Χάρτης 14 - ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2020
https://dev.hartismag.gr/hartis-14/hartaki/ta-oneira-ths-kamhlas
————————————————————
ΤΑΦΙΚΟ ΜΝΗΜΕΙΟ, ΠΑΛΜΥΡΑ, ΣΥΡΙΑ
————————————————————
Σαν έφτασαν στον τάφο ησύχασε. Βρήκε τη θέση της. Επιτέλους. Είχε κουραστεί να τριγυρνά. Στα πόδια της είχε δρόμους. Πουθενά δεν την πήγαν, παρά μόνο σε παζάρια φτιαγμένα από τις επίμονες φωνές των εμπόρων. Κάτι ζητούσαν από εκείνη. Μα εκείνη ζητούσε μόνο ένα κομμάτι γης να ξαποστάσει. Ήταν οι μέρες της σαν χρόνια και τα χρόνια της ζύγιζαν χίλια κιλά. Μ’ ένα κοφτό θόρυβο σωριάστηκε στο έδαφος. Φωνές δεν ακούστηκαν. Μήτε αναφιλητά. Μόνο σιωπή από χώμα.
Η κοιλιά της γεμάτη από αγέννητα παιδιά. Χρόνια τα κουβαλούσε. Πού να τ’ αφήσει; «Εδώ στο χώμα θα τα κοιμίσω» σκέφτηκε. Σκίρτησαν μέσα της τα παιδιά. Όλη τη χώρα είχαν ταξιδέψει, μα στ’ αλήθεια δεν είχαν πάει πουθενά. Μες στο σκοτάδι όλα ίδια έμοιαζαν. Γωνιές δεν υπήρχαν να παίξουν κρυφτό. Φωνές δεν είχαν τα γέλια να σύρουν τη χαρά. Μόνο κενό. Εκεί ξάπλωναν οι λυγμοί κι άλλα μικρά θεριά.
Ναι. Αγαπούσαν το σκοτάδι τα παιδιά. Είναι που δεν είχαν δει ποτέ το φως. Τρεφόντουσαν μόνο από το χρώμα της νύχτας σαν έλειπε το φεγγάρι κι όλα τ’ αστέρια μαζί. Αγαπούσαν και την καμήλα τους. Ήταν μια πατρίδα. Στο στήθος τους ένιωθαν την καρδιά της και στα πόδια της είχαν δεμένα βήματα από τους δρόμους που λαχτάρισαν.
Κάθε πρωί, σαν άνοιγε η καμήλα τα μάτια της, τα παιδιά πετάγονταν όρθια. Άλλη μια μέρα φερμένη από το πουθενά. Τίναζαν την άμμο από τα ρούχα τους. Φταρνιζόταν η καμήλα και μ’ ένα συρτό βογγητό τούς μήνυε να κάτσουν φρόνιμα. Ποτέ δεν την άκουγαν. Έτρεχαν μες στο σκοτάδι ψάχνοντας τα τοπία που ονειρεύτηκαν. Μαύρες πεταλούδες τούς έδειχναν το δρόμο. Σε μαύρα βράχια σκαρφάλωναν. Σε μαύρα νερά τσαλαβουτούσαν.
Αμάδες παίζανε. Σημάδι βάζανε χρόνο τσίγκινο σε κύκλο πεθαμένο. «Πινακωτή, πινακωτή» φώναζε ένας αγκάθινος φρουρός. Και όλοι οι βασιλιάδες, ζωσμένοι μολυβένιες αρμαθιές, τρέχανε να κρυφτούνε στις μαύρες ψυχές τους. Τίποτα δεν έλεγαν τα παιδιά. Μα είχαν στα χείλη τα τραγούδια των μανάδων τους. Φώλιαζαν τα τραγούδια στις καρδιές. Γλύκαινε το σκοτάδι.
Το βράδυ ξεκουραζόταν η καμήλα. Αγκαλιάζονταν τα παιδιά. Έμπαινε η μια ανάσα μέσα στην άλλη. Κουβάρι γίνονταν. «Αύριο πάλι» έλεγε η καρδιά κι έστελνε τις μανάδες στα όνειρα των παιδιών. Αλάφραινε ο κόσμος, τα σκέπαζε να μην κρυώσουν.
Όταν σωριάστηκε η καμήλα, εκείνα ταράχτηκαν. Δεν άκουγαν πια την καρδιά της. Θα βράδιασενωρίς, σκέφτηκαν κι αποκοιμήθηκαν με τα μάτια ανοιχτά.
Τότε, τα όνειρα των παιδιών ξεπρόβαλαν από το μισάνοιχτο στόμα της. Δειλά, δειλά άνοιξαν τα φτερά τους και με απορία κοίταξαν τον κόσμο. Τι έκαναν όλ’ αυτά τα χρόνια μέσα σε μια καμήλα; Πλασμένα από αιθέρα ζητούσαν γέλια να ξαποστάσουν και τραγούδια ν’ ανθίσουν. Είχαν μέσα τους εικόνες από χρυσόσκονη, σύννεφα και πρωινές αγκαλιές.
Κοίταξαν μια τη γη και μια τον ουρανό ζητώντας μια πατρίδα. Δεν ήξεραν που ν’ αφήσουν τα χρώματα και τ’ αρώματα. Παντού έρημος. Ούτε ένα δέντρο να παίξουν στη σκιά του. Παντού ησυχία. Ούτε μια φωνή να τα καλωσορίσει. Μαζεύτηκαν το ένα μέσα στο άλλο. Μαράζωσε η χαρά. Κόκκος στην άμμο έγινε και χάθηκε στο απομεσήμερο.
Τα λυπήθηκε ο ήλιος. Δεν υπάρχουν παιδικά όνειρα χωρίς χαρά, σκέφτηκε. Ένα νανούρισμα έστειλε στην έρημο, έγινε αεράκι και γλυκά ανακατεύθηκε με τις πρωινές αχτίδες. Ξάπλωσαν πάνω στο αγέρι τα όνειρα, ξεδίπλωσαν χρυσά πανιά, μια σκάλα φτιάξανε για τον ουρανό. Άστραψαν στον ήλιο τρενάκια, αρλεκίνοι, μπαλόνια και γλειφιτζούρια. Πήραν αγκαλιά όλα τα χαμένα φιλιά. Μοσχοβόλησε ο τόπος χάδια κι αγκαλιές. Αντιλάλησαν τρεχαλητά. Μετάξι έγινε το γέλιο των μανάδων κι έντυσε στα λευκά τις καρδιές των παιδιών. Αναθάρρησαν οι καρδιές κι άνοιξαν να χωρέσουν ολάκερη τη γη.
Γύρισαν τα όνειρα και κοίταξαν για τελευταία φορά την καμήλα. Θυμήθηκαν πόσο την αγαπούσαν. Μια σκέψη έστειλαν να τη σκεπάσει. Δέντρο έγινε η σκέψη. Άπλωσε κλαδιά, βγήκαν φύλλα, δρόσισε ο τόπος. Ηλιαχτίδες τρύπωσαν στα φύλλα, έφεραν χρώματα κι έλαμψαν ζωγραφιές πάνω στο ακίνητο σώμα. Σαν να ζωντάνεψε η καμήλα. Σαν να χαμογέλασαν τα παιδιά στον ύπνο τους.
Οι μανάδες είδαν τα όνειρα στον ουρανό. Αλάφρωσε η καρδιά τους. «Επιτέλους, κοιμήθηκαν τα παιδιά μας» είπαν κι άλλαξαν πλευρό στον τάφο.