Χάρτης 13 - ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2020
https://dev.hartismag.gr/hartis-13/pyxides/lwrens-ferlingketi-feidwlos-poly-taxideyths
Τον Ιούνιο του 2002 οργανώθηκε στη Γένοβα το VIII Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης με επίτροπο (Curator) τον Claudio Pozzani. Η Γένοβα, ανταγωνίστρια της Βενετίας, κατέχει ισχυρή θέση στην ιταλική χερσόνησο, αλλά ποτέ δεν ξεπέρασε την Γαληνοτάτη σε δόξα, πλούτο και γόητρο. Με τα σημερινά δεδομένα, η πόλη των Γενοβέζων ναυάρχων και του Χριστόφορου Κολόμβου, αποφεύγει την τουριστική λαίλαπα λόγω, ακριβώς, της δεύτερης θέσης της στο αγώνισμα της κυριαρχίας και της πλεονεξίας. Ωστόσο, τα αρχοντικά της που ανήκαν σε Γενουάτες εμπόρους, καπετάνιους, πειρατές και πολέμαρχους έχουν συντηρηθεί με πολύ φροντίδα και η πόλη εκπέμπει ένα διακριτικό άρωμα περασμένου μεγαλείου. Εξάλλου το 2006, ανακηρύχθηκε από την UNESCO ως περίπτωση της Παγκόσμιας Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς. Η πόλη (Genova Superba) εξαπλώνεται στους λόφους και καταλήγει στο λιμάνι που ακόμη είναι ζωντανό και ενεργό και εξυπηρετεί το δυτικό μέρος της Ιταλίας και που επιπλέον, τώρα, διακοσμείται μ’ ένα αρχιτεκτονικό έργο του Renzo Piano, ακριβώς στο κέντρο του κόλπου της Λυγουρίας.
Η ατμόσφαιρα του 2002 δε θυμίζει σε τίποτα τη Γένοβα πριν μερικούς μήνες όταν έγινε το 2001 η συνάντηση των ισχυρών του κόσμου (G8) και το δράμα με το θάνατό του νεαρού διαδηλωτή Carlo Giuliani που ακολούθησε (βλ. Δ. Αγραφιώτης, Η τεθλασμένη ισορροπία. Περί κρισιολογίας, Bibliotheque 2018, σ. 62). Τότε η Ιταλία είχε μετατραπεί σε πάρκο θαυμάτων και τσίρκου, χάρη στην πολιτιστική βιομηχανία που ήλεγχε ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Με σημείο εκκίνησης τις φιέστες που οργάνωνε ο Μουσολίνι και οι μελανοχίτωνες οπαδοί του, καθώς και τους ποδοσφαιρικούς εσπερινούς στα κατάμεστα γήπεδα, ο «Buga Buga» χρησιμοποιούσε τα πλατό της τηλεόρασης, με τα ημίγυμνα μοντέλα του, για να καθηλώσει τους θεατές στις πολυθρόνες τους χωρίς, ωστόσο, να εγκαταλείπει τον έλεγχό του στις εφημερίδες, στα περιοδικά και στις ποδοσφαιρικές ομάδες, με τα οποία είχε κατορθώσει να προσφέρει Άρτον και Θεάματα σε εκατομμύρια εξαρτημένων από την αποβλακωτική μικροδιασκέδαση συμπατριωτών του. Το μόνο ερώτημα είναι: σε ποιο βαθμό αυτή τη στρατηγική της εξουσίας διαπλέκεται με την στρατηγική της μαφίας; Δηλαδή ο πολιτιστικός και κοινωνικός ορίζοντας στις αρχές της χιλιετίας εμφανίζεται ως ασαφής και αποπνικτικός, και το Φεστιβάλ αντιμετωπίζει πλήθος αντιθέσεων και εμποδίων.
Μεταξύ των ποιητών που συμμετείχαν στο Φεστιβάλ ήταν ο Λόρενς Φερλινγκέτι (Lawrence Ferlinghetti, ΗΠΑ 1919), ο Alejandro Jodorowsky (Χιλή) και η Joy Harjo, Αμερικανίδα ποιήτρια, ινδιάνικης καταγωγής της εθνότητας Creek. Τον Χιλιανό ποιητή δεν τον είδαμε παρά μόνο στις αναγνώσεις του. Η Αμερικανίδα αυτόχθων ποιήτρια, καθώς αποτελούσε ισχυρό στέλεχος του λεσβιακού κινήματος απελευθέρωσης, ήταν πάντα περικυκλωμένη από τα μέλη της ομοφυλόφιλης κοινότητας της Ιταλίας και δεν υπήρξαν στιγμές αλληλόδρασης μαζί της. Με το Lawrence Ferlinghetti η κατάσταση ήταν αρκετά πολύπλοκη, όπως θα διαφανεί από την αφήγηση που ακολουθεί.
Στο φεστιβάλ συμμετείχαμε η Michèle Valley και εγώ, καθώς είχαμε κληθεί να παρουσιάσουμε ένα ηχητικό «ολικό», ένα ντουέτο που χρησιμοποιούσε τρεις γλώσσες ως ηχητικές ορίζουσες.
Στο ίδιο Φεστιβάλ ο David Giannoni, ήθελε να πετάξει με ελικόπτερο πάνω από την πόλη για να μοιράσει φυλλάδια με ποιήματα. Τελικά ανέβηκε στο θόλο του δημαρχείου και τα σκόρπισε από εκεί στους Γενουάτες. Μεταξύ των θεατών ήταν και ο σημαντικός Ιταλός συλλέκτης του κινήματος Fluxus, εκδότης και καλλιτεχνικός ακτιβιστής της νεο-νταντά πρωτοπορίας Francesco Conz, με τον οποίο είχαμε μια συνεχή και γόνιμη συνεργασία μέχρι το θάνατό του το 2010.
Ο Φερλινγκέτι περνούσε πολλές ώρες στο δωμάτιο του ξενοδοχείου μας. Έβγαινε για γεύμα για πολύ σύντομα χρονικά διαστήματα. Έβγαινε για τις αναγνώσεις –διακριτικά επιτελεστικές– και για τις οργανωμένες από το Φεστιβάλ συνεντεύξεις. Οι δημοσιογράφοι τον κυνηγούσαν για κάτι ιδιαίτερο ή αποκλειστικό, αλλά έδινε σχεδόν όλες τις συνεντεύξεις του με τους άλλους ποιητές παρόντες. Σε τρεις απ’ αυτές είχα παρευρεθεί κι εγώ. Διατύπωνε με άνεση απόψεις πολιτικής υφής, επιμένοντας στην τότε νέο-κρυπτό-φασιστική στρατηγική της ιταλικής άρχουσας τάξης και καταγγέλλοντας τα πολιτικά παιχνίδια του Μπερλουσκόνι και του καπιταλισμού γενικότερα. Οι δημοσιογράφοι έδειχναν ενδιαφέρον και για τους άλλους ποιητές, αλλά οι τίτλοι των άρθρων τους παρέπεμπαν συνήθως στις ρήσεις του Φερλινγκέτι που εξαφανιζόταν από το προσκήνιο, θυμίζοντας τις βεντέτες-ηθοποιούς του Χόλυγουντ όπως έπαιζαν (και παίζουν) κρυφτό με τα μέσα επικοινωνίας.
Μια ηλιόλουστη μέρα τον έπεισα να κάνουμε μια βόλτα στην πόλη. Χρησιμοποίησα ως επιχείρημα τη διατριβή του στη Σορβόννη που πραγματευόταν ακριβώς «La cité comme symbole» («Η πολιτεία ως σύμβολο») 1950. Αυτή η μικρή εκδρομή στα «σοκάκια» της παλιάς πόλης έδωσε την ευκαιρία στη Michèle Valley να μας φωτογραφίσει και σε μένα να τον ρωτήσω χίλια πράγματα. Από τα τόσα που λέχθηκαν έχω συγκρατήσει κάποια «θραύσματα» τα οποία παραθέτω εδώ μαζί βέβαια με τις παρανοήσεις, το ξεθώριασμα των αναμνήσεών μου και τις μετέπειτα αναγνώσεις μου του έργου και της βιογραφίας του.
Άρχισα με τις ιστορίες του πολέμου, καθώς ο Φερλινγκέτι είχε υπηρετήσει στο ναυτικό, στην απόβαση της Νορμανδίας (6 Ιουνίου 1944), και πιο συγκεκριμένα στο κατάστρωμα ενός από τα πλοία που είχαν υπηρεσία να επισημάνουν την παρουσία γερμανικών υποβρύχιων. Επίσης επισκέφθηκε το Ναγκασάκι το 1945 με το πλοίο στο οποίο υπηρετούσε.
Το θέμα της απόβασης το προσπέρασε πολύ γρήγορα, όμως στάθηκε περισσότερο στην εμπειρία του από το Nαγκασάκι τονίζοντας τη φρίκη που ένοιωσε αλλά και τη σκληρότητα των Αμερικανών να τιμωρήσουν υπέρμετρα τους Ιάπωνες, τη στιγμή που είχαν ήδη χάσει τον πόλεμο. Με μια χειρονομία τόνισε ότι από τότε έγινε ειρηνιστής. Καμία νοσταλγία για το έπος του πολέμου, αλλά αντιθέτως, μια αυστηρή προσήλωση στην ειρήνη. Μονολεκτικές σχεδόν απαντήσεις, ύφος απλανές.
Μιλήσαμε για τον Έζρα Πάουντ, αλλά δε θυμάμαι με ακρίβεια τις απόψεις του. Οπότε ήλθε και η συζήτηση για την «Beat Generation». Δεν του άρεσε η ονομασία «Beats» και όταν παρατήρησα πως εξηγεί το γεγονός ότι ο Άλεν Γκίνσμπεργκ (1926-1997) απολάμβανε μια τεράστια δημοτικότητα ενώ σε άλλους ποιητές με πιο σοβαρό έργο, όπως για παράδειγμα ο Jerome Rothenberg τα μέσα ενημέρωσης δεν επεφύλασσαν την ίδια υποδοχή, η απάντησή του ήταν ότι τα μέσα ενημέρωσης ψάχνουν για στερεότυπα και «ήρωες» για να κατασκευάσουν μικροϊστορίες. Και συνέχισε λέγοντας, ότι σημασία είχε ότι στη δεκαετία του 1960, στις δύο ακτές των ΗΠΑ, πάρθηκαν άπειρες πρωτοβουλίες γραφής και ανάγνωσης ποίησης, και όλων των ειδών εκδόσεις βιβλίων, περιοδικών και fanzines (καλλιτεχνικά φυλλάδια). Βέβαια δεν πρέπει να ξεχάσουμε ότι ο ίδιος ο Φερλινγκέτι είναι αυτός που είχε εκδώσει το βιβλίο του Γκίνσμπεργκ Ουρλιαχτό (Howl) το 1957, γεγονός για το οποίο συνελήφθη και δικάστηκε ως εκδότης για προσβολή της δημοσίας αιδούς.
Αντίθετα, αναφορόταν πιο εύκολα στον φίλο του George Whitman, τον «θρυλικό» ιδιότυπο ιδρυτή του βιβλιοπωλείου «Shakespeare & Company» στις όχθες του Σηκουάνα (rue de la Bûcherie 37) στο Παρίσι. O George Whitman προμήθευε με βιβλία τους Αμερικανούς φοιτητές του Παρισιού. Αρχικά δούλευε από ένα δωματιάκι που ήταν και χώρος κατοικίας του· στη συνέχεια δημιούργησε το βιβλιοπωλείο που έγινε σημείο αναφοράς στην πόλη του Φωτός – πέθανε το 2011 σε ηλικία 98 χρόνων. (Ο Κωστής Παπαγιώργης έκανε την ίδια «επιχείρηση»· προμήθευε με βιβλία Έλληνες σπουδαστές, προκαλώντας απορίες για τον τρόπο προμήθειάς τους, λόγω των χαμηλών τιμών τους).
Το 1953, ο Φερλινγκέτι μαζί με τον Peter D. Martin άρχισαν την περιπέτεια του «City Lights» στο Σαν Φρανσίσκο. Εμπνευσμένοι από τον George Whitman δημιούργησαν ένα βιβλιοπωλείο-χώρο συνάντησης, ένα στέκι, με βιβλία τσέπης στο πνεύμα της “counter culture” («αντί-κουλτούρας»). (Το όνομα του βιβλιοπωλείου πάρθηκε από τον τίτλο της ταινίας του Τσάρλι Τσάπλιν «Τα φώτα της πόλης», 1931). Σε δύο χρόνια από την έναρξη άρχισε και η παραγωγή βιβλίων τσέπης αφιερωμένων στην ποίηση: Kerouac, Burroughs, Bukowski, Ginsberg και τόσοι άλλοι. Περίμενα να μου πει λεπτομέρειες για τις εκδόσεις των ποιητών, περιορίστηκε όμως να σημειώσει ότι προσπάθησαν να φτιάξουν ένα αντι-σύστημα στον εκδοτικό χώρο και στην προώθηση της πειραματικής γραφής. (Όταν επισκέφθηκα το βιβλιοπωλείο τον Οκτώβρη του 2007, διαπίστωσα την ατμόσφαιρα και το «χάος» που τόσο αγαπάει ο Φερλινγκέτι. Με δέχθηκε ένας από τους βοηθούς του, ελληνικής καταγωγής, και μου εξήγησε τις δυσκολίες να κρατήσουν το χώρο ζωντανό οργανώνοντας δράσεις, αναγνώσεις και επιτελέσεις).
Ο Φερλινγκέτι έδειχνε ιδιαίτερο πάθος για τα τεκταινόμενα στην Ιταλία. Ήταν αποτέλεσμα, βέβαια, της καταγωγής του από τον πατέρα του, ενώ η μητέρα του Clemence Albertine Monsanto ήταν Εβραία από την Πορτογαλία σεφαραδικής εβραϊκής καταγωγής. Με το θάνατο του πατέρα του (πριν τη γέννησή του στο Yonkers της πολιτείας της Νέας Υόρκης), η ανατροφή του ανατέθηκε στη θεία του Έμιλι και έζησαν για μερικά χρόνια στο Στρασβούργο της Γαλλίας. Ύστερα υιοθετήθηκε από μια ευκατάστατη οικογένεια του Mανχάταν. Τον ρώτησα για τα αισθήματά του για τους Ιταλούς και τους Γάλλους. Δήλωσε ότι νοιώθει κοντά στους Ιταλούς και ότι τον συγκινούσε ότι ακόμη πάλευαν ενάντια στον καπιταλισμό, ενώ τους Γάλλους τους έβρισκε παγιδευμένους σε μια σοβαροφάνεια, και τα γεγονότα του 1968 θεωρούσε ότι καλύπτονται με αστικό χρώμα, γι’ αυτό και ο ίδιος παρέμενε πιστός στον Αντονέν Αρτώ.
Σήμερα ζει στο Σαν Φρανσίσκο, στο North Beach, μια γειτονιά που θυμίζει Ιταλία. Εξάλλου υπάρχουν ακόμη εκεί καφενεία όπου οι θαμώνες αρχίζουν σιγά-σιγά και τραγουδούν όλοι μαζί ιταλικές όπερες, αποδεικνύοντας ακόμη μια φορά το λαϊκό ρίζωμα της όπερας στους Ιταλούς αλλά και μεταξύ των μεταναστών ιταλικής καταγωγής στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Όπως είπα και προηγουμένως, στις συνεντεύξεις του ήταν σύντομος και ρηξικέλευθος, στη συζήτησή μας φειδωλός και με μια οικονομία για το ουσιώδες – απροσδόκητη στα δικά μου μάτια. Δυστυχώς, μετά από τόσα χρόνια πολιτικής πάλης και εργατικών αγώνων η Ιταλία έχει πέσει σήμερα σε μια δραματικά υποβαθμισμένη (πολιτικά) κατάσταση. Πώς θα μπορούσε ο Φερλινγκέτι να φανταστεί πως η χώρα του θα προμήθευε την Ιταλία με νέες τεχνολογίες τηλεπικοινωνίας οι οποίες θα γίνονταν το μέσο για τον πιο πονηρό κοινωνικό έλεγχο των κληρονόμων της Αναγέννησης; Τα λεγόμενά, οι συνεντεύξεις και τα λόγια του αντηχούσαν τότε σωστά στη γενικότητά τους, αλλά μοιάζουν αδύναμα ή παράταιρα στις σημερινές συνθήκες της γενικευμένης εξαπάτησης.
Ένας αιώνας ζωής για έναν ποιητή που του άρεσαν οι περιπέτειες, τα ταξίδια και οι εξερευνήσεις! Ποιητής, εκδότης, βιβλιοπώλης, ακτιβιστής, ζωγράφος και μυθιστοριογράφος, διέτρεξε όλο τον «σύντομο» 20ό αιώνα. Η πόλη του Σαν Φρανσίσκο τον ονόμασε για το 1998 Δαφνοστεφή Ποιητή («Poet Laureate»), και έδωσε το όνομά του σ’ ένα δρόμο της. Μεταφράσεις των κειμένων του, αφιερώματα για το έργο και το βίο του, εκθέσεις για τα ζωγραφικά του έργα δείχνουν όλες τις πολύπλευρες όψεις της δράσης του. Όλα μοιάζουν θριαμβευτικά για έναν 100χρονο ποιητή που θεωρεί τον εαυτό του λίγο-πολύ «fool» (τρελούτσικο) και που ωστόσο μετράει με ακρίβεια και τα λόγια του και τα έργα του.