Χάρτης 12 - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2019
https://dev.hartismag.gr/hartis-12/afierwma/h-omonoia-toy-giannh-barberh
Κύριοι εκφραστές της μετάβασης από την ιστορική διαδρομή του κλεινού άστεως στη σύγχρονη Αθήνα των πολυκατοικιών ήταν όσοι γεννήθηκαν στη δεκαετία του ’50, μεγάλωσαν στην πόλη ή ενηλικιώθηκαν στις διάφορες γειτονιές της, ακολουθώντας την τάση για εσωτερική μετανάστευση. Γι’ αυτό το λόγο η Αθήνα, από τα μέσα της μεταπολεμικής εποχής, έγινε η ιδιαίτερη πατρίδα για ένα σημαντικό μέρος της γενιάς του ’70, μόνιμη εστία για το οικογενειακό και το κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο διαμορφώθηκε η φυσιογνωμία τους. Στο χωροταξικό της πλαίσιο τόσο οι πεπατημένες όσο και οι νεοεμφανιζόμενες, φανερές ή υπόγειες, αστικές διαδρομές διαμόρφωσαν αποφασιστικά[1] τις νεανικές συνειδήσεις των ποιητών του ’70,[2] με την απαραίτητη διευκρίνιση ότι η πρωτεύουσα σε σχέση με τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά δεδομένα δεν ήταν παρά ένα μεγάλο χωριό,[3] αλλά και την ουσιαστική διαφοροποίηση από την ελληνική επαρχία καθώς η πόλη είχε, ημερήσια και νυχτερινή, κινητικότητα, ποικιλία επαγγελμάτων, θεαμάτων και περιηγήσεων.
Στην Ομόνοια, ένα από τα κεντρικά σημεία αναφοράς που έσφυζε από ζωή σε όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα, είδε το φως στα 1955 ο Γιάννης Βαρβέρης. Στο μεταίχμιο μιας εποχής, ο ποιητής πρόλαβε τον απόηχο από τον κυκλοτερό μητροπολικό της βίο που στα 1932 κέρδισε τις εντυπώσεις του αλεξανδρινού Κ.Π. Καβάφη,[4] έθελξε και απώθησε τον κοσμοπολίτη Νικόλα Κάλας: «όλη η Αθήνα βρίσκεται στην Ομόνοια μέσα / κι οι πιο κρυφοί πόθοι κει πέρα ζουν».[5] Συνέδεσε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του με αυτήν αλλά δεν βίωσε ως κάτοικος την περιθωριοποίησή της, καθώς μετακινήθηκε στο Κολωνάκι, κοντά στο χώρο εργασίας του στο υπουργείο Εξωτερικών. Γέννημα θρέμμα λοιπόν μιας καλής εποχής που συνδύαζε την αστική ατμόσφαιρα με το λαϊκό περιβάλλον, ο Βαρβέρης δήλωνε και παρέμενε συνειδητά «ομονοιομανής»: «Αγαπώ την Αθήνα, είμαι Αθηναιολάτρης. Ομονοιομανής. Στην Ομόνοια γεννήθηκα και μεγάλωσα. Αλλά βέβαια δεν μπορώ να την αναγνωρίσω πια».[6] Η αγάπη αυτή είναι εμφανής στα ποιήματά του που συνδέονται στενά με την περιοχή, τα θέατρα, τον ηλεκτρικό, την τύρβη της καθημερινότητας, αποφεύγοντας να διαβρώσει το ζωτικό της ιστό με την παρακμή που ξεκίνησε τη δεκαετία του ’80[7] και την τριτοκοσμική κατάσταση που ακολούθησε.[8]
Το αστικό τοπίο του Βαρβέρη τοποθετείται κατά βάση στην αρχή της μεταπολίτευσης. Επάνω σε αυτήν την εικόνα της Αθήνας επικάθεται ο χρόνος που αλλοιώνει σταδιακά τον χώρο και τα πρόσωπα μέσα από τη, διαποτισμένη από τη φθορά, ιδιοσυγκρασία του αφηγητή. Από την αρχή, εξάλλου, και σε αντίθεση με το αστικό τοπίο που προβλήθηκε ως τη μεταπολεμική εποχή, για τους ποιητές του ’70 η καρδιά της Αθήνας χτυπούσε σε υποβαθμισμένες πλέον περιοχές Εξάρχεια Βικτώρια Κουκάκι Γκύζη,[9] όπου στεγάζονταν οι νέοι, με σημείο συνάντησης την πλατεία και τα πέριξ της Ομόνοιας. Το επίκεντρο είχε απομακρυνθεί σημαντικά από το κλασικό αθηναιογραφικό κέντρο, επιδεικνύοντας την άρνηση απέναντι στο υψηλό και μια αναπροσαρμογή της κουλτούρας στην οικεία καθημερινότητα. Δεν ήταν, λοιπόν, η Ακρόπολη αλλά η ανάβαση του ζητιάνου και τα κέρματα που έπεφταν από εκεί ψηλά, το θέαμα που προκαλούσε δέος στον κόσμο, σύμφωνα με την εικόνα που επινόησε ο εικοσιτριάχρονος Βαρβέρης:[10]
Ο ζητιάνος ανέβηκε στην Ακρόπολη, από κει γέμισε
την Αθήνα δεκάρες αστράψαν οι δρόμοι καθαροί
ολοκάθαροι ο κόσμος στραβώθηκε.
Τον ίδιο κόσμο συναντάμε καθημερινά να ανεβοκατεβαίνει, μηχανικά αλλά όχι αγχωτικά, στον κυλιόμενο της Ομόνοιας,[11] από τους γειτονικούς σταθμούς του Ηλεκτρικού (Βικτώρια, Θησείο, Μοναστηράκι) ως τον μακρινό Περισσό, με θετική διάθεση ακόμα και για την υπόγεια διαδρομή στην Ομόνοια που τους γλιτώνει από τα φανάρια. Όπως και άλλοι σύγχρονοί του ποιητές της αμφισβήτησης, ο Βαρβέρης κυκλοφορεί άνετα ανάμεσα στον κόσμο των εργατικών, ενώ στριμώχνεται φανερά μπροστά στις αναγνωρισμένες αξίες και σύμβολα της αρχαιότητας που δεσπόζουν στην Αθήνα:[12]
ναός του Ηφαίστου δηλαδή Θησείο
κουτσή ηδονή
εσάπισε τα δόντια μου.
Ή:[13]
Όλοι εμείς προς Ομόνοια
κι ο Μένανδρος
από βαγόνι σε βαγόνι ανάποδα
προς Κηφισιά.
Δεν ευσταθεί ωστόσο η συναρίθμηση του Βαρβέρη με εκείνους που αμφισβητούν την υπεραξία της αρχαίας ελληνικής κληρονομιάς, καθώς η ειρωνική του αντίδραση έχει λόγιο χαρακτήρα και εκδηλώνεται υποδόρια και αυτοαναφορικά, μακριά από τις προκλήσεις και τη beat αντίληψη των συγχρόνων του. Αν και εντάσσεται σε γενικές γραμμές στο ίδιο πεδίο του «αρνητικού μοντερνισμού» της γενιάς του,[14] υιοθετεί δηλαδή τη ρήξη με το παλιό και τον διδακτικό λόγο, διαφέρει σημαντικά γιατί ανασυντάσσεται στοχαστικά ως προς την έννοια της εντοπιότητας μέσα από την οποία αναγνωρίζει το σύγχρονο και προχωρά προς το μοντέρνο.
Σε μια πόλη με αρχαιολογική επιφάνεια όπως είναι η Αθήνα το βλέμμα εξοικειώνεται με το παρελθόν αλλά πολλές φορές αναζητά εναγωνίως να ξεφύγει από την επικυριαρχία του. Η ανάγκη για το νέο που ένιωθε η μεταπολιτευτική γενιά την οδηγούσε σε απαρέσκεια για το οικείο κλασικό· γοητευόταν από το εισαγόμενο, τον μηχανικό πολιτισμό και την ανωνυμία του πλήθους. Τα βασικά συστατικά που επιλέγει εξαρχής ο Βαρβέρης από τα παραπάνω ζητούμενα αναμιγνύουν το παλιό με το σύγχρονο, και δημιουργούν μια ιδιότυπη εσωστρεφή σύνθεση που χαρακτηρίζει εν γένει την παιδεία και τη συναισθηματική του ανάπτυξη. Ο αρνητικός μοντερνισμός του λειτουργεί βασικά μέσα στο οικείο του περιβάλλον, έχει ψυχοσυναισθηματικές διακυμάνσεις και αντιποιητική διάθεση στον τρόπο που βλέπει και αποδίδει την αδιόρατη γοητεία της Αθήνας. Το σκηνικό εκτυλίσσεται κυρίως μέσα στη νύχτα ή προς τα χαράματα, στους άσημους δρόμους, ανάμεσα σε ταπεινούς επιβάτες και σε πατημένα κέρματα, και αποδίδεται από το αφανές βλέμμα του ποιητή:[15]
Νύχτα λοιπόν θα πει
ένα τάλιρο που σου ’πεσε στην Γ΄ Σεπτεμβρίου
κι ευθύς και μ’ εκατόν σαράντα
το κάναν τ’ αυτοκίνητα
ένα με την άσφαλτο.
Στη Χέυδεν στη Φερρών
οι νάυλον επιβάτες περιμένουν να επιβιβαστούν
στα σκουπιδιάρικα
Βλέμμα που διαθέτει μεγάλη οικειότητα με το χώρο καθώς ο ποιητής κατευθύνεται καθ’ έξιν στην Ομόνοια για να προμηθευτεί εφημερίδες και τσιγάρα:[16]
Το βράδυ αργά κατά τις τρεις
φρέσκο το αύριο απ’ την Ομόνοια προμηθεύομαι
σ’ εφημερίδες και τσιγάρα. Η νύχτα η ποίηση
κλεισμένες βιαστικά μέσα στις κόγχες.
«Πιάστε τον πιάστε τον» από παντού
ψίθυροι που θεριεύουνε καθώς
βάζω μπροστά μια κίτρινη παλιά Κορτίνα
ενώ στο χέρι
κλαίει τα σουσάμια του ο σπασμένος αρραβώνας-
ένα μου μισοφέγγαρο κουλούρι.
Δεν είναι όμως μόνο η συνήθεια που χαρακτηρίζει το βλέμμα, είναι η διεισδυτικότητα στο χώρο εκείνη που αισθηματοποιεί τις εικόνες, σύμφωνα με την υποδειγματική λιτότητα του καβαφικού «Στον ίδιο χώρο»,[17] ενός ποιήματος που περικλείει πολυεπίπεδα την Αλεξάνδρεια. Το εποπτικό βλέμμα που διαθέτει ο Βαρβέρης σκανάρει κυριολεκτικά την ανθρωπογεωγραφία της Ομόνοιας, χωρίς προτίμηση σε κάποια ειδική κατηγορία, χωρίς συγκεκριμένο στόχο ή επιθυμητή στόχευση. Γι’ αυτό το λόγο ο ήρωας του είναι σε γενικές γραμμές απροσανατόλιστος, αν και θυμίζει έντονα επαρχιώτες νεαρούς που τριγυρίζουν σε ποιήματα των συγχρόνων του, όπως «Η λέξις “στρατιώτης”»[18] του Κώστα Μαυρουδή και «Ένα ποίημα έλεγε ότι γνωρίζει τον Μήτσο»[19] του Γιώργου Μαρκόπουλου με το οποίο και συνομιλεί ευθέως ο Βαρβέρης:[20]
Λοιπόν γύριζε δήθεν άσκοπα του ποιήματός μου ο ήρωας, φοιτητής επί δικτατορίας ας υποθέσουμε, τότε αντιστασιακός οργανωμένος έστω, σαραντάρης σήμερα με φαλακρίτσα χτένιζε την Ομόνοια σε σαφάρι και δεν είχα τι να τόνε κάνω. Όμως εκείνος ήτανε μέσα στο μυαλό μου κι ήξερε καλά όλους τους ήρωες ποιημάτων που με συγκινούν, γι’ αυτό –κι όχι μονάχα- το θυμήθηκε το πατριωτάκι του τον Μήτσο σαν τον είδε απέναντι στο σουβλατζίδικο,
Το σύγχρονο βλέμμα του λοιπόν προς την Ομόνοια δείχνει συναισθηματική συμμετοχή και αναδεικνύει την προσωπική συγκίνηση που του γεννά ο γενέθλιος τόπος, τριγυρισμένος τώρα από διάφορους περίοικους που νιώθουνε χαμένοι μόλις ήρθαν στην Αθήνα και αναζητούν εκεί τους πατριώτες τους. Η οπτική του αρνητικού μοντερνισμού απέναντι στην αρχαιολογία μεταστρέφεται σε συμπαθητική στάση ως προς το παρόν και τις μεταβολές του αστικού τοπίου. Από τη μια μεριά το εμπλουτισμένο σκηνικό της πόλης που βλέπει ο ποιητής καλπάζοντας με το ταξί, απογειώνεται με έναν ρομαντικό και παραμυθιακό τρόπο:[21]
Ρομαντικό ταξί μέσα στη νύχτα
σαν άμαξα δαιμονισμένη.
Μαστίγωσε τους μαύρους σου αμαξά
ρίξε στην Πανεπιστημίου τʼ άλογά σου
με μια ελαφρά μου κλίση χαιρετώντας
τις φευγαλέες δενδροστοιχίες των περιπτέρων
καθώς μεθάω μέσα στη νύστα τόσων φώτων
που με καλούν από τον πύργο των πιδάκων.
Βίτσισε λέω και στρίψε την Ομόνοια
ο Κόμης μες στα τόσα μύχια δώματα
εδώ τα εξαίσια σώματά του βασανίζει
μια βουή που κάθεται στα κόκαλά μου ομίχλη·
χύσου λοιπόν στην ασφαλή μας άσφαλτο
’κει που κοπάζουν τα ουρλιαχτά, στην κατηφόρα.
Μάρνη κι εγώ βουλιάζω πιο βαθιά στο κάθισμά μου
με τον καπνό μου σαν Ζορρό να με τυλίγει
να με προδίνει μόλις φτάνει μπρος στο τζάμι
κι ο αγέρας τον αρπάζει από τη μπέρτα.
Θα μείνεις τέλος μόνο εσύ κι εγώ αμαξά
εγώ που έχω από πριν σοφά μετρήσει
τις πιθανές γωνίες των καθρεφτών σου
για να μη δεις ποτέ το πρόσωπό μου
και μες στην άπνοια της πλατείας που χλιμιντρίζει
να μη με δεις τώρα σαν κατεβαίνω
που θα φυσήξω λίγο την κορφάδα των μαλλιών σου
για να μου πουν
χωρίς να νιώσεις
Καληνύχτα.
Και από την άλλη ο συνωστισμός του φοιτητόκοσμου στη Σόλωνος σε συνδυασμό με την αδυναμία του να βρει ταξί, αποτελούν τη δεύτερη, και σκοτεινή, όψη του νομίσματος, εκφράζοντας την καθημερινή ταλαιπωρία που υφίστανται οι Αθηναίοι:[22]
με τα τόσα καλά μου
στον Άγιο Χριστόφορο ανάβω το κερί μου
εν μέση Σόλωνος
έντρομος από ταγάρια και τζηνς
ένα ταξί ένα ταξί ο Άγιος
να φανερώσει.
Κι αν δε ζώστηκα σμήγματα αφαλών
κι αν τρέμω τη φαλτσέτα του μπρούντζινου ντεληκανή
εκεί στη Φωκίωνος
Μέσα σε αυτό το κάπως αντιφατικό περίγραμμα της πόλης με τα πολλά πρόσωπα του Ιανού της καθημερινότητας, η Ομόνοια του Βαρβέρη παραμένει ένας οικείος και ζεστός ανθρώπινος χώρος για τους συνυπάρχοντες, ένας χώρος που στεγάζει την πολυχρωμία και αρνείται την ξενοφοβία.[23] Εκεί συναντά τους φίλους του στα διάφορα στέκια και στα φαγάδικα,[24] όπου μαθαίνει αυτήκοος, αυτός ο λόγιος και ξενύχτης, τη ζωή και την ψυχολογία των ταπεινών της κεντρικής αγοράς: «αθώοι ψαράδες στης οδού Αθηνάς το χάραμα».[25] Σε ανάλογους χώρους, τόσο στα ενδότερα όσο και στην περιφέρεια της πόλης, όπως ο σταθμός Πελοποννήσου, εγγράφει άλλωστε και ο ίδιος τον εαυτό του: αναζητά το ποίημα που δεν ολοκληρώνεται, παρατηρεί τον μοναχικό που κουτσοπίνει στον Σταθμό Λαρίσης,[26] κατάμονος όταν όλα ερημώνουν, κλειδωμένος ολονυκτίς στο Αρχαιολογικό Μουσείο,[27] ή καθισμένος σε ένα παγκάκι την ημέρα του Πάσχα παρέα με την υπέργηρη μητέρα του.[28]