Χάρτης 12 - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2019
https://dev.hartismag.gr/hartis-12/pyxides/mikrh-klimaka-nikos-adam-boydoyrhs-maria-xyloyrh-elena-pegka-nikh-xatzhdhmhtrioy
H
στήλη αυτή θα προτείνει κάθε μήνα σε τρεις-τέσσερις συγγραφείς μια
φράση που θα αποτελεί τον τίτλο ή θα εμπεριέχεται σε ένα αδημοσίευτο
πεζό κείμενό τους (έως 250 λέξεις). Ενίοτε θα δίνεται και μη ρηματική
ιδέα συγγραφής. Στόχος της στήλης είναι αφενός να δημιουργηθεί μια
δεξαμενή συλλογής πρωτογενούς υλικού και αφετέρου μια εν προόδω
χαρτογράφηση της ελληνικής περίπτωσης στο τοπίο της σύγχρονης ελληνικής
μικρομυθοπλασίας.
Στους τέσσερις συγγραφείς αυτού του τεύχους έχει δοθεί η φράση:
«καλή τύχη».
Oξυγόνο
Ο Χρήστος Καρράς και η σύζυγός του, Βενετία, εμφανίστηκαν ενώπιον του δικηγόρου Καλπούζου, αιτούμενοι διαζύγιο μετά από σαράντα χρόνια γάμου. Στην απορία του δικηγόρου για τα πώς και τα γιατί της απόφασης, η Βενετία σιωπούσε. Ο σύζυγός της διευκρίνισε στον δικηγόρο πως αιτία του διαζυγίου είναι το ασύμβατο ανάμεσα στην αγάπη του για τα καναρίνια και στην εμμονή της Βενετίας με το λιβάνισμα.
Τα καναρίνια, εξηγούσε, δεν αντέχουν το λιβάνισμα και η κυρία επιμένει κάθε απόγευμα που τα πουλιά θέλουν να κοιμηθούν, να λιβανίζει. Στο σημείο αυτό η Βενετία μουρμούρισε, αρλούμπες. Ο Καρράς την αγριοκοίταξε κι εκείνη σιώπησε ξανά. Έκπληκτος ο δικηγόρος ρώτησε τον ηλικιωμένο τι τα ενοχλεί τα καναρίνια το λιβάνι. Ο Καρράς σηκώθηκε και είπε: «Τα καναρίνια, αγαπητέ, έχουν μεγάλη ευαισθησία στην έλλειψη οξυγόνου, ίσως δεν το γνωρίζετε, τα είχαν οι ανθρακωρύχοι ως φύλακες αγγέλους, κάθε ανθρακωρύχος είχε κρεμασμένο στο λαιμό του σαν μεγάλο μενταγιόν ένα μικρό κλουβάκι με το καναρίνι του για προστασία και καλή τύχη. Όταν στη στοά το οξυγόνο λιγόστευε, το καναρίνι πετάριζε, αυτό ήταν το σήμα για να γυρίσει ο ανθρακωρύχος πίσω. Τα πουλιά δεν είναι μόνο ωδικά είναι και χρήσιμα. Στο σπίτι μου το οξυγόνο λιγοστεύει. Πνίγονται τα καημένα. Συνεπώς, η λύση είναι διαζύγιο. Διαφορετικά θα την πνίξω με το μαξιλάρι, κι αυτό λιβάνι μυρίζει».
Τα τελευταία λόγια συνοδεύτηκαν από παράξενο κρότο κι αυτό επειδή ο Καρράς στις χούφτες του κρατούσε μεταλλικό χαρτοκόπτη. Αφού ξεστόμισε την απειλή, τα δάχτυλά του χαλάρωσαν και ο χαρτοκόπτης πέφτοντας σφηνώθηκε στο παρκέ.
Ένα τέλος
Καλή τύχη, μου είπε ενώ έβγαινα απ’ το αυτοκίνητο σκορπώντας χαρτομάντιλα απ’ τις τσέπες μου χωρίς να νοιάζομαι να τα μαζέψω, κι έφυγε πριν με δει να μπαίνω στο σπίτι, πράγμα ασυνήθιστο για κείνον, ωστόσο αναμενόμενο δεδομένων των συνθηκών, παρόλα αυτά όμως μπήκα στο σπίτι περιμένοντας ν’ ακούσω το κουδούνι πριν καλά καλά κλείσω την πόρτα, να λάβω ένα μήνυμά του πριν κρεμάσω το παλτό μου, ή αργότερα να διαβάσω ένα από τα γνωστά του μεταμελημένα ιμέιλ, και την ίδια ώρα που ήλπιζα να πάει έτσι το πράγμα και να συνεχίσουμε τους ίδιους κύκλους γύρω από το ίδιο σημείο, αν μη τι άλλο επειδή χωρίς αυτούς, θα έπρεπε να βρω καινούργιους κύκλους, ή ίσως τετράγωνα, ή ίσως σχήματα παντελώς άγνωστά μου, την ίδια ώρα λοιπόν δεν ήθελα κιόλας, αφού ήμασταν κι οι δύο εξαντλημένοι και κάποτε πρέπει, επιτέλους, να ομολογείς το τέλος των πραγμάτων αντί να επιμένεις να κυλιέσαι στις στάχτες τους, τάχα πως κάποια ζεστασιά ακόμα επιζεί σ’ αυτές, οπότε στάθηκα εκεί στη μέση του σαλονιού και περίμενα η νύχτα να μου πει ότι όλα θα πάνε καλά ή έστω καλύτερα ή έστω αλλιώς και ούτε κουδούνι χτύπησε, ούτε τηλέφωνο, μόνο μια γάτα ακούστηκε να νιαουρίζει απέξω, κι έπειτα τίποτα.
Καλή τύχη
Τώρα η Μπέλα γυρίζει σπίτι από το σχολείο με τα πόδια. Ρίχνει ένα ψιλόβροχο, το είδος της βροχής που δε χρειάζεσαι ομπρέλα. Φορά στο κεφάλι το πλαστικό της καπέλο. Έχει μία αίσθηση κατεύθυνσης το σώμα της, τα πόδια της, σα να είναι προγραμματισμένα, την πηγαίνουν πίσω στο σπίτι. Στο δρόμο, λευκά μεγάλα σπίτια στέκουν δεξιά και αριστερά. Είναι στις ίδιες θέσεις που τα άφησε χθες. Συναντά το μικρό πάρκο με τα γκρίζα δέντρα που ρίχνουν τα κίτρινα φύλλα τους. Σέρνει τη σχολική της τσάντα που έχει ρόδες ανάμεσα σε σωρούς από ξερά φύλλα. Τα φύλλα σκαλώνουν στις ρόδες, την καθυστερούν.
Την προσπερνά ένας μικρόσωμος άντρας που κρατά από το λουρί έναν ψηλό, μεγαλόσωμο σκύλο, έναν μολοσσό. Η Μπέλα φαντάζεται τον μεγάλο σκύλο ανάμεσα σε έπιπλα, να πηγαίνει στην κουζίνα, ενώ ο κοντός άντρας μαγειρεύει. Την έλκει η παράξενη εικόνα του κοντού άντρα με τον ψηλό σκύλο, βγαίνει από τον δρόμο της, το σώμα της χάνει τον προγραμματισμό του, τους ακολουθεί.
Έξω από ένα σπίτι, βλέπει τον μικρόσωμο άντρα να ξεκλειδώνει την εξώπορτα, να μπαίνει μέσα με το σκυλί. Η Μπέλα μένει έξω. Έχει χαθεί.
«Όταν είναι δύσκολο να φτάσουμε κάπου, μπορεί να χρειαστεί να κλείσουμε τα μάτια μας. Για να πάμε δηλαδή από το ένα σημείο σε κάποιο άλλο σημείο», είχε ακούσει τη μάνα της να λέει.
Αγγίζει το κλειδί που έχει περασμένο στον λαιμό της, του δικού της σπιτιού. «Καλή τύχη», λέει στον εαυτό της. Κλείνει τα μάτια. Κάνει μεταβολή.
Το δαχτυλίδι της τύχης
Ως προς την προέλευσή του κανένα μυστήριο δεν έκρυβε το όμορφο κόσμημα: δώρο του προπάππου μου στην σύζυγο και μητέρα των παιδιών τους από ταξίδι στην εσπερία, ήταν ζαφείρι δεμένο σε λευκόχρυσο μαζί με τέσσερα μικρά διαμαντάκια, όλα πολύτιμα και δυσεύρετα στην Ελλάδα του προ-προηγούμενου αιώνα.
Η πρόγιαγιά μου –πολλά χρόνια και παιδιά αργότερα– όταν ήρθε η ώρα να αποκαταστήσει την τελευταία της θυγατέρα, της έβαλε το κόσμημα στο δάχτυλο, τη φίλησε στο μέτωπο και «φέρνει καλή τύχη, θα δεις» τη βεβαίωσε.
Μισόν περίπου αιώνα αργότερα πρωτοείδα, παιδί εγώ, το δαχτυλίδι φορεμένο από τη γιαγιά μου με την ευκαιρία γιορτής ή επετείου.
Άστραψε το ζαφείρι στα μάτια μου σαν αστέρι κάπως, το κατάλαβε η γιαγιά «θα στο χαρίσω για να σου φέρει καλή τύχη, όταν μεγαλώσεις» υποσχέθηκε.
(Προσωπικώς μη πιστεύοντας στην τύχη και μάλλον όντας πιστή οπαδός της επιστήμης και των γονιδίων, παρατηρώ τις τύχες δικές μου και των άλλων, όσες πέρασαν και όσες μέλλουν, δίχως περιέργεια αλλά με κατανόηση).
Στο δαχτυλίδι, η τύχη επεφύλασσε ένα τέλος μάλλον άδοξο: όταν έφτασε η σειρά μου να το χαρίσω στη νύφη μου, το πήγα σε εκτιμητή.
«Ο λευκόχρυσος οκέι, οι πέτρες καλές απομιμήσεις, το ’χετε χρόνια;» ρώτησε.
Το ψεύτικο ζαφείρι δεν άλλαξε φυσικά χέρια και αναπαύεται πάντα στο συρτάρι μου, αγέρωχο πάνω στο μαύρο του σατέν, έτοιμο να προσφέρει την καλή του τύχη σε όποιον το πιστέψει για αληθινό.
Είναι φανερό, λέω, πως και οι πέτρες, σαν τις πίστεις κι αυτές, δεν διαθέτουν το φιλάνθρωπο γονίδιο του θανάτου.