Χάρτης 11 - ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2019
https://dev.hartismag.gr/hartis-11/poiisi-kai-pezografia/erwtiko-poihma-h-to-mayro-koxyli
[ ΟΠΛΟΥΡΓΕΙΟ: ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ ΣΕ ΜΙΑ ΑΡΣΕΝΙΚΗ ΚΩΜΩΔΙΑ ]
———————————————
Το 1882, ο Γάλλος εφευρέτης και μελετητής της κίνησης των όντων Étienne-Jules Marey κατασκεύασε το φωτογραφικό όπλο (fusil photographique). Μια φωτογραφική μηχανή σε σχήμα τουφεκιού, με την οποία ήταν δυνατό ν’ αποτυπώνονται στην ίδια εικόνα πολλά καρέ ανά δευτερόλεπτο από την κίνηση ενός ζώου ή ανθρώπου.
Σ’ ένα ταξίδι του στο Παρίσι το 1900, ο φουτουριστής ζωγράφος Giacomo Balla επισκέφθηκε μια έκθεση με φωτογραφίες του Étienne-Jules Marey. Αργότερα, το 1912, επηρεασμένος απ’ τον τελευταίο, ζωγράφισε τον πίνακα «Κορίτσι που τρέχει σε μπαλκόνι», όπου απεικονίζονται τα καρέ της κίνησης μιας κοπέλας που βαδίζει. Εκείνη αποδίδεται με στίγματα ζωηρών χρωμάτων κι η ατμόσφαιρα είναι αυτή ενός καλοκαιρινού απογεύματος. Η μορφή της δεν είναι ευκρινής και η φιγούρα κινείται από την αριστερή προς τη δεξιά πλευρά του πίνακα, ήδη τη βλέπουμε που εξέρχεται από το κάδρο στο τελευταίο καρέ της κίνησης. Είναι άρα απούσα, καταγράφονται όμως εκεί τα ίχνη μιας παρουσίας της σαν ηχώ μελαγχολική.
Ένα απόγευμα καλοκαιριού, σε τόπο πλάι στη θάλασσα, μια άγνωστη γυναίκα βαδίζει. Η κινούμενη μορφή της αξεδιάλυτη μέσα στην κίνηση του κόσμου. Μπορούμε να φανταστούμε μπροστά στο παράθυρο, όπως τον ζωγράφο Balla αντίκρυ στον λευκό καμβά, έναν άνδρα (τον Κυνηγό-Φωτογράφο) να σημαδεύει από τη διόπτρα του φωτογραφικού τουφεκιού, παραμονεύοντας να εμφανιστεί, μέσα στο θολό φάσμα του κόσμου εν κινήσει, ο μυστικός τόπος του βλέμματός της.
Κρότος (κλικ), και η πρώτη στιγμή του έρωτος θα αιχμαλωτισθεί.
Άλλωστε, εξόριστοι απ’ το παρόν, η μουσική που μας θάλπει –η μόνη που αναγνωρίζουν τ’ αυτιά μας– είναι η ωραία ηχώ του κάλλους που κάποτε βιώσαμε.
Αρσενική κωμωδία
I. ΕΠΙΦΑΝΕΙΑ
Ένας άνδρας σ’ ένα δωμάτιο. Διψασμένος από έρωτα. Ασκώντας επάνω του την (απόλυτη) εξουσία που διαθέτουμε, βάλαμε έναν δίσκο να παίζει στο πικάπ.
(Ένας γδούπος – Παράσιτα - Παλμός σαν καλπασμός - Η θάλασσα εμφανίζεται στα μάτια του αλόγου)
Στο ρεφραίν φύσηξε από τα ηχεία ο αέρας του καλοκαιριού.
Φάνηκε μέσα εκεί, η σύνοψη των κινήσεών της σε απογευματινό περίπατο. Ένα φασματικό μυριόποδο, όπως του ζωγράφου Giacomo Balla το κορίτσι σ’ ένα μπαλκόνι.
ΣΚΟΡΠΙΣΕ ΣΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ
ΤΟΤΕ ΤΟ ΑΡΩΜΑ ΤΗΣ
–ΙΩΔΙΟ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ–
*
Ο αέρας ανεβοκατέβαινε σαν σειρήνα και κράτησε για λίγο:
Βέεεεεεεεεεεεν - τού ντι σιρόοοοοοο - κουου
Βέεεεεεεεεεεεν - τού ντε στάαααααα - τιι
Και όταν κόπασε, ΑΥΤΟΣ τραγούδησε τον έρωτα που του φούσκωνε τα σπλάχνα –τα φρύδια του άσπρα, τα μαλλιά του σκληρά απ’ το αλάτι–, ως εξής:
Με ταραχή σε αποδρομή, σαν το τελευταίο μεγάλο κύμα που σκάει στον βράχο πριν το νερό ηρεμήσει. Γλυκά. Με παράπονο. Με ρεμβασμό. Με ένταση και ανυπομονησία. Με μελαγχολία. Με σπαραχτική νοσταλγία για κάτι που δεν έζησε ποτέ.
(Η μουσική σταμάτησε. Στη σιγή του δωματίου, ακούγεται τώρα –πίσω από του ρολογιού το τικ τακ– η ανάσα εκείνης, που ‘ναι γι’ αυτόν ένας γνώμονας του χρόνου. Θα την ονομάσουμε Μαρία.)
*
Γράφουμε στον τοίχο του δωματίου την οπίσθια σιλουέτα μιας γυναίκας. Κρεμάμε από ‘να καρφί ένα μαύρο κοχύλι στη θέση του κεφαλιού κι ΑΥΤΟΣ (ο μέγας κωμικός) –αγνοώντας ότι η ειδοποιός διαφορά μεταξύ μιας ποιητικής πράξης και μιας πράξης μαγείας, είναι πως εκεί όπου για τη δεύτερη βρίσκεται ένας υλικός σκοπός, για την πρώτη (ως ενσυνείδητη απόπειρα που βασίζεται στη βεβαιότητα του ψεύδους) υπάρχει, στην καλύτερη περίπτωση, το κενό διάστημα του χιούμορ– κάθεται σε μια καρέκλα απέναντι και περιμένει τον τοίχο να ζωντανέψει.
*
Στη γυμνή πλάτη της άγνωστης γυναίκας βλέπει ν’ ανοίγεται στο πεδίο του κόσμου ένας μικρός, απρόσιτος ορίζοντας. Κι αναζητεί τον Βορρά που φωλιάζει στα μάτια της, σαν ξεχαρβαλωμένη πυξίδα που η βελόνη της κλωθογυρίζει.
ΜΕ ΤΗ ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ ΤΟΥ ΚΥΝΗΓΟΥ
ΜΕ ΤΗ ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ ΤΟΥ ΚΥΝΗΓΟΥ
ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ ΤΗΣ ΑΠΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ
Με τη σκέψη, πως κάπου, μέσα σ’ ένα μαύρο κοχύλι, κρύβεται γι’ αυτόν το αχνιστό βουητό της αγάπης.
II. ΕΠΤΑ ΕΙΚΟΝΟΣΤΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΝΩΣΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ
[ΕΙΚΟΝΟΣΤΑΣΙ 1]
Ένα αναλόγιο, επί του οποίου αντί για χαρτιά είν’ ένας θάμνος, στέκει στη μέση μιας διάταξης πολλών χαμηλών καθρεφτών, ο καθένας γυρτός σε ελαφρώς διαφορετική γωνία. Ερμηνεύοντας τα ροζ ενδότερα πίσω από μια πυκνή τούφα σκληρές τρίχες, μια ορχήστρα από καθρέφτες σημαίνουν τη θάλασσα. Το δωμάτιο γεμίζει ιριδισμούς σε ένα γαλάζιο φάσμα, φευγαλέο και άπειρο σαν την επιθυμία.
(Μπορεί κανείς να πιάσει θαλασσινό νερό; Η θάλασσα κατακτιέται μόνο απ’ αυτούς που έχουν υπομονή. Πάνω σε αρχαίους βράχους αφήνει το άλας της.)
ΓΙ’ ΑΥΤΟ ΣΤΑΘΕΙΤΕ ΑΚΙΝΗΤΟΙ. ΠΑΡΑΤΗΡΕΙΤΕ. ΩΣΠΟΥ ΝΑ ΓΙΝΕΤΕ ΕΡΕΙΠΙΑ, ΣΚΕΛΕΤΟΙ. ΙΣΩΣ ΤΟΤΕ ΛΙΓΟ ΑΛΑΤΙ ΒΡΕΙ ΤΟΝ ΔΡΟΜΟ ΤΟΥ ΣΤΙΣ ΒΑΘΙΕΣ ΚΟΙΛΟΤΗΤΕΣ ΤΩΝ ΜΑΤΙΩΝ ΣΑΣ.
***
[ΕΙΚΟΝΟΣΤΑΣΙ 2]
Μια χειρόγραφη πυξίδα γραμμένη στο πάτωμα (Β Ν Α Δ). Ένα άσπρο κοχύλι καλύπτει το γράμμα Β.
(Πού να κοιτάζει όταν κορυφώνεται ο έρως; Είναι στον δρόμο της προς τον χαμένο παράδεισο μιας θαμνώδους έκτασης που φλέγεται; Προσπαθούμε ν’ ακολουθήσουμε την τροχιά της ίριδας, όμως το βλέμμα μας διαλύεται πάνω στις κενές σφαίρες των ματιών του ψαριού.)
ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΧΑΜΕΝΟ ΕΞΕΡΕΥΝΗΤΗ ΣΤΟΥ ΟΠΟΙΟΥ ΤΗΝ ΤΡΕΛΗ ΠΥΞΙΔΑ Η ΒΕΛΟΝΗ ΚΑΝΕΙ ΓΥΡΟΥΣ: ΕΝΑΣ ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΒΟΡΡΑΣ ΚΡΥΒΕΤΑΙ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΟ ΚΟΧΥΛΙ ΤΟΥ ΒΛΕΦΑΡΟΥ ΤΗΣ
***
[ΕΙΚΟΝΟΣΤΑΣΙ 3]
Το εκμαγείο μιας γυναικείας κεφαλής είναι τοποθετημένο πάνω σε μια μεταλλική γεωμετρική κατασκευή: ένα Τ, στην κατακόρυφη γραμμή του οποίου παρεμβάλλεται ένας κύκλος. Το πρόσωπό της, που κοιτάζει ψηλά, είναι μουτζουρωμένο με μπλε μελάνι. Καθώς στέκεται σε μια λεπτή ακίδα, ταλαντεύεται προσπαθώντας να ισορροπήσει.
(Μια εκστατική γυναίκα έχει μετατραπεί σε μουσικό όργανο. Η μουσική της είναι η διακριτική κρούση των κουδουνιών των αλόγων και ο δροσερός αέρας που μπαίνει απ’ το παράθυρο γλύφοντας μια ιδρωμένη πλάτη σε μια νύχτα καλοκαιριού.)
Η ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΤΗΣ ΓΙΑ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ ΕΙΝΑΙ Ο ΧΟΡΟΣ ΤΗΣ ΘΝΗΤΟΤΗΤΑΣ. ΜΟΝΟ ΟΙ ΘΕΟΙ ΑΙΧΜΑΛΩΤΙΖΟΥΝ Τ’ ΟΛΟΛΕΥΚΟ ΠΟΥΛΙ ΤΗΣ ΧΑΡΑΣ. ΕΜΕΙΣ ΠΥΡΟΒΟΛΟΥΜΕ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ ΚΑΙ ΜΑΖΕΥΟΥΜΕ ΠΟΥΠΟΥΛΑ
[ΕΙΚΟΝΟΣΤΑΣΙ 4]
Στην επάνω άκρη ενός σταυρού είναι το κεφάλι ενός γαϊδουριού. Ένα μαύρο πουλί πετάει στο δωμάτιο.
(Στέλνουμε ένα ασπρόμαυρο πουλί να μας φέρει την καρδιά της. Ένα μαύρο πουλί με μακρύ ράμφος –η λύπη– έρχεται στο δωμάτιο με ένα κομμάτι χαρτί δεμένο με κλωστή στο πόδι του.)
ΠΡΟΜΗΘΕΑ ΔΕΝ ΚΕΡΔΙΖΕΙΣ ΕΤΣΙ ΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΜΙΑΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ.
ΘΑ ΣΥΝΕΧΙΣΟΥΜΕ ΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ ΜΟΝΑΧΑ ΟΤΑΝ Η ΨΥΧΗ ΣΟΥ ΔΕΝ ΘΑ’ ΧΕΙ ΕΝΤΟΣΘΙΑ ΝΑ ΚΑΤΟΙΚΗΣΕΙ
[ΕΙΚΟΝΟΣΤΑΣΙ 5]
Μια πυκνή διάταξη από πυλώνες ηλεκτροφόρων καλωδίων.
(Πριν από σένα ήταν σκοτάδι. Ένας λαβύρινθος από στύλους και καλώδια. Όταν βρήκα την έξοδο, τα μάγια λύθηκαν, τα καλώδια κόπηκαν και το φως διαχύθηκε με την έκρηξη μιας λάμπας που σπάζει.)
ΣΤΟΝ ΛΑΒΥΡΙΝΘΟ, ΧΑΜΕΝΟΣ ΚΑΙ ΑΟΠΛΟΣ. ΔΙΟΤΙ ΚΑΝΕΝΑ ΣΠΑΘΙ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΤΡΥΠΗΣΕΙ ΕΝΑΝ ΜΙΝΩΤΑΥΡΟ ΜΕ ΤΟ ΣΧΗΜΑ ΤΗΣ ΑΠΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ, ΜΙΑ ΣΙΛΟΥΕΤΑ ΑΠΟ ΑΕΡΑ
[ΕΙΚΟΝΟΣΤΑΣΙ 6]
Μια χρυσή βέργα διαμέτρου 2 χιλ.
(Η μήτρα των γαμήλιων δαχτυλιδιών, θα κοπεί και θα λυγίσει σε κύκλο.)
ΕΝΑ ΝΕΟ ΟΡΓΑΝΟ ΧΑΡΟΥΜΕΝΗΣ ΓΕΩΜΕΤΡΙΑΣ ΑΝΑΚΑΛΥΦΘΗΚΕ: Ο ΚΩΝΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΡΗΣΗ ΤΟΥ ΔΑΧΤΥΛΟΥ ΤΗΣ
***
[ΕΙΚΟΝΟΣΤΑΣΙ 7]
Ένα φαντασμαγορικό θέαμα στο ταβάνι και μυρωδιά γάλακτος.
(Την ώρα της ένωσης, οι ανείπωτες λέξεις της αγάπης εκρήγνυνται σε μπλε σπίθες σαν μπαρούτι που πέφτει πάνω σε κεριά.)
ΚΙ ΥΣΤΕΡΑ ΞΑΠΛΩΜΕΝΟΙ ΑΓΚΑΛΙΑ ΚΟΙΤΑΖΟΥΜΕ ΜΑΖΙ ΤΟΝ ΚΑΤΑΚΟΡΥΦΟ ΟΡΙΖΟΝΤΑ
————— • —————
ΙΝΤΕΡΜΕΔΙΟ Α:
ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΣ ΤΡΑΒΑ ΤΟ ΣΚΟΙΝΙ ΧΑΡΜΟΣΥΝΗΣ ΚΩΔΩΝΟΚΡΟΥΣΙΑΣ
κι εντός μου γράφεται
σαν σε γυαλιστερό χαρτί
εκείνο
το πρώτο βλέμμα της
όπου σιγοκαίει σαν θυμίαμα
το φως των ημερών
κι η ευτυχία τους γεμίζει
μύρο ευοίωνο
τα δωμάτια
————— • —————
ΙΙI. Ο ΚΥΝΗΓΟΣ (ΣΛΑΠΣΤΙΚ)
Α΄
Το στόμα της Μαρίας ανοιγοκλείνει. Η φωνή της είναι άδεια σαν το πρόσωπό της. Η λέξη της είναι ένα ασπρόμαυρο πουλί (η αγάπη;) που σταμάτησε έξω από το κλειστό παράθυρο.
Είσαι όμορφη Μαρία;
Πώς είναι τα μαλλιά σου;
Πότε σε φιλήσανε πρώτη φορά;
Σε παίρνει ο ύπνος με ανοιχτό το φως;
(που σε κάνει ορατή σ’ ένα ζεύγος μάτια, σ’ ένα παράθυρο απέναντι, μέσα από τη λεπτή κουρτίνα που φυσά ελαφρά ο αέρας, σε μια καλοκαιρινή νύχτα)
Β΄
Θα έμπαινε ελεεινός από αγάπη στο ιερό του δωματίου της, σαν σκύλος σε οστεοφυλάκιο. Το δωμάτιο θα ήταν ζεστό και θα είχε την οσμή ενός μολυβιού (η Μαρία θα μύριζε όμορφα, ξύλινα, οικεία και μελαγχολικά). Εκείνη θα τρόμαζε. Θα σηκωνόταν. Το μαυρόασπρο πουλί, η αγάπη, θα καθόταν επάνω στο κεφάλι της, όπως τα άλογα στην Αθηνά Παρθένο του Φειδία.
Μπούμ!
Θα τον αγαπούσε για πάντα – Αυτή, που μια μουσική την ξεγέννησε απ’ το κεφάλι του, όπως ένα σφυρί την Παλλάδα από το κρανίο του Δία. Θα κοιμόντουσαν αγκαλιά. Θα κοιτούσε το ενύπνιο σάλεμα των ποδιών της. Τ’ ανακατεμένα μαλλιά. Τη μύτη της που ρουθουνίζει.
Γ΄
Η κουρτίνα κουνιέται – μια κάνη προβάλλει. Πώς μάχεται κανείς μ’ ένα φάντασμα;
ΕΚΕΙΝΗ περιστρέφεται σαν έλικα στον άξονα του ρολογιού (τα χέρια ανοιχτά σε μια αγκαλιά). Γύρω και γύρω. Στάσου. Το φλας ανάβει. Ο φωτογράφος τράβηξε το σκοινί και τα χέρια του γέμισαν στάχτη. Αρχίζει να εμφανίζεται το περίγραμμα. Τα μαύρα μαλλιά, ο λαιμός. Και στη μέση μια μουτζούρα. Η Μαρία είναι ολόλευκη, μαρμάρινη κι έχει για πρόσωπο έναν θάμνο.
Δεν είναι ένα άγαλμα αναιμικής σάρκας ομοίωμα; Έχει στάλα αίμα η ιδέα;
ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ ΠΑΝΤΑ Μ’ ΕΝΑΝ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟ ΑΝΔΡΑ ΠΟΥ ΤΗΝ ΚΟΙΤΑΖΕΙ ΑΠ’ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ
ΑΥΤΟΣ μπήκε στη σκηνή. Ένας προβολέας τον φωτίζει από πίσω. Δεν βλέπουμε το πρόσωπό του. Με τι μοιάζει ο ίσκιος του; Ποιος απ’ όλους; Αλλάζοντας το σχήμα αλλάζει και η σκιά.
Είναι ο Άραβας με το μαχαίρι. Η σκιά του με το τουρμπάνι, μια φαλλική προβολή.
Είναι ο πυγμάχος. Τα χέρια του σαν σπίρτα που θα την πυρπολήσουν.
Είναι ο κυνηγός με το τουφέκι στον ώμο. Τα μάτια του παραμονεύουν μήπως φανεί, σαν ζάρια που φέρανε άσσους.
Αρχίζει να περπατάει με βήμα σίγουρο, αγριεμένος. Σκοντάφτει και πέφτει (σ’ ένα τεντωμένο σκοινί χαμηλά – ακούγονται γυναικεία γέλια - ή σε μια φλούδα μπανάνας – μαϊμού φεύγει χοροπηδώντας προς τα παρασκήνια - ή πατάει τα κορδόνια του που λύθηκαν – βραχνή βλασφημία εκσφενδονίζεται προς τον αόρατο εχθρό από το κόκκινο λάστιχο της γλώσσας του μέσα από τις πολεμίστρες δυο σειρών δόντια). Από την τσέπη του χύνονται στο πάτωμα με θόρυβο μια τσατσάρα, ένα ξυράφι, μια οδοντόβουρτσα, ένα μπουκάλι άρωμα. Πιάνει το μπαστούνι του τυφλού και προσπαθεί να σηκωθεί.
Δεν είναι ένα άγαλμα αναιμικής σάρκας ομοίωμα;
Δ΄
Στο δωμάτιο στέκει το πορτραίτο της Μαρίας στην ομορφότερη ώρα της: μπροστά στον καθρέφτη. Μια διπλή προτομή, ανακλώμενη πάνω και κάτω, που κρατάει ένα λουλούδι σαν ντάμα κούπα κι έχει μπροστά στα μάτια ένα άσπρο πέπλο. Εκείνος σαν βαλές πλησιάζει με το μαχαίρι να κόψει το φιογκάκι ενός απείρου που τον βασανίζει. Αγάπη μου, λέει, μπορώ να σε κοιτάξω;
«Όχι εδώ. Θα περιμένω στο νερό».
Η Μαρία πέφτει απ’ το παράθυρο πετώντας στον αέρα σαν τραπουλόχαρτο. Αυτός βγάζει από το συρτάρι μία μεγάλη βούρτσα και καθαρίζει τα παπούτσια του σχολαστικά. Οι τρίχες του αλόγου φέρνουνε γούρι.
Ε΄
Ο κυνηγός μπαίνει στο δάσος. Σε κάθε βήμα οι μαύρες πλαστικές γαλότσες χώνονται στη λάσπη. Χαμηλά στο πεδίο, γύρω από τα ψηλά δέντρα, η ανάσα της απλώνεται σαν μια ομίχλη τριχωτής σιωπής. Τι κι αν το δάσος είναι η Αθήνα την αυγή και τα παπούτσια του δυο καλογυαλισμένα, δερμάτινα καφέ σκαρπίνια; Πού και πού στον δρόμο είναι ένας νερόλακκος απ’ τις βροχές, σε κάποιο παράθυρο αυτού του κόσμου εκείνη κοιμάται, και στο κεφάλι του αχνίζει η βαθιά αναπνοή της - μυστική, μακρινή και ζεστή σαν τα στατικά παράσιτα που φωλιάζουν στο ακουστικό ενός τηλεφώνου. Θα την αναζητούσε. Θα έφτανε στην πλατεία μιας άγνωστης πόλης
ΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑΤΟΣ ΤΗΣ
Θ’ άνοιγε την πόρτα της εκκλησίας και αντίκρυ στο βάθος θα ήταν άλλη μια πόρτα ανοιγμένη σαν πύλη προς τη θάλασσα. Κάτω ριγμένα στον διάδρομο του ναού απ’ άκρη σ’ άκρη μέχρι το νερό θα ξάπλωναν τα μαύρα, μακριά μαλλιά της.
————— • —————
ΙΝΤΕΡΜΕΔΙΟ Β:
ΗΧΩ ΚΑΤΟΠΤΡΟΥ
Αν ο χρόνος είναι:
το άλογο με το κεφάλι – βέλος (εμπρός, εμπρός)
Και ο χρόνος είναι:
η θάλασσα που φτάνει ως τον ορίζοντα
Τότε το άλογο που στέκει στη στροφή του παράλιου δρόμου
με κεφάλι στραμμένο
και κοιτάζει τα νερά
είναι ο χρόνος που κοιτάει τον χρόνο
Είναι η στάση
(δηλαδή η στιγμή)
που ονομάζουμε έρωτα
Είναι η ρωγμή που θα χωρέσει
(για όσο ακόμα)
την ηχώ της ωραιότατης μνήμης
και
(ελπίζουμε)
την ηχώ της αγάπης
————— • —————
ΙV. ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΗΣ ΣΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ ΧΥΝΕΤΑΙ ΣΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ ΟΠΩΣ ΤΟ ΓΑΛΑ ΣΤΙΣ ΚΟΥΠΕΣ ΕΡΩΤΟΧΤΥΠΗΜΕΝΩΝ ΔΟΛΟΦΟΝΩΝ
Έχω ένα φωτογραφικό όπλο, που τίποτε φονικό δεν έχει και λαμβάνει την εικόνα ενός ιπτάμενου πουλιού ή ενός ζώου που τρέχει σε λιγότερο από 1/500 του δευτερολέπτου ≈ Étienne-Jules Marey, 1882
Α΄
Με πουπουλένια βήματα βαδίζει το κατώφλι από το μπάνιο προς την κάμαρα - νερό στάζει απ’ τα γόνατά της όπως η βροχή από λευκούς βράχους.
Οι ατμοί του ζεστού λουτρού κατεβαίνουν αργά πάνω στα σκόρπια πράγματά της στο πάτωμα.
Παπούτσια στην ομίχλη.
Β΄
Τα μάτια της: ένα σετ μετεωρολογικά όργανα που αλλάζουν σχήμα και βάθος με απόλυτη ακρίβεια. Κάποτε θυμίζοντας ένα ζευγάρι λαμπερούς γυάλινους βώλους, κάποτε δυο άδεια καρυδότσουφλα στο έδαφος, που τα τσίμπησε και τα έσπασε το ράμφος ενός μαύρου πουλιού.
Με τις πλάγιες ακτίνες του απογευματινού ήλιου να φτάνουν από το παράθυρο, κοιτάζει στον καθρέφτη, καθώς χτενίζει τα μαλλιά της, και ο ήχος γυάλινων βώλων που τρέχουν στο πάτωμα αφημένοι από το χέρι ενός παιδιού χτυπάει το δωμάτιο σαν ένας μικρός κεραυνός. Λες κι ένας τοσοδούλης Ζεύς, που προσωποποιεί μια έννοια ακαριαίας ευτυχίας, κάθεται πλάι της, τυλιγμένος άτσαλα μέσα στα αστεία ρούχα του.
Καθώς πιάνει τα μαλλιά της στο σχήμα ενός κοχυλιού, με ένα τσιμπιδάκι ανάμεσα στα χείλη σαν το δοξάρι ενός βιολιού μινιατούρα έτοιμου να εκτελέσει μια φράση θριαμβική, ο λαιμός της κουνιέται απότομα αποκρινόμενος σε ένα ζεύγος μανιώδη χέρια.
Εσωτερικά της χαράς! Καθώς φοράει τα παπούτσια της, η καρδιά του κρέμεται απ’ το ταβάνι κι ένα τραγούδι αγάπης γεμίζει το δωμάτιο – ο διακριτικός ήχος από τα κουδούνια των αλόγων βουτηγμένος στην υποθαλάσσια ευφορία ενός κολυμβητή.
Γ΄
ΑΚΟΥΣΤΕ ΤΟΝ ΑΕΡΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ ΠΟΥ ΒΓΑΙΝΕΙ ΑΠ’ ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΚΟΧΥΛΙ
Ένα πορτοκαλί στέφανο πέφτει πάνω στην Αγία των Ωρών, καθώς περνά κάτω απ’ τις λάμπες του δρόμου που ανάψαν νωρίς. Τα τακούνια της χτυπούν το πεζοδρόμιο, σαν ραπτομηχανή που υφαίνει με την κλωστή της επιθυμίας ένα ζεύγος αντιστίξεις στην κάτοψη της μικρής πόλης. Στη στροφή του δρόμου, αυτό που μοιάζει με ένα ακέφαλο άλογο έχει γυρίσει το πρόσωπο προς το νερό. Καθώς πέφτει ο ήλιος, η απογευματινή κωδωνοκρουσία σκορπίζεται γύρω από το καμπαναριό, ψεκάζοντας το ακτινωτό της κάλεσμα.
Η μυρωδιά της θάλασσας από κάτω της φτάνει μέσα από το ανοιχτό παράθυρο. Το μπουμπούκι του ιωδίου ανθίζει στο δωμάτιό του, αναιρώντας την απόσταση μεταξύ τους, λες και η μικρή της φιγούρα βρίσκεται κοντά του και την κοιτάζει μέσα από ανάποδα κιάλια.
–ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΕΛΕΙΩΝΕΙ ΠΑΝΤΑ Μ’ ΕΝΑΝ ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟ ΑΝΔΡΑ ΠΟΥ ΤΗΝ ΚΟΙΤΑΖΕΙ ΑΠ’ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ–
*
Κατεβαίνει τη σκάλα για την παραλία. Βγάζει τα παπούτσια και περπατάει αργά προς το νερό, βουτώντας τα κόκκινα νύχια των ποδιών της σαν κεριά που τα σβήνει ο καντηλανάφτης σε ένα χάλκινο εκκλησιαστικό βάζο.
Η θάλασσα είναι ήρεμη, την παλμική της σιωπή διαπερνούν τα βότσαλα που χτυπούν μεταξύ τους και κατρακυλούν. Ψιθυρίζει τ’ όνομά της κι αυτή γυρίζει.
(πόζα)
Ένας κρότος αντηχεί σε απόσταση, κλεισμένος στον αέρα όπως τα σπόρια μέσα στο χνουδωτό κλουβί ενός άνθους βαμβακιού.
Μια λάμψη φώτισε τα βλέφαρά της ρίχνοντας στο έδαφος τη σκιά ενός αχινού.
Τα σχέδια με μελάνι είναι του Σωκράτη Μαρτίνη [από τις συλλογές ποιημάτων και σχεδίων Μικρό μπρούντζινο χέρι (Φαρφουλάς 2010) και Βορράς
(more mars team 2014)]. Μέρη του έργου δημοσιεύθηκαν: Στην ανθολογία Milk, an anthology of eroticism (Salo press, Αγγλία 2017): Τα 1,2,3,4 και 7 από τα Επτά εικονοστάσια για την Άγνωστη Γυναίκα· στο φύλλο Elbow Room Broadsheet (Αγγλία, 2016): «Το πρόσωπό της στον καθρέφτη …»· στο ηλεκτρονικό περιοδικό Φρέαρ: «φωτογράφος τραβά το σκοινί χαρμόσυνης κωδωνοκρουσίας…» και «ηχώ κατόπτρου»
https://socratesmartinis.wordpress.com https://geometer8.wordpress.com/