Χάρτης 13 - ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2020
https://dev.hartismag.gr/hartis-13/tehnasmata/lypamai-xasate-ex-orismoy
Απάντηση του Κουίζ 10:
Το νεανικό ποίημα «Καλέ μου φίλε…» έγραψε ο Αντώνης Σαμαράκης.
——————— ¤ ———————
Κουίζ 11:
Λογοτέχνης δεν είναι, αλλά η προσωπικότητα και ο θάνατός του έδωσαν έμπνευση στη λογοτεχνία (και σε πολλές άλλες τέχνες). Ποιος έγραψε το παρακάτω διήγημα;
Τ Ρ Ι Α Χ Ρ Ι Σ Τ Ο Υ Γ Ε Ν Ν Α
Ι
— Εβίβα! Χρόνια πολλά παιδιά μου. Στέλιο μου, με το καλό να πας και να ξανάρθεις από στρατιώτης, του χρόνου σαν εσήμερα Χρυσή μου, μ’ έναν καλό γαμπρό.
— Ευχαριστώ…
— Ευχαριστούμε Μπάρμπα-Θανάση.
Ο Στέλιος με την αδερφή του τη Χρυσή γιόρταζαν σήμερα τα Χριστούγεννα κι είχαν προσκαλέσει στο τραπέζι το Μπάρμπα-Θανάση, ένα φτωχό και μοναδικό συγγενή τους.
Ορφανά από μητέρα και πατέρα ζούσαν τα δυο τους αγαπημένα, γεμάτα ευτυχία. Η Χρυσή αγαπούσε πολύ πολύ το Στέλιο, που ήταν και δυο χρόνια μεγαλύτερός της. Μα κι ο Στέλιος τη λάτρευε την αδερφούλα του. Δούλευε αδιάκοπα, μαζεύοντας έτσι αργά και τίμια τη φτωχή προικούλα της. Ο μόνος του σκοπός, η μοναδική του σκέψη ήτανε να την παντρέψει με κανένα εργατικό και τίμιο παλικάρι, εξασφαλίζοντας της έτσι μια ζωή άνετη κι ευτυχισμένη. Και δούλευε με λύσσα, σκληρά.
Μα να που μεθαύριο ο πόλεμος θα τον άρπαζε και θα τον πετούσε αλύπητα σ’ απάτητες χαράδρες κι απόκρημνα βουνά.
Πότε άραγε θα ξανάβλεπε την αδερφή του;
— Μπάρμπα-Θανάση να μου προσέχεις τη Χρυσή…
— Έννοια σου παιδάκι μου, μη σε μέλλει!
— Μα τι φοβάσαι για μένα Στέλιο, μπεμπέκα είμαι;
— Σώπασε Χρυσή, γιατί δεν την ξέρεις τη ζωή απ’ την πραγματική της όψη… της απάντησε ο Στέλιος κουνώντας με οίχτο το κεφάλι.
— Κι ούτε σου εύχομαι να τη μάθεις ποτέ παιδί μου, συμπλήρωσε ο Μπάρμπα-Θανάσης κι άλλαξε αμέσως κουβέντα…
ΙΙ
Πέρασαν από κείνη την ημέρα τρία χρόνια. Και κάποιο σούρουπο μελαγχολικό, παραμονή Χριστουγέννων, κατέβηκε ο Στέλιος στο σταθμό χαρούμενος κι αμέσως ξεκίνησε για το σπίτι του. Είχε καταντήσει σωστό κουρέλι, σκουπίδι της ζωής. Βρομερός κι απαίσιος στην όψη, ήταν ο μόνος, μαζί με μερικούς άλλους, που σώθηκε απ’ το απέραντο και φρικιαστικό σφαγείο, που στήθηκε για την ικανοποίηση της φιλοδοξίας μερικών ανθρώπων.
Οι καμπάνες χτυπούσαν χαρμόσυνα, όλος ο κόσμος χαιρόταν κι ο Στέλιος χαμογελούσε ευτυχισμένα. Αύριο θα γιόρταζαν τα Χριστούγεννα μαζί με την Χρυσή κι ίσως και με τον Μπάρμπα-Θανάση –έτσι χαρούμενα, όπως εδώ και τρία χρόνια.
Από μακριά είδε τα παραθυρόφυλλα του σπιτιού τους κατάκλειστα, μα δεν έδωσε σημασία. Πήδησε δυο δυο τα σκαλοπάτια και χτυπώντας την πόρτα, κρύφτηκε από πίσω, θέλοντας έτσι να κάνει μια μεγάλη και χαρούμενη έκπληξη στη Χρυσή.
Περίμενε λίγο, και βλέποντας πως δεν έρχεται κανείς να του ανοίξει ξαναχτύπησε.
Ησυχία…
Χτυπάει πάλι πολλές φορές και στο τέλος δίνει μια με ορμή στην πόρτα κι ανοίγοντάς την διάπλατη μπαίνει μέσα.
— Χρυσή…! Χρυσή…, φωνάζει γυρνώντας ανήσυχα δώθε κείθε μες στο κατάκλειστο και θεοσκότεινο σπίτι. Και του αποκρίνεται ειρωνικά ο θλιβερός αντίλαλος της τρεμουλιάρικης φωνής του.
Ψάχνει παντού· γύρω ολούθε σκόνες. Προσέχει ότι λείπουν όλα σχεδόν τα ρούχα της… Κι έπειτα από λίγο μαθαίνει απ’ τους γειτόνους την πικρή αλήθεια.
«Η Χρυσή είχε ακολουθήσει τον νέο π’ αγαπούσε…».
Δε θύμωσε, δεν παραπονέθηκε. Μονάχα ένα πικρό φαρμακερό χαμόγελο πόνου άνθησε στα μαραμένα χείλη του που τρέμανε.
Και την άλλη μέρα, ενώ οι καμπάνες χτυπούσαν ολόχαρα, γιορτάζοντας τη Γέννηση του Λυτρωτή, ο Στέλιος έχοντας κρύψει το παραμορφωμένο απ’ τον πόνο πρόσωπό του ανάμεσα στις κοκκαλιάρικες παλάμες του, έκλαιγε αδιάκοπα πικρά…
ΙΙΙ
Και πέρασε από τότε καιρός πολύς.
Κλεισμένος ο Στέλιος στ’ αραχνιασμένο πια σπίτι του, σπάνια μόνον έβγαιν’ έξω. Μισούσε όλον τον κόσμο, μια πολύ την πολιτεία και μαζί τη βρόμια κοινωνία. Αυτός εθυσίαζε τη ζωή του για τους ανθρώπους τους «τίμιους» κι αυτοί, σαν όρνια αχόρταγα, του άρπαξαν για πάντα την τιμή του. Είχε γίνει πτώμα ζωντανό. Δυο βαθιές γούβες είχαν σχηματιστεί στα μάγουλά του, ενώ οι κόγχες του λες κι είχαν χωθεί σε δυο βαθιές, σκοτεινές σπηλιές.
Κι ήρθαν πάλι τα Χριστούγεννα. Χαρά κι ευτυχία για άλλους, θύμησες σκληρές και πικροί λυγμοί για το Στέλιο. Ακράτητα τα δάκρυα του τρέχαν όλη την ημέρα και σε μια στιγμή, τραβώντας απ’ το συρτάρι ένα πιστόλι, στήριξε την κρυερή του κάνη στα μηνίγγια του, ενώ απ’ τα μάτια του κυλούσαν τα δυο τελευταία δάκρυα, που πέφτοντας απάνω τους ο ήλιος – που ’μπαινε απ’ τα παράθυρα – τα έκανε να μοιάζουν με δυο χοντρά μαργαριτάρια.
— Χρυσή… αδελφούλα μου… σε συγχωρώ… έκαμε με λυγμούς. Ναι… σας συγχωρώ όλους… αντίο… Την ίδια όμως στιγμή τα μάτια του έπεσαν στη φωτογραφία της μητέρας του που βρισκόταν αντικρύ του. Και να, μες στην τρελή του παραζάλη τού φάνηκε πως τα χείλη της άνοιξαν αργά αργά και πρόφεραν λόγια παρακαλεστικά μα κι επιπληχτικά. Και τότε, πετώντας μακριά με φρίκη το πιστόλι, πετάχτηκε έξω αλαφιασμένος.
Ήτανε πια βράδυ, αργά πολύ…
Ο ουρανός μαύρος, κατάμαυρος σαν πίσσα κι ο αέρας κρυερός, φυσάει με μανία…
Ο Στέλιος όμως, μ’ ένα τσιγάρο στο στόμα, βαδίζει αδιαφορώντας για την απειλητική της φύσης όψη. Άξαφνα, καθώς έστριβε στη γωνία, τον πλησιάζει μια γυναίκα του δρόμου – απ’ αυτές που ψαρεύουν της Σάρκας τους πελάτες στα πεζοδρόμια. Και με βραχνή αποκρουστική φωνή του ζητάει –πρόφαση– ένα τσιγάρο. Έβγαλε ένα, της το ’δωσε και κατόπιν πλησίασε αυτό που κάπνιζε στο δικό της για να τ’ ανάψει.
Και στην αναλαμπή που πέταξε τ’ άναμμα του τσιγάρου, πρόσεξε καλύτερα το μισοσκεπασμένο από ’να σάλι πρόσωπό της…
…Και είδε… είδε! Τα μάτια του πήγαν ξάφνου να πεταχτούν έξω από τις κόγχες τους. Οι τρίχες του σηκώθηκαν ψηλά, ενώ το πρόσωπό του συσπάστηκε τρομερά κι οι γροθιές του σφίχτηκαν τόσο, που τα νύχια μπήκαν μες στις σάρκες και τις μάτωσαν. Τη γνώρισε! Ήταν εκείνη, Θεέ μου, η αδερφή του η ίδια…
Μια άτιμη.
Έκανε να ορμήσει κατ’ απάνω της, μ’ αμέσως γύρισε μ’ άγρια αποστροφή κι απόγνωση τα μάτια του αλλού και καταβάλλοντας υπεράνθρωπες προσπάθειες προχώρησε τρικλίζοντας, ενώ αυτή αφού άναψε το τσιγάρο της, χάθηκε από μπροστά του, πηγαίνοντας νά ’βρει τον άλλον.
Εκείνη τη στιγμή ένα μπουμπουνητό ακούστηκε κι η βροχή άρχισε να πέφτει ακράτητη. Αδιάκοπες αστραπές έσκιζαν τον ουρανό και τρομεροί βρόντοι τράνταζαν τη γη, ενώ ο αγέρας λυσσομανούσε.
Κι ο Στέλιος στη μέση του δρόμου προχωρούσε… προχωρούσε, μη νιώθοντας καθόλου τι γινόταν ολόγυρά του. Απ’ τα μάτια του κυλούσαν αδιάκοπα, χοντρά χοντρά τα δάκρυα, ενώ το πρόσωπό του ήταν φρικιαστικά παραμορφωμένο απ’ τον πόνο. Στο λιγόχρονο μα δυνατό φως των αστραπών, φάνταζε σα δαίμονας, που μόλις είχε βγει απ’ την κόλαση.
Στα μάτια του χοροπηδούσαν αμέτρητες σκέψεις, φαντάσματα. Να οι παλιές ευτυχισμένες μέρες, η μητέρα του η καλόκαρδη, ο πατέρας του… Μα… τ’ είν’ αυτό; Να, όλα αυτά τα σκεπάζει ξάφνου ένα τεράστιο απειλητικό χέρι, που μες στην απαίσια παλάμη του έβλεπε – σαν σε καθρέφτη – ανθρώπους, πολλούς ανθρώπους, με φράκα, «έντιμους», εξοχότατους, ανθρώπους μεγάλους, που κάτι μικροί της ίδιας μάρκας τούς έδεναν τα λουριά των παπουτσιών τους. Κι όλοι αυτοί τον κοίταζαν με μίσος κι ειρωνεία. Και το χέρι, με τα τεράστια σουβλερά νύχια και τα συσπασμένα σε σχήμα τρομερής τανάλιας δάχτυλα, προχωρούσε διαρκώς κατ’ απάνω του…
Η φοβερή θύελλα ξακολουθούσε να οργιάζει, λες κι φύση όλη τραγουδούσε μ’ άγρια κι ανατριχιαστική μεγαλοπρέπεια την απέραντη δυστυχία ενός ανθρώπου.
…Το πρωί τον βρήκαν νεκρό πιο έξω απ’ την πόλη.