Χάρτης 12 - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2019
https://dev.hartismag.gr/hartis-12/klimakes/oi-leptomereies-einai-xamenes-sth-skonh-toy-xronoy
Θα πρέπει να μην αναζητώ τα «γιατί» και να εμμένω και πάλι στα «πώς» — ακόμα και με μια χιουμοριστική, ενδεχομένως και αυτοσαρκαστική, ίσως μάλιστα και ευμενώς (με γαρνιτούρα μιαν ανέμελη επικείκεια) αυτοεξευτελιστική, διάθεση, παραδείγματος χάριν, «Πώς, πού να πάρει, βρέθηκα στο Άμστερνταμ ενώ βρισκόμουν στο Παρίσι;» Και οι πέτρες γύρω μου γνώριζαν την απάντηση: εάν καταναλώσεις ικανή ποσότητα λευκού οίνου, κατόπιν το γυρίσεις στο ιρλανδέζικο ουίσκι, κάνεις διάλειμμα για μερικές μαύρες μπίρες στο Irish Pub της rue de la Bûcherie, και εν συνεχεία, και προς τιμήν του και εις μνήμην του, πιεις αυτά που ήπιε —και κατέγραψε σε έναν φάκελο αλληλογραφίας— την Τετάρτη, 9 Μαΐου του 1962, ο Γκι Ντεμπόρ (το ντοκουμέντο βρίσκεται στον τόμο Guy Debord, Oeuvres, εκδόσεις Gallimard, σειρά Quarto, σ. 597), δεν μπορεί παρά να βρεθείς στο Άμστερνταμ ενώ βρισκόσουν στο Παρίσι, και να μειδιάς με τον εαυτό σου, αδιαφορώντας πλέον για τα γιατί και φροντίζοντας να περιπλανηθείς στο ωραία λαβυρινθώδες Αμστελόδαμον, να φτάσεις στη Μαύρη Εκκλησία όπου την προηγουμένη είχαν απαγγείλει μεταμπήτνικς ποιητές και είχαν παίξει ξέφρενη τζαζ Τσέχοι τζαζίστες, να θυμηθείς ότι ο Γιώργος Κακουλίδης είχε κάνει το ταξίδι του μέλιτός του στο Άμστερνταμ όπου, όταν η Λητώ, η γυναίκα του, διαμαρτυρήθηκε ότι μάλλον ξοδεύουν πολλά και θα δυσκολευτούν να επιστρέψουν, ο ανά πάσα ώρα και στιγμή ποιητής Κακουλίδης πέταξε στο κανάλι όλα τα χρήματα που είχαν (το τι έγινε μετά είναι μια άλλη ωραία ιστορία που θα γράψω σε μερικές ημέρες).
Θα πρέπει να μην αναζητώ τα «γιατί» και να εμμένω και πάλι στα «πώς» — πώς ακριβώς, με ποια μέθοδο που οφείλω να επινοήσω τάχιστα και με ποια στρατηγική που θα αποκλείει τα αμέτρητα λάθη που ελλοχεύουν στο επικείμενο ερωτικό εγχείρημα, θα μεταφράσω το Άσμα Ασμάτων, και θα το μεταπλάσω κατόπιν, και εν συνεχεία θα το διαλύσω και θα το μοντάρω προσθέτοντας και παρεμβάλλοντας δικά μου ερωτικά θραύσματα και σμιλέματα και σκαλίσματα (όπως μοντάρουμε το φιλμικό μας υλικό για να φτιάξουμε μια ταινία που να τιμά τον Γιόνας Μέκας), θα το παραδώσω στον παλιόφιλο εξαίρετο παίκτη/ρέκτη τυπογράφο Νίκο Βοζίκη και στις εκδόσεις Διάττων και θα κρατώ τον Μάρτιο στα χέρια μου ένα πανέμορφο βιβλίο διά του οποίου θα πανηγυρίσω την έγκαιρη και έγκυρη, ευλογημένη και ευφρόσυνη ανανέωση ενός παλαιότερου αναπάντεχου ξεμυαλίσματός μου που το είχα (βλακωδώς;) λιώσει μέσα σε μια λάβα σύνεσης και σωφροσύνης, και που το είχα πνίξει (ανοήτως;) σε μια δωδεκαήμερη κρασοκατάνυξη; Πώς θα μεταφράσω το «Φωνὴ ἀδελφιδοῦ μου / ἰδοὺ οὗτος πηδῶν ἐπὶ τὰ ὄρη,/ διαλλόμενος ἐπὶ τοὺς βουνούς»; Με τι θα συνδυάσω το «Ὡς κρίνον ἐν μέσω ἀκανθῶν,/ οὕτως ἡ πλησίον μου ἀνὰ μέσον τῶ θυγατέρων» και το «Ὡς σπαρτίον τὸ κόκκινον χείλη σου / καὶ ἡ λαλιά σου ὡραία./ Ὡς λέπυρον ρόας μῆλόν σου/ ἐκτὸς τῆς σιωπήσεώς σου»; Πώς θα βρω χαρακτικά, για την κόσμηση του βιβλίου, τα οποία θα θυμίζουν αμυδρώς έργα του Έγκον Σίλε που τόσο αρέσουν στην πηγή του ξεμυαλίσματός μου και στην θρυαλλίδα της ανανέωσης του ξεμυαλίσματός μου; Κι ακόμα: πώς σε μια πόλη όπου οι πάντες ξέρουν τους πάντες, οι πάντες μιλούν για τους πάντες, και οι πάντες δεν διαθέτουν την αρετή να ευτυχούν όταν ευτυχείς, να ξεμυαλίζονται κι αυτοί όταν ξεμυαλίζεσαι κι εσύ (βεβαίως όχι με την ίδια Πηγή και Θρυαλλίδα, μην έχουμε φλόγες ζηλοτυπίας αντί για στραφταλίσματα ευδαιμονίας), σε μια τέτοια πόλη πώς θα μπορέσω, με ποια τεχνική, με ποια συμπεριφορά, να διατηρήσω κρυφό το εν λόγω ξεμυάλισμα για ένα ικανό χρονικό διάστημα ώστε, όπως λέει ο ποιητής Νίκος Εγγονόπουλος «να μην ταραχθεί κανείς»; Και, ας προσθέσω, να μην πληγωθεί, να μην εκμανεί, να μην εκραγεί, να μην διασυρθεί, να μην συνθλιβεί κανείς.
Θα πρέπει να μην αναζητώ τα «γιατί» και να εμμένω και πάλι στα «πώς» — πώς θα εμπλέξω στο βιβλίο το ταξίδι μου στο Παρίσι, το έτος 2004, όταν είχα νιώσει τα πρώτα σκιρτήματα αυτού που έμελλε να αποτελέσει το Μεγάλο Ξεμυάλισμα του βιωμένου βίου μου, και είχα, με την ευφρόσυνη αφροσύνη, το σήμα κατατεθέν της ζωής μου, σπεύσει να βρεθώ στην Pointe du Vert Galant, στο μέρος που επιμένω να λέω ότι είναι το πιο όμορφο μέρος του κόσμου, στο μέρος απ᾽ όπου έριξαν στον Σηκουάνα τις στάχτες του Γκι Ντεμπόρ η Αλίς και ελάχιστοι πιστοί φίλοι δέκα χρόνια πριν, το έτος 1994, στο μέρος όπου τίμησα, ολομόναχος, τη μνήμη του, σιγοπίνοντας το λίτρο του πεπαλαιωμένου τσίπουρου που είχα φέρει μαζί μου ακριβώς για να το πιω κάτω από τις πλατύφυλλες καστανιές και πάνω από τα νερά του Σηκουάνα, μαγεμένος και πάλι από την ομορφιά αυτού του μέρους που δεν θα πάψει να με θέλγει και που δεν θα πάψω να το επισκέπτομαι βαθιά συγκινημένος.
Θα πρέπει να μην αναζητώ τα «γιατί» και να εμμένω και πάλι στα «πώς» — πώς, και με ποια ερωτική σύνεση, μια σύνεση που δεν θα αφαιρέσει ούτε στάλα από τη λάβα του ξεμυαλίσματος, ούτε μια νότα από το βουητό του καταρράκτη του χρόνου, μια σύνεση που θα διασφαλίσει τη διαλεκτική πυρός και ροής, φωτιάς και νερού, διαλεκτική που διέπει την άξαφνη αναζωπύρωση εκείνου του παλαιού ξεμυαλίσματός μου, το οποίο (όχι και τόσο παραδόξως) μ᾽όλο που έχουν κυλήσει τα χρόνια και βλέπω τα μαλλιά μου ν᾽ ασπρίζουν (δίχως να με κάνουν φρονιμότερο) είναι ακόμα πιο ανοξείδωτο και στιλπνό και πυρωμένο απ᾽ ό,τι προ δεκαεπενταετίας, ναι, πώς και με ποια σύνεση θα φροντίσω να οργανωθεί έτσι το εν λόγω ξεμυάλισμα ώστε να διαρκέσει και να διαρκεί εμπλουτιζόμενο και παράγοντας νέου τύπου επιθυμίες, νέας μορφής έργα τέχνης, τόσο δικά μου όσο και εκείνης που μου προκάλεσε αυτό το ξεμυάλισμα — διότι, όπως ξέρω πολύ καλά, όπως η ηδονή και η οδύνη μού έχουν διδάξει, ο έρωτας δεν συντηρείται μονάχα με σμιξίματα, με φιλιά και με σταφύλια, με κρασί και με τριαντάφυλλα, αλλά και με το φούντωμα της δημιουργικότητας των εραστών, και ακόμα διότι, όπως λέει ο Θείος Νώντας Γονατάς, κρεμάμε «μικρούς καθρέφτες πάνω στα δέντρα για να βλέπονται τα πουλιά».
[ Συνεχίζεται εις το επόμενον ]