Χάρτης 12 - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2019
https://dev.hartismag.gr/hartis-12/afierwma/cortina-1964-h-h-teleia-diadromh
CORTINA 1964 • Ωδή σε auto-κτόνο δεσποινίδα
Δεσποινίς∙
παρά τα τοσα χρόνια που είμαστε μαζί
δεν αποκάλυψα ποτέ τα αισθήματά μου.
Παιδούλα ακόμα σας πρωτόφερε ο πατέρας
και μ’ όλους μας αμέσως γίνατ’ ένα.
Μαζί ταξίδια κι εκδρομές βροχές και καύσωνες
ώσπου όταν έφυγε σας άφησε σ’ εμένα
μια demoiselle de compagnie παρωχημένη
ένα κειμήλιο μνήμες ασορτί στη νιότη μου.
Φαντάζομαι πως ίσως θα θυμόσαστε
– εικοσιδύο τώρα ετών μα στο είδος σας
εικοσιδύο επί τρία εξήντα έξι –
πόσους μικροβιολογικούς ελέγχους και κατάγματα
ή και μεταμοσχεύσεις έζησα κοντά σας.
Στη μνήμη του πατέρα, θα μου πείτε.
Κι οι αισθητικές σας επεμβάσεις, τα αξεσουάρ;
Τι ήταν αυτά; Μήπως δεν ήταν
μια απέραντη στοργή μόνο για σάς
η καθημερινή αγωνία μου να υπάρχετε
όπως τα πρώτα χρόνια;
Δεν είμαστε κι οι δυό θανάσιμος υπαινιγμός
για τους νεόπλουτους με τα εκθαμβωτικά νυμφίδια
που σας σνόμπαραν στους δρόμους
υπαινιγμός
πως τότε που αυτοί παίζανε με πλαστικά τουτού
εγώ κι εσείς ήδη σας είχα πια αγαπήσει;
Δε θα σας τα ’λεγα ποτέ όλ’ αυτά
κι όπως ταιριάζει ανομολόγητο, παλιό
θα ’χα κρατήσει το αίσθημά μου
αν οι σφυγμοί σας έντονα
δε μ’ είχανε τις προάλλες θορυβήσει.
Δε σας το κρύβω∙ ο καρδιολόγος χθες με απέλπισε:
"Πιστόνια τέρμα και το λάδι καθισμένο.
Για τρίτο ρεκτιφιέ ρε γιάννη δε μας παίρνει.
Και μηχανή μοντέλο ’64, τι ψάχνεις;"
Δεσποινίς Φόρντ Κορτίνα κίτρινη
το γένος Κόνσουλ
φεύγουμε απόψε οριστικά προτού βραδιάσει.
Κάνε κουράγιο αγαπημένη, βαλ’ τα δυνατά σου
τριάντα χιλιόμετρα η αγάπη μας τ’ αξίζει
όχι για σίδερα όχι, όχι σε μάντρα
το ξέρω μόνο εγώ το λιμανάκι
είναι το μονοπάτι του μια κατωφέρεια ράθυμη
κι έτσι νωχελικά σαν έκπτωτη θα εγκαταλείψεις
για μας θα μοιάζει σαν να παίρνει μόλις τώρα
το μέρος τούτο τη γνωστή του ονομασία
όλα τα ’χω σκεφτεί και βέβαια εσένα:
θα ’ρχομαι να σε βλέπω
βουλιαγμένη.
Cortina 1964 • Απάντηση δεσποινίδας στο αίσθημά μου
Κύριε· απ’ τον πατέρα σας στα χέρια τα δικά σας
βέβαια και το αίσθημά σας το ’χα νιώσει:
στη μηχανή μου στην καρότσα και το βλέμμα σας.
Πώς αλλιώς άραγε μια Φορντ Κορτίνα 1964
θα ζούσε μέχρι σήμερα;
Γι’ αυτό και πέρα απ’ οποιαδήποτε τεχνολογία
μαρσάροντας τα κυβικά που μου απομένουν
μιλάω απόψε στο αίσθημά σας απαντώντας.
Οι γερασμένες σταρ έχουμε λόγο, κύριε·
είμαστε μέταλλα γερά
τον άνθρωπό μας τον πονάμε.
Όσο λοιπόν με θέλετε κι όσο με ξεναγείτε
στις λεωφόρους της ζωής σας και στα πάρκινγκ
μαζί θα τα σνομπάρουμε τα νέα φιντάνια
ακόμα και της Φορντ – ιδίως της Φορντ.
Και μη φοβάστε: δε θα χρειαστεί
να μ’ οδηγήσετε σε μάντρα
ούτε να με βουλιάξετε απαλά σε λιμανάκι.
Για μένα ρεκτιφιέ ήτανε τα νιάτα σας
κι η αγάπη σας πισσάρισμα ν’ αντέξω.
Αν κάτι με μελαγχολεί είστε σεις.
Είμαι γυναίκα, ξέρω:
τόσες φροντίδες για γυναίκα φθείρουν με το χρόνο
κι αυτός που δεν είν’ από μέταλλο σκουριάζει.
Άρα, το λέω, δε θ’ άντεχα ποτέ το χωρισμό μας·
δε θ’ άντεχα μια μαύρη ξένη, μιά άλλη
με πληρωμένο κλάμα να οδηγήσει το κορμί σας
εκεί που μόνη μου δε θα ’ξερα να φτάσω.
Υποσχεθείτε μου λοιπόν: Σαν έρθει η ώρα
κάνε κουράγιο αγαπημένε, βαλ’ τα δυνατά σου
κι έλα και ξάπλωσε στο μπροστινό μου κάθισμα·
μιά γερασμένη σταρ ξέρει από φλόγα
για πρώτη μας φορά και τελευταία
θ’ αγκαλιαστούμε ολόκληροι
στην έκρηξή μου
κι έτσι καπνοί αξεχώριστοι ανεβαίνοντας
σαν σ’ εκδρομή στον καθαρότερον αέρα
όπως παλιά και πάλι θα συναντηθούμε
εσύ εγώ
ο πατέρας κι η μητέρα.
(Από τη συλλογή Πιάνο βυθού,Ύψιλον 1991)
Στην τελευταία του συνέντευξη που παραχώρησε στον Δαυίδ Ναχμία, τον Οκτώβριο του 2008, ο Γ. Βαρβέρης ρωτήθηκε πώς θα ήθελε να τον θυμούνται, τι είναι αυτό που φιλοδοξεί να αφήσει στους επερχόμενους. Η απάντηση τού ποιητή ήταν άμεση και αποστομωτική: «Δυο τρία ποιήματα σε μια ανθολογία είναι αρκετά. Τα υπόλοιπα είναι υπερβολή». Και πράγματι, χωρίς να παραβλέπουμε το πλήθος των εξαιρετικών ποιημάτων τού Βαρβέρη, το CORTINA 1964 • Ωδή σε auto-κτόνο δεσποινίδα και το CORTINA 1964 • Απάντηση δεσποινίδας στο αίσθημά μου, ποιήματα από τη συλλογή Πιάνο βυθού (1991), θα “εκπροσωπούσαν” επάξια τον ποιητή σε αυτή την υποθετική ανθολογία. Εξηγούμαι: Θεωρώ πως τα συγκεκριμένα ποιήματα, που μπορούμε να τα δούμε και ως ένα, “στρωματογραφούν” σχεδόν όλα τα θεματολογικά και υφολογικά στοιχεία του ποιητικού του σύμπαντοςˑ τη φθορά, τον πόνο, την απώλεια, το πένθος και τον θάνατο αλλά και τους γεννήτορες, την αγάπη, τη νοσταλγία, τη μνήμη. Τη θεατρικότητα, το πικρό χιούμορ, την ειρωνεία αλλά και την απλότητα, την εκρηκτικότητα και την πρωτότυπη διαχείριση του αφηγηματικού υλικού.
Ο Γ. Βαρβέρης είναι ένας ποιητής σίγουρος για την τέχνη του. Δεν υποκύπτει σε μια εύκολη και άνευρη εγκεφαλικότητα, δεν πάσχει από τον φετιχισμό του πειραματισμού και της καινοθηρίας. Είναι απλός, επικοινωνιακός ποιητής, ακόμα και για τους μη εξοικειωμένους αναγνώστες. Σχεδόν απτικός.
Καθώς το οικογενειακό Ford Cortina 1964 πνέει τα λοίσθια, ο ποιητής εξομολογείται σε πληθυντικό αριθμό (σαν εστέτ μιας άλλης εποχής) το βαθύ αίσθημά του στη δεσποινίδα Cortina, η οποία προσωποποιημένη έχει αποκτήσει χαρακτηριστικά και τρόπους γυναίκας που ανταποκρίνεται στο περιπαθές αίσθημα του νεαρού. Ο ήχος της Cortina είναι πολλαπλασιαστικά συγκινητικός, όχι μόνο γιατί ανακαλεί μνήμες από μια χαμένη πια παιδικότητα, από έναν χώρο και χρόνο ασφαλή και αδιάσπαστο αλλά και γιατί σε λίγο θα σιγήσει για πάντα. Ο θάνατος είναι κοντά και ο ποιητής που δεν δίστασε να κυκλοφορήσει τη γηρασμένη και ντεμοντέ «αγαπημένη» του στην πόλη, υφιστάμενος τις κοροϊδίες των απατραπτόντων πολυτελών αμαξιών-νυμφιδίων, της επιφυλλάσσει μια αναχώρηση αξιοπρεπή. Θα την βουλιάξει στη θάλασσα, θα την επιστρέψει στο υγρό στοιχείο της ευτυχισμένης εμβρυακής ηλικίας που, πράγμα οξύμωρο, ταυτίζεται με την αχερουσία και τον θάνατο. Και εκεί, [στη] «βουλιαγμένη», θα πηγαίνει να την βλέπει πάντα.
Η Cortina 64, το γένος Κόνσουλ, ανταποδίδει το βαθύ αίσθημα ομολογώντας πως κρατήθηκε στη ζωή μόνο για χάρη του ποιητή, μόνο γιατί, όπως λέει σε μια αποστροφή σπάνιας ποιητικότητας και συγκίνησης, "ήτανε η αγάπη σας το πισσάρισμα ν’ αντέξω". Βλέποντας το εύθραυστο και φθαρτό σώμα του “αγαπημένου”, εκφράζει τον φόβο της για τον επικείμενο θάνατό τουˑ του εξομολογείται πως δε θα αντέξει αυτόν τον χωρισμό και του προτείνει όταν καταλάβει το επερχόμενο τέλος, να ξαπλώσει πάνω της και σε μια έκρηξη αγάπης, αυτή, αυτός και όλος ο παρελθών χρόνος να αναληφθούν στην τελευταία τους διαδρομή.
Η ερωτική σχέση του ποιητή με το παλιό οικογενειακό αυτοκίνητο και η αμοιβαία αφοσίωση του παράδοξου ζευγαριού δεν εξαντλούνται στις συνηθισμένες συμβολιστικές ερμηνείες ψυχαναλυτικής προσέγγισης (δύναμη, σεξουαλικότητα, αυτογνωσία, ελευθερία κ.τ.λ.)ˑ ούτε άπτονται μιας μοιραίας έλξης με το εξωπραγματικά “δαιμονικό” που έχει εφιαλτική κατάληξη (ας θυμηθούμε την ταινία του Τζων Κάρπεντερ Christine, βασισμένης σε βιβλίο του Στήβεν Κινγκ, όπου το “κακό” ενεδρεύει μέσα σε μια κόκκινη Πλύμουθ του 1957, κατασκευασμένης στο Ντιτρόιτ). Ο Βαρβέρης μέσω της τρυφερής αγάπης του για την παλιά Cortina εκφράζει όλη του την αγάπη για το παρελθόν, ένα παρελθόν που δεν μπορεί να “παγώσει” στο χρόνο, εξο;y και η θεμελιακή νοσταλγία του και θλίψη. Όμως αυτό που διακυβεύεται στη μεταξύ τους σχέση είναι η αναπότρεπτη φθορά και ο θάνατος, στοιχεία που καθρεφτίζονται στα γυαλισμένα μέταλλα τής Cortina με ευκρίνεια.
Ο θάνατος είναι ένα θέμα που επαναλαμβάνεται στις συλλογές του Βαρβέρη χωρίς μελοδραματικές εξάρσεις αλλά αποδραματοποιημένο μέσω χιούμορ και αυτοσαρκασμού. Και όποτε η συναισθηματική ένταση υψούται, ο ποιητής φροντίζει με αντιποιητικές πεζολογικές εκφράσεις "Πιστόνια τέρμα και το λάδι καθισμένο. Για τρίτο ρεκτιφιέ ρε γιάννη δε μας παίρνει" τη γειώσει. Τελικά η υπερ-ρεαλιστική ιστορία των ποιημάτων του δομείται σε ρεαλιστικά στοιχεία. Για τον Βαρβέρη ο θάνατος δεν είναι ποιητική πόζα ή ναρκισσιστική προβολή. Είναι βαθύς φόβος που προσεγγίζεται με έναν τρόπο παιγνιώδη, σαν μια ζαριά που θα τον εξορκίσει. Ξέρει πολύ καλά, όμως, πως δεν μπορεί να τον υπερβείˑ ούτε με τον έρωτα, ούτε με την ποίηση. Άλλωστε δεν πιστεύει στο θαύμα, καθώς όπως λέει «θεολογεί αλλά δεν θρησκεύεται».
Πιστεύει, όμως, στο ταξίδι με την Cortina 1964, το γένος Κόνσουλˑ προετοιμάζεται χρόνια για αυτό. Με έναν τρόπο που ξέρουν οι ποιητές σαν και αυτόν, θα επιβιβάσει στη γερασμένη σταρ της καρδιάς του όλες του της αγάπες: Τον «αυτονόητο» Καβάφη, τον Παπατσώνη, τους ελάσσονες αλλά και τους «ουτιδανούς» αγαπημένους του ποιητές του μεσοπολέμου, τον Νίκο Φωκά, τον Βύρωνα Λεοντάρη, τους καρατερίστες ηθοποιούς, τον Λεό Φερέ και την Καίτη Ντάλη. Τους λατρευτούς του τεθνεώτες αλλά και κάποιους ζώντες. Στο παλιό ραδιόφωνο θα ακούγεται το Νe me quitte pas του Ζακ Μπρελ καθώς κουρασμένος θα γεύεται μια γουλιά ουίσκι. Ίσως πάλι να τραβάει το τελευταίο χαρτί στο blackjack…και καθώς θα έχει χάσει και σε αυτή την παρτίδα, θα απολαύσει πλέον απερίσπαστος και ίσως ευτυχής αυτήν την τέλεια και τελική διαδρομή.