Χάρτης 13 - ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2020
https://dev.hartismag.gr/hartis-13/pyxides/mikrh-klimaka-katerina-esslin-glykeria-mpasdekh-giannhs-nikoloydhs
H στήλη αυτή προτείνει κάθε μήνα σε τρεις-τέσσερις συγγραφείς μια λέξη ή φράση που θα αποτελεί τον τίτλο ή θα εμπεριέχεται σε ένα αδημοσίευτο πεζό κείμενό τους (έως 250 λέξεις). Ενίοτε θα δίνεται και μη ρηματική ιδέα συγγραφής. Στόχος της στήλης είναι αφενός να δημιουργηθεί μια δεξαμενή συλλογής πρωτογενούς υλικού και αφετέρου μια εν προόδω χαρτογράφηση της ελληνικής περίπτωσης στο τοπίο της σύγχρονης ελληνικής μικρομυθοπλασίας.
Στους τρεις συγγραφείς αυτού του τεύχους έχει δοθεί η λέξη:
«Άννα».
Χαλκομανίες
Τις βλέπεις σ’ αυτήν εδώ τη φωτογραφία; Αφού στο έχω πει κι άλλη φορά, δεν έμοιαζαν καν στα χρώματα, μελαχρινή η Άννα, γαλανομάτα η άλλη. Κοίτα όμως πόσο απολύτως ίδια σφίγγουν τα χείλη. Ξέρεις, είχα ακούσει ότι έφταιγε εκείνο που σου είχα πει, εκείνο το περιστατικό. Τις έφερε πολύ κοντά αυτό. Ή μπορεί και να μοιάζουν όλοι με όλους στα χείλη όταν γίνονται τέτοια στα σπίτια – μάνες, κόρες, πατεράδες, όλοι το ίδιο πρόσωπο. Ξέρεις τι είχε πει κάποτε η μία από τις δύο στη γιαγιά μου; Πως όταν λέει πέθανε η μία από τις δύο, ούτε οι ίδιες δεν κατάλαβαν ποια από τις δύο πέθανε.
Άννα, δεν είναι η βροχή
Είναι αυτός ο βρoμοσωλήνας που αυτοί οι βρoμιάρηδες ακόμα να φωνάξουν κανέναν βρομοϋδραυλικό να τον φτιάξει, λίμνη Κωπαΐδα γίναμε, τον Αντίχριστό μου πρωί πρωί. Βάλε και το ταβάνι με το νοβοπάν της συμφοράς που θα σκάσει καμμιά ώρα στα κεφάλια μας και δε θα ξέρεις ποιος είναι ο ζωντανός και ποιος ο πεθαμένος εδώ μέσα κούκλα μου Άννα Παπαλεξίου, ετών εικοσιέξι, τροχαίο, Χαλκίδα. Τα χίλια δίκια σου έχεις και συ πρασινομάτα μου, λούτσα έγινες άδικα των αδίκων κορίτσι πράμα.
Αγόρια είναι
Εξομολογήθηκα. Όχι ότι έχω κάτι το μεμπτό να πω. Δεν έχω. Μετά μίλησα με τον παπά. Μιλήσαμε για όλα αυτά. Ξέρεις. Του είπα ότι, ανάμεσα στα πολλά που ακούγονται αυτές τις μέρες, κάποιοι μιλάνε και για τα παιδιά μας. Καταλαβαίνεις; Δεν το είπα στην εξομολόγηση. Το είπα μετά. Γιατί εγώ δεν έχω κάτι το μεμπτό να πω. Το πιστεύω το παιδί μου. Είπα μονάχα στον παπά ότι σκέφτομαι τη μάνα του αγοριού. Τη μάνα του αγοριού να κλαίει στην τηλεόραση. Με τον δικό μου πηγαίνανε στο ίδιο τμήμα μέχρι που τους αλλάξανε τάξη πρόπερσι. Αυτά που ακούγονται, μου λέει ο δικός μου, είναι ψευτιές. Το ΄χουνε καραμέλα, λέει, μπούλινγκ και μπούλινγκ. Τίποτα δεν του κάνανε. Ότι δεν τον κάνανε παρέα δεν τον κάνανε. Αυτό είναι μπούλινγκ; Για να μην μιλήσουμε για τις ματιές που τους έριχνε στα αποδυτήρια. Τα ξεχνάμε αυτά; Αλλά και πάλι αυτοί δεν του κάνανε τίποτα. Καθόμαστε ένα μεσημέρι στην κουζίνα και τα λέμε. Φτάνει, κάνει ο άντρας μου και χαϊδεύει τον δικό μου στο σβέρκο. Άσε μας, ρε Άννα. Αγόρια είναι, θα κάνουν καζούρα. Θα αλλάξουμε τη φύση τώρα; Θα τα αναποδογυρίσουμε όλα; Τρελαθήκαμε;
Εγώ δεν τους λέω κάτι άλλο. Πλένω τα πιάτα και σκέφτομαι εκείνη τη μάνα. Με κοιτάνε, ο δικός μου λέει, το πουκάμισο το μπεζ το σιδέρωσες; Του λέω ότι δεν πρόλαβα. Ότι τόσα είχα να κάνω. Αμάν, ρε μάνα, λέει. Ο πατέρας του τον σιγοντάρει. Άντε το φελέκι σου, κάνει, το παιδί βιάζεται.
Για πλάκα το κάνει. Έτσι με πειράζει.