Χάρτης 12 - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2019
https://dev.hartismag.gr/hartis-12/afierwma/barberh-barberh-eisai-edw
Ο Γιάννης Βαρβέρης είναι ο πιο αγαπημένος μου ποιητής από το φάσμα εκείνο που αντιλαμβάνομαι ως «σύγχρονη ελληνική ποίηση». Το ποιητικό του έργο είναι ξεχωριστό, χωρίς επιγόνους. Ο σαρκασμός του αντιβαίνει στις δραματικές εξάρσεις που χαρακτηρίζουν μια κοινότοπα λυρική ποιητική παραγωγή της γενιάς του –αλλά και της δικής μου γενιάς. Στα βιβλία του, βρίσκω ό, τι χρειάζομαι: καλοακονισμένη μοναξιά, ανεκτίμητους ποιητικούς μονολόγους, αιχμηρές πρόζες, χιούμορ που σπάει κόκκαλα, μπόλικη ποιητικώς εμπεδωμένη ιστορία, ανατομία των συμπλεγματικών εαυτών μας, ασταμάτητο παιχνίδι με τα όρια ανάμεσα στο υγιές και στο νοσηρό, γραφή βαθιά σωματική, που δεν θα μπορούσα να μπερδέψω με κανενός άλλου, φαντασία που επιτρέπει τρυφερά ζώα στα σύννεφα να μας πετούν απαλά στο κεφάλι τα πιο κρυφά μας μυστικά.
Δεν θυμάμαι πώς ανακάλυψα το παιχνίδι της τυχαίας σελίδας. Νομίζω πως προέκυψε κάποια στιγμή ως ανάγκη για παιχνίδι με τα πάμπολλα αναπάντητα, υπαρξιακά και άλλα, ερωτήματα. Πολύ σύντομα, διαπίστωσα πως αρκετός κόσμος το γνωρίζει. Είναι εξαιρετικά απλό, ψυχαγωγικό και, εντελώς συχνά, ακριβολόγο: Θέτεις το ερώτημα που σε απασχολεί, ανοίγεις το βιβλίο της επιλογής σου σε μια τυχαία σελίδα με κλειστά τα μάτια, ανοίγεις τα μάτια και λαμβάνεις την απάντησή σου. Το παιχνίδι ανάγεται σε πραγματικά σοβαρή υπόθεση –βέβαια, όλα τα παιχνίδια είναι ξεκάθαρα σοβαρές υποθέσεις– ιδίως αν δεν πιστεύεις πως δεν υπάρχουν τυχαίες σελίδες, τυχαία σημεία και τυχαίες απαντήσεις. Δηλαδή, αν, τελικά, πιστεύεις στο τυχαίο, ακριβώς επειδή δεν πιστεύεις πως πρόκειται για κάτι τυχαίο.
Θα είμαι ειλικρινής: Ο Γιάννης Βαρβέρης μου λείπει. Μου λείπει, δηλαδή, η χαρά της αναμονής για την επόμενη συλλογή του, η έγνοια πως κάπου θα προκύψει να τον καλέσουν να διαβάσει, και θα πάω να τον ακούσω. Τα ποιητικά βιβλία του, όμως, από τα Πεταμένα λεφτά, στο οποίο επανέρχομαι λιγότερο, μέχρι τον αγαπημένο μου Kύριο Φογκ, το ανεκτίμητο Στα ξένα, το τελευταίο του, Βαθέος γήρατος και το μεταθανάτια εκδοθέν Ζώα στα σύννεφα, είναι για μένα τόποι τους οποίους επισκέπτομαι για να ζητήσω συμβουλές, σαν και τις παρακάτω. Και για να παραφράσω το καβαφικό, «Σε σας προστρέχω τόμοι Α΄[1] και Β,[2] που κάπως ξέρετε από φάρμακα».
Ποια φάρμακα είναι τα καλύτερα;
μια υπόκωφη επίπλωση βυθού
ένα λουλούδι εξωτικό
ή ένα τεράστιο όστρακο
φωλιά ιπποκάμπων
διάδρομος ψαριών που όλο απορούν
μπρος στην ασπρόμαυρη αυτή μνήμη.[3]
Από πού να πάω;
– Όλα καλά
στο χαζό φως.
Σαν συμφωνία
μη χαρακτήρων.
Όμως τις νύχτες μέσα μου
εντός ή –το φαντάζεστε;–
κι εκτός της πολυθρόνας
κανείς δεν ξέρει τις κινήσεις του.
Που πάει αν πάει
ποιους συναντά
πώς εξοντώνεται
δε βλέπω.
Τον βλέπω μόνο
όταν πάω για ύπνο
σαν κάθε φρόνιμο βρικόλακα
μέσα στην πολυθρόνα του εξουθενωμένο.
Κι έτσι όμως κύριε Φογκ
να μη φοβάστε.
Ο,τι κι αν δω
αν, είπα, δω
εμένα τ’ όνομά μου είναι
Δεν Είδα.[4]
Υπάρχει απάντηση;
Γι’ αυτό κι εγώ το διαβάζω απ’ την αρχή
με τα δικά σου μυαλά.
«Ωραίο βιβλίο» λέω
«κι ας μην το πολυκαταλαβαίνω∙
τελικά καλά κάνω
που τον αγαπώ».[5]
Τι έχει νόημα;
Είχα τα πάντα υπολογίσει στην εντέλεια
μέχρι τον ήλιο γύρισα για σας
σε ογδόντα γλώσσες μίλησαν τα λόγια σας
κι όλες οι οθόνες φρόντισαν να γίνετε
ονείρων όνειρο στον ύπνο των παιδιών.
Και τα’ αρνηθήκατε.
Τώρα πια νιώθω την παγίδα της ευεργεσίας
πόσο ίσως ακριβά εξαργυρώνει αυτός που δίνει
σε τι σκλαβιά καταδικάζεται όποιος παίρνει.[6]
Πειράζει αν καθυστερώ;
Έλα καλή μου καμήλα
ήρθε η ώρα να με πάρεις στον ώμο
κι όχι μαζί μας νερό
κάποτε τελειώνει το νερό
κι ύστερα έχουμε και να το θυμόμαστε
Έλα καλή μου καμήλα
κι αν κουραστείς έχω δασκαλευτεί να περπατώ
ιδίως αν δούμε επιγραφή
μη μ’αφήσεις να πιστέψω
βάδιζε βάδιζε
η έρημος έγινε
για να περιφρονούμε τις οάσεις[7]
Τι σημαίνει ευτυχώ;
Είναι κάτι φορές
ελάχιστες
που είσαι βέβαιος πως τα νιώθεις όλα
πιο πολύ από ποτέ
που θέλεις να τα πεις ή να τα γράψεις
όλα
αυτό που ετοιμαζότανε κι ετοιμαζόταν
ξέρεις πως τώρα το μπορείς
το έχεις
το περιέχεις
το είσαι
ολόκληρος
ολόκληρο
όμως εκεί που πας να το
αδύνατον
σε πλημμυρίζει ίσως ακόμα αλλά
δεν ξέρεις ποιο
νιώθεις ν’ αδειάζεις
από ποιο
να σβήνει
ποιο
σαν τη σοφία του εμβρύου
που χάνεται
όταν βγαίνει.[8]