Χάρτης 12 - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2019
https://dev.hartismag.gr/hartis-12/afierwma/idiaiterothtes-kai-xarakthristika-motiba-sthn-poihsh-toy-giannh-barberh
Η αρκούδα πάνω στα βουνά / τα χιονισμένα / πλησιάζει τον νεκρό στρατιώτη με συμπάθεια.
― Δεν θα τον φάω, σκέφτεται / αφού για χάρη μου / κάνει τον πεθαμένο – (Τα Ζώα στα σύννεφα, 2013)
Επηρεασμένος από τη δραματική ατμόσφαιρα των πολιτικών συμβάντων που σημάδεψαν εκείνους που βίωσαν άμεσα το δράμα της Κατοχής και του Εμφύλιου, αλλά και από τους νεότερους ηλικιακά που κλήθηκαν να ζήσουν στον ασφυκτικό της απόηχο, ο Γιάννης Βαρβέρης εμφανίζεται στα γράμματα με μια ποίηση που φέρει έντονα τα στοιχεία της ειρωνείας και μιας βαθιάς ενδοσκόπησης που συχνά καταλήγει στη σάτιρα και τον αυτοσαρκασμό.
1.Το στοιχείο της ειρωνείας
Μέλλοντες γάμοι: Δωρεές σωμάτων, μνημόσυνα κορμιών […] Πάλι ανακατεύουν την τράπουλα. Και πάλι κόβει ο θάνατος για να μοιράσει ο χρόνος – («Κοινωνικά», από τη συλλογή Άκυρο θαύμα, 1996)
Όπως συμβαίνει και με άλλους συνομήλικους ή σχετικά μεγαλύτερους ηλικιακά από αυτόν, − τον Νάσο Βαγενά, επί παραδείγματι, στον οποίο «η ειρωνεία λειτουργεί όχι μ’ αυτό που φαίνεται αλλά μ’ εκείνο που διαφαίνεται»[1]─, ή τον Γιάννη Πατίλη, που από την πρώτη κιόλας ποιητική συλλογή του, Ο μικρός και το θηρίο, (1970), προσπαθεί να εκφράσει τον θυμό και την πίκρα του μέσα από αυτήν─, στον Γιάννη Βαρβέρη η ειρωνική ματιά και διάθεση εμφανίζεται εξίσου κυρίαρχη.
Η Νόρα Αναγνωστάκη, ήδη από το 1973, στη μελέτη της Το στοιχείο της σάτιρας και το χιούμορ στη νεότερη ποιητική γενιά, και αργότερα στο βιβλίο της, Κριτική της παντομίμας (1970-1975), αναφέρεται στη σημασία του σκώμματος και της διακωμώδησης στους ποιητές αυτής της γενιάς, χαρακτηρίζοντάς τα ως ένα «αμφίστομο όπλο στα χέρια τους».[2] Στον Βαρβέρη όμως, και στις δώδεκα ποιητικές συλλογές του, ─ από την πρώτη, με την καβαφικής εμπνεύσεως προσφώνηση, Εν φαντασία και λόγω, εκδομένη το 1975 (και αργότερα το 1984), Το ράμφος. Εν φαντασία και λόγω, μέχρι και Τα Ζώα στα σύννεφα, που εκδόθηκε μετά τον θάνατό του και τον συλλογικό μεταθανάτιο τόμο Ποιήματα Β΄ (2001-2013) Κέδρος 2013, έργο που εύστοχα ξεκινά με το περιπαιχτικό: «Στην υγειά σας / πεθαμένοι»−, πρόκειται για μια διακωμώδηση ιδιαζόντως προσωπική και ευρηματική, στην οποία η ειρωνεία και ο σαρκασμός είναι αιχμηρά και δοσμένα πρωτότυπα, με την υπονόμευση όχι μόνο των σοβαρών πραγμάτων αλλά και της ίδιας της ιδέας της σοβαρότητας να φτάνει στα άκρα. Χιούμορ και αυτοαναίρεση που όπως ορθά επισημαίνεται από την κριτική, δεν περιορίζεται στο νόημα του ποιήματος αλλά συχνά επεκτείνεται και στην ίδια του τη μορφολογία.
Ο Βαρβέρης χρησιμοποιεί κατά κόρον την ειρωνεία για να αναδείξει τα αδιέξοδα του σύγχρονου κόσμου, σε μια πολύπλευρη και ιδιόμορφη σύζευξη πολιτικού, κοινωνικού και υπαρξιακού προβληματισμού. Το υποδόριο χιούμορ είναι το δικό του όχημα, ο δικός του τρόπος αντίδρασης στον άκρατο υλισμό και την κατανάλωση μιας κοινωνίας που ακύρωσε τα ιδανικά της και έστειλε στο περιθώριο τους περισσότερους από τους ποιητές και πνευματικούς ταγούς της. Ταυτόχρονα, και ένας άλλος τρόπος εμβάθυνσης στη γλώσσα και τα σημαίνοντά της, πέρα από την πρώτη κοινή σημασιολογία των λέξεων και του συντακτικού.
2. Το στοιχείο του θανάτου και της φθοράς
Μόλις ο Νίκος Εγγονόπουλος απέθανε ο θάνατός του πρόσφερε τσιγάρο
– Sans filtre! –Sans filtre! / είπεν ο Νίκος / κι επροχώρησε […] – («Ο θάνατος το στρώνει» 1988)
Ένα άλλο στοιχείο που στην κυριολεξία σφραγίζει την ποίηση του Βαρβέρη είναι η αναφορά στον θάνατο. Βρισκόμαστε, θα λέγαμε, μπροστά σε μια ποίηση περιπαιχτική αλλά και βαθιά θανατόφιλη (μακάβρια, αν όχι θανατολάγνα), με τα όρια ανάμεσα στο ζην και το θνήσκειν να αμφισβητούνται και να αίρονται μέσα στον χρόνο. Εδώ, τόσο η παρουσία της ειρωνείας όσο και αυτή του θανάτου είναι διαρκής και αδιάλειπτη. Ο θάνατος ως συνεχής μαρτυρία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του ανθρώπινου βίου και καμιά ανθρώπινη ύπαρξη δεν νοείται έξω από αυτόν. Ζωή και θάνατος, ιδωμένα μέσα στο χρόνο αποτελούν αδήριτη ενότητα. Φαίνονται, είναι, και παραμένουν ρευστά και συγκεχυμένα.
Ο Αλ. Ζήρας, σε ένα κριτικό σημείωμά του για τη συλλογή του Ο θάνατος το στρώνει, μιλά για ένα ειρωνικά υφοποιημένο λόγο που καμιά φορά εμφανίζεται με παιγνιώδη μορφή, και παραπέμπει στον Εμπειρίκο και την ευφάνταστη υπερρεαλιστική εικονοποιία του. Επιπλέον, σχετικά με τη δεύτερη ενότητά της συλλογής, θεωρεί ότι η ειρωνεία εδώ γίνεται πιο έμμεση, εστιάζοντας στην ανεβασμένη εσωτερική θερμοκρασία των στίχων.[3]
3. Η ήττα, η πτώση, η μοναξιά και το γήρας
Η πόλη με οβελίες αλλού γιορτάζει. / Σταθμός Πελοποννήσου κι απομεσήμερο του Πάσχα σε παγκάκι / μόνον εσύ κι εγώ καθόμαστε, μητέρα. / Είμαστε γέροι πια κι οι δυο / κι εγώ αφού γράφω ποιήματα πιο γέρος. / Αλλά πού πήγανε τόσοι δικοί μας; / Μέσα σε μια βδομάδα δεν απόμεινε κανείς. / Ήταν Μεγάλη βέβαια γεμάτη πάθη, προδοσίες, σταυρώσεις– / θέλουν πολύ για να υποκύψουν οι κοινοί θνητοί; […] – («Εσπερινός της Αγάπης», από το βιβλίο του Ο άνθρωπος μόνος, 2009)
Ποιητής της αισθητικής και υπαρξιακής ρήξης αλλά και της πολιτικής και κοινωνικής αμφισβήτησης, ο Βαρβέρης κινείται διαρκώς ανάμεσα στο γήρας και τη νεότητα, την κίνηση και την ακινησία. Η ποίησή του, τρομακτική και ζείδωρη, έκθετη μπροστά στον θρήνο και την απώλεια, απεκδύεται το ψεύδος μιας πραγματικότητας που αποδεικνύεται από τα ίδια τα πράγματα απολύτως θνησιγενής. Μια πραγματικότητα γεμάτη θλίψη και απογοήτευση για μια ζωή κατώτερη των προσδοκιών, ορειβασία χωρίς ανηφόρα, στο πιο απόκρημνο ίσωμα, δίχως σταυρό και δίχως λόφο, αβέβαιο αποτύπωμα μιας πρόωρα γερασμένης γενιάς κι ενός ποιητή με ρίζα άδικη:
«Α μπα. Μ’ ότι φοράω θα πάω. Κανείς δεν αναγνώρισε ποτέ έναν εκ γενετής συνταξιούχο» – («Μασκέ», Άκυρο θαύμα)
Η μοναξιά του, ανυπεράσπιστη απέναντι σ’ αυτά που συνεχίζουν να τη ξαφνιάζουν, αποτυπώνεται ωσαύτως και στην αμφίσημη σχέση του με την πόλη. «Μια σχέση μίσους, περιφρόνησης αλλά και αγάπης σχεδόν ερωτικής»:[4]
(α)
Ξύπνησα. Βαθιά μέσα / σε μια πολυθρόνα./ Και μπροστά σε μια θάλασσα. Όπου / κανείς. / Μόνη κίνηση / το βλέμμα επάνω στα κύματα. / Όπου πήγαιναν. / Έτσι έμεινα. / Καλοκαίρια αθέατος. / Και χειμώνες ολόκληρους. / Κάπως έτσι θα γέρασα. Γιατί / ποτέ δε σηκώθηκα. / Άρα έζησα νέος – («Φιλέας Φογκ», από το βιβλίο Ο κύριος Φογκ, 1993)
Ελάχιστα θρησκευόμενος, ο Γ. Βαρβέρης δεν αποφεύγει την συνδιαλλαγή με την πτώση. Σε αντίθεση με έναν κόσμο που δεν ανέχεται την απόσυρση, ακόμη κι όταν αυτή φαίνεται αναγκαία, και μια κοινωνία που αποδέχεται μόνο τη λαμπερή της όψη, εκείνος προτιμά τον πόνο και τη μελαγχολία. Ο στίχος του, απέχοντας ενσυνείδητα από τα λυρικότροπα αδιέξοδα του ναρκισσισμού και της εγωπάθειας, ακολουθεί με συνέπεια τα άδηλα μονοπάτια και τις κρυφές στενωπούς της καθόδου. Στον «δικό του» Φιλέα Φογκ, ποιητική σύνθεση που διακρίνεται για τη λιτή γλώσσα και τη στιβαρή δομή, και έργο που για πολλούς κριτικούς αποτελεί μία από τις σημαντικότερες ποιητικές καταθέσεις της μεταπολίτευσης,[5] η στωικότητα στο ύφος και η ηρεμία στον τόνο μεταλλάσσονται σε τραγικά σπαράγματα και εικόνες γκροτέσκο. Ο ήρωας του Βαρβέρη, και στην ουσία αντιήρωας, σε αντίθεση με τον ταξιδευτή του Ιούλιου Βερν στο Ο Γύρος του κόσμου σε ογδόντα μέρες, βουλιάζει μέσα σε μια πολυθρόνα. Μακριά από τον θόρυβο του εφήμερου και τις ιαχές ενός υπερφίαλου θριάμβου, ψάχνει ενσυνείδητα για τα ίχνη του πάνω στον δρόμο της ήττας. Ακίνητος παρακολουθεί τα κύματα και την αέναη κίνησή τους, μόνος και γερασμένος γιατί ποτέ δε σηκώθηκε, καλοκαίρια αθέατος και χειμώνες ολόκληρους, μπροστά σε μια θάλασσα, όπου κανείς. Παρά ταύτα, αμφίβιος πάντα, χάρη σ’ αυτή την σιωπηλή και εργώδη προσήλωση θα καταφέρει εντέλει να ζήσει νέος και ανανεωμένος.
(β)
Θα το πούνε τα κύματα / που είναι κάπως αμφίβια. / Δεν σηκώνομαι. Θα ’ρθουν. / Όπου να ’ναι / πρέπει να ‘ρθουν τα κύματα. / Λίγο λίγο να γίνω / ένα κύμα τους. / Και να έχω / όπου πάω / επάνω μου βλέμματα. / Αμφίβιο / να ’ρχομαι, να ’ρχομαι. / Και να γίνει αργά / η στεριά όλη / θάλασσα – («Φιλέας Φογκ»)
4. Συμβολισμός, αλληγορία, ευρηματικότητα και ευφυή λεκτικά παιχνίδια στην υπηρεσία μιας ανόθευτης εσωτερικότητας
Επισκεπτόμενος / κήπους ζωολογικούς / πάντα σχεδόν θα δεις / διεθνή την πινακίδα: «ΖΟΟ». / Μήπως είναι κι αυτή / μια λέξη ελληνική / σαν ρήματος κραυγή ασυναίρετη / που όταν τη συναιρέσεις πάει να πει: / «Απλώς και μόνον ΖΩ»; – (Τα ζώα στα σύννεφα)
Πυκνός και έντονα στοχαστικός, ο λόγος του ποιητή συλλαμβάνει θέματα διαχρονικά με τρόπο συμβολικό και υπαινικτικό, αξιοποιώντας τη μαύρη παραμυθία και την αλληγορία. Το τοπίο στο οποίο κινείται, σαφώς πέρα από τα στενά όρια του ρεαλισμού και τη ρητή πρώτη δήλωση του νοήματος, τη συντακτική κανονικότητα και τη συνήθη λογική αλληλουχία, θα μπορούσε να ταυτιστεί με το γυναικείο σώμα. Όλα εδώ είναι κυματώδη και καμπυλωτά, μπολιασμένα από μια εν εγρηγόρσει φιλοσοφική νωχέλεια και μια μελαγχολία εξαιρετικά νηφάλια μες στην οξύτητά της. Πικρία που ο ιδιαίτερος τόνος της, αν και έκδηλα αποστασιοποιημένος, υποδηλώνει βαθιά ενσυναίσθηση και εσωτερικότητα.
Το πιο βασανισμένο αμφίβιο / είναι το κύμα / της ακτής – (Τα ζώα στα σύννεφα)
Η ποίησή του, υπαινικτική, χαμηλών τόνων και ταυτόχρονα τσεκουράτη, παραπέμπει περισσότερο σε μια έλλειψη, ένα κενό. Πρόκειται για οπτική που δεν αφορά τον μετρήσιμο χρόνο, δεν εστιάζει στη μνήμη που βιώθηκε αλλά πρωτίστως σε εκείνη που δεν μπόρεσε να βιωθεί. Ποίηση γυναικεία, θα λέγαμε, ανακαλώντας τη σημασία που δίνει στον χαρακτηρισμό η Κ. Αγγελάκη-Ρουκ, σε αναφορά σχετική με την ποίηση που γράφουν οι γυναίκες αυτής της γενιάς: Εσωτερικό σώματος, εσωτερικό φύσης […] έχεις την αίσθηση ότι η περιγραφή του γεγονότος γίνεται από τα μέσα προς τα έξω.[6]
5. Τα ρούχα και τα προσωπικά αντικείμενα ως πράγματα δηλωτικά της ανθρώπινης υπόστασης, αλλά και η αγωνία της γλώσσας ως προσπάθεια έκφρασης και σύλληψης του ανείπωτου.
Μια ολόκληρη ζωή τόσο κοντά / Τόσο μακριά η μια από την άλλη / Χωρίς ελπίδα να συναντηθούμε / Παρά μονάχα κάποτε / Στο χέρι εκείνου που θα μείνει – (Άκυρο θαύμα).
Ένα ακόμη στοιχείο που διαπερνά την ποίηση του Βαρβέρη είναι το πλήθος των αντικειμένων τα οποία την τροφοδοτούν, όπως για παράδειγμα, ένα ρούχο, ένα ρολόι ή ένα ζευγάρι βέρες, αναδεικνύοντας έτσι, όχι μόνο τους ορατούς αλλά και τους αόρατους δεσμούς που μπορεί να συνδέουν δυο φαινομενικά ανόμοια πράγματα, κάποτε όμως και την ίδια την ανυπαρξία αυτών των δεσμών.[7] Ο ποιητής, διεισδυτικός και έντονα ενορατικός, επιστρατεύει τα αντικείμενα για να αποδώσει μέσα από την χρήση ή την εικόνα τους μια έννοια σε όλο το φιλοσοφικό της υπόβαθρο, διαλύοντας, μεταμορφώνοντας, ανασυνθέτοντας και τελικώς ενισχύοντας με τον τρόπο αυτό την προσωπική του μυθολογία. Ο λόγος του, χαμηλόφωνος και καθημερινός, προβάλλει στο βάθος μια πραγματικότητα εντελώς διάφορη από αυτήν της καθημερινής τους χρήσης. Τα οικεία ανακαλούν τις μνήμες όπως ακριβώς και οι σιωπές ανάμεσα στα κενά των στίχων. Πρόκειται για ποίηση που συχνά διασπά την ομαλή μετάβαση από το αίτιο στο αιτιατό και (όχι σπάνια) δεν διστάζει ακόμη και να την καταλύσει για να αναδείξει μια διάστασή της πολύ ανώτερη από αυτήν των αισθήσεων.
Συνοψίζοντας, θα λέγαμε πως στην ποίηση του Γ. Βαρβέρη, τόσο οι λέξεις όσο και τα πράγματα, ορίζουν δομή και οργάνωση μέσα από την ισχυρή αποτύπωση μιας κατάστασης ακραίου πεσιμισμού, παρακμιακού εκπεσμού και πτώσης. Το ποιητικό του έργο, ευφυές, οξύ, λιτό και περιγελαστικό, σε συνδυασμό τόσο με το προσωπικό του τραύμα όσο και με την εσώτερη ψυχοσύνθεση και ιδιοσυγκρασία του δημιουργού του, υπονομεύει από τα μέσα ένα ολόκληρο σύστημα, ανάγοντας την άρνηση και την παραίτηση σε γνήσια πολιτική θέση.