Χάρτης 12 - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2019
https://dev.hartismag.gr/hartis-12/afierwma/to-manifesto-toy-kaloy-kritikoy
————————————————————————————
Γιάννης Βαρβέρης, Η κρίση του θεάτρου, τόμ. Α΄-Στ΄, Αθήνα 1976-2011
————————————————————————————
Η αμφισημία που εμπεριέχει ο τίτλος[1] της σειράς δοκιμίων για το θέατρο του χαλκέντερου συγγραφέα και μεταφραστή Γιάννη Βαρβέρη οφείλεται ασφαλώς στην ποιητική ιδιοσυγκρασία του και στην πρόθεσή του να υποδείξει τρόπους προσέγγισης των κειμένων του: κριτική στο θέατρο αλλά και αναφορές για την (όποια) κρίση του θεάτρου. Πρόκειται για ένα έργο, του οποίου η έκταση δεν περιλαμβάνεται ούτε στην εξάτομη συγκεντρωτική έκδοση της κριτικής που άσκησε για όσες παραστάσεις –από πολύ περισσότερες που παρακολούθησε– αποφάσισε να γράψει από το 1976 μέχρι τις τελευταίες μέρες της ζωής του το 2011, ούτε σε κάποιο περιοδικό ή ημερήσιο έντυπο. Από ένα πρόχειρο κοίταγμα των δέκα πρώτων τευχών της Λέξης του 1981 παρατηρούμε ότι στον πρώτο τόμο της Κρίσης δεν αναδημοσιεύονται δυο κείμενά του, Το μονό ζευγάρι του Νιλ Σάιμον και Το σόι του Γιώργου Αρμένη. Όσον αφορά το πρώτο, μια πασίγνωστη αμερικάνικη κωμωδία που πρωτοεμφανίστηκε στην ελληνική σκηνή το 1965, ο Βαρβέρης τίθεται αρνητικός στους περισσότερους συντελεστές της, εξαιρουμένων του μεταφραστή Π. Μάτεσι και του ταλαντούχου Σταύρου Παράβα. Το πιο δηλητηριώδες βέλος του εκτοξεύεται στον Νίκο Κούρκουλο, του οποίου αξιολογεί την ερμηνεία αυτάρεσκη («αυτάρεσκα το παράπαιξε»), και καταλήγει, επιμένοντας στην απαξίωση του δημοφιλούς ηθοποιού, ότι «φύσιν μεταβαλείν, ου ράδιον».[2] Με παρόμοιο περίπου τρόπο στέκεται απέναντι στον Γιώργο Αρμένη ως συγγραφέα του έργου Το σόι και στον Γιώργο Λαζάνη ως ερμηνευτή του με το «ακατανόητο τρέκλισμα μεθύστακα»... Η αρνητική στάση του Βαρβέρη και στις δυο περιπτώσεις πιθανόν να τον οδήγησε, μετά από ωριμότερη σκέψη, στον αποκλεισμό των κειμένων από τη συγκεντρωτική έκδοση του πρώτου τόμου, αφού και οι τρεις αποκαθηλωθέντες (Ν. Κούρκουλος, Γ. Αρμένης και Γ. Λαζάνης), πέρα από την κακή στιγμή που βρέθηκαν –κατά τον Βαρβέρη– στις συγκεκριμένες παραστάσεις, διέθεταν πλούσιο βιογραφικό με προγενέστερες και ακόλουθες επιτυχίες. Στοιχεία δηλαδή που μάλλον υποχρεώθηκε να συνεκτιμήσει εκ των υστέρων, μη αγνοώντας και τη σοβαρή του αντιπαράθεση με τον Νίκο Κούρκουλο από το πρώτο κιόλας δημοσίευμά του, όπου αποφαίνεται ότι: «Δυστυχώς ο κ. Ν. Κούρκουλος (...) μέσα σ’ όλα αυτά ήταν η τέλεια παραφωνία. Άραγε συναισθάνθηκε ότι έπαιζε Τσέχωφ;»[3]
Οι παραπάνω περιπτώσεις αντιμετώπισης θεατρικών έργων δεν αποτελούν εξαίρεση από τον κανόνα. Η αντίδραση του Θύμιου Καρακατσάνη εναντίον του Βαρβέρη στην κριτική που του άσκησε συζητείται ακόμη στον φιλικό του κύκλο του ποιητή,[4] όπως βέβαια και η περιπέτειά του με πληρωμένους μπράβους γνωστής ατάλαντης ντίβας του θεάτρου, για την οποία εξέφρασε ευθαρσώς την άποψή του για την παράσταση στην οποία πρωταγωνιστούσε. Ο Βαρβέρης δείχνει τα δόντια του στους συντελεστές πολλών αποτυχημένων ή μέτριων, στο σύνολό τους ή στα επιμέρους, παραστάσεων. Φυσικά, όταν δεν αποδέχεται επιλογές και κατακεραυνώνει επώνυμους θεατράνθρωπους, η περιρρέουσα ατμόσφαιρα θερμαίνεται, δημιουργείται αναβρασμός, εγείρονται αντιπαραθετικές συζητήσεις και σχόλια. Από την άλλη πλευρά, όμως, είναι προσεχτικός και τεκμηριωμένος, όταν ασκεί κριτική σε πρόσωπα του βεληνεκούς π.χ. του Κάρολου Κουν, για τον οποίο αναφέρει το 1978 ότι στη διανομή των ρόλων στις Βάκχες του Ευριπίδη οι ηθοποιοί του με την ερμηνεία τους πέτυχαν ένα «αμφιλεγόμενο» αποτέλεσμα κτλ.[5]
Επίσης στα 1983 στηλιτεύει με απίστευτη ευθύτητα και κριτική ωριμότητα την αδυναμία των συντελεστών της επιθεώρησης να σταθούν σε ένα αξιοπρεπές επίπεδο, ισάξιο εκείνου των παλαιότερων από το 1965 θεατρικών συγγραφέων, σκηνοθετών ερμηνευτών κτλ. Γράφει: «...νομίζω ότι η επιθεώρηση στέρεψε επειδή ο λαός δεν μιλάει. Η γλώσσα αργοπεθαίνει, ... ο εκάστοτε γράφων προσαρμόζεται... Πομποί και δέκτες υποβαθμισμένοι».[6]
Γενικώς στα ζητήματα του θεάτρου θεωρώ ότι η κριτική του Βαρβέρη υπήρξε η δυναμικότερη και προσφιλέστερη ενασχόλησή του. Ήταν ένας τομέας που τον γοήτευε, αν και σε πολλές περιπτώσεις, λόγω της ευθυκρισίας του, τον έθετε απέναντι στο θεατρικό κατεστημένο της εποχής, απέναντι σε δημοφιλή ονόματα συγγραφέων, συντελεστών, παραγόντων και ηθοποιών. Μεγαλώνοντας σε σπίτι με συγγενείς ηθοποιούς (θείος και θεία) μπήκε από παιδί στην πλατεία και στα παρασκήνια του θεάτρου, τα οποία ενέταξε στον ζωτικό χώρο του.[7]
Οι πρώτες δημοσιεύσεις του εν λόγω εξάτομου έργου Η κρίση του θεάτρου είναι διάσπαρτες: Στην Παρουσία του Θ. Μπρούλη (1976-77), στις Τομές του Δ. Δούκαρη (1978-1980), στη Λέξη των Θ. Νιάρχου και Α. Φωστιέρη (1981-1999)[8] και στην Καθημερινή (1989[9] έως 2011). Η επικαιρότητα τον υποχρέωνε να προωθεί τα κείμενά του σε έντυπα με κύρος και συχνή περιοδικότητα. Οι συγκεντρωτικές εκδόσεις που ακολούθησαν, με επιλογές από τα κριτικά κείμενά του, έχουν εκδοθεί από διάφορους οίκους: Καστανιώτης (1985), Εστία (1991), Σοκόλης (1995), Αλεξάνδρεια (2003, 2010 και 2013 – το τελευταίο τομίδιο μετά τον θάνατό του).
Παρά τη μακροχρόνια εκδοτική αντιμετώπιση, το εξάτομο έργο παρουσιάζει αξιοσημείωτη συνοχή και ομοιογένεια, ο Βαρβέρης φρόντισε να το καταστήσει ελκυστικό, μοναδικό στο είδος του –δίπλα στου Τάσου Λιγνάδη–, για ενημέρωση και μελέτη σημαντικών θεατρικών παραστάσεων από το θεατρόφιλο κοινό και τους ειδικούς. Τα κριτικά του κείμενα παρατάσσονται σε χρονολογική σειρά με ελάχιστες επουσιώδεις γλωσσικές εξομαλύνσεις από τις πρώτες δημοσιεύσεις. Ωστόσο, είναι εμφανές ότι η συχνότητα της γραφής των κειμένων, πέρα από τη διαφορετική στοχοθεσία, περιόρισαν την επιστημονική προσέγγιση τύπου Πούχνερ. Πρόθεσή του ήταν καθαρά η επικοινωνία με το θεατρικό κοινό. Γράφει σχετικά: «Η κριτική αυτή μάλλον φιλοδόξησε να παρακολουθήσει στις σημαντικότερες εκφάνσεις που διαμόρφωσαν τη θεατρική ταυτότητα του τόπου μας..., αξιολογώντας έργα, πρόσωπα, πράγματα, προθέσεις και αποτελέσματα...».[10]
Οι θεματικοί άξονες στους οποίους επικέντρωσε την πρώτη του έκδοση (Η κρίση του θεάτρου 1976-1984) αναφέρονται στις παραστάσεις αρχαίας τραγωδίας και κωμωδίας που παρουσιάστηκαν στα φεστιβάλ 1981-84 (36 συν 2 εκτός φεστιβάλ παραστάσεις από τις 108 παρουσιάσεις), και λιγότερο στην επιθεώρηση, τη συμβολή της οποίας δεν θεωρεί σημαντική στις παρεμβάσεις των τεχνών διά του θεάτρου, αν και στον τρίτο τόμο αφιερώνει εκτενές κείμενο για την μεταπολεμική φθίνουσα πορεία της. Ο ίδιος αυτοαναφέρεται ως εξής:
«προτιμήθηκαν τα θεατρικά εκείνα ερεθίσματα που, κατά τρόπο θετικό ή αρνητικό, αποτέλεσαν προτάσεις ή προκλήσεις στα θεατρικά μας πράγματα: δόθηκε ιδιαίτερη βαρύτητα στο αρχαίο δράμα και στην κωμωδία καθώς και σε περιφερειακές πειραματικές προσπάθειες, ενώ αντιμετωπίστηκαν σε φειδωλή δειγματοληψία το ξένο βουλεβάρτο, η ελληνική κωμωδία, η επιθεώρηση και γενικότερα το καθαρά ‘εμπορικό’ θέατρο».[11]
Η εσωτερική δομή των θεατρικών κριτικών του Βαρβέρη, αν και δεν ακολουθεί πανομοιότυπο σχεδιασμό σε όλα τα κείμενά του, ενέχει μια ευδιάκριτη ακολουθία: το πρώτο μέρος αναφέρεται στο έργο και στον συγγραφέα του και το δεύτερο στην παράσταση, στους ρόλους των ηθοποιών. Συχνά οι ενότητες αυτές διαχωρίζονται ευκρινώς σε κεφάλαια με εσωτερικούς τίτλους: άτιτλη εισαγωγή, «Έργο-παράσταση», «Ηθοποιοί». Το δομικό μοτίβο του διαταράσσεται, όταν επανέρχεται σε γνωστά θεατρικά δρώμενα καθώς και όταν αποφασίζει να γίνει πιο συνοπτικός είτε διότι θεωρεί κοινότοπη την μακρηγορία, είτε γιατί το όλο έργο εκτιμάται ως ήσσονος σημασίας, είτε τέλος επειδή κάποιος άλλος ειδικός είχε ασχοληθεί πρόσφατα με αυτό.
Οι διαφορές ανάμεσα στη γραφή των πρώτων κριτικών κειμένων του Βαρβέρη από τα τελευταία, αν και διαμεσολαβεί μια ολόκληρη 35ετία, δεν είναι δραστικές ούτε στη γλώσσα, ούτε στη διάταξη, ούτε στον αξιολογικό σχολιασμό των θεατρικών έργων και συντελεστών. Θα έλεγα πως η δοκιμιακή γλώσσα του παρέμεινε σταθερή καθ’ όλη τη διάρκεια της χρήσης της με τη διαφορά ότι στα αρχικά (ποτέ πρωτόλεια) κείμενά του παρεισφρέουν αρκετά νεολογικά στοιχεία και δυτικόφερτοι όροι, ενώ στα κείμενα του έκτου τόμου κυριαρχούν η εκφραστική απλότητα και η ρέουσα δημοτική με ελάχιστες πρωτόφαντες λέξεις. Είναι σαφές ότι η γλωσσική του παιδεία επηρεάστηκε αρχικά από τη νεανικότητα, τον δυναμισμό και το πάθος του χαρακτήρα του. Τα χαρακτηριστικά αυτά όμως απουσιάζουν από τα τελευταία του κείμενα, όπου κυριαρχεί η ωριμότητα, η οποία σε συνδυασμό με την ήπια κριτική διατύπωση συνθέτουν εύληπτα δοκίμια αξιολόγησης θεατρικών παραστάσεων με διαχρονική ισχύ. Μέσα σε όλα αυτά, ωστόσο, σε καμία περίπτωση ο Βαρβέρης δεν συμβιβάζεται, οι σκέψεις του περνούν στο χαρτί ανενδοίαστα. (Ως παράδειγμα υπενθυμίζω από το τελευταίο του κριτικό κείμενο τον χαρακτηρισμό του υπερρεαλιστή Δημήτρη Παπαδίτσα ως «παραθεωρημένου»[12] ποιητή, προσδιορισμό τον οποίο κάλλιστα θα μπορούσε να αποφύγει, επειδή δεν υπηρετεί τις ανάγκες του δοκιμίου του...). Γράφοντας εμπιστεύεται το κριτήριό του. Η ευρυμάθεια και η προετοιμασία με την οποία είναι οπλισμένος του συμπαραστέκονται σε κάθε περίπτωση και του επιτρέπουν να αποδίδει προς κάθε κατεύθυνση τα του Καίσαρος τω Καίσαρι...
Επιπροσθέτως στη γραφή του Βαρβέρη μπορούμε να διακρίνουμε μια υπεροπτική ή τουλάχιστον από καθέδρας αντιμετώπιση στην κριτική των παραστάσεων, όχι μόνο ως απόρροια του υποκειμενισμού που ενδεχομένως επηρεάζει τις θέσεις του εκάστοτε κρίνοντος αλλά και ως αποτέλεσμα της αυτοεκτίμησης που προξενούσε η βαθιά τριβή του με τα τεκταινόμενα μέσα και γύρω από το θέατρο. Παράλληλα, αρίδηλα εμφανίζονται τα ψήγματα περιορισμένης πειστικότητας στην υποστήριξη των απόψεών του, όταν διατυπώνονται χωρίς τακτ, με στεγνότητα, αποτέλεσμα της υπεροψίας που ανέφερα, η οποία ωστόσο συν τω χρόνω μετατρέπεται σε διακριτική παρέμβαση: σε κριτική του σκηνοθέτη στην παράσταση του Σιρανό ντε Μπερζεράκ στο Εθνικό θέατρο καταλήγει συμπερασματικά στις 30-1-2011: «Πιστεύω πως η παράσταση του Καραθάνου θα κέρδιζε περισσότερο, αν οι στόχοι του ήταν σαφέστεροι και λιγότερο ανομοιογενείς».[13] Επιχειρώντας μια ενδοσκόπηση απολογητικού τύπου στα χαρακτηριστικά των κειμένων του, πολλά από τα οποία, παρατηρώντας τα εκ του μακρόθεν, θέτει σε αμφισβήτηση, αναφέρει: «[τα χαρακτηριστικά αυτά] μπορεί να εμφανίζουν όπως διατυπώνονται έναν αξιωματικό χαρακτήρα, τον οποίο όμως βεβαιώνω πως δεν έχουν, τουλάχιστον ως πρόθεση».[14]
Θα πρέπει να συμφωνήσουμε με τον Βαρβέρη σε αρκετές από τις απόψεις του για το πώς φαντάζεται τον καλό κριτικό του θεάτρου. Αν και δεν είναι βέβαιος για την ισχύ τους και μερικές από αυτές παρουσιάζουν μεταξύ τους αντιφάσεις, τις καταγράφει σαν ένα προσωπικό μανιφέστο.[15] Ανάμεσα σε αυτές (η προσέγγισή μου επισημειώνει τις βασικότερες αλλά δεν τις εξαντλεί) υποστηρίζει ότι κατά κανόνα την αρνητική κριτική δεν την αποδέχονται οι συντελεστές των θεατρικών παραστάσεων, οι καλλιτέχνες θεωρούν ότι επιτελούν το έργο τους με τον καλύτερο τρόπο, ότι η ατεκμηρίωτη θεατρική κριτική είναι απαράδεχτη και ότι η σχέση κρίνοντος και κρινομένων διέπεται από τη ρήση «άλλα τα κρασιά κι άλλα τα γραφτά»... Επιπλέον επαναφέρει για πολλοστή φορά στο προσκήνιο τη θέση του για την επιθεωρησιακή παράσταση: «νομίζει» ότι δεν συμβάλλει στην ευρωστία του θεάτρου, άσχετα αν πρέπει να επισημαίνεται η ποιότητα της υποκριτικής.
Για τον κριτικό του θεάτρου –«νομίζει» επίσης– ότι πρέπει να περιορίζεται στην κρίση του συγκεκριμένου έργου και στον τρόπο που αποδίδεται στο κοινό, ασκώντας το δικαίωμά του ως καλά προπαρασκευασμένος θεατής, όπως και οι συντελεστές, οι οποίοι μπορούν, χωρίς να είναι κριτικοί, να διατυπώνουν ορθές απόψεις γύρω από μία παράσταση. Ο θεατρικός κριτικός ευκταίο είναι να διαθέτει «εντιμότητα, οξυδέρκεια (εδώ συμπεριλαμβάνεται και η γνώση) και αγάπη προς το θέατρο»,[16] να είναι επιεικής απέναντι σε μεμονωμένες αποτυχίες επιτυχημένων καλλιτεχνών και αντιθέτως επιφυλακτικός απέναντι σε σποραδικές επιτυχίες μέτριων καλλιτεχνών. Συγκρίνοντας τους κριτικούς θεάτρου και λογοτεχνίας υποστηρίζει ότι ο κριτικός του θεάτρου μειονεκτεί έναντι του κριτικού λογοτεχνίας, επειδή ο δεύτερος διαθέτει άνεση και ιδιωτικό χώρο να εργαστεί, ενώ ο πρώτος είναι υποχρεωμένος να είναι επίκαιρος και να έρχεται συνεχώς σε άμεση επαφή με τους κρινόμενους. Και συμπληρώνει ότι ο κριτικός του θεάτρου δεν απολαμβάνει τις παραστάσεις, επειδή συγκεντρώνεται στην ταυτόχρονη με την παρακολούθηση αποτίμηση των δρώμενων.
Οι παραπάνω απόψεις του Βαρβέρη καταδεικνύουν την ιδεολογική του θέση γύρω από το προφίλ του καλού κριτικού, η οποία στηρίζεται επί το πλείστον, χωρίς αυτό να τις υποβαθμίζει, στην εμπειρική γνώση και όχι στη θεωρία για τα χαρακτηριστικά του καλού κριτικού του θεάτρου.
Αν όντως ισχύει η άποψη ότι ανάμεσα στους ανθρώπους διαμεσολαβεί η ματιά και η ομιλία και στην περίπτωση των απόντων ο γραπτός λόγος, έχουμε μπροστά μας μια περίπτωση ανθρώπου –τον Γιάννη Βαρβέρη–, του οποίου η γλωσσική καλλιέργεια και η εκφραστική δεινότητα υποστήριξαν με υψηλές επιδόσεις την μακρόχρονη ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία –όπως φαίνεται από το αντίστοιχο έργο του– και την κριτική (του θεάτρου εν προκειμένω) με ήθος, τιμιότητα και ευθυβολία. Ο Βαρβέρης υπήρξε ένας κριτικός, που πίστευε ότι επιτρέπεται να οργίζεται κανείς μόνο όταν «το ύπουλο εμπόριο παρουσιάζεται ως τέχνη»,[17] για να εξυπηρετηθούν αλλότρια οικονομοθηρικά συμφέροντα.