Χάρτης 11 - ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2019
https://dev.hartismag.gr/hartis-11/poiisi-kai-pezografia/zwh-se-logoy-mas
Ο αδελφός του νεκρού, κρατώντας το μικρό του γιο από το χέρι, πέρασε με σκυμμένο το κεφάλι μπρος από τη μαύρη φρεσκοπλυμένη νεκροφόρα μάρκας μερσεντές και κατευθύνθηκε προς τον ναό. Την ώρα εκείνη δυο καρακάξες που κάθονταν σε ένα απογυμνωμένο από φύλλα δέντρο, που πιθανόν ήταν και αυτό απονεκρωμένο, έκρωζαν καλωσορίζοντας το νεκρό. Τα έθιμα πρόσταζαν η μεταφορά της σωρού να συνοδεύεται από μουσικά όργανα, μια τρομπέτα και ένα κρουστό σαν υπερμεγέθες ντέφι από δέρμα κατσίκας, χαρακτηριστικό της περιοχής. Οι σκοποί αργοί και βαρείς, σύμφωνοι με την περίσταση. Οι μουσικοί, μια κοπέλα και ένας νεαρός με μακριά άστατα μαλλιά και γένια μέχρι το πάτωμα, ήταν πολύ καλοί και πολλά υποσχόμενοι καθώς φαινόταν. Οι άντρες και όχι οι γυναίκες τους, χαρτζιλίκωναν τα παιδιά πλουσιοπάροχα, μάλιστα ανταγωνίζονταν μεταξύ τους ποιος θα φανεί ο πιο χουβαρντάς, έστω και αν η κηδεία γινόταν προς το τέλος του μήνα και ήξεραν ότι δεν θα έχουν μετά φράγκο για να περάσουν τις υπόλοιπες μέρες μέχρι να μπει το μηνιάτικο. Η τιμή άξιζε περισσότερο στην κοινωνία αυτή από τις καταθέσεις στην τράπεζα.
Οι γριές του χωριού, με κραυγές και οδυρμούς να παρεμβάλλονται, τραγουδούσαν νεκρικά μοιρολόγια. Ήταν να αναρωτιέται κανείς προς τι τόση υποκρισία για ένα νεκρό που δεν ήταν της φαμίλιας τους, έστω κάποιος γνωστός συγγενής ή φίλος. Είχαν μάθει από τις δικές τους γιαγιάδες την παράδοση και την ακολουθούσαν πιστά. Όταν το ψέμα είναι επαναλαμβανόμενο, γίνεται τελικά βίωμα. Σε κάθε περίπτωση ήταν ανυπόφορες. Το ομολογούσαν πολλοί, αλλά κανείς δεν διανοούνταν να σταματήσει αυτήν τη χυδαιότητα. Ποιόν συνέφερε τούτη η πρακτική ήταν απορίας άξιο. Σάμπως οι μανάδες των πεθαμένων, δεν είχαν αρκετό πόνο και δάκρυα να χύσουν για τους πρόωρα απολεσθέντες; Μόνο για τίποτα γέρους, που ο γονείς τους είχαν πεθάνει προ πολλού, θα το δικαιολογούσε κανείς. Αλλά και πάλι, ποιος ο λόγος να οδύρεται κανείς, ποια χαμένη ζωή να θρηνήσουν, όταν ο αποθανών έφυγε στα ογδόντα ή στα ενενήντα;
Οι νεκρώσιμες ακολουθίες γίνονταν κατά παράδοση στο εκκλησάκι που απείχε μερικές δεκάδες μέτρα από το νεκροταφείο, αφιερωμένο που αλλού παρά στην Ανάσταση. Αποτελούσε προνόμιο να σε ψέλνουν σε ένα τόσο ιστορικό ναό, κτισμένο το δέκατο τρίτο αιώνα, βυζαντινό δηλαδή. Σταυροειδής εγγεγραμμένος τετρακίονος με τρούλο. Με τους τέσσερις κίονες, υπολείμματα αρχαίων ναών της περιοχής που είχαν σκυλεύσει οι θεοσεβείς χριστιανοί. Κάθε κίονας έφερε ιωνικό κιονόκρανο σμιλευμένο με μεγάλη επιδεξιότητα. Και πιο πάνω, λοξότμητο επίθεμα με χαραγμένους, μεταγενέστερα προφανώς, παλαιοχριστιανικούς σταυρούς σε κάθε πλευρά. Το εσωτερικό στόλιζαν θαυμάσιες αγιογραφίες που απεικόνιζαν το χριστολογικό κύκλο. Τα ραδινά πρόσωπα με τα ροδαλά μάγουλα, τις γήινες αποχρώσεις στα ενδύματα και τα γεμάτα αρμονία σώματα, δημιουργούσαν ένα περιβάλλον ηρεμίας που ελάφρυνε κάπως την πίκρα της οικογένειας του μακαρίτη, σε αντίθεση με τη συναισθηματικά φορτισμένη ατμόσφαιρα του τελεσθέντος μυστηρίου.
Ο μοναδικός παπάς της ενορίας, που θα τελούσε και τη νεκρώσιμη ακολουθία, κόντευε τα εβδομήντα και είχαν δει πολλά τα μάτια του. Ήταν έξυπνος άνθρωπος, σοβαρός και σεβαστός στο πλήρωμά του. Ένα ήταν σίγουρο πάντως. Ότι θα είχε βαρεθεί να θάβει κόσμο, να λέει συνεχώς τα ίδια και τα ίδια λόγια. Όσο και αν αγαπούσε τον Θεό και τους συγχωριανούς του, θα είχε ρουτινιάσει. Ακόμα και στην καλύτερη παράσταση να πρωταγωνιστεί ένας ηθοποιός, κάποια στιγμή θα βαρεθεί το ίδιο σενάριο. Θες ελληνική τραγωδία, θες Σαίξπηρ. Παίζε παίζε επί πενήντα σεζόν το ίδιο έργο, καταντά μονότονο. Στο τέλος θα σιχαθείς τον εαυτό σου, θα βρίζεις τον Αισχύλο και όλο του το σόι, τη μοίρα που σε έριξε σε μια δουλειά που παίζεις ξανά και ξανά την ήδη χιλιοπαιγμένη κασέτα.
Μέχρι να ξεκινήσει το μυστήριο, να ηρεμήσουν τα πνεύματα και να καταλαγιάσουν οι φωνές των γυναικών, ο παπά Γιώργης καθόταν στην γνώριμη θέση του μέσα στο ιερό. Βασικά δεν υπήρχε και άλλη θέση να βάλει την καρέκλα του. Ο χώρος ήταν αρκετά μικρός, δεν χωρούσε παρά την Αγία Τράπεζα, μια δυο καρέκλες, άντε και το νεωκόρο που τον εξυπηρετούσε, ανάβοντας το κερί και το θυμιατήρι. Ήταν πολύ συγκινητικό να τον κοιτάς από την Ωραία Πύλη, που καθόταν με την πλάτη στον τοίχο. Εξέπεμπε μια εσωτερική γαλήνη. Είχε μια απόκρυφη λάμψη. Έτσι όπως ήταν και παραταγμένες οι εικόνες δίπλα του πάνω στην τράπεζα, σου έβγαζε κάτι το μυστηριακό. Δεν ασχολιόταν με τα διαδικαστικά, πού θα μπει το φέρετρο, στο κέντρο του ναού, λίγο δεξιά, λίγο αριστερά, πού θα μπουν τα λουλούδια, πόσες καρέκλες θα βάλουν για τους συγγενείς δίπλα στον νεκρό. Όχι… αυτά τα κανόνιζαν οι παλιοί... ήξεραν αυτοί καλύτερα. Οι ψαλτάδες ήθελε μόνο να έχουν μικρόφωνο και να είναι στην ώρα τους. Άλλωστε με αυτούς «θα συνομιλούσε» κατά τη διάρκεια της ακολουθίας, όπως πρόσταζε το τυπικό. Ένα λειτουργικό κομμάτι αυτός, μια ψαλμωδία αυτοί, μακαρισμοί εναλλάξ και ούτω καθεξής μέχρι το δι’ ευχών. Τους ήθελε το λοιπόν ευχαριστημένους, χαλαρούς, με όρεξη για «κουβέντα». Να ψέλνουν καθαρά κυρίως, διότι έχανε λίγο από το αριστερό αυτί. Οι μικροφωνισμοί και οι φωνητικές αστοχίες τον αποσυντόνιζαν και κυρίως τον εκνεύριζαν αφάνταστα. Όταν όλα ήταν όπως έπρεπε, ξερόβηχε, και ξεκινούσε με το «Ευλογημένη η βασιλεία...».
Για την κηδεία κατέφθασαν και κάποιες φίλες της χήρας, που κανένας δεν τις είχε ξαναδεί στα μέρη. Εκεί γύρω στα πενήντα, κάτι κωλοπετσωμένες με πολύ αέρα. Κάτι είχαν καταλάβει λάθος βέβαια. Η περιβολή τους ήταν κατά γενική ομολογία ασύμβατη με το γεγονός το οποίο τιμούσαν με την παρουσία τους. Μαύρα δικτυωτά καλσόν, μαύρα φορέματα με το μπούστο να βγάζει μάτι, γυαλιστερές γόβες με αρκετούς πόντους στο τακούνι, που ανόρθωναν τα οπίσθια τους. Το σώμα τους τα σήκωνε όλα αυτά βέβαια και με το παραπάνω. Οι γάμπες τους κυρίως ήταν καταπληκτικές. Οι άντρες ήταν αδύνατον να πάρουν τα μάτια από πάνω τους. Ξαφνικά, οι παντρεμένες του χωριού, όταν πήραν είδηση τι γίνεται και μυρίστηκαν τη δουλειά, άφησαν τα μεταξύ τους πηγαδάκια και γραπώθηκαν από τα μπράτσα των ανδρών τους. Άρχισαν τις τρυφερότητες, όλως περιέργως, τάχα να σταθούν στο πλευρό τους. Η δύσκολη αυτή περίσταση του θανάτου, δεν ξυπνούσε μονάχα τον φόβο της προσωπικής απώλειας, αλλά πρωτίστως την συνειδητοποίηση της ματαιότητας της ύπαρξης και τα ερωτήματα που αυτή ανασύρει όπως για το τι κάνουν στη ζωή τους ή αν θα πρέπει να την κάνουν οι άντρες με μια από αυτές τις κυρίες για αλλού. Για καλή τύχη όλων οι κυρίες αυτές ήρθαν με καθυστέρηση, δεν βρήκαν χώρο μέσα στον ναό που ήταν ήδη ασφυκτικά γεμάτος, και κάθισαν στο προαύλιο κάτω από την υπεραιωνόβια συκιά. Φυσικά κανένας άντρας δεν τόλμησε να παραχωρήσει τη θέση του μέσα στην εκκλησία, όπως θα έκανε ένας τζέντλεμαν και έτσι αποφευχθήκαν τα χειρότερα και άλλες τραγωδίες. Μία ήταν αρκετή για την ημέρα εκείνη.
Στην αυλή κάθονταν, εκτός από τις εν λόγω φίλες, κυρίως οι γεροντότεροι και όσοι νεότεροι είχαν μείνει στο χωριό, για να καπνίσουν. Μανιώδεις καπνιστές όλοι τους, σύνηθες για επαρχία, δεν είχαν την υπομονή να κάτσουν άκαπνοι σε μια νεκρώσιμη ακολουθία διάρκειας μισής ώρας, σκάρτα μισής ώρας. Ο παπάς έτρεχε τις περισσότερες φορές, ιδίως αν είχε κάνει και λειτουργία το πρωί. Κάθονταν έξω γιατί δεν είχαν μάθει και ποτέ να κλαίνε. Το συναίσθημα το φυλάγανε από μικροί στις τσέπες των παντελονιών τους, στις σόλες των παπουτσιών, σε όσο πιο σκοτεινά σημεία μπορούσαν δηλαδή. Όποιος έκλαιγε, δεν ήταν άξιος άντρας στο χωριό. Για αυτό και το τσιγάρο πήγαινε σύννεφο και οι κρυφές ματιές στα ξένα θηλυκά, επίσης.
Μέσα στην εκκλησία το κλίμα ήταν βαρύ και πένθιμο. Η μαύρη χήρα στεκόταν συνεχώς όρθια στο πλευρό του νεκρού άντρα της. Σκούπιζε τα καυτά δάκρυά της με το μεταξωτό μαντήλι που της είχε κάποτε χαρίσει. Την τσάντα της, την κρατούσε στο χέρι. Ήταν μάρκας και συνεπώς ακριβή και δεν ήθελε να την χάσει. Κάθε τόσο την άνοιγε για να πάρει το μπουκαλάκι αιθέρα, που είχε προμηθευτεί για παν ενδεχόμενο, αλλά έριχνε και κλεφτές ματιές στο κινητό της, που το είχε βέβαια στο αθόρυβο. Ο παπά Γιώργης πάντα ζητούσε, όπως κάνουν στο θέατρο, να κλείνουν όλοι τα κινητά τους. Ένα κουδούνισμα στην κορύφωση του δράματος θα αφαιρούσε από την στιγμή όλη την ένταση και την πνευματική της δύναμη.
Οι φίλες της χήρας έκαναν φιλότιμες προσπάθειες να την παρηγορήσουν για την ατυχία που της επεφύλαξε η μοίρα να χάσει τον άντρας της και να μείνει μόνη σε νεαρή ηλικία. Την φιλούσαν στοργικά, της χάιδευαν τα μαλλιά, της άπλωναν τα χέρια να τη σφίξουν στην αγκαλιά τους. Ανάλογα τη θέση και την πίστη τής καθεμιάς, τα λόγια συμπόνιας ποικίλανε. Οι μεγαλύτερες, με σταθερό τόνο στη φωνή, της έλεγαν ότι ήταν θέλημα Θεού η δοκιμασία που περνούσε και έπρεπε να φανεί δυνατή και να δείξει την ακλόνητη πίστη της. Ο άντρας της ήταν άξιος και δουλευταράς, τιμούσε το σπίτι του και θα πήγαινε στον παράδεισο. Οι νεότερες, ανίκανες να συγκρατήσουν τη συναισθηματική τους φόρτιση και με περισσή θεατρικότητα, την παρηγορούσαν λέγοντας ότι ήταν σωστός σύζυγος και ότι η ίδια είχε κάνει το χρέος της σαν καλή σύζυγος τόσα χρόνια δίπλα του. Της θύμιζαν ότι ήταν ακόμα νέα και την ικέτευαν να δείξει κουράγιο τον πρώτο διάστημα μέχρι ο χρόνος να κάνει τη δουλειά του και καταλαγιάσει ο πόνος. Ύστερα θα ήταν όλα καλύτερα.
Οι άντρες, φίλοι του εκλειπόντος, στέκονταν αμίλητοι ο ένας δίπλα στον άλλο παλεύοντας να κρύψουν την βαθειά συντριβή τους για τον πρόωρο χαμό του φίλου τους. Μαζί είχαν πάει σχολείο, μαζί είχαν παίξει μπάλα, μαζί είχαν μοιραστεί την επιθυμία να μπουν όπου έβρισκαν, όταν οι εφηβικές τους ορμές έτρεχαν ασυγκράτητες, ακούραστες στα βουνά και τα λαγκάδια σαν τα άγρια άλογα του τόπου τους.
Οι υπόλοιποι, όσοι δεν ζούσαν το δράμα από πρώτο χέρι, κάθονταν με σεβασμό, με τα χέρια σταυρωμένα μπροστά και σκυμμένο ελαφρώς το κεφάλι, κοιτώντας που και που το ρολόι τους ή ρίχνοντας κλεφτές ματιές στο εκκλησίασμα ψάχνοντας να δούν κάτι ευχάριστο, που θα ελαφρύνει την καρδιά τους. Κατανοούσαν πλήρως τη δύσκολη στιγμή αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν και πολλά. Τουλάχιστον η σκέψη και η προσευχή τους ήταν δίπλα στην οικογένεια. Οι γυναίκες του χωριού κρατούσαν η μία το χέρι της άλλης, έριχναν λίγα δάκρυα ως ένδειξη ότι συνέπασχαν και ένιωθαν το ίδιο πονεμένες σαν να ήταν δικός τους άνθρωπος.
Μετά το δι’ευχών, όλοι με την σειρά τους, υποκλίνονταν και ασπάζονταν στο νεκρό, έδιναν το χέρι στη χήρα, ψιθυρίζοντας κάτι μισόλογα, και αποχωρούσαν ησύχως, άλλοι γεμάτοι συγκίνηση, άλλοι σκεπτικοί και μερικοί χαμογελώντας ανακουφισμένοι που δεν ήταν αυτοί στην θέση του και ελπίζοντας ότι ο καβαλάρης με το μαύρο άλογο θα αργούσε ακόμα να βρεθεί στο κατώφλι του σπιτιού τους ζητώντας επίμονα να μπει μέσα. Οι μοιρολογίστρες περίμεναν πώς και πώς τον παπά να παίξει την τελευταία πράξη του δράματος. Έπρεπε και αυτές να ολοκληρώσουν το θεάρεστο έργο τους γιατί αλλιώς, όπως με πονηριά εκβίαζαν για να μην χάσουν το μερτικό τους, η ψυχή του πεθαμένου δεν θα έβρισκε τόπο να σταθεί και ήταν κρίμα γιατί το τοπίο ήταν ειδυλλιακό. Χιλιάδες λιόδεντρα κάλυπταν τεράστιες εκτάσεις γύρω από το χωριό. Τι πιο ωραίο να κείτεσαι στα ριζά μια γηραιάς ελιάς και να σε ραίνουν οι καρποί της.
Για να μην γδάρει το πανάκριβο αμάξι στα κλαδιά, ο υπεύθυνος του γραφείου κοινωνικών εξυπηρετήσεων αρνήθηκε να κάνει τη χάρη να οδηγηθεί ο νεκρός με άνεση και πολυτέλεια στην τελευταία του κατοικία. Οι όροι της συμφωνίας που είχαν κάνει οι συγγενείς, δεν προέβλεπε κάτι τέτοιο γιατί, εκτός των άλλων, δεν είχαν καταβάλει το αντίστοιχο ποσό και την επισφάλεια για τυχών φθορές. Ο παπάς και το φέρετρο πήγαιναν μπροστά με τη χήρα και τις φίλες με τις ωραίες γάμπες να ακολουθούν. Μέσα απο το δαντελωτό φόρεμα διαγράφονταν εμφανώς τα επίσης δαντελωτά εσώρουχα και οι καλτσοδέτες. Φυσικά δεν έμεινε ασχολίαστο από τις κυρίες τού χωριού που ακολουθούσαν την πομπή. Σύσσωμοι οι χωριανοί λίγο πιο πίσω. Οι θεριακλήδες στο τέλος της ουράς ρουφάγανε τα βαριά τσιγάρα τους και συζητούσαν για τη φετινή σοδειά που τη χτύπησε ο δάκος. Πάνω από τον τάφο, ο παπά Γιώργης διάβασε κάτι ευχές και έριξε στα πόδια τού νεκρού λάδι και κρασί για να έχει να πορεύεται. Οι μοιρολογίστρες τραγούδησαν κάτι ξεθυμασμένα μοιρολόγια στα γρήγορα. Ήταν ήδη δύο το μεσημέρι και η πείνα είχε καταβάλει τους πάντες. Παράχωσαν το φέρετρο με προσοχή και έφυγαν για την κοντινή ταβέρνα όπου θα σερβίρανε ψαρόσουπα και άφθονο αλκοόλ.