, με την αφηρημάδα και τη λύπη του, με τον περίκλειστο εσωτερικό κόσμο που ήταν ο ψυχισμός του», που δεκαπέντε χρονών, όταν φέρανε τον δικό του πατέρα σκοτωμένον στο σπίτι, «πάνω σε μια ξεχαρβαλωμένη πόρτα» τον έχρισε η μάνα του «άνδρα του σπιτιού», κάτι που ουδέποτε μπόρεσε να γίνει. Αυτός ο πατέρας που δεν ήξερε τι θα πει χάδι για τα παιδιά του. Ο πατέρας που ήταν απών στα ξεσπάσματα της οριακά καταθλιπτικής μάνας «ήσουν ιπτάμενος και τζέντλεμαν μόνον στα σαράντα χιλιάδες πόδια σε κάθετη βύθιση με το αεριωθούμενο πρώτης γενιάς αλλά κάτω στη γη, εδώ κάτω, μαζί της, μαζί μας, μπαμπά, ήσουν ένα τίποτα» διαλέγεται συχνά ο γιός του εις εαυτόν, στο βυθό της σκέψης. Και μετά, είναι ο ίδιος πατέρας, αυτός που επέλεξε να πετάει στους ουρανούς, ο οποίος βρίσκεται κατάκοιτος στο νοσοκομείο, «ευτραφής, μονόχνοτος, αφηρημένος», με ελλειμματική όραση και προβληματική ακοή. Ο ανήμπορος πατέρας που φοβάται «πως ένα χέρι θα έρθει μέσα στο σκοτάδι και θα τον αρπάξει». «Σήμερα όμως σκέφτομαι πως ό,τι του απόμεινε από τις πτήσεις στα κατοπινά, πεζά, γειωμένα χρόνια της ζωής του ως συζύγου και ως πατέρα ήταν αυτή η αφηρημάδα, το χάσιμο, το εσωτερικό ταξίδι εντέλει. Ήταν καλός στο να φεύγει, να αναχωρεί, να χάνεται, να πετάει. Όχι στο να κάνει συνδέσεις και επαφές. Ίσως κατά βάθος γι’ αυτό να έγινε ιπτάμενος» (σ. 245).
Στις σελίδες 239-240, σε ένα από τα πολλά ποιητικά ιντερμέδια του βιβλίου, συγκεφαλαιώνεται όλος ο πόνος του πατέρα, ο πόνος μιας ολόκληρης ζωής. Όλα εκείνα τα σημάδια των καιρών και των γεγονότων που καθόρισαν τη ζωή και το χαρακτήρα του και εκεί φωλιάζει η κατανόηση, η ενσυναίσθηση, η αποδοχή και η λύτρωση.
Ο θρήνος κορυφώνεται στην καταληκτική αποστροφή μέσα στο νεκροθάλαμο του Α΄ Νεκροταφείου και δίπλα στο σκεπασμένο με την ελληνική σημαία φέρετρο. Ο λυγμός βγαίνει πηγαία και λυτρωτικά από το στόμα του αφηγητή, σαν μυητικό μάντρα, ευεργετικό για το πνεύμα: «πατέρα μου, γλυκέ μου πατέρα» και συμπληρώνει ακαριαία η σκέψη: «έκπληκτος κατά βάθος, επειδή ουδέποτε τον αποκάλεσα "πατέρα” ενόσω ζούσε και οπωσδήποτε δεν του μίλησα ποτέ τόσο γλυκά όσο ήταν ζωντανός, όπως εκείνος ποτέ δεν μ’ αγκάλιασε».
Υποφωτισμένη είναι γενικώς η μορφή της μάνας. Ούτε καν στο γενεαλογικό δένδρο της αρχής δεν αναφέρεται. «Η μητέρα με έκανε να αναλύομαι σε λυγμούς με τα φοβερά ξεσπάσματά της και τις εκρήξεις οργής» λέει ο αφηγητής. «Αργότερα κατάλαβα ότι δεν ήταν μίσος, απελπισία ήταν, θλίψη και μοναξιά, εγκατάλειψη». Ο πατέρας απών στα ξεσπάσματα της μάνας.
Πέρα από τις επαναλήψεις, οι συγκρίσεις και οι αντιθέσεις ποικίλουν ευχάριστα τον λόγο. Οι Ουκρανοί χωρικοί που αποχαιρετούν με ενός λεπτού σιγή τα σπίτια που εγκαταλείπουν γύρω από το πυρηνικό εργοστάσιο του Τσερνομπίλ, ανακαλούν στη μνήμη του αφηγητή διηγήσεις του δικού του πατέρα για τον Αρχάγγελο Μιχαήλ που είχε ο παππούς του διαισθανθεί στο αγγελόκρουσμα του ετοιμοθάνατου θείου ή η μάσκα του μηχανήματος οξυγόνου που παρατείνει τη ζωή του πατέρα υποστηρίζοντας την αναπνοή του με την άλλη εκείνη μάσκα της νεότητάς του στα ελικοφόρα μαχητικά και στα αεριωθούμενα «Και οι δύο μάσκες, τότε και τώρα, του έδιναν οξυγόνο. Η μία, ψηλά στη στρατόσφαιρα∙ η άλλη, χαμηλά, αγκομαχώντας, έρποντας σχεδόν πάνω στη γη. Η μία μάσκα τον ανέβαζε ψηλά, σύμβολο της σωματικής του αλκής∙ η άλλη τον συνέτριβε, όπως η βαρύτητα στο χώμα» (σ. 109).
Στα αξιοπρόσεκτα του βιβλίου συγκαταλέγονται οι πάμπολλες διακειμενικές αναφορές, τα ιστορικά πρόσωπα αλλά και εκείνα του σύγχρονου βίου που παρελαύνουν, όσο και οι συγκλονιστικές σκηνές των βασανιστηρίων, δοκιμιακού χαρακτήρα, στις σσ. 196-201, και αυτές που περιγράφουν τις βιαιότητες του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία. Ενδιαφέρον επίσης, και για τον μη εξοικειωμένον αναγνώστη, παρουσιάζουν οι συνάψεις με την αστρονομία, τον κομήτη του Χάλεϊ, τις μαύρες τρύπες του ουρανού και τα μυστήρια του σύμπαντος που τόσο επιδέξια δένονται με το μυστήριο της ζωής και του θανάτου.
Ένα βιβλίο που ισορροπεί αρμονικά ανάμεσα στο αίσθημα και τη λογική, τη γείωση και την απογείωση∙ από τη γη στ’ άστρα, από το τώρα στο τότε, και προφητικά στο μέλλον, από το ατομικό στο συλλογικό, από την ενοχή στη λύτρωση. Ένα συγκλονιστικό ανάγνωσμα, με κόπο ψυχής και αντοχή πνεύματος γραμμένο.
ΒΡΕΙΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «Είμαι όσα έχω ξεχάσει. Μια αληθινή ιστορία» ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.