Χάρτης 12 - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2019
https://dev.hartismag.gr/hartis-12/afierwma/to-ligo-prin
Le loup n’ a plus de dents, il mange des idées;
Léo Ferré
Με αυτούς τους στίχους του Léo Ferré προλογίζει ο Γιάννης Βαρβέρης τη συλλογή του Ζώα στα Σύννεφα, που βρέθηκε στα χαρτιά του έτοιμη για έκδοση και κυκλοφόρησε το 2013 από τις εκδόσεις Κέδρος, μετά τον θάνατό του. Κι έτσι, μ’ αυτόν τον λύκο, χωρίς τα δόντια του πια, που μασά και καταπίνει ιδέες –και που πλέον δικό του κτήμα ποιητικό γίνεται– μας αφηγείται τις ιστορίες των άλλων ζώων.
Τα ζώα που κυκλοφορούν στα ποιήματα της συλλογής, όπως τα σχεδίασε ποιητικά, είναι ζώα που δεν γελούν, κανένα ζώο δε γέλασε ποτέ, νιώθουν όμως πως για ένα αστείο/χάσαν/ή χαθήκανε. Δεν είναι αποδημητικά πουλιά, αφήστε τους ρομαντισμούς/δε θα ξαναγυρίσουμε ποτέ. Είναι θλιμμένα, κανένας τη βαθιάν αιτία δεν ξέρει. Έχουν σαν τις καμήλες το βλέμμα ήρεμο/σχεδόν ειρωνικό/σαν να ‘ξεραν το μυστικό/από αιώνων ή/σαν να μην ξέραν τίποτε. Σκέπτονται καμιά φορά σαν τη χελώνα τι να τα κάνω εγώ/διακόσια χρόνια ζωής. Άλλα σέρνονται σαν τα σκουλήκια, τα πατάς στο δρόμο σου/χωρίζονται τα σώματα/ενώνονται και πάλι τα κομμάτια τους. Κι όσο για τους δεινοσαύρους, αυτοί στα παλαιοντολογικά μουσεία τραντάζονται απ’ τα γέλια στην ιδέα πως κυρίες και όμιλοι/παλεύουνε με πάθος/να σώσουν το υπό εξαφάνιση/άλφα ή βήτα ζώο. Τα ζώα σαρκάζουν την παντοδυναμία των ανθρώπων, δόλωμα για να φας με κάρφωσες/σκουλήκι ζωντανό στην πετονιά σου/όμως κι εσύ θα γίνεις δίχως πετονιά/αλλού για τ’ αδέλφια μου εκδίκησης, κρύο πιάτο.
Ψάχνει ο ποιητής στη σοφία των ζώων τα μυστικά να μάθει για την κοινή μοίρα όλων των πλασμάτων, κι όπως το ξέρει πως αυτά δεν θα του απαντήσουν (εκείνα δεν του φανερώσαν/τα πιο βαθιά τους μυστικά) παρά μόνο θα τον οδηγήσουν διαισθητικά να καταλάβει, αφήνεται στον ποιητικό του λόγο, ικανό να διεισδύσει στον κόσμο τους και δυνητικά να ταυτιστεί μαζί τους. Γιατί θαρρώ πως αυτό θα ήθελε, εκεί κοντά στο δικό του τέλος, στο άφευκτο δικό του πέρασμα σε μιαν άλλη ίσως διάσταση, να βρει τι κοινό έχει με τα άλλα όντα που αλλιώς εννοούν τη ζωή και τον θάνατο αλλά και αλλιώς αντιδρούν απέναντι στο αναπόδραστο. Με περισσή σοφία ίσως, που λείπει από το κυρίαρχο, νοήμον ον; Με επίγνωση των αφανών ορίων;
Αναρωτιέται ο ποιητής στο ακροτελεύτιο ποίημά του (πιθανόν και να αποτελεί ακριβώς την τελευταία γραφή του):
Πώς να πεθαίνουν άραγε
τα ζώα;
Άρρωστα στο κρεβάτι προφανώς
από κατάθλιψη ή από γηρατειά
ή τέλος στο στομάχι
πιο μεγάλων ζώων.
Όπως και να πεθαίνουν όμως
εκείνη τη στιγμή
από τα πέρατα της γης
ακούγονται ανακατεμένα
νιαουρίσματα, ουρλιαχτά, κελαηδισμοί
γαβγίσματα, κρωξίματα και βρυχηθμοί
όλα μαζί σε αρμονία υπερουράνιας μουσικής
τελείως ακατάληπτης για τους ανθρώπους.
Ίσως αυτά τα ποιήματα να μην είναι παρά ο τρόπος του ποιητή να μιλήσει για τον πιο μεγάλο φόβο, να καταγράψει την αδυναμία του ανθρώπου να εννοήσει τα πιο βαθιά κρυμμένα μυστικά – ή ίσως να μας πει ότι δεν υπάρχει τίποτε, κανένα μυστικό, κι όλα τελειώνουν όπως άρχισαν. Τυχαία. Μια εξοικείωση με τον θάνατο και τη ζωή σε μια άρρηκτη συνέχεια. Συχνά με διακωμώδηση, παρωδία και σαρκασμό, ακριβώς για να φανούν οι δύο όψεις (μια τραγική και μια δυνάμει κωμική) ενός και του αυτού.
Σκέφτομαι τώρα την προτελευταία ποιητική του συλλογή, Βαθέος γήρατος (Κέδρος 2011). Ούτε αυτήν την είδε τυπωμένη, καθώς τον πρόλαβε ο θάνατος, ενώ ακόμη ήταν στο βιβλιοδετείο. Εκεί πάλι η έννοια του θανάτου κυρίαρχη, εστιασμένη όμως στη σχέση του με τη μητέρα του, που αποχωρούσε από τη ζωή με το φθίνον και βαθύ γήρας. Εκεί, στο πιο τραγικό από όλα τα ποιήματα, αναρωτιέται η μητέρα σ’ αυτόν τον ιδιότυπο διάλογο μαζί του:
Μου είπε επί λέξει:
– Άμα πεθάνω
πώς θα ζήσω
χωρίς εσένα;
Ένας ο τόπος, ένας ο τρόπος να εννοήσεις το δράμα της ζωής στη σχέση με το τέλος της. Μία η οδός άνω και κάτω ή εδώ και εκεί, αν προτιμάμε. Αλλά και η απουσία ίδια, κι εδώ κι εκεί. Και η απώλεια ακριβώς ίδια. Ο ποιητής προσεγγίζει τη φθορά της ζωής, την προσωπική του αγωνία (μα και άγνοια ωστόσο) για το δικό του τέλος που δεν θα αργήσει.
Προνοεί ο ποιητής για το πένθος που θα έρθει, αλλότριο και δικό του το τέλος, και γράφει:
[…]
Έτσι λοιπόν καθώς βαδίζεις
δίνει την αίσθηση η φιγούρα σου
της τελεσίδικης αναχώρησης
κι εγώ πενθώ
ενώ απλώς μετακινείσαι
προς το διπλανό δωμάτιο.
Ο ποιητής σ’ έναν έξοχο στην τραγικότητά του Προθρήνο συνδιαλέγεται στην πραγματικότητα με τον χρόνο, που θα αποφασίσει στην περίπτωση τη δική του και της μητέρας του ποιος θα απομείνει τελευταίος σ’ αυτό το παιχνίδι της ζωής με τον θάνατο. Σαν ο ένας να χάνει και ο άλλος να κερδίζει το ελάχιστο που του απομένει:
[…]
μήπως τα δάκρυα
σου τα ’χω προπληρώσει
ή ακόμα μήπως, ποιος το ξέρει
πρέπει εσύ να ετοιμάζεσαι
για μια, χωρίς εμένα
αβάσταχτη επιβίωση
Η εικόνα της ζωής που απομακρύνεται δίνει στην ποίησή του όσα χρειαζούμενα για να ανοίξει στην ουσία ένα διάλογο, σε πρώτο επίπεδο με τη μητέρα και σε ένα δεύτερο επίπεδο, πιο τραγικό, με τον ίδιο τον εαυτό του και με όποιον μαζί με αυτόν διακατέχεται (ποιητικά ή όχι, αδιάφορο) από το μέγιστο ανθρώπινο ερώτημα, το τραγικά επίσης εσαεί αναπάντητο: αν υπάρχει όριο ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο. Και αν ναι, ποιος ο άνθρωπος και ποια η θέση του σε σχέση με αυτό το όριο; Κι ακόμη αν επινοηθεί (μόνον έτσι, με ευφάνταστη επινόηση) κάποια απάντηση, πώς μιλάς γι’ αυτά τα πράγματα; Αρκεί η ποίηση, με όλες τις δυνατότητές της (εικόνες και λέξεις υπαινικτικές, μεταφορικές, λυρικές, ρεαλιστικές, σκληρές και ό,τι άλλο μέσα στους αιώνες έφτιαξε η ανθρώπινη αδυναμία να ειπωθεί το ανείπωτο) για να ιαθεί, έστω προσωρινά, το πάσχον υποκείμενο; Αρκεί ακόμη για να δώσει στον συμμέτοχο αναγνώστη μια νοητή δίοδο για να διαβεί στο απροσπέλαστο; Ή, μήπως όλα αυτά είναι εικασίες ή και ευσεβείς πόθοι πως όσα γράφονται αποσκοπούν κάπου, πέρα από την ποιητική ανάγκη της έκφρασης που διακατέχει κάθε φορά τον γράφοντα – αισθητικός ο ρόλος και ιαματική μακάρι η Ποίηση αλλά και η Τέχνη όλη;
Ο Γιάννης Βαρβέρης έγραψε το δικό του «λίγο πριν» σ’ αυτές τις δύο τελευταίες του ποιητικές καταθέσεις. Έψαξε το προσωπικό του μελλούμενο πένθος αλλά και μια πιθανή απάντηση από τον κόσμο γύρω του· κι ας ήξερε πως απάντηση δεν υπάρχει, ίσως γιατί το ερώτημα που θέτουμε δεν είναι το σωστό. Αλλά και ποιος μπορεί μέσα στα ανθρώπινα να βρει τον σωστό τρόπο να ρωτήσει; Μοιάζει να ρωτάς για τα όρια ενός τόπου, σαν να τον παρατηρείς, την ώρα που μέσα του βρίσκεσαι με οριακή την οπτική σου και τη σκέψη σου. Δεν είναι παντοδύναμη η λογική. Εκεί που αδυνατεί να προχωρήσει παίρνει τη σκυτάλη η Τέχνη, η Ποίηση, και προτείνει, μόνον προτείνει. Τίποτε άλλο πιο πέρα απ’ αυτό.
Συνειρμικά η σκέψη μου πηγαίνει στον Κώστα Καρυωτάκη και στο δικό του «λίγο πριν». Κι εκεί, σε ένα από τα τελευταία του κείμενα, αναζητά την έννοια του Χρόνου (έτσι με κεφαλαίο τη θέλει) για να πει σαρκαστικά εν μέρει, αυτοσαρκαστικά επίσης:
[…] Παρακολουθούσε τη ζωή από την εφημερίδα. Χαμογελούσε πονηρά στη σκέψη ότι κανένας δεν τον παρακολουθεί τον ίδιο. Όλοι, σκυμμένοι στις δουλίτσες τους, συλλογίζονταν μόνο πώς να τα βολέψουν. Όταν όμως θα τελειοποιούσε την εφεύρεσή του και θα περιόριζε το Χρόνο μέσα στο γυαλί του εργαστηρίου του, να ιδούμε τους μεγαλόσχημους κυρίους που γέμισαν τον κόσμο με σαπουνόφουσκες. Να ιδούμε τι θα γίνουν οι τόκοι και τα επιτόκια του απέναντι τοκογλύφου. Να ιδούμε με ποια ημερομηνία θα βγάζουν τις εφημερίδες τους» (Από τα τελευταία κείμενα του Κώστα Καρυωτάκη, Ποιήματα και πεζά, Ερμής, 1977, σ.147)
Με άλλο τρόπο η ίδια αγωνία. Με ποιητικό ή πεζό τρόπο εκφρασμένη, με την τραγικότητα να γράφει πίσω από τις λέξεις. Το «λίγο πριν» αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον, έτσι όπως αποδίδει, κρυπτικά ή ξεκάθαρα αναλόγως, την αίσθηση του τέλους που πλησιάζει. Η γραφή, από το σημείο αυτό και πέρα, αξιολογείται διαφορετικά και η αξία της υπερβαίνει τις λογοτεχνικές διατεταγμένες. Γίνεται πανανθρώπινη φωνή (άλλοτε ηχηρή και άλλοτε σιωπηλή κραυγή) για το άφευκτο και το απροσδιόριστο ταυτοχρόνως.