Χάρτης 12 - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2019
https://dev.hartismag.gr/hartis-12/hartaki/giapwnezikos-khpos-synenteyxh-me-ton-basilh-papaoeodwroy
Ο γιαπωνέζικος κήπος είναι ίσως ένα από τα πιο δομημένα είδη κήπων. Πρέπει απαραιτήτως να περιέχει επτά στοιχεία: νερό, πέτρες και άμμο, γέφυρες, πέτρινα φανάρια και γούρνες, φράκτες και πύλες, άνθη και δέντρα, και ψάρια. Οι παρούσες συνεντεύξεις θα αποτελούνται πάντα από επτά ερωτήσεις. Κάποιες από αυτές θα επαναλαμβάνονται και κάποιες θα είναι νέες, ώστε να ανταποκρίνονται στο έργο που έχουμε μπροστά μας. Σαν τον γιαπωνέζικο κήπο, οι συνεντεύξεις θα διατηρούν τη δομή τους, προσπαθώντας ταυτόχρονα να αποδώσουν, ακριβώς σαν αυτόν, τη ζωντάνια μιας μακρινής γης, που σε αυτήν την περίπτωση είναι, βέβαια, η διαδικασία της συγγραφής.
Ο Βασίλης Παπαθεοδώρου γεννήθηκε το 1967, σπούδασε μεταλλουργός και χημικός μηχανικός στο ΕΜΠ, ενώ έκανε μεταπτυχιακά στη Διοίκηση Επιχειρήσεων. Για τα βιβλία του Χνότα στο τζάμι και Στη διαπασών έχει τιμηθεί δύο φορές με το Κρατικό Βραβείο Παιδικής Λογοτεχνίας (2008, 2010) και δύο φορές με το Βραβείο του περ. Διαβάζω (2008, 2010), ενώ τρία ακόμα μυθιστορήματά του, Οι άρχοντες των σκουπιδιών Ναι, Βιρτζίνια, υπάρχει Άγιος Βασίλης! και Τη νύχτα που έσβησαν τ’ αστέρια έχουν κερδίσει το Βραβείο του ηλεκτρονικού περ. Ο Αναγνώστης (2013 και 2014 αντίστοιχα). Επίσης έχει αποσπάσει άλλα δέκα λογοτεχνικά βραβεία για διάφορα έργα του. Τέσσερα από τα μυθιστορήματά του έχουν συμπεριληφθεί στους ετήσιους καταλόγους White Ravens, της Διεθνούς Βιβλιοθήκης Νεότητας Μονάχου, με τα διακόσια καλύτερα βιβλία παγκοσμίως. Διδάσκει δημιουργική γραφή.
Κάθε εφηβικό ή νεανικό βιβλίο που γράφω, το θεωρώ ως πρόκληση, ως κάλεσμα να κάνω κάτι διαφορετικό. Η Διαπασών λοιπόν ήταν το πρώτο μου κείμενο γι’ αυτές τις ηλικίες, που είναι γραμμένο σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, ενώ η Νύχτα είναι γραμμένη πολυπρισματικά. Και στα δύο όμως η πλοκή ξετυλίγεται κυρίως γραμμικά στο παρόν, ενώ παράλληλα υπάρχουν αρκετές παρελθοντικές αναδρομές και στα δύο, για να δούμε κάποια στοιχεία ή περιστατικά που διαμόρφωσαν το χαρακτήρα και τη συμπεριφορά των ηρώων. Τα πρόσωπα στη Νύχτα, η επιλογή τους μάλλον, έχουν αρκετό ενδιαφέρον ως πώς την επιλογή τους. Δεν μπορούσα να επιλέξω τη μητέρα ή τον πατέρα, ο πόνος του να χάνεις παιδί δε συγκρίνεται και η προσπάθεια να μεταφέρεις αυτόν τον πόνο και τις σκέψεις των γονιών στο κείμενο, κρύβει τον κίνδυνο να καταλήξει τελικά αυτό μελό, παραφορτωμένο ή αφελές. Έτσι επιλέγω εννέα διαφορετικά πρόσωπα, έχοντας προσέξει την αριθμητική ισορροπία μεταξύ αντρών και γυναικών, ανηλίκων και ενηλίκων. Αυτό ήταν η πρώτη δυσκολία. Μετά έπρεπε ο καθένας από αυτά τα πρόσωπα να συμβολίζει κάτι, αισθηματική ζωή, σχέσεις εξουσίας, προδοσία, ζήλεια, ανταγωνισμό. Πάνω απ’ όλα όμως ήθελα όλα τα πρόσωπα στο βιβλίο να ευθύνονται και να μην ευθύνονται συνάμα, έτσι ώστε ο αναγνώστης να μπει στην κατάσταση του «what if…», τι θα γινόταν δηλαδή εάν ένα περιστατικό δεν είχε συμβεί. Προσπάθησα σε αυτό το κατ’ εξοχήν φεμινιστικό μυθιστόρημα να ανατρέψω κάποια στερεότυπα. Η αστυνομικός δεν είναι άλλος ένας άκαρδος μπάτσος, η καθηγήτρια δεν βλέπει όλους τους μαθητές ως ίσους, το δίπολο ρατσιστές-αντιρατσιστές δεν περιμένει καν την έκβαση των ερευνών για να εκδηλωθεί, η ίδια η Λένα δεν είναι αγία. Ο πιο μεγάλος συντηρητισμός στα ελληνικά νεανικά μυθιστορήματα είναι ακριβώς αυτά τα κουτάκια που βάζουμε τον καθένα βάσει ιδιότητας ή εθνικότητας και όχι βάσει συμπεριφοράς. Ο ομοφυλόφιλος μαθητής είναι μοχθηρός στην αρχή. Γιατί; Γιατί έτσι, αυτός είναι ο χαρακτήρας του. Η μητέρα εκμεταλλεύεται συναισθηματικά τη Λένα, γιατί έχει το περιθώριο και την άνεση ή γιατί συνήθισε να κάνει αυτό το πράγμα. Κάθε ένας από τους ήρωες κρύβει το καλό και το κακό μέσα του και ανάλογα με τις περιστάσεις το εμφανίζει ή το παραχώνει, είναι πολύ κοντόφθαλμο και λάθος να τους διαχωρίζουμε αυθαίρετα, βάσει ιδιοτήτων ή στερεοτύπων και όχι βάσει συμπεριφοράς. Ο καθένας φωτίζει και μια διαφορετική πλευρά της Λένας, την πλευρά που εκείνος θέλει να δει, όχι βλέπει, αλλά θέλει να δει, ανάλογα με τις περιστάσεις και τις ανάγκες του. Αυτό είναι και ένα δεύτερο κοινό σημείο με τη Διαπασών, μόνο που στη Νύχτα είναι πιο έκδηλο. Θεωρώ πως είναι ένα κάλεσμα στον αναγνώστη να προσπαθήσει να διαμορφώσει τη δική του άποψη από όλα αυτά τα αντικρουόμενα που διαβάζει. Επίσης να μπει και ο ίδιος στη διαδικασία συμπάθειας ή αντιπάθειας και την αντιπαραβολή τους με διάφορα τραγικά γεγονότα που συμβαίνουν στους ήρωες. Κοινώς το ηθικό δίλημμα να μεταφερθεί από τις σελίδες του βιβλίου στους αναγνώστες.
Δεν μπορώ να απαντήσω τι με συγκινεί σε αυτές τις ιστορίες, κάθε μία έχει τη δικιά της δυναμική. Θεωρώ πως για τις ηλικίες που απευθύνονται και για το είδος της φόρμας που είναι γραμμένες (μικρή και μεσαία φόρμα) είναι αρκετά ελκυστικές στα παιδιά. Πάντα όμως αυτού του είδους οι ιστορίες έχουν μια μεγάλη δυσκολία, δεν ξέρεις αν πρέπει να μείνεις πιστός στο πραγματικό γεγονός ή αν πρέπει να το εξελίξεις και μέχρι ποιον βαθμό. Είναι μια σύμβαση που πρέπει να κάνεις με τον εαυτό σου, ποια συγγραφική γραμμή θα ακολουθήσεις. Αν είναι να θυμηθώ μια ιστορία που όχι απλά με είχε συγκινήσει, αλλά με είχε μάλλον συνταράξει και την έκανα βιβλίο, για να αντιστρέψω την ερώτηση, αυτή είναι το Ναι, Βιρτζίνια, υπάρχει Άγιος Βασίλης. Όταν πήγαινα Πέμπτη και Έκτη Δημοτικού έπρεπε να μείνω στην Αθήνα, με τον παππού και τη γιαγιά, για να δώσω κάποιες εξετάσεις, ενώ οι γονείς μου είχαν πάρει μετάθεση για τη Ρόδο. Τους έβλεπα μαζί μόνο σε περιόδους σχολικών διακοπών. Την πρώτη χρονιά λοιπόν που έκανα Χριστούγεννα στη Ρόδο, είδα στην ασπρόμαυρη τηλεόραση το «Ναι, Βιρτζίνια» σε κινούμενα σχέδια. Μαγεύτηκα και είπα τότε στον εαυτό μου «πόσο θα ’θελα να είχα πει εγώ αυτή την ιστορία». Πέρασαν 35 χρόνια και την έγραψα, ενώ κάθε χρόνο, κάθε Χριστούγεννα από το 1977 μέχρι το 2012, σκεφτόμουν αυτή τη λαχτάρα που είχα νιώσει σαν παιδί. Κάθε χρόνο από το 1977 μέχρι το 2012 με ζέσταινε αυτή η παιδική έκπληξη που είχα νιώσει τότε. Συμπληρωματικά θα έλεγα πως και η σειρά «Απρόσμενοι φίλοι» είναι εμπνευσμένη από τις αληθινές ιστορίες σκύλων που βρίσκονταν στην τελευταία σελίδα κάθε τεύχους των Κλασικών Εικονογραφημένων τη δεκαετία του ’70. Για να ξαναγυρίσω λοιπόν στην αρχική ερώτηση, δεν είναι πάντα ανάγκη να σε συγκινεί η ίδια η ιστορία, μπορεί ορισμένες φορές να συμβολίζει ή να εκφράζει κάτι για σένα, ανεξάρτητα από την πλοκή της. Και για μένα όλες αυτές οι ιστορίες είναι επιστροφή στην παιδική ηλικία κατά κάποιον τρόπο.
Στα νεανικά βιβλία μου νιώθω πιο απελευθερωμένος, αν μπορώ να πω κάτι τέτοιο. Εκφράζομαι πιο ελεύθερα. Η δομή και η πλοκή είναι διαφορετικές, το λεξιλόγιο πιο καθημερινό, δεν μπαίνω στη διαδικασία να σκεφτώ αν κάποια λέξη είναι κατανοητή. Επίσης στοιχεία από μένα μπαίνουν στους ήρωες του βιβλίου, σκέψεις μου, συναισθήματά μου. Φαντάζομαι όμως πως αυτό συμβαίνει σε όλους τους συγγραφείς, κάποια κομμάτια τους τα συναντάμε στον κεντρικό ήρωα, κάποια άλλα διάσπαρτα στους υπόλοιπους δευτεραγωνιστές. Το ενδιαφέρον είναι όμως το αρνητικό του συγγραφέα −όπως το αρνητικό μιας φωτογραφίας− που βρίσκουμε σε αρκετά πρόσωπα του βιβλίου. Αυτό το «ποτέ δεν ήμουν παραβατικός, ποτέ δεν είχα μια έκρηξη, ας δω πως είναι, γράφοντας γι’αυτό». Συνεπώς θραύσματα των σκέψεων μου ή του χαρακτήρα μου βρίσκονται παντού, είτε ως γνωρίσματά μου είτε ως στοιχεία που δεν έχω. Συμπληρωματικά θα έλεγα πως η μεγάλη φόρμα μου ταιριάζει, την αγαπώ πιο πολύ, θεωρώ πως γράφω πολύ πιο εύκολα ένα μυθιστόρημα παρά ένα βιβλίο με συγκεκριμένο αριθμό λέξεων.
Κάποια πράγματα είναι και θα είναι κοινά σε όλους τους έφηβους: Ο προβληματισμός για τις σχέσεις, το μέλλον, οι επιθυμίες και οι πειραματισμοί. Προφανώς το ίντερνετ και τα σόσιαλ μίντια έχουν αλλάξει πολλά πράγματα στους σημερινούς έφηβους και νέους, όπως την πρόσληψη της πληροφορίας, που είναι απείρως πιο επιδερμική και επιφανειακή απ’ ότι παλιότερα. Και αυτό το θεωρώ φυσιολογικό, αν και εντελώς λανθασμένο, γιατί παλιά αν θέλαμε να ανατρέξουμε κάπου για να αντλήσουμε μια πληροφορία, ψάχναμε στην εγκυκλοπαίδεια και φιλτράραμε τον όγκο των πληροφοριών. Έτσι μαθαίναμε και κάποια πράγματα παρεμπιπτόντως. Σήμερα οι νέοι κινούνται με άλλες ταχύτητες, πολύ μεγάλες και όμως μένουν πίσω από πλευράς γνώσης. Πολλή πληροφορία, πολλή σαβούρα, ελάχιστη γνώση. Στις βασικές τους όμως αρχές είναι όπως ήμασταν κι εμείς σε αυτή την ηλικία, εννοώ στον πυρήνα της ύπαρξής τους. Για την Τούνμπεργκ, για το φαινόμενο Τούνμπεργκ καλύτερα, έχω μια άποψη που συνεχίζει να διαμορφώνεται. Βασικά κρατώ μια αμφιθυμία, προσπαθώντας να διαχωρίσω τον σκοπό από την πληθώρα των αντιδράσεων, θετικών ή αρνητικών, οι οποίες είναι εντελώς αποπροσανατολιστικές. Σίγουρα έφερε προβληματισμό, σίγουρα έφερε στο προσκήνιο ένα φλέγον ζήτημα. Αυτό είναι το σημαντικό. Θα γίνει κάτι; Πιστεύω πως χρειάζεται μεγαλύτερη υπευθυνότητα στις αντιδράσεις μας, αυτό ακριβώς είναι και το στοιχείο που προσπαθώ να βάζω στα μυθιστορήματά μου, την έννοια της ευθύνης. Είτε αναφέρομαι στο βιασμό, είτε στο μπούλινγκ, αυτά τα φαινόμενα δεν δημιουργούνται από μόνα τους, κάποιοι κάνουν κάτι. Έτσι θέλω να βάζω εφήβους και νέους ως ήρωες που να παιδεύονται με τις επιλογές τους, να τυραννιούνται, να την πληρώνουν κάποιες φορές. Αυτά τα στοιχεία είναι εκ των ων ουκ άνευ στο νεανικό μυθιστόρημα, στο εφηβικό τα πράγματα ενίοτε μπορούν να είναι και λίγο πιο αθώα, πιο ξέγνοιαστα. Εντύπωση πάντως μου προξενεί το γεγονός, ότι σχεδόν το 95% των μαθητών (έχω ρωτήσει σε τάξεις) προτιμούν ένα κακό τέλος στη Νύχτα που έσβησαν τ’ αστέρια, έναντι ενός χάπι εντ. Έχουν βαρεθεί να τους παρουσιάζονται όλα τα στοιχεία με μια αισιόδοξη πατίνα, θέλουν να παιδευτούν με τους ήρωες. Αυτό είναι κάτι που το λαμβάνω στα σοβαρά.
Οι έφηβοι είναι συγγραφικά ενδιαφέροντες για μένα γιατί μέσω αυτών ξαναζώ μια εφηβική ηλικία με διαφορετικό τρόπο. Δεν είχα εξάρσεις, ήμουν πολύ καλός μαθητής, αλλά κάπως επίπεδος σαν χαρακτήρας. Συνεπώς το εφηβικό και νεανικό βιβλίο για μένα είναι κάτι σαν ψυχοθεραπεία, σαν αντίδραση, σαν απόδραση, σαν μια «επανάσταση» που δεν έγινε. Οι ενήλικες σοκάρονται αρκετές φορές από το λεξιλόγιο και τη συμπεριφορά των έφηβων ηρώων μου, οι νέοι από την άλλη καθόλου. Δε με ενδιαφέρουν οι αντιδράσεις των ενηλίκων, είτε είναι θετικές είτε αρνητικές, δεν είναι αυτοί το αναγνωστικό κοινό, στο οποίο απευθύνομαι. Μέσα από τα βιβλία μου προσπαθώ να περάσω το αντίθετο της κατάστασης «αυτόματος πιλότος», δηλαδή να δείξω πως υπάρχουν περιθώρια αντίδρασης, τρόποι ελιγμών, ξύπνημα από τη νάρκη. Πιστεύω στην ατομική ευθύνη και αυτό είναι ένα στοιχείο που προσπαθώ να εντάξω σε όλα τα νεανικά μου μυθιστορήματα.
Με την πρωτοπρόσωπη αφήγηση μπορεί να ακούσει ο έφηβος τις σκέψεις του πρωταγωνιστή αφιλτράριστες. Είναι πολύ σημαντικό για τον νεαρό αναγνώστη να δει ότι δεν σκέφτεται παράξενα, περίεργα, δεν είναι freak, αλλά όλες αυτές οι σκέψεις ή τουλάχιστον αρκετές από αυτές είναι κοινές σε όλους σχεδόν τους εφήβους, ιδίως οι μαύρες σκέψεις. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση είναι λοιπόν ένα εξαιρετικά χρήσιμο εργαλείο για να εκφράσεις όλη αυτή την γκάμα των αντίθετων και αντικρουόμενων πολλές φορές σκέψεων και συναισθημάτων. Προσωπικά με διευκολύνει αφάνταστα αυτού του είδους η αφήγηση, γιατί κι εγώ γράφω εντελώς αυθόρμητα και αφιλτράριστα τις σκέψεις του ήρωα, όσο κακές και να είναι αυτές. Ειδικά αυτή την περίοδο που υπάρχει μια υστερία με την πολιτική ορθότητα και αναρωτιέται κάποιος ή διστάζει να πει ακόμα και απλές, απλούστατες λέξεις μην τυχόν και παρεξηγηθεί, έρχεται η πρωτοπρόσωπη αφήγηση να πει πως δεν είναι κακό να γίνονται κάποιες σκέψεις, δεν υπάρχει λογοκρισία σε αυτές. Το κακό είναι οι όποιες «κακές» σκέψεις να μετουσιωθούν σε κακές ή μισαλλόδοξες πράξεις. Εκεί έρχεται η έννοια της προσωπικής ευθύνης. Προφανώς όλα τα βιβλία θα μπορούσαν να είχαν γραφτεί και σε τριτοπρόσωπη αφήγηση, η οποία προσφέρει καλύτερη εποπτεία όλων των προσώπων του βιβλίου, αυτό είναι μια συγγραφική σύμβαση που γίνεται πριν αρχίσει το γράψιμο, χωρίς αυτό να σημαίνει πως υπάρχει σωστό και λάθος σε αυτήν.
Έχω σπουδάσει μηχανικός. Αν και δεν εξάσκησα ποτέ το επάγγελμα, ο τρόπος σκέψης μου και ο τρόπος εργασίας, σύνθεσης ενός βιβλίου είναι ξεκάθαρα τεχνοκρατικός. Πριν αρχίσω πρέπει να ξέρω την αρχή, τη μέση, το τέλος, τους κυριότερους ήρωες (πρωταγωνιστή και δευτεραγωνιστές), όσο πιο πολλά μπορώ. Ποτέ δεν έχω αρχίσει κάτι κι όπου με πάει, ίσα-ίσα ξέρω συγκεκριμένα πού θέλω να το πάω εγώ. Θέλω να πω μια συγκεκριμένη ιστορία κι όχι να μιλήσω για ένα θέμα (π.χ. ενδοοικογενειακές σχέσεις) ενώ η ιστορία θα είναι προσχηματική. Κοινώς, μέσω της ιστορίας μου προσπαθώ να αναδείξω κάποια πράγματα κι όχι να ντύσω μια συγκεκριμένη θεματική με ιστορία. Ως εκ τούτου, τα βιβλία τα δουλεύω πολλούς μήνες στο μυαλό μου, κομμάτι-κομμάτι συμπληρώνω το παζλ της αφήγησης. Σε κάποιες δε ιστορίες έχω σκαλώσει πολλά χρόνια, δεν μπορώ να τις προχωρήσω, επειδή δεν έχει δέσει η υπόθεση. Συνεπώς, και ξέρω πώς θα φανεί αυτό, αλλά παρόλα αυτά είναι αλήθεια, δεν έχω δεύτερη και τρίτη γραφή. Τα γράφω και τα παραδίνω, ακριβώς επειδή θέλω να πω κάτι πολύ συγκεκριμένο. Εννοείται πως κάνω διορθώσεις, περιορισμένης όμως έκτασης και κυρίως λεκτικές διορθώσεις. Μετά, στην επιμέλεια είμαι πολύ δεκτικός στις διορθώσεις που θα γίνουν. Δε γράφω κάθε μέρα, δε γράφω όλο το χρόνο. Απεναντίας προγραμματίζω τον εαυτό μου για την τελική ευθεία που θα στρωθώ και θα γράψω, επιλέγω τα πρόσωπα, βρίσκω την αρχή του βιβλίου, έτσι ώστε να αρχίσω το κείμενο σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο, λ.χ. το καλοκαίρι, στις διακοπές. Γράφω κυρίως στο Πήλιο, στο εξοχικό που έχω σε ένα χωριό ή στο γραφείο μου στην Αθήνα. Αυτό βέβαια δεν είναι περιοριστικό, αρκεί να υπάρχει μια άνεση χώρου και χρόνου. Ξέρω, ότι αυτά που περιγράφω παραπάνω μπορεί να ακούγονται ψυχαναγκαστικά σε κάποιους, εγώ όμως θα τα ονόμαζα προγραμματισμό.
ΒΡΕΙΤΕ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ Βασίλη Παπαθεοδώρου ΣΤΟΝ ΙΑΝΟ.