Χάρτης 12 - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2019
https://dev.hartismag.gr/hartis-12/biblia/syggrafeas-kat-oysian
Φώτος Λαμπρινός, «Παλαμηδίου 10« , Ντοκυμανταίρ, Καστανιώτης 2019
Με τον Φώτο γνωριζόμαστε πάρα πολλά χρόνια, από το ’86, αν δεν κάνω λάθος. Έχουμε δουλέψει μαζί σε πολλά πράγματα και συνεπώς δεν είμαι απλώς ένας φίλος που ήρθε στα χέρια του, κάποια στιγμή, σε ηλεκτρονική μορφή ένα χειρόγραφο, αλλά ένας άνθρωπος που γνωρίζει το πώς δουλεύει ο Φώτος και έχει, ελπίζω, συνολική αντίληψη για το έργο του.
Θεωρώ ότι το έργο του Φώτου συγκροτεί απ’αρχής, μέχρι και το βιβλίο για το οποίο μιλάμε , ένα συνεχές. Μολονότι το μέσο είναι διαφορετικό, η ίδια η απόφαση να ονομαστεί ένα βιβλίο αφήγησης, μια διήγηση, «ντοκυμανταίρ», στην πραγματικότητα υποδηλώνει αυτό το συνεχές, στο οποίο εγγράφονται όλα τα κατά καιρούς έργα του Φώτου, είτε πρόκειται όντως για ντοκυμανταίρ, είτε για ταινίες μυθοπλασίας είτε για το βιβλίο για το οποίο μιλάμε εδώ.
Σ’ αυτό το συνεχές θα εστιάσω· πριν όμως περάσουμε στο κυρίως θέμα, θέλω να πω το εξής: ο Φώτος, πολύ σεμνά, έχει δηλώσει ότι δεν είναι ούτε λογοτέχνης, ούτε συγγραφέας. Δεν ξέρω πώς ορίζονται αυτές οι έννοιες. Ξέρω πως όταν διαβάσει κανείς το βιβλίο του Φώτου, μένει με την εντύπωση ότι διάβασε ένα εξαιρετικά καλογραμμένο βιβλίο, το οποίο δυσκολεύεσαι να αφήσεις αφ’ ης στιγμής έχεις αρχίσει να το διαβάζεις και στο οποίο οι χαρακτήρες διαγράφονται αδρά, η ανάγνωση είναι απολαυστική και το νόημα συγκροτεί συνεχώς διαφορετικά σύνολα, ολοένα και βαθύτερα.
Εάν αυτό που λέω τώρα δεν είναι η σύνοψη μιας υποδειγματικής βιβλιοκριτικής, τότε δεν ξέρω με ποιον άλλο τρόπο θα μπορούσε κανείς να επαινέσει το βιβλίο ενός συγγραφέα. Εννοώ, πατενταρισμένου συγγραφέα. Συνεπώς θέλω να παρηγορήσω τον φίλο μου τον Φώτο λέγοντάς του ότι, επειδή έχω διαβάσει πάρα πολλά βιβλία συγγραφέων κατ’ όνομα, πρέπει να είναι πολύ χαρούμενος που δεν είναι συγγραφέας κατ’ όνομα και είναι συγγραφέας κατ’ ουσίαν. Είναι φανερό πως πρόκειται για ένα πολυεπίπεδο βιβλίο, χωρίς τα επίπεδα αυτά να μπορούν να διαχωριστούν το ένα από το άλλο. Είναι η αφήγηση μιας παιδικής ηλικίας. Μιας παιδικής ηλικίας όμως που σε εμάς φαίνεται απολύτως αλλόκοτη. Είναι ένα παιδάκι το οποίο κυκλοφορεί στην Αθήνα –ή και εκτός μερικές φορές– μόνο του... Όταν ξεκινάει η αφήγηση, είναι τεσσάρων χρονών. Φεύγει, γυρίζει, καταλήγει σε ένα άδειο σπίτι, δεν βρίσκει τους γονείς του, δεν ξέρει πού είναι. Έχει συλληφθεί ο ένας κι έχει σταλεί στα γερμανικά στρατόπεδα, ο άλλος κρύβεται. Οι γείτονες τον στέλνουν σε μια θεία του, βλέπει για λίγο τον πατέρα του και καταλήγει στου Ζωγράφου, μετακινούμενος παντού με τα πόδια.
Κάποια στιγμή εμφανίζεται η μάνα του από το πουθενά. Είναι ένας κόσμος, ο οποίος, αυτή τη στιγμή, σε μας, είναι απολύτως ανοίκειος και αναδύεται με όλη του τη ζωντάνια. Ένας κόσμος όπου υπάρχει ακόμα δίκτυο αλληλεγγύης, υπάρχει κοινωνικό δίκτυο αλληλεγγύης εννοώ – και ταυτοχρόνως οι ρήξεις η στέρηση, η ορφάνια, η συμβολική ορφάνια, είναι στοιχεία της καθημερινότητας. Μέσα σ’ αυτή την αφήγηση της παιδικής ηλικίας εναλλάσσονται κωμικά και δραματικά γεγονότα χωρίς ο συγγραφέας να γίνεται μελοδραματικός στα δραματικά ή γραφικός στα κωμικά. Αντιθέτως, κρατάει το ίδιο επίπεδο ουσιώδους έκφρασης και στα δύο. Κατά τη γνώμη μου, το πιο δραματικό επεισόδιο σε όλο το βιβλίο είναι αυτό το οποίο, αν το δεις από μακριά, αργότερα, μπορεί να έχει και στοιχεία κωμωδίας. Είναι στη θεία του, στου Ζωγράφου και εμφανίζονται δύο ταγματασφαλίτες οι οποίοι κάνουν πλάκα στο πιτσιρίκι ότι θα το εκτελέσουν. Το πιτσιρίκι ανοίγει τα στήθη και φωνάζει: «Βαράτε, ρε, βαράτε…», ως χίλιοι ατσαλένιοι κομμουνιστές μαζί. Βάζουν τα γέλια οι άλλοι και φεύγουν. Η κτηνωδία, η στιγμή της βιογραφίας, η ιστορική στιγμή και η κωμωδία, συνδυάζονται με τρόπο υποδειγματικό.
Ταυτοχρόνως, αν θέλαμε να κάνουμε λαϊκό θέαμα, θα διαλέγαμε μια άλλη σκηνή που θα ήταν ευπρόσδεκτη σε όλες τις παραστάσεις Φασουλή ή Καραγκιόζη… Είναι η στιγμή που ο μικρός αδελφός, ο «Μπούλης», βρίσκει τον φίλο του και αποφασίζουν, από την Παλαμηδίου στον Κολωνό, να πάνε να φάνε γλυκάκι στη νονά του γείτονα. Πού είναι το σπίτι της νονάς; Στην Τρίπολη. Ξεκινάνε για την Τρίπολη, φτάνουν μέχρι την εκκλησία του Κολωνού, τον Άγιο Κωνσταντίνο, όπου ο «μπούλης» αρπάζει την ευκαιρία να βαφτιστεί γιατί τον τρώει το μαράζι που είναι αβάφτιστος, ένεκα τού ότι ο υποψήφιος νονός βρίσκεται στη φυλακή, η εκκλησία είναι κλειστή και ένας σκύλος στην αυλή της τους κυνηγάει, με αποτέλεσμα ο «Μπούλης» να τα κάνει επάνω του. Τους φέρνει πίσω ένας με μια μηχανή όπου η αποφορά του «Μπούλη» συμβολίζει και το κλείσιμο του επεισοδίου, γιατί τον παίρνουνε για μπάνιο...
Μέσα σ’αυτή την πολύ ανοιχτή, τη διαλυμένη και ταυτοχρόνως συνεκτική στο βάθος της κοινωνία, έρχεται να επιβληθεί τώρα ένα συλλογικότερο δράμα. Να επιβληθεί δηλαδή, μέσα από τη ματιά του αγοριού, η ιστορία του αριστερού, του κομμουνιστικού κινήματος σ’εκείνα τα κρίσιμα χρόνια. Ο πατέρας του Φώτου, όπως είναι γνωστό, κάποια στιγμή διαγράφεται με μια πλαστή κατηγορία, υποτίθεται σκηνοθετημένη και με τη συναίνεση του ιδίου, ώστε να μην υπάρξουν άλλες συνέπειες, δυσάρεστες για το Κόμμα, αλλά εντέλει, την κρίσιμη στιγμή, ο Γιώργης Λαμπρινός, έχοντας ανέβει στο βουνό θα μεταφερθεί εξαντλημένος σε μία «λούφα», σπηλιά-κρυψώνα από αυτές που χρησιμοποιούσαν οι αντάρτες, και πολλά, πολλά χρόνια αργότερα, ο Φώτος θα πληροφορηθεί με λεπτομέρειες το πώς συνελήφθη και εκτελέστηκε. Το Κόμμα δεν τον αποκατέστησε ποτέ, νομίζω.
Η μάνα του Φώτου θα μείνει τέσσερα χρόνια στην εξορία και ένα μεγάλο μέρος της Κατοχής θα το περάσει στα γερμανικά στρατόπεδα. Γύρω από αυτά τα δύο πρόσωπα, τις γονεϊκές φιγούρες του, περιδινίζεται ένας αστερισμός προσωπικοτήτων πασίγνωστων, που γύρω τους πάλι συνυφαίνεται η τραγική ιστορία που όλοι γνωρίζουμε και δεν χρειάζεται να γίνει η παραμικρή μνεία της ανόδου και του θριάμβου του εαμικού κινήματος και της μετέπειτα κατάστασης η οποία οδήγησε στο μετεμφυλιακό κράτος. Νομίζω, η πιο χαρακτηριστική σκηνή είναι η συνάντηση δύο μεγάλων ηγετών του κομμουνιστικού κινήματος, δηλ., του Φώτου, ο οποίος ήταν τότε 8 ετών, και του Άρη Βελουχιώτη, στα Τρίκαλα, όπου κατέληξαν μετά από μακρά πορεία. Ο πατέρας του, ο Ρώτας και διάφοροι άλλοι έχουνε φύγει μετά τα Δεκεμβριανά κι έχουνε διασχίσει τη χιονισμένη Πάρνηθα για να φτάσουν στη Θήβα και από εκεί στη θεσσαλική πόλη. Και φτάνουμε στη συνάντηση, όπου ο Φώτος προσπαθεί να πάρει το περίστροφο από τη θήκη του Βελουχιώτη, ενώ ο Βελουχιώτης μιλάει με τον πατέρα του… Τότε ο Βελουχιώτης, που το παίρνει χαμπάρι, γυρνάει και του λέει μια φράση η οποία εκθέτει όλη την τραγικότητα αυτής της στιγμής. Του λέει: «Άσ’ το αυτό, γιατί όταν θα μεγαλώσετε εσείς δεν θα υπάρχουν τέτοια…».
[Πριν από λίγο καιρό έτυχε να διορθώνω κάτι χρονογραφήματα που έγραφε ο Βάρναλης στην Αυγή. Έχει γράψει και πρωτοχρονιάτικο, βεβαίως, όπου λέει πάνω-κάτω τα ίδια... «Είναι κατά συνθήκην απαραίτητη η κομματική αισιοδοξία», αλλά είναι κάτι που το πίστευαν κιόλας οι άνθρωποι τότε, ότι τα παιδιά μας, εν πάση περιπτώσει, αποκλείεται να ζήσουν μέρες σαν αυτές που ζούμε τώρα. Εδώ είμαστε, τα εγγόνια, και βλέπουμε ότι δεν έγινε έτσι.]
Ἐχουμε λοιπόν δύο γονεϊκές φιγούρες, έχουμε ένα ιστορικό φόντο και μια κοινωνία που θα εμπλουτίζουν σιγά σιγά το γονεϊκό σύστημα αξιών και θα φωτίζονται απ' αυτό... Κάποια στιγμή, θα εμφανιστεί ένας υποκατάστατος πατέρας για τον Φώτο, ο Σωτήρης Πατατζής. Θα εμφανιστεί επίσης ο Μίμης Φωτόπουλος, ο οποίος είχε παντρευτεί την αδελφή της μητέρας του. Ο Φώτος θα αναπτύξει μία πολύ προσωπική και ζεστή σχέση μαζί του. Πού σημαίνει ότι τώρα, μέσα στο κοινωνικό πλαίσο, αρχίζει και μπαίνει και το καλλιτεχνικό πλαίσιο της εποχής, δεδομένου ότι η μητέρα του Φώτου, μέσω του συγγενούς της Κωστή Μπαστιά, δουλεύει στο Εθνικό Θέατρο και ο Φώτος από πολύ μικρός είναι στις παραστάσεις του Εθνικού Θεάτρου. Ταυτοχρόνως είναι μάρτυρας και προσπαθειών όπως οι «Ενωμένοι Καλλιτέχνες»... Το βιβλίο θα κορυφωθεί στο σημείο όπου όλο αυτό το πλέγμα, έχοντας δημιουργήσει όλες του τις εντάσεις, καταλήγει σε μια αναχώρηση. Ο Φώτος, έχοντας υποστεί μια σύντομη παλινδρόμηση και φωνάζοντας νοερώς στα πάλαι ποτέ παιδιά: «Παιγιά, παιγιά, έρχεται ο Φώτος…», θα πάρει το τραίνο και θα φύγει για τα περαιτέρω, τα οποία δεν αφορούν πλέον την ελληνική περιπέτεια.
Που σημαίνει ότι είναι ένα βιβλίο του οποίου η πλοκή μάς οδηγεί σε σοβαρές προσπάθειες αυτογνωσίας. Διότι είναι ο κόσμος από τον οποίο κατάγονται πάρα πολλά απ’ όσα ζούμε σήμερα, είναι η ιστορία του τόπου μας. Είναι η ιστορία ενός ανθρώπου που η προσωπική του ιστορία προφανώς βρέθηκε έρμαιο της συνολικής περιπέτειας της Αριστεράς, και συνολικά, ας πούμε, του τόπου μας.
Και αυτό φαίνεται ότι καθόρισε, πιθανότατα, και τον μετέπειτα τρόπο με τον θα αντιμετώπιζε την τέχνη. Διότι ο Φώτος αντιμετωπίζει την τέχνη του, εφεξής, επί ξυρού ακμής. Στο σημείο ακριβώς όπου το συλλογικό και το προσωπικό, το ιστορικό και το αυτοβιογραφικό, το μυθοπλαστικό και το εξ αντικειμένου συμβάν, τέμνονται. Εξ ου και είχα παρατηρήσει κάποτε, σε μια μνημειώδη βραδιά, που είχε διοργανωθεί στο Χαλάνδρι, στο «Αετοπούλειο» και έπρεπε να μιλήσουμε για την ταινία Δοξόμπους, μετά τη θριαμβική υποδοχή που υπέστη στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, ότι ο Φώτος έκανε το εξής παράδοξο: έστησε μια μυθοπλασία την οποία κινηματογραφικά –αυτή ήταν η μία όψη του νομίσματος, γιατί από την άλλη έβλεπες εικόνες άψογης αισθητικής– τη διαχειρίστηκε ως ντοκυμανταίρ. Δηλαδή ανασυγκρότησε μία εποχή κι έπειτα ήταν σαν να έκανε ένα ντοκυμανταίρ για κείνη την εποχή. Αυτή είναι η βαθύτερη φύση του Φώτου, με αποτέλεσμα, ακόμα και όταν κάνει ντοκυμανταίρ, να διακρίνεις πίσω από το ντοκυμανταίρ την ένταση και τη θέρμη που αναλογούν κανονικά στις αυτοβιογραφίες. Με αποτέλεσμα τώρα, απλώς, ενώ επί πολύ καιρό στροβίλιζε το νόμισμα και όσες φορές και αν το στροβίλιζε, εκείνο έφερνε συνεχώς «εικόνα», τώρα έφερε «γράμματα». Αλλά είναι το ίδιο. Εξού και μετακινούμαι σε άλλα συμφραζόμενα τώρα, μέθης – όμως το ίδιο μπορεί να ισχύσει και στη λογοτεχνία, για ουσιώδεις λόγους. Θυμάμαι λοιπόν πως, όταν είχε γράψει το Περί μέθης ο Παπαγιώργης, περιέγραψε τα στάδια που περνάει ένας άνθρωπος που μεθάει. Κι έλεγε ότι περνάει το ένα, περνάει το άλλο και στο τέλος πια, όταν έχει φτάσει στον πάτο, όταν είναι στα τάρταρα του αλκοόλ, βλέπει σαν χαραγμένη σε μια πέτρα, ας πούμε, την εικόνα της μάνας του. Όταν περάσεις όλα τα επίπεδα του βιβλίου του Φώτου, θα δεις χαραγμένη την εικόνα της μάνας του. Υπάρχει ένα τρομακτικό κενό που ακούγεται πίσω απ’ τις ρίζες και μια αναζήτηση όσον αφορά τον πατέρα του, αλλά υπάρχει, βαθύτερα ακόμη, αποτυπωμένη με αντιμόνιο, ανεξίτηλα, στο βάθος, σαν υδατογράφημα του βιβλίου, η φιγούρα της μάνας του. Άλλωστε, είναι η εικόνα με την οποία ξεκινάει και τελειώνει το βιβλίο.
Θέλω να πω το εξής: Υπάρχει ένα ζήτημα που πιστεύω ότι είναι το κρίσιμο σε εμάς εδώ, στη συνθήκη που εμείς καλούμαστε να διαχειριστούμε. Κρίσιμο σε όλα τα επίπεδα. Υπάρχει ένα ζήτημα ελλειματικού αποθέματος μνήμης. Όλες οι τεχνικές οι οποίες καλλιεργούνται αυτή τη στιγμή είναι τεχνικές προαγωγής λήθης. Είναι φανερό ότι με κάθε τρόπο γίνεται μια προσπάθεια η μνήμη να είναι βραχύβια και η ζωή μας στιγμιαία. Είναι γνωστό ότι πριν από δέκα-δεκαπέντε χρόνια υποστηρίχτηκε ότι η ιστορία έχει τελειώσει και όταν αποδείχτηκε ότι δεν είχε τελειώσει η ιστορία, τότε φαίνεται ότι βρήκαν το εναλλακτικό «ε, δεν πειράζει, αρκεί να μην τη θυμόμαστε»… Οποιοσδήποτε εναντιώνεται, με όποιο τρόπο και να εναντιώνεται, στη στρατηγική της λήθης, στην ουσία κάνει πολιτική δουλειά. Γι’ αυτό και όταν προβλήθηκε η Μεγάλη Ουτοπία (2017), με άφησαν κυριολεκτικά αδιάφορο οι συζητήσεις που γίνανε σχετικά με το αν το έργο ήταν αντικομμουνιστικό ή φιλοκομμουνιστικό, αν ο Φώτος είχε δίκιο να δείξει τον λιμό στην Ουκρανία ή όχι. Δεν τίθεται τέτοιο θέμα παρά μόνο στην επιφανειακή στιβάδα. Στη βαθύτερη στιβάδα, ένα βιβλίο είναι πολιτικό (και συνεπώς –θα μου επιτρέψετε τις βαθύτερες αγκυλώσεις της γενιάς μας και της ηλικίας– και αριστερό) όταν αναμοχλεύει τη μνήμη και μάλιστα στα σημεία της εκείνα στα οποία η μνήμη έχει κατεξοχήν πληγεί. Μέσα λοιπόν σε ένα γενικό κλίμα αναθεωρητισμού, όπου φαίνεται ότι η Ιστορία πάει να φτιαχτεί σαν κάτι άλλο από αυτό που ήτανε, ενώ διατηρούνται ταυτοχρόνως σκοτεινές περιοχές που δεν πρέπει κανείς να τις θίξει, ένα αφήγημα το οποίο λειτουργεί ως αφήγημα, συνεπώς σε δελεάζει με τον μόνο τρόπο που μπορεί να αντιδράσεις, δηλαδή με την απόλαυση να το διαβάσεις, και που αναμοχλεύει ταυτοχρόνως όλα τα κοιτάσματα της συλλογικής μνήμης, είναι ένα βιβλίο πολιτικό επί της βαθύτατης ουσίας του.