Χάρτης 14 - ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2020
https://dev.hartismag.gr/hartis-14/metafrash/ypalia-kai-alla-keimena
Δε θυμήθηκε την ύπαρξή μου, ούτε τη στενότατη συγγένειά μας, παρά μόνο όταν οι ρευματισμοί τον καθήλωσαν στο κρεβάτι.
Εκεί, στο παλαιό οίκημα, όπου ο μηδέποτε νυμφευθείς ηλικιωμένος είχε περάσει την άσκοπη ζωή του, εκτυλίχθηκε επίσης ο ασυνήθιστος βίος της Υπαλίας. Τα όσα ακολουθούν αποτελούν εκμυστηρεύσεις του αρρώστου.
Η Υπαλία ήταν ένα κοριτσάκι τριών χρόνων όταν ο συγγενής μου την περιμάζεψε μια βροχερή νύχτα, αφού τη βρήκε χαμένη, δίχως να ξέρει να πει πού έμενε ούτε να προφέρει άλλο όνομα εξόν απ’ αυτή την παράξενη λέξη, αλλοιωμένη εκδοχή, πιθανότατα, του ονόματός της.*
Ανέπτυξε για κείνη μια ιδιαίτερη στοργή, φαινόμενο άλλωστε όχι σπάνιο όταν πρόκειται για τέτοιους μισανθρώπους. Για χάρη της προσέλαβε Αγγλίδα γκουβερνάντα, καθηγήτρια πιάνου και ζωγραφικής. Στα δεκαέξι της χρόνια (η μέχρι τότε ζωή της δεν έχει σημασία για τούτη την αφήγηση) ήταν μια άψογη δεσποινίδα –αν και κάπως απόμακρη–, και μάλιστα εκθαμβωτικά όμορφη.
Είχε όμως τέτοιαν εμμονή με την ομορφιά της, ώστε η αυταρέσκεια δεν άργησε να την οδηγήσει στην παραφροσύνη.
Το σπίτι διέθετε ένα ευρύχωρο υπόγειο με πολύ καλό φωτισμό, γιατί όταν ο συγγενής μου ήταν νέος το χρησιμοποιούσε ως αίθουσα ξιφασκίας.
Εκείνο το υπόγειο έγινε για την Υπαλία το επωαστήριο της τρέλας της. Αν εξαιρέσει κανείς τις ώρες που κοιμόταν, εκεί περνούσε όλον της το χρόνο, μέρα νύχτα, καθισμένη μπροστά σε έναν από τους λευκούς τοίχους, πάντοτε στην ίδια θέση. Ισχυριζόταν ότι έβλεπε το είδωλό της σ’ εκείνο τον τοίχο, ακριβώς όπως σ’ έναν καθρέφτη, και μάλιστα πιο καθαρά απ’ ό,τι στα καλύτερα επαργυρωμένα κρύσταλλα.
Όλες οι προσπάθειες που έγιναν προκειμένου να έρθει στα σύγκαλά της στάθηκαν μάταιες. Άφηνε να την απομακρύνουν από το σημείο που τόσο βλαβερή επίδραση είχε πάνω της χωρίς καμιάν αντίσταση· αλλά κατόπιν είχε τόσο σοβαρές ενοχλήσεις στην καρδιά, ώστε ήταν απαραίτητο να την εγκαταλείψουν πάλι στη μανία της.
Ντυμένη πάντοτε στα λευκά, που είναι το χρώμα των αθεράπευτα τρελών, μπροστά στον λευκό τοίχο, βυθιζόταν ολοένα και περισσότερο σ’ εκείνη τη γαλήνια ιδιωτεία, από την οποία απουσίαζε ολότελα ο στοχασμός: τόσο απόλυτη ήταν η ικανοποίηση που αντλούσε από την καλλονή της. Αποζητούσε τη μοναξιά, και γινόταν σκυθρωπή όταν πήγαιναν και την ενοχλούσαν κατά τη διάρκεια της αποκλειστικής της απασχόλησης. Ο ηλικιωμένος συγγενής είχε φτάσει στο σημείο να τη βλέπει μονάχα τη νύχτα, όταν, σαν πανώριο φάντασμα, έμπαινε στο υπνοδωμάτιό της μ’ εκείνο το αργό, αιωρούμενο σχεδόν, βάδισμα των εκστατικών.
Μέρα με τη μέρα η Υπαλία εξαϋλωνόταν, ενώ η ομορφιά της γινόταν ολοένα και πιο αιθέρια· το δέρμα της ήταν πλέον τόσο χλωμό που έμοιαζε διάφανο, ενώ η ίδια είχε βυθιστεί σε μιαν απόκοσμη σιωπή που ταίριαζε σε οπτασία. Όταν πέθανε, θα έλεγε κανείς ότι η λευκότητά της ξεγλίστρησε από το σώμα της σαν αδιόρατο σύννεφο· γιατί το μόνο διακριτό σημάδι του θανάτου της ήταν το κιτρινωπό χρώμα που προσέλαβε η επιδερμίδα της.
Κάμποσες μέρες μετά το θάνατό της, πήγαν να πάρουν από το υπόγειο την πολυθρόνα όπου είχε περάσει δύο χρόνια μέσα στην αδιατάρακτη ευτυχία του αυτοθαυμασμού της. Και ο θετός πατέρας της, κοιτάζοντας με ανείπωτη πικρία εκείνο τον τοίχο, απέναντι στον οποίο αισθανόταν μιαν αόριστη ζήλια, ως εάν επρόκειτο για κάποιον αντίζηλο, ανακάλυψε ένα θαύμα.
Υπήρχε εκεί, πολύ αχνό, τόσο που μονάχα στο φως του μεσημεριού μπορούσε κανείς να το διακρίνει, ένα πορτρέτο της Υπαλίας…
Δεν ήταν δυνατόν να το πιστέψω, παρά μόνο βλέποντάς το με τα ίδια μου τα μάτια.
Ήταν πέρα για πέρα αλήθεια, όσο απίθανο κι αν φαίνεται.
Γαλήνια, λεπταίσθητη όπως μονάχα η μακρινή μαρμαρυγή μιας χαραυγής στα χιόνια, πρόβαλλε η ζωντανή εικόνα της Υπαλίας, ή μάλλον η Υπαλία η ίδια, με όλη την άυλη, ύστατη ομορφιά της. Επρόκειτο για ένα ομοίωμα που φαινόταν να προέρχεται από το εσωτερικό του τοίχου, και όχι για κάποια προσωπογραφία ζωγραφισμένη στην επιφάνειά του – άλλωστε δεν υπήρχε αμφιβολία ότι αυτό που αντικρίζαμε δεν ήταν ζωγραφική. Ήταν μάλλον μια αντανάκλαση, που έδινε ακέραιη την εντύπωση της ζωής.
…Και την έδινε σε τέτοιο βαθμό, ώστε μια ακατανίκητη περιέργεια ν’ αγγίξω εκείνη την «εικόνα» κυρίευσε το πνεύμα μου: μια περιέργεια την οποία συγκρατούσε μόνον ο σεβασμός, γιατί η εικόνα ζούσε κατά τέτοιον τρόπο, ώστε φοβόμουν μήπως ψηλαφώντας τη θα προσέβαλλα την αιδώ της.
Έτεινα, παρ’ όλα αυτά, το χέρι προς το αψεγάδιαστο μάγουλο, με κάποιο τρέμουλο συγκίνησης και προσμονής.
Το μάγουλο είχε τη θέρμη του ανθρώπινου σώματος, έστω κι αν η θέρμη αυτή ήταν ανεπαίσθητη!
Μόλις κατάφερα να δαμάσω την ταραχή μου, έκανα μια καταληκτική δοκιμή. Άγγιξα κάμποσες φορές το πορτρέτο –ας το ονομάσουμε έτσι–, καθώς και τα γύρω σημεία του τοίχου. Δεν υπήρχε αμφιβολία. Η διαφοροποιημένη θερμοκρασία ήταν γεγονός.
Ένα κοινό θερμόμετρο επιβεβαίωσε προ ολίγου την πεποίθησή μας – γιατί ο ηλικιωμένος συγγενής θέλησε να διαπιστώσει και ο ίδιος το γεγονός. Και νομίζω πως κάτι σοβαρό πρόκειται να του συμβεί, του δύστυχου. Μέσα σε τρεις μόνο μέρες έχει γεράσει φρικτά. Δεν κάνει τίποτε άλλο από το να φωνάζει τη νεκρή Υπαλία, την αγαπημένη του νεκρή…
…Νεκρή;…
* Πράγματι, το όνομα του πρωτοτύπου (Hipalia) αποτελεί, προφανώς, παραλλαγή του ονόματος της Αλεξανδρινής νεοπλατωνικής φιλοσόφου και μαθηματικού Υπατίας (Hipacia ή Hipatia στα ισπανικά).
Κατά τη διάρκεια της προσευχής στο περιβόλι, ένας περίλυπος άντρας, που είχε προσέλθει για να δει τον Ιησού, συζητούσε με τον Φίλιππο, ενόσω ο Δάσκαλος ολοκλήρωνε τη δέηση.
«Είμαι ο αναστημένος της Ναΐμ» είπε ο άντρας. «Προτού πεθάνω, ευφραινόμουν με το κρασί, περνούσα τον καιρό μου με τις γυναίκες, γλεντοκοπούσα με τους φίλους μου, εκποιούσα κοσμήματα για να καλοπερνώ και διασκέδαζα με τη μουσική. Μοναχογιός καθώς ήμουν, είχα την περιουσία της χήρας μητέρας μου ολοδική μου. Τώρα τίποτε απ’ αυτά δεν μπορώ να κάνω· η ζωή μου είναι στείρα σαν έρημος. Πού θα πρέπει να το αποδώσω;»
«Βλέπεις, όταν ο Δάσκαλος ανασταίνει κάποιον, αίρει άπασες τις αμαρτίες του» αποκρίθηκε ο Απόστολος. «Είναι λες και ο αναστημένος ξαναγεννιέται με όλη την αγνότητα του βρέφους…»
«Αυτό σκέφτηκα κι εγώ, εξού και ήρθα».
«Τι άλλο θα μπορούσες να του ζητήσεις, αφού σου έδωσε πίσω την ίδια τη ζωή;»
«Να μου δώσει πίσω τις αμαρτίες μου», αναστέναξε ο άντρας.
Σε μια κακόφημη συνοικία της Γιάφα, κάποιος ανώνυμος μαθητής του Ιησού διαφωνούσε με τις κουρτιζάνες.
«Το λοιπόν, η Μαγδαληνή έχει ερωτευτεί τον ραβί» είπε μία απ’ αυτές.
«Ο έρωτάς της είναι θείος» αποκρίθηκε ο άντρας.
«Θείος;… Θα μου πεις τώρα ότι δε λατρεύει τα χρυσόξανθα μαλλιά του, το στοχαστικό βλέμμα του, το βασιλικό του αίμα, τη μυστηριώδη γνώση του, τη σαγήνη που ασκεί στον κόσμο – την ομορφιά του, εν τέλει;»
«Το δίχως άλλο· μα τον αγαπά χωρίς να προσδοκά τίποτα, και γι’ αυτό είναι θείος ο έρωτάς της».
—————————————————————————
Ο Λεοπόλδο Λουγόνες
(1874-1938) ήταν Αργεντινός ποιητής –κορυφαίος εκπρόσωπος του ισπανόφωνου Μοντερνισμού–, πεζογράφος και δοκιμιογράφος. Mε τα σύντομα αφηγήματά του, τα διαποτισμένα από μυστήριο, τα οποία συγκέντρωσε στις συλλογές Οι παράξενες δυνάμεις (Las fuerzas extrañas, 1906) και Μοιραίες διηγήσεις (Cuentos fatales, 1926), συνέβαλε τα μέγιστα στη δημιουργία της πλούσιας αργεντίνικης διηγηματογραφικής παράδοσης, ενώ παράλληλα αναδείχτηκε σε πρωτοπόρο της φανταστικής λογοτεχνίας (ακόμη και της επιστημονικής φαντασίας!) στη χώρα του. Καταπιάστηκε, ακόμη, με την πολύ μικρή φόρμα, και θεωρείται πρόδρομος του ιδιαίτερα δημοφιλούς σήμερα είδους του microrrelato. Είναι χαρακτηριστικό ότι τόσο ο Μπόρχες όσο και ο Οράσιο Κιρόγα τον θεωρούσαν δάσκαλό τους – ο πρώτος, μάλιστα, τον χαρακτήρισε ως τον «μεγαλύτερο Αργεντινό συγγραφέα».
Η αυτοκτονία του, με ανάμειξη κυανίου και ουίσκι, παραμένει μέχρι και σήμερα μυστήριο, καθώς αποδίδεται τόσο στις άστοχες πολιτικές επιλογές του (ενεργός σοσιαλιστής στα νιάτα του, σταδιακά «συντηρικοποιήθηκε», με αποκορύφωμα τη στήριξη της –φασιστικού τύπου– στρατιωτικής δικτατορίας τού Χοσέ Φέλιξ Ουριμπούρου) όσο και στη βίαιη διακοπή της σχέσης του –με παρέμβαση του ίδιου του γιου του, βασανιστή του καθεστώτος Ουριμπούρου– με μια πολύ νεότερή του γυναίκα, για την οποία ο συγγραφέας έτρεφε παράφορο πάθος.