Χάρτης 11 - ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2019
https://dev.hartismag.gr/hartis-11/pyxides/mikrh-klimaka-leyterhs-giannakoydakhs-sofia-nikolaidoy-elewnora-staoopoyloy-ersh-swthropoyloy
H στήλη αυτή θα προτείνει κάθε μήνα σε τρεις-τέσσερις συγγραφείς μια φράση που θα αποτελεί τον τίτλο ή θα εμπεριέχεται σε ένα αδημοσίευτο πεζό κείμενό τους (έως 250 λέξεις). Ενίοτε θα δίνεται και μη ρηματική ιδέα συγγραφής. Στόχος της στήλης είναι αφενός να δημιουργηθεί μια δεξαμενή συλλογής πρωτογενούς υλικού και αφετέρου μια εν προόδω χαρτογράφηση της ελληνικής περίπτωσης στο τοπίο της σύγχρονης ελληνικής μικρομυθοπλασίας.
Στους τέσσερις συγγραφείς αυτού του τεύχους έχει δοθεί η φράση:
«Καλύτερα να χωρίσουμε, συμφωνείς;»
Φακές
Οι πατούσες πάνω στο βρώμικο πάτωμα, οι γυμνοί από τρίχες αστράγαλοι κι η γάμπα μια υπόσχεση στήριξης, το σώμα ταλαντεύεται αργά, το δάχτυλο σχηματίζει το πρώτο γράμμα από το όνομά της στο σκονισμένο τραπέζι. Δεν προχωράει παρακάτω, μένει σ’ αυτό το γράμμα, η αρχή μιας κάποιας ευτυχίας, το στομάχι του σφίγγεται σα να έφαγε κάτι που απεχθανόταν αλλά είναι άδειο, θυμάται τα αμέτρητα τσιγάρα που έχει καπνίσει αυτές τις ημέρες περιμένοντας μια προκαθορισμένη ετυμηγορία, το βλέμμα του τρέχει στο χώρο χωρίς να ξέρει τί αναζητά, εντοπίζει τον καπνό στο τραπεζάκι δίπλα από την πολυθρόνα, προχωράει προς τα εκεί, το παράθυρο είναι ανοιχτό αλλά το φως δεν μπαίνει μέσα κι όμως αν κάποιος τον ρωτούσε θα ορκιζόταν ότι έξω έχει ήλιο, αρχίζει να στρίβει τσιγάρο, έτσι κι αλλιώς το στομάχι του πονάει, ας πονέσει λίγο παραπάνω κι ας μην αντέχεται ο πόνος. Θυμάται τη χθεσινή σκηνή, το βλέμμα της να αποφεύγει το δικό του, να τρέχει ανεξέλεγκτο πάνω στο μαύρο σκονισμένο τραπεζάκι, τα δάχτυλά της να πλέκονται σε γροθιά, το στόμα της να ανοίγει «καλύτερα να χωρίσουμε, συμφωνείς;» τον εαυτό του να βυθίζεται σε μία δίνη χωρίς τελειωμό, στο πρόσωπό του σχηματίζεται ένα χαμόγελο κι έπειτα αφήνει τον αέρα που τόση ώρα κρατούσε να βγει, «όχι» ψιθυρίζει κι έπειτα κραυγάζει, «όχι» και του φαίνεται αυτή η επανάληψη σαν μια σανίδα σωτηρίας «όχι», αλλά το στόμα του δεν έχει ανοίξει, σβήνει το τσιγάρο, τρέχει στο ψυγείο έχοντας πλέον πάρει την απόφασή του. Θα μαγείρευε φακές, έτσι κι αλλιώς πάντα τις σιχαινόταν.
Καλύτερα να χωρίσουμε, συμφωνείς;
Αυτό θα σκεφτόταν και αυτό θα έλεγε – αν είχε μιλιά. Όμως η Μπέμπα ήταν γάτα και ο Χοντροκέφαλος την κυνηγούσε. Τώρα την είχε καβαλήσει για τα καλά. Ακούστηκαν ως πέρα οι τσιρίδες της. Του έδωσε μια στο κεφάλι. Το πρωί στην αυλή χρειάστηκε να σφουγγαρίσουν τα αίματα. «Μπορεί και να του έβγαλε το μάτι», είπε η μαμά.
Σιαμαίοι
—Καλύτερα να χωρίσουμε, συμφωνείς; ρώτησε ο Γιώργος Α τον σιαμαίο αδελφό του Γιώργο Β.
Ζωγράφοι και οι δύο, ήταν υποχρεωμένοι να αποδίδουν ο ένας την ανατολή κι ο άλλος τη δύση, καθώς οι κολλημένες πλάτες τους απέκλειαν μιαν ολοκληρωμένη θέα.
—Έχουμε όμως μία καρδιά, είπε κάθιδρος ο Γιώργος Β. Ένας απ' τους δυο μας πρέπει να θυσιαστεί.
—Τότε να το ρίξουμε κορώνα-γράμματα, είπε ο Γιώργος Α, που πάντα κέρδιζε σε τέτοια παιχνίδια.
Και πράγματι! Ανεπηρέαστος πλέον από το λυκόφως του αδελφού του, ο Γιώργος Α κατέκτησε το κοινό ζωγραφίζοντας τις εκτυφλωτικότερες ανατολές του.
Τίποτα δεν προϊδέαζε τον θεατή για την επικείμενη δύση, λες κι ο ίδιος ο θάνατος είχε καταργηθεί.
Να όμως που μια μέρα ένας κριτικός ήρθε να διασαλεύσει την ευτυχία του Γιώργου Α:
«Αλλοίμονον!» επεσήμανε. «Ο μοιραίος ούτος διαχωρισμός ουδέποτε ώφειλεν να συντελεσθεί καθώς το εναπομείναν σιαμαίον δεν διανοείται πλέον την εγκατάλειψιν της ευθείας οδού υπέρ της κυκλικής. Απουσιάζει ως εκ τούτου απ’ την τέχνην του η μακρά πορεία της ημέρας εντός της νυκτός, ομοιάζει δε η τέχνη αύτη μάλλον με σύνθημα γεγραμμένον επί τοίχου ή με παιχνίδισμα φωτός επ’ αυτού.»
Παρ' όλο που ο Γιώργος Α προβληματίστηκε αρκετά, ήταν πια αργά για να κάνει πίσω. Οι άπειροι οπαδοί του, τυφλωμένοι από το θάμβος μιας χρυσής αυγής, ήδη επιδίδονται σε κατακτήσεις, εκκαθαρίσεις, στειρώσεις και αποστειρώσεις, στρέφοντας με φανατισμό τα νώτα στη δύση.
Σήμερα
«Πάω να πάρω ένα ποτό», είπε εκείνος και σηκώθηκε. Άπλωσα το χέρι μου σαν να κρατούσα το μαγικό ραβδί που θα μπορούσε να μας γυρίσει ένα χρόνο πίσω ή να μας εξαφανίσει. «Καλύτερα να χωρίσουμε, συμφωνείς;» είπα κι αμέσως το μετάνιωσα. Με κοίταξε με το στόμα του. Είχε δόντια ξεροψημένου λαγού.