Χάρτης 13 - ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2020
https://dev.hartismag.gr/hartis-13/pyxides/tokio-h-diarkeia-ths-poihshs
————————————————
Γέρνει ο αυχένας της
κι ο ήλιος λαχταράει
να βρισκόταν πιο κοντά
{Ένας καμικάζι }
————————————————
Επαναφορά: η εμμονή στο ίδιο, το οποίο εν τέλει αποδεικνύεται πολυδιάστατο. Μάλιστα, σ΄ ένα μεγάλο βαθμό ανεξερεύνητο. Η αίσθηση της επανάληψης, της επιστροφής στο ίδιο ως ελιξίριο διατήρησης του πρώτου ενθουσιασμού. Στην πρωτεύουσα δηλαδή της Ιαπωνίας ξανά, επειδή ποτέ ως τώρα δεν πίστεψα ότι εξαντλείται να μου λέει να γράφω.
*
Μάθημα αισθητικής δεοντολογίας. Η ποίηση, το απόλυτο πεδίο της συμβολικής συμπεριφοράς. «Απʼ όσα παρατηρούμε, τίποτε δεν υπάρχει που να μην είναι άνθος, από όσα μας μαρτυρούν οι αισθήσεις μας, τίποτε δεν υπάρχει που να μην είναι σελήνη. Βάρβαροι είναι αυτοί που δεν ξεχωρίζουν το λουλούδι εντός των πραγμάτων»: επιστροφή στο Τόκιο, τον χειμώνα που μας πέρασε, άλλη μια φορά να ακούσω να μου διαβάσουν ποιήματα και αποσπάσματα από τα ταξιδιωτικά έργα του γερό – Μουνεφούσα, που έγινε βέβαια ευρύτατα γνωστός ως Μάτσουο Μπασό, στη γλώσσα του. Έρχομαι εδώ να αποστηθίσω νέα τοπία, να μελετήσω παραστάσεις της καθημερινότητας, να μείνω σε συγγενείς, να δω ξανά και ξανά φίλους Γιαπωνέζους, που γνώρισα στη Νέα Υόρκη, στις αρχές της δεκαετίας του ʼ80. Συμφοιτητές μου τότε στο μεταπτυχιακό τμήμα της Σχολής Διεθνών και Δημοσίων Σχέσεων του Πανεπιστημίου Κολούμπια, τώρα στελέχη του ιδιωτικού τομέα, επιμελητές εκδόσεων, διευθυντές πατρικών επιχειρήσεων.
*
Είναι όπως τότε, διαθέσιμοι, έτοιμοι να οργανώσουν τη μύησή μου τόσο στις συχνά απροσδόκητες απολαύσεις της νύχτας στη δαιδαλώδη πρωτεύουσα, όσο και στην παραδοσιακή τέχνη της πατρίδας τους, ιδίως στις χρήσεις και στη σκοπιμότητα του χαϊκού σήμερα. Κάτι που ξέρουν ότι από παλιά με ενδιέφερε ιδιαίτερα. Πόσες φορές δεν είχαμε κάτσει σε καφετέριες μετά το μάθημα για να συγκρίνουμε πρόσφατες μεταφράσεις στα αγγλικά αυτών των επιγραμματικών αποδόσεων της στιγμιαίας αιωνιότητας. Άλλες αποσπούσαν αμέσως τις επιδοκιμασίες τους, ενώ άλλες τους έκαναν να αναρωτιούνται αν οι μεταφραστές ελευθερίαζαν, ή απλώς αυτοπαγιδευόντουσαν π. χ. στην προσπάθειά τους να αποδώσουν τη βουτιά του διάσημου βατράχου του Μπασό στη λιμνούλα. «Στη λιμνούλα του μηδενός, στη λίμνη του Central Park του Μανχάταν», όπως επέμενε να τονίζει πάντα, θυμάμαι, με έμφαση ο ίδιος φίλος. Κάθε φορά που φτάνω στο Τόκιο, που επί λέξει σημαίνει «Ανατολική πρωτεύουσα», αφήνω σʼ εκείνους την πρωτοβουλία να προγραμματίσουν την έκπληξη. Τους έχω ασφαλώς τυφλή εμπιστοσύνη. Είναι ατσίδες. Σαν τους μάστορες της ανθοδετικής τέχνης, της ικεμπάνα, που ένα φυλλαράκι χρυσάνθεμου μπορούν να το κάνουν άνετα, μέσα σε λίγα λεπτά, να μοιάζει με μικρογραφία του βουνού Φούτζι την άνοιξη. Προνόμιο, αναμφισβήτητα: να περπατώ και πάλι μαζί τους στην ασπαίρουσα γη του Πωλ Κλοντέλ: «Η Ιαπωνία / σαν ένα μακρύ / Κότο / ανατριχιάζει ολόκληρη / κάτω απ ΄ τα δάχτυλα / του Ανατέλλοντος Ηλίου ».
Προηγείται η καθιερωμένη περιπλάνηση στα περιώνυμα κέντρα της καταναλωτικής ενδοχώρας, Σιντζούκου, Σιμπούγια και μετά Ομοτεσάντο. Τρεις περιοχές, τρεις στίχοι ενός χαϊκού. Η προοδευτική μου εξοικείωση με το Τόκιο είναι εν τέλει ευθέως ανάλογη με εκείνη που βιώνω ερχόμενος σε τακτική επαφή με την άδολη, εναργή, ελλειπτική κι άλλο τόσο καθηλωτική ποιητική του Κομπαγιάσι Γιατάρο, δηλαδή του αρχιμάστορα Ίσσα, που μας έμαθε με τα ποιήματά του να βλέπουμε τις μύγες και τους Βούδες ως ισότιμους πολίτες της ίδιας κειμενικής τάξης. Σταματήσαμε σ΄ ένα βιβλιοπωλείο. Ένα τμήμα του πρότεινε μόνο δεκάδες συλλογές χαϊκού, αλλά και περιοδικά αποκλειστικά αφιερωμένα στο είδος αυτό. « Αυτό άνοιξε τώρα. Κι έχει μεγαλύτερη ποικιλία εκδόσεων χαϊκού από κάποια άλλα σʼ αυτή την περιοχή. Δεν είναι περίεργο – είναι παρήγορο. Ευτυχώς είναι μια μόδα, που δεν παλιώνει ποτέ. Με τα χαϊκού μαθαίνουμε ό, τι η άλλη λογοτεχνία θέλει να δείξει και συνήθως δεν μπορεί- δεν υπερβάλλουμε », έσπευσαν να με βεβαιώσουν οι συνοδοί μου. Με είχαν τόσο καλά μάθει πια, ώστε είχαν αρχίσει να μαντεύουν σκέψεις κι απορίες, τις ίδιες μου τις εμμονές δηλαδή, που διαπίστωνα με τη σειρά μου και με εύλογη ευχαρίστηση ότι ήταν και είναι εμμονές εκατομμυρίων συμπατριωτών τους. Το χαϊκού εκφράζει πάνω από όλα την ανάγκη του Γιαπωνέζου να βγει από το πολύ της έννοιας, να απλοποιήσει το είναι και το γίγνεσθαι, να απογυμνώσει την ψευδεπίγραφη είδηση, το απρόσωπο μήνυμα των μέσων μαζικής ενημέρωσης από το λούστρο της σοβαρότητας και να το αποδώσει ως έσχατο σημείο, ως κάτι τι, που απέχει ένα τίποτε από το τίποτε.
*
Την ομολογία του Πατρίκιου Λευκάδιου Χερν, όπως παρατίθεται σε μια επιστολή του στον φίλο του Έλγουντ Χέντρικ, θα την πάρω βεβαίως στα σοβαρά: «το Ιερό Φάντασμα των ποιητών δεν ζει στο Τόκιο […] Πρέπει να πάω στις ακρογιαλιές να το ψάξω…». Σήμερα όμως, εδώ, στις αρτηρίες των πάνδημων ακροτήτων της πρωτεύουσας, θα με κατακλύσει η ανέσπερη μνήμη των τρίστιχων αναθημάτων. Αντιστάθμισμα και πείρα παρελθόντος. Κι αυτό μου αρκεί. Συνοψίζουμε πίνοντας τις προκαταρκτικές μπύρες. Αν το γιανγκ είναι η ευμάρεια και η φρενίτις για την ευμάρεια, τότε το σύγχρονο χαϊκού και οι πρόγονοί του είναι το αναπόφευκτο, το απαραίτητο συστατικό του διαλεκτικού του ισόποσου, του ζωοποιού γιν. Το αντίπαλον δέος, η αντιστροφή των ρόλων: από την εξωστρεφή χλιδή και την προκλητική φωτοχυσία των εμπορικών κέντρων περνάμε στην αναπάντεχη λιτότητα των δέκα επτά στίχων, στην απολυταρχία μιας αυστηρής, φαινομενικά χαλαρής, στενής έκφρασης, που χωράει το δεδομένο παν, το δευτερόλεπτο της σημαίνουσας αίσθησης. Η διάταξη 5 – 7 – 5 είναι η χωροταξία της απαλλαγής από τα επικοινωνιακά δεσμά, από την κληρονομιά μιας αγχώδους ημέρας, από την ανελέητη μέγγενη της αγοράς. Το τρίστιχο αυτό, ανάλαφρο, αν είναι πετυχημένο, σαν την πρωινή δροσούλα, αλλά πάντως μαθηματικά αρχιτεκτονημένο, είναι το μη περαιτέρω της γλωσσικής δίαιτας. Αποτελεί την ακραία αγωγή του λόγου, που μπορεί ενίοτε να σου προσφέρει τα άγια των δικών της αγίων, το περιβόητο δηλαδή σατόρι. Είναι πολύ δύσκολο να το μεταφράσει κανείς. Ανήκει στα χρωμοσώματα της ιαπωνικής σκέψης – πράξης – μη πράξης. Ας το εξισώσω εδώ πρόχειρα με μια περίφραση, ατελή αλλά χρηστική πιστεύω: « άνοιγμα στην υπέρτατη σοφία ». Βρισκόμαστε με άλλα λόγια στις παρυφές του Ζεν.
Η παραδειγματική ετοιμότητα του Κομπαγιάσι Ίσσα. Το στόμα του ξέρει να ξεπλένει σφάλματα και ύβρεις: « Πάψτε τα μιξοκλάματα. Τα έντομα, τ ʼ αστέρια κι οι εραστές οφείλουν κάποτε να σβήνουν ». Οι σαφέστατες προειδοποιήσεις του: « Μην ξεχνάτε! Ταξιδεύουμε προς την Κόλαση απολαμβάνοντας τη θέα ανθισμένων λουλουδιών ». Στα σκοτεινά κλαράκια κατοικεί ο Εχθρός. Η παρουσία του ζοφερού προμηνύματος μεταμφιεσμένη στα άσπιλα ανθάκια της παιωνίας. Όχι ένα ακόμη φάντασμα ή μια παραβολική σημασία, αλλά η βεβαιότητα του δαιμονικού σ΄ ένα κιόσκι με χρυσάνθεμα. Η πολυπρόσωπη νύχτα, που με παραμονεύει στο Τόκιο. Η άρρηκτη απειλή, η επισήμανση του επικείμενου ολέθρου. Οι στίχοι επιμένουν: « αυτή η παγωνιά έρχεται από το μέρος του θεού ». Να υπονοείται εδώ το τέλος των βασάνων και των ηδονών μας μέσα στο χάος, που θα αφήσει πίσω της μια μεγάλη σεισμική καταιγίδα; Μάλλον.
*
Η σαγήνη είναι το μοιραίο χάρισμα του χάι κου. Αυτό πάει να πει ότι, επειδή δεν μπορούμε να του δώσουμε κάθε φορά εκείνη τη σημασία που χρειαζόμαστε για να σωθούμε, του παραδινόμαστε.
Η διάδοση του χαϊκού από γενιά σε γενιά πιστοποιεί μʼ άλλα λόγια όχι μόνον την εγγενή ροπή των Γιαπωνέζων να αναχθούν στην απόλυτη ακρίβεια της διατύπωσης, στην τελειομανή διακρίβωση αιτίων και αιτιατών του περιβάλλοντος κόσμου, ό, τι δηλαδή τους οδήγησε μεταπολεμικά στον σχεδιασμό και στην παραγωγή υψηλής τεχνολογίας, αλλά και στο ξεπέρασμα της νεύρωσης που προκαλεί το άγαν, στην οργανική αποβολή του ανείπωτου Τρόμου, που εμπεριέχεται ανέκαθεν στην ύλη. Να γυρίσουμε πίσω μερικούς αιώνες, για τους απαραίτητους διδακτικούς συσχετισμούς, στην άλλη άκρη του πλανήτη, να ακούσουμε τον Γαλιλαίο, το 1623, εικοσιένα ακριβώς χρόνια πριν από τη γέννηση του Μάτσουο Μπασό: «Η φιλοσοφία είναι γραμμένη σʼ αυτό το πολύ μεγάλο βιβλίο που είναι μονίμως ανοικτό μπροστά στα μάτια μας (εγώ το ονομάζω σύμπαν), αλλά δεν μπορεί κανείς να το κατανοήσει αν πρώτα δεν μάθει να κατανοεί τη γλώσσα, να γνωρίσει τους χαρακτήρες με τους οποίους είναι γραμμένο. Το βιβλίο αυτό έχει γραφτεί σε μια μαθηματική γλώσσα, και οι χαρακτήρες είναι τρίγωνα, κύκλοι και άλλα γεωμετρικά σχήματα, χωρίς τα οποία είναι αδύνατο να καταλάβει κανείς έστω και μία λέξη∙ χωρίς αυτές είναι σαν να γυρίζεις ματαίως σε έναν σκοτεινό λαβύρινθο».
*
«Γυναίκα / Πόσο θερμή επιδερμίδα / Κρύβει»: η στιγμή ανήκει στην Κυρία Ντεν Σουτέτζο. Προσέρχεται δικαιωματικά στη σκηνή αυτών των χρωμάτων, αυτών των αποχρώσεων. Είναι η αύρα που θέλει να συμφιλιωθεί με τα συμφραζόμενα ενός χαρακίρι ή να υποδεχθεί το τελευταίο μήνυμα ενός καμικάζι.
Αν ο Γαλιλαίος είδε στη γεωμετρία το κατεξοχήν αλφάβητο – κλειδί, ο Μπασό, παιδί – σοφός του ίδιου αιώνα, το είδε στο τριγωνικό άνθος, στους μίσχους του χαϊκού, στην αριθμητική τελειότητα των δεκαεπτά συλλαβών, στην αρμονική παράταξη των ιδεογραμμάτων. Εκεί που ο άτεγκτος μαθηματικός ορθολογισμός του Ιταλού οριοθετούσε νόμους και ήθη του σύμπαντος, η λεπτολόγος παρατηρητικότητα του Γιαπωνέζου έβλεπε τον μηχανισμό που κινεί τον κόσμο στα γεμάτα φύλλα κλωναράκια του ιβίσκου. Ο μικρόκοσμος μας αρκεί για να μάθουμε τους νόμους της Φύσης. Είναι κάτι που οι σύγχρονοι Γιαπωνέζοι, εκείνοι που θέλουν να σέβονται τον εαυτό τους, έχουν πάντα κατά νου.
*
Το χάι κου συνιστά την ισχυρότερη απόδειξη αφιλοκέρδειας.
*
Ο Ίσσα επανέρχεται στο βάθος των φαινομένων και των πράξεών μας: «Μπορεί αυτός ο κόσμος να είναι ένα λάθος, αλλά οι κερασιές ανθίζουν ». Προφανώς οι στίχοι επιχειρούν να απαλύνουν το ψέμα μας. Ως αμετάπειστος φορέας ενός πειστικού πάθους, το χάι κου αποτελεί πρότυπο του βιωμένου ρήματος. Εξοστρακίζοντας ό, τι μας συνδέει με τα λαγούμια των φόβων, παραμένει ακλόνητο στην ειλικρίνειά του. «Στης Κόλασης τις πύλες άνθισαν οι δαμασκηνιές: ΚΛΕΙΣΤΟΝ». Ναι, ας πούμε ότι κατά βάθος πρόκειται για έναν ένα έντιμο συμβιβασμό. Ίσως πρόσκαιρο. Η αλήθεια είναι όμως ότι κατά βάθος μας ανακουφίζει.
*
Πήραμε ταξί. Πλησίστιοι, έμπειροι για τα χαϊκού του μεσονυκτίου.
Βιβλιογραφία παραθεμάτων:
Η εκδίκηση των ανέμων [ποιήματα των καμικάζι], επιλογή-μετάφραση: Δημήτρης Χουλιαράκης, εκδ. Το Ροδακιό 2016
Γαλιλαίος, βλ. Ίταλο Καλβίνο, Γιατί να διαβάζουμε τους κλασικούς, δοκίμια, μετάφρ. Ανταίος Χρυσοστομίδης, εκδ. Καστανιώτη 2003
Ίσσα Κομπαγιάσι, Μύγες και Βούδες, μετάφρ. - επίλογος: Γιώργος Μπλάνας, εκδ. Γαβριηλίδη 2002
Πωλ Κλοντέλ, Εκατό φράσεις για βεντάλιες, μετάφρ.-επίμετρο: Θανάσης Χατζόπουλος, εκδ. Γαβριηλίδη 2002
Κυρία Ντεν Σουτέτζο, βλ. Γιώργος Μπρουνιάς, 91 Ιαπωνικά ποιήματα, εκδ. Το Ροδακιό 2004